Η Λιωλιώ χουζούρευε κουκουλωμένη, όταν άκουσε τη φωνή του γιου της που όρμησε στο κρεβάτι.
- Μαμά! Πού είχες πάει χθες κι όταν σηκώθηκα τη νύχτα δε σε βρήκα;
Χασμουρήθηκε και του χάιδεψε το κεφάλι.
- Δε σε είπε η γιαγιά;
- Όχι, μόνο ότι σε κάλεσε ένα ζευγάρι στο σπίτι τους!
- Ναι, καλά σε είπε... Δε με είδες που έφυγα το απόγεμα;
- Και πού ήτανε αυτό το σπίτι και γιατί άργησες;
- Μακριά από δω αγόρι μου... Παιδάκια δεν είχανε κει πέρα, ούλο μεγάλοι ητανάνε και γι αυτό άργησε να τελειώσει το τραπέζι.
- Κι εμένα πότε θα με πας πάλι κει που φάγαμε τα ωραία γλυκά κι ήπιαμε το κακάο με την κρέμα;
Ξύπνησε για τα καλά και σκέφτηκε την απάντηση.
- Θα σε πάω άμα σιάξει ο καιρός. Πού να βγούμε με το χιόνι, δύσκολο πράμα είναι...
- Να μας πάρει ο κύριος Περικλής και να μας φέρει πάλι πίσω!
- Αυτό που λες δεν γένεται πασά μου! Έτυχε μια που μας έφερε, επειδής είναι πολύ κύριος κι ευγενής αμά δε μπορούμε να το κάμνουμε ούλη την ώρα, ντροπής είναι για!
- Μα είναι φίλος σου μαμά και με είπε που θα με περιμένει πάλι!
- Εκείνος το είπε, αμά εμείς πρέπει να μη τόνε γένουμε τσιμπούρι... Άσε να φύγουνε τα χιόνια και το κρύο πρώτα και θα σε πάω!
- Κι εσύ χτες πώς βγήκες και πήγες και τόσο μακριά, με λες;
- Πέρασε μια κυρία με τον άντρα της που τοις ξεύρω απέ τη λέσχη και με πήρανε με το αυτοκίνητο. Εκάμαμε πάρα πολλή ώρα ίσια με να φτάσουμε εκεί...
Η μητέρα της φώναξε το παιδί για να πιει την πορτοκαλάδα που του έστυβε καθημερινά κι η συζήτηση ευτυχώς σταμάτησε. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ζεστή βελούδινη ρόμπα της κι έριξε μια ματιά στον καθρέφτη. Έστρωσε λίγο τις μπούκλες που ξέφευγαν και πλύθηκε τουρτουρίζοντας από το κρύο.
<< Α πα πα πα! Το νερό λες και γίνηκε πάγος!>>
Η μητέρα της έψησε καφεδάκια με την αδημονία εμφανή. Περίμενε πώς και πώς να σηκωθεί η κόρη της για να την ψάλλει πρώτα που άργησε πολύ και να μάθει τα χθεσινοβραδινά νέα με τον Περικλή.
- Άσε με καλέ μαμά κι ακόμα κοιμούμαι... Ήπια κάμποση σαμπάνια και με ζάλισε... Σα νερό πήγαινε κάτω η άτιμη!
- Μπρε συ, σε μέθυσε αυτός; Μπας και γένηκε κάνα κακό πράμα;
- Πού να γένει, στο κέντρο με τόσο κόσμο και μουσική;
- Μετά που βγήκατε όξω για να φέρει...
- Όχι σε λέω! Μπορεί να ζαλίστηκα κομμάτι αμά όχι και να μη ξεύρω τι με γένεται!
- Καλά... Για πες με τώρα που είμαστε οι δυο μας!
Αφού βεβαιώθηκαν ότι ο μικρός αλώνιζε στη σάλα με τον παππού του και δεν τις άκουγε, το έπιασε απ' την αρχή.
- Με ευχήθηκε την Καλή Χρονιά και με φίλησε το χέρι απάνου απέ το γάντι βέβαια. Έλεγε διάφορα ίσια με να πάμε στο κέντρο. Τι ωραία, δε φαντάζεσαι! Ούλοι οι τραγουδιστές ντυμένοι καλά, δίνανε ευχές στον κόσμο! Πόσοι παράδες τοις πετάγανε, τι να σε πω! Μάτσα τα χιλιάρικα μαμά στα πόδια τους, στις μουσικοί που παίζανε τα όργανα μέχρι και στο κούτελο τα κολνάγανε! Κι εκείνες οι στίβες τα πιάτα που έσπαζαν και τα μπαλόνια και τα μαλάματα να γυαλίζουνε σε χέρια και λαιμό! Καμιά δικιά μας δεν ήτο εκεί, μην ανησυχείς...
- Αυτό μας έλειπε, να σε διούνε και στα κέντρα με τα μπουζούκια!
- Ο Περικλής παράγγειλε σαμπάνια καλή και φέρανε κι ένα πιάτο με λογιώ λογιώ θαλασσινά, γλυκά και φρούτα! Πολύ μεγάλη περιποίηση, να με σερβίρει, να με πάρει λουλούδια... Στην κάμαρά μου τα έχω!
- Και μετά τι γένηκε;
- Τίποτις απ' αυτά που φοβάσαι! Με μίλησε όμως σοβαρά και να σε πω κάτι; Θαρρώ που είναι σε καλό δρόμο το πράμα...
- Τι σε είπε μπρε; Πες με και θα με σκάσεις!
Η μάνα ετοίμαζε το μεσημεριανό φαγητό όταν χτύπησε η πόρτα.
- Καλώς την κόρη μου!
- Τι καλό ψήνεις μαμά;
- Όρνιθα γιομιστή.
Η παραφουσκωμένη κοιλιά του κοτόπουλου με τα καβουρδισμένα στο βούτυρο συκωτάκια, ρύζι, κουκουνάρι, σκόρδο και ψιλοκομμένο κρεμμύδι, έβγαζε γαργαλιστική μυρωδιά από την ερμητικά κλειστή αγκαλιά της σόμπας. Ραμμένο με χοντρή βελόνα και κλωστή για να μη φύγει η γέμιση και τυλιγμένο σαν πακέτο στη λαδόκολλα, ψηνόταν με τους χυμούς του στο ταψάκι. Θα το συνόδευαν με τραγανές τηγανητές πατάτες κι ένα ελαφρά βρασμένο μπουκέτο λαχανικών. Μπρόκολο, καρότα, καρδιές από λάχανα, κολοκυθάκια, με μπόλικο λαδολέμονο.
- Η Λιωλιώ;
- Τοις δρόμοι πήρε πάλι με το γιο του Νότη... Κακά ξεμπερδέματα θα έχομε παιδάκι μου έτσι και τοις πάρει χαμπάρι αυτός... Δε σε λέω που δεν είναι καλή τύχη για την αδερφή σου, αμά θα σηκωθεί ο κόσμος στο ποδάρι απέ το κακό που θα γένει...
- Πώς πάνε τα πράματα μαμά, τι σε είπε;
- Τη θέλει λέει... Μήτε που είναι χήρα τόνε νοιάζει, μήτε που έχει κοτζάμ παιδί, ούλα ωραία τα βλέπει...
- Μακάρι να είναι έτσι και να μη τόνε έπιασε το γινάτι για να τη γλεντήσει κι αυτή όπως τις άλλες που τον κάμει τη δύσκολη. Γιατί κακά τα ψέματα, κομμάτι αταίριαστο είναι το πράμα...
- Κατά πως τα λέει, τρελός και παλαβός είναι μαζί της και θέλει να τη στεφανωθεί. Τόνε μίλησε, αμά δεν τόνε νοιάζει μήτε η οικογένειά του, μήτε ο κόσμος τι θα πει... Και καλά, τον κόσμο ποτές δεν τον υπολόγισε η αδερφή σου και να σε πω κάτι, ούτε κι εγώ! Άμα είναι το τυχερό της, ας σκάσουνε απ' τη ζούλια τους! Τοις γονιοί του είναι που σκέπτουμαι και πιο πολύ κείνο τον πατέρα του μη και της κάμει κάνα κακό... Τέτοιος σκύλος μαύρος που είναι, ούλα να τα περιμένεις! Είπαμε που θα έχει τα δίκια του βέβαια η αλήθεια και καλύτερα θα την ταίριαζε άλλος, αμά αυτοί ξεκολλημό δεν έχουνε για! Τα θέλει αυτή, αμά τα θέλει κι αυτός!
- Τι να σε πω καλέ μαμά... Ο μπαμπάς μου τι λέει;
- Σεκλετισμένος είναι κι αυτός που σκέπτεται τη γλώσσα του...
Η θεία που κατέφθασε φρέσκια και γελαστή για να μάθει τα νέα, έδωσε άλλο αέρα στη συζήτηση.
- Καλέ, τι ευχάριστα πράματα είναι αυτά! Το έλεγα εγώ πως είναι το τυχερό της κόρης σου! Σιγά που θα θα κάτσει ν' ακούει το μπαμπά του κοτζάμ άντρας λες κι είναι μωρό! Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να 'χει ο πεθερός δε λένε;
Ο Νότης αφού ήπιε τον καφέ του, πέταξε το φλιτζανάκι με δύναμη στον τοίχο μαζί με μια βρισιά.
Ήταν η τρίτη ζημιά που έκανε εκείνη τη μέρα αφού είχαν προηγηθεί δυο πιάτα κι η γυναίκα του συγχυσμένη μάζευε ξανά τα σπασμένα.
- Ησύχασε άντρα μου μη σ' έρτει τίποτα...
- Πώς να ησυχάσω μπρε γυναίκα; Εσύ που κλαις και τραβάς τα μαλλιά σου με το κακό που μας βρήκε δεν έχεις φόβο; Θαρρείς που δε φοβούμαι μη και πάθεις; Ορίστε τα χάλια του γιου μας, να μας στείλει στο μνήμα θέλει! Τόσες κοπέλες τόνε θέλανε, με τόσες έμπαινε κι έβγαινε και γλένταγε, για παντρειά μήτε ν' ακούσει δεν ήθελε και τώρα να θέλει να πάρει τη χήρα με το παιδί; Τον έστριψε πια;
- Μπρε Νότη μου, μπας και τόνε κάνανε τίποτις και τον έχουνε δεμένο;
- Άσε μας κι εσύ! Άμα κάμει του κεφαλιού του ο γιος σου ούλο δεμένο τόνε έχουνε! Τα ίδια έλεγες και με τα προξενιά που τον φέρνανε και με τις κοπέλες που τον αρέσανε αλλά δεν ήθελε γάμο, ότι τον έχουνε δέσει το στεφάνι του! Θαρρείς που δεν επήρα χαμπάρι που έτρεχες εδώ κι εκεί για να τόνε λύσουνε; Και τα λιβάνια και τα μαντζούνια που έκαιγες και δε μπορούσε άθρωπος να σταθεί απέ την κάπνα στο σπίτι; Και τα ρούχα του που έδωκες τον παπά να τα διαβάσει; Σ' αρώτηξα κείνη τη μέρα τι κουβαλάς μέσα στην τσάντα που πας στην εκκλησία και με είπες κάτι παλιά για τοις φτωχοί και σε κάμποσες μέρες τα έφερες πάλι πίσω! Για χαϊβάνι με περνάς;
- Ε, σα μάνα κι εγώ, είπα να βοηθήσω κομμάτι κι έκαμα ο,τι με λέγανε... Λίγο πράμα είναι να βλέπω το γιο μου να περνάνε τα χρόνια και να μη θέλει να κάμει οικογένεια; Εγγονάκια έπρεπε να έχομε και...
- Και σε φέρνει εγγονό έτοιμο από άλλο μπαμπά, πες το!
Ένα κουβάρι έγινε η μάνα και τα δάκρυα μούσκεψαν ξανά το χλωμό της πρόσωπο.
- Τις καλές μέρες που ήρτανε στο μαγαζί έπρεπε να τοις φαρμακώσω αντί να τοις γλυκάνω! Πού να ήξευρα ότι θα μας χαλνούσε το σπίτι κι αυτή κι ο γιος της! Άμα είδα τον Περικλή να την κοιτάζει και να τον τρέχουνε τα σάλια σάμπως και δεν είχε διει άλλη γυναίκα στη ζωή του, σφάχτης με βρήκε! Να κι άλλα κεράσματα που πήγε κι έκατσε μαζί τους, να τα χάχανα, να και που τοις πήρε με το αυτοκίνητο να τοις πάει στο σπίτι μη και πατήσει αυτή το ποδάρι της στο χιόνι!
- Αχ...
- Το παλιοθήλυκο! Τον άντρα της δεν ετίμησε όπως ούλες οι καλές και καθώς πρέπει γυναίκες! Μόλις τον έθαψε, αρχίνησε τα δικά της η αρσίζα, το μυαλό της ούλο στα στολίσματα και στη γύρα το είχε! Το κουσέλι δίνει και παίρνει με δαύτη, τα ξεύρουμε για!
- Λες να μη κάμει πίσω και να την πάρει;
- Ας τολμήσει και θα τόνε δείξω εγώ! Δεκάρα δε θα διει, θα τόνε ξεγράψω από παιδί μου! Κι άμα μείκει χωρίς ένα παρά στην τσέπη, θα τόνε ρίξει αυτή μια μουντζιά και θα ψάξει γι άλλο κορόιδο να τη στεφανώσει και να τη μεγαλώνει το παιδί της!
Ο Περικλής πρόσφερε στη Λιωλιώ ένα καναπεδάκι με εκλεκτό χαβιάρι και της σκούπισε απαλά τα χείλη με τη λευκή, φίνα πετσέτα. Τα ποτήρια τους γέμισε ξανά η ακριβή σαμπάνια.
- Στην υγειά μας και στις χαρές που μας περιμένουν!
- Στην υγειά μας Περικλή μου! Ακόμα δε μπορώ να το πιστέψω...
Κοίταξε το δαχτυλίδι με τη μεγάλη πέτρα που άστραφτε γύρω απ' το κρυστάλλινο ποτήρι.
- Τα καλύτερά μας χρόνια έχουμε μπροστά γιαβρί μου!
Πήρε το χέρι της και το κράτησε τρυφερά, κάνοντάς τη να ριγήσει. Το έσφιξε λίγο κι ένιωσε τη σιγουριά του αρσενικού που είχε κοπιάσει για να την κατακτήσει και δε θα άφηνε ποτέ κανέναν και τίποτα να τους χωρίσει.
- Με μάγεψες απ΄την πρώτη στιγμή που σε είδα! Είσαι η γυναίκα που περίμενα σε ούλη μου τη ζωή...
Οι σκέψεις είχαν στήσει τρελό χορό αλλά δεν ήθελε να χαλάσει τις όμορφες στιγμές που ζούσαν. Ούτε οι γονείς του, ούτε ο κόσμος που ήδη τους κουτσομπόλευε είχαν θέση εκείνο το βράδυ. Μόνο οι δυο τους και οι όρκοι αιώνιας αγάπης κι αφοσίωσης χωρούσαν.
Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του ψιθύρισε λόγια αγάπης. Αυτά που ήθελε ν' ακούσει...
Πέρασε τη γούνα στους ώμους της και σε λίγο το αυτοκίνητο κυλούσε στους παγωμένους δρόμους. Οδήγησε ως το εξοχικό τους σπίτι λίγο πιο έξω απ' την Αθήνα, που τους περίμενε ολόφωτο και ζεστό. Χαμογέλασε όταν είδε την απορία στα μάτια της.
- Ήρτα από νωρίς, πριν σε ανταμώσω και το ετοίμασα! Ήθελα να περάσουμε εδώ το πρώτο μας βράδυ σαν αρραβωνιασμένοι...
Αγκαλιάστηκαν ζαλισμένοι από τη σαμπάνια και τον έρωτα. Τη γύρισε στο σπίτι της λίγο πριν περάσει το πρώτο πρωινό λεωφορείο που έπαιρνε τους μεροκαματιάρηδες της γειτονιάς. Κάποιοι απ' αυτούς που έπιναν τις τελευταίες γουλιές από το τσάι τους, άκουσαν τη μηχανή του αυτοκινήτου και την είδαν να βγαίνει αφού φιλήθηκε πριν μαζί του.
- Τρέχα γυναίκα να διεις!
- Ου να μου χαθεί η παλιοβρόμα! Κρίμας τοις γονιοί της που είναι τόσο καλοί αθρώποι, κρίμας και το παιδάκι της που το έλαχε να έχει τέτοια μάνα! Σα δε ντρέπεται!
- Το κουσέλι θέριεψε παντού όταν η μάνα ανήγγειλε καμαρωτή τους αρραβώνες της με το γιο του Νότη.
- Μπρε τι τόνε βρήκε τον καημένο!
- Αχ τον καψερό!
- Τι τόνε τάισε και τόνε τύλιξε η χήρα;
- Πες με για! Από τόσες που πέφτανε στα πόδια του;
- Μα τη γρουσούζα! Θα τόνε θάψει κι αυτόνα καλέ! Πα πα πα!
- Ούλα στα λούσα θα τους τα φάει!
Όσες ήξεραν καλά τα οικογενειακά του και τον είχαν στη μπούκα για τις αδικίες που είχε κάνει στ' αδέρφια του, την υποστήριζαν.
- Καλά να πάθει! Ούλα εδώ πλερώνονται! Εγώ την κόρη μου δεν τους την έδινα για νύφη, καλύτερα στο ράφι να έμνησκε! Συμπεθεριό με δαύτον να μας έλειπε! Μια χαρά τοις έπεσε η χήρα, καλά έκαμε! Απ' το να γυρνάει εδώ κι εκεί, καλύτερα με έναν άντρα που θα τη στεφανώσει και θα προστατέψει και το έρμο τ' ορφανό...
- Ε, ναι, έτσι είναι! Χειρότερος κι από Οβραίο είναι ο Νότης, για τοις παράδες ζει! Η Λιωλιώ δεν είναι κάνα κορίτσι λεύτερο να πεις που τα υπολογίζει ούλα! Κακά τα ψέματα, άμα έχεις άντρα θαμμένο πίσω σου κι ολάκερο παιδί, κοιτάς όπως όπως να κουκουλωθείς!
- Όχι βέβαια με άντρα ανύπαντρο...
- Αυτός την έλαχε κι αφού τη θέλει...
- Μπρε σεις, πάμε ίσια με το μαλεμπιτζίδικο να διούμε τα μούτρα του;
- Χα χα χα! Και δεν πάμε;
- Την Κυριακή το πρωί, μεθαύριο;
- Μήπως το απόγεμα καλύτερα;
- Να ξεύρω για να ψήσω το κρέας αποβραδίς για!
- Κι άμα γυρίσουμε με το καλό, μα ένα πιλαφάκι, μα λίγες πατατούλες τηγανίζουμε και τρώμε...
- Ναι, ναι! Κοκκινιστό θα στήσουμε ούλες! Χα χα χα!
Το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο του Νότη έκανε εμφανή τη σύγχυση του που χειροτέρεψε όταν τις είδε.
- Τι επιθυμείτε παρακαλώ;
Έδωσαν την παραγγελία στο ευγενέστατο γκαρσόνι.
- Πες και τον αφεντικό σου να έρτει κομματάκι να τον διούμε!
- Θα τον πω...
Η σπρωξιά που έδωσε στο νεαρό υπάλληλο όταν του μίλησε, τις έκανε έξαλλες και συνέχισαν την καζούρα!
- Τι κρύβεσαι πίσω απέ τοις πάγκοι σάμπως να μας χρωστάς παράδες καλέ Νότη;
- Τι σε κάμαμε και δε μας λέγεις μήτε μια καλημέρα;
- Έλα να σ' ευχηθούμε και για το γιο σου! Η ώρα η καλή να είναι!
Μόλις το ξεστόμισε η πιο κουτσομπόλα και φαρμακόγλωσσα της παρέας κι ο υπόλοιπος κόσμος άρχισε να φωνάζει τις ευχές του χαρούμενος, ο πατέρας άφρισε!
- Το γιο μου εγώ δεν τον αρραβώνιασα κι είναι ούλα ψέμματα! Όσο γι αυτή που θέλει να τόνε τυλίξει είναι γελασμένη! Αυτό να την πείτε!
Η χαρά του κόσμου έγινε σούσουρο κι η γυναικοπαρέα προσπαθούσε να κρύψει τα ειρωνικά της γέλια.
Η μεγάλη φασαρία έγινε στο σπίτι.
- Ποιοι αρρεβώνες λέγανε ούλες στο μαγαζί μας Περικλή; Ταμπλάς κόντεψε να έρτει το μπαμπά σου, είδα κι έπαθα να τόνε συνεφέρω! Κι εμένα με πονεί πολύ το στήθος μου, η καρδιά μου έπαθε! Έλα στα συγκαλά σου παιδί μου κι άσε τις αποκοτιές! Γελάει ο κόσμος μαζί μας, δεν το καταλαβαίνεις;
- Την πέρασα δαχτυλίδι και θα την παντρευτώ μαμά!
- Πάει, τρελάθηκες εντελώς! Τι σ' έκαμε αυτή μπρε και σε τύφλωσε; Να σε πάω στον παπά να σε διαβάσει, να καθαρίσει το κεφάλι σου και να σε φύγει η ιδέα που σ' έβαλε στο μυαλό!
Ο Νότης μπήκε φουριόζος χτυπώντας την πόρτα.
- Άμα είναι αλήθεια όσα λένε, να φύγεις απέ δω, ακούς; Σε ξεγράφω από γιο μου και μη με λογαριάζεις πια για πατέρα σου! Και πες σ' αυτή τη αρσίζα ότι δεν έχεις να διεις από μένα δεκάρα τσακιστή! Θα σε βαστήξει θαρρείς άμα διει που δεν θα έχεις μήτε τσιγάρο να φουμάρεις; Στο δρόμο θα μείκεις και καλά να πάθεις!
Ο Περικλής που ήταν προετοιμασμένος για όλα, τον αντιμετώπισε ήρεμα κι ας είχε φουντώσει.
- Όπως θες θα γίνουν όλα μπαμπά... Κράτα τοις παράδες σου κι εδώ δε θα ξαναπατήσω! Τη Λιωλιώ θα την πάρω και χωρίς την ευχή σου, θα ζήσουμε μια χαρά! Στο δρόμο δε θα μείνω, τα έχω μιλήσει με τους θείους μου, τ' αδέρφια σου, που τα ξέρουνε ούλα κι είναι με το μέρος μας! Μαζί τους θα δουλέψω, είναι κι ευκαιρία να κουβεντιάσουμε και να ζητήσουν πίσω όσα τους στέρησες με την πονηριά σου!
Έφυγε πριν δει τον πατέρα του να σωριάζεται ξέπνοος...
- Τι έχεις κοκόνα μου; Κομματάκι χλωμή σε βλέπω...
Η ανοιχτόχρωμη πούδρα έκανε μια χαρά τη δουλειά της κι η Λιωλιώ άρχισε τα νάζια.
- Ε, είναι απέ τη μεγάλη μου στεναχώρια... Λίγο πράμα το 'χεις αυτό που γένεται; Μπορεί να μη σ' έλεγα και πολλά τόσο καιρό, αμά εγώ ξεύρω τι περνάω... Ο μπαμπάς σου με βρίζει άσκημα όπου σταθεί κι όπου βρεθεί κι ούλος ο κόσμος με κοιτάει με μισό μάτι... Οι γονιοί μου με είπανε να φύγω και να πάω στη θεία μου να μείκω που είναι στα εξωτερικά, ίσια με να ξεχαστεί το ζήτημα...
- Τι είναι αυτά που λες;
- Την αλήθεια σε λέγω... Να μνήσκω εδώ και να μην έχουμε μούτρα να βγούμε όξω; Και να σε πω, το παιδάκι μου σκέπτουμαι που θα μείκει και δίχως μαμά, ορφανεμένο το τζιέρι μου... Γιατί θα πάω γλήγορα να βρω το μπαμπά του, δε θα έχω ζωή χωρίς εσένα...
Ο Περικλής ταράχτηκε πολύ.
- Αυτά τα λόγια να μη τα πεις άλλη φορά! Ούλοι μαζί θα ζήσουμε ωραία και καλά!
- Αυτό δεν γίνεται... Χήρα γυναίκα με παιδί, έτσι αστεφάνωτη και να μείκουμε μαζί σου; Δεν τα κάμω αυτά τα πράματα, καλύτερα να πεθάνω χωρίς ντροπή!
- Ποιος σε είπε που θα σ' έχω αστεφάνωτη;
- Ο μπαμπάς σου τα λέγει παντού...
- Άστον να λέει ο,τι θέλει! Κοίτα, έχω μπόλικοι παράδες δικοί μου, θα βάλουμε μπρος για το γάμο! Μετά τα στέφανα, δε μπορεί να πει κανένας τίποτα, γυναίκα μου θα είσαι! Ο μπαμπάς μου θα με δώκει τα πρεπούμενα, μη σε πω κι ότι θα μείκω στο μαγαζί, γιατί δεν τόνε συμφέρει να γένει πάλι άνω κάτω με τ' αδέρφια και τ' ανίψια του. Αυτή η ιδέα που με είχες πει τότε, ητανάνε η καλύτερη!
- Μα εγώ ένα αστείο σε είχα πει έτσι για να χωρατέψω...
Την αγκάλιασε στοργικά.
- Το ξεύρω γιαβρί μου! Έτσι όμως το πέταξα κι εγώ και κατάπιε τη γλώσσα του!
Η Λιωλιώ με τους γονείς και τη θεία της κρατούσαν τις κοιλιές τους απ' τα τρανταχτά γέλια.
- Χα χα χα! Τόνε τσακώσαμε το γαμπρό κι ας το Νότη να βράζει στο ζουμί του!
- Να διούμε και τι σούπα θα βγάλει! Χα χα χα!
- Καλά με τα είπε ο μπαμπάς μου άμα το πήρε πια ζεστά το ζήτημα! Να τόνε χτυπήσουμε κει που τον πονάει και να μη βγάλει κιχ!
- Δε σας τα έλεγα εγώ μπρε σεις; Η τύχη σου χτύπησε την πόρτα, σιγά μη τη διώχνατε! Κι αυτός ο μικρός σου πια, ξετρελαμένος με τον Περικλή! Και ποιο παιδάκι δε θα τον ήθελε για μπαμπά, ε; Κιμπάρης, κουβαρντάς, τόνε ψουνίζει του κόσμου τα πράματα, χώρια τα γλυκά! Ζωή χαρισάμενη θα περάσετε κοντά του! Άιντε και θα σε ντύσουμε πάλι νυφούλα, ποια τη χάρη σου! Ματάκι να φορείς κόρη μου, γιατί θα σε φάνε ούλες απ' τη ζούλια τους!
- Καλέ θεία, ντρέπομαι να βάζω πάλι νυφικό...
- Τι λες μπρε; Με δόξα και τιμή θα παντρευτείς! Καλά, δε σε λέγω να βάλεις πέπλο μια που είσαι σε δεύτερο γάμο, αμά θα βγούμε στα μαγαζιά και θα διαλέξουμε κάτι ωραίο να στολίσει τα μαλάκια σου. Μα λουλουδάκια, μα ένα ωραίο καπελάκι, ο,τι σε πάει πιο καλά!
Ο γάμος έγινε παρουσία λίγων συγγενών του γαμπρού. Οι περισσότεροι είχαν πάρει το μέρος των γονιών του κι ούτε καν τους ευχήθηκαν. Η εκκλησία ήταν γεμάτη από τους φίλους τους και το σόι της νύφης.
- Έλα συμπεθέρα, έρχεται!
Η Μαρίκα που ήταν αρκετά πιο ψηλή προσπαθούσε να κρατήσει τα γέλια που την έπνιγαν όταν η Σουλτάνα ποδοπάτησε αρκετό κόσμο για να δει τη μελλόνυμφη Λιωλιώ να βγαίνει από το αυτοκίνητο.
- Μπρε, μπρε, μπρε! Κούκλα είναι η νύφη! Άιντε, η ώρα η καλή!
Όταν ο πατέρας συγκινημένος την παρέδωσε στο γαμπρό, ήταν η σειρά της να πνίξει τα γέλια.
- Συμπεθέρα, ο Νότης λες να ζει ακόμα ή τα τίναξε απ' το κακό του;
- Μπα σε καλό σου! Χα χα χα!
- Λες να τη σκαπουλάρει;
- Χα χα χα! Τι να σ' ειπώ, δεν ηξεύρω... Να χαρείς, μη με λέγεις τέτοια κι άλλο δεν ηκρατώ τα γέλια μου...
- Το καλό που τον θέλω, να μη μας κάμει κάνα ξαφνικό...
- Αλίμονο τον άνθρωπο...
- Όχι τίποτις άλλο, με τα τούτα και τα κείνα τους που δεν επήγαμε απέ κει, σκέφτουμαι τα γλυκά του και με κατέβηκε το ζάχαρό μου... Δεν είναι ώρες να κλείσουνε το μαγαζί ένεκα του πένθους!
Χρόνια θα θυμόταν η Μαρίκα τα γέλια που έκαναν στο γάμο τους. Τα υπόλοιπα συνεχίστηκαν την επόμενη μέρα με τον καφέ.
http://aiwniagynaika.blogspot.gr/
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment