24.12.14

ΕΔΩ..ΛΙΔΟΡΙΚΙ…ΕΔΩ..ΛΙΔΟΡΙΚΙ..


                                                       Λιδορίκι   Κάλαντα  2008 


image
Xριστούγεννα  2013 , ο  Πρόεδρος  του  Τ.Δ Λιδορικίου κ.Χαρ. Πέτρου με  την  μπάντα  του  Πολιτιστικού  Ομίλου Λιδορικίου ,  σε  αναμνηστική  φωτογραφία  μετά  τα  κάλαντα

Καλημέρα  Λιδορικιώτες  όλου του  κόσμου , ΧΡΟΝΙΑ  ΠΟΛΛΑ – ΚΑΛΑ  ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ …
Καλημέρα σε  όλο  τον  κόσμο , σήμερα  είναι  ημέρα  χαράς  , να  είστε  όλοι καλά ..
ΤΕΤΑΡΤΗ  ΣΗΜΕΡΑ 24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ  2014
Ανατολή Ήλιου: 07:37
Δύση Ήλιου: 17:12
Σελήνη 3 ημερών
Γιορτάζει:  Ευγενία.
Παραμονή  Χριστουγέννων , Ευγενείας  μάρτυρος
ΣΑΝ  ΣΗΜΕΡΑ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Χ.Σκουπίδια - στολισμός 11-12-09 007
1818

Ο Φραντς Γιόζεφ Γκρούμπερ συνθέτει το τραγούδιSilent Night (Άγια Νύχτα). Θα παρουσιαστεί σε κοινό την επόμενη μέρα και θα παραμείνει μέχρι σήμερα ένα από τα εμβληματικά τραγούδια τωνΧριστουγέννων.
1843

Στήνεται για πρώτη φορά σε ελληνικό σπίτι χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ήταν το σπίτι του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου από τη Νάξο, γενικού Προξένου της Ρωσίας, στην Αθήνα.
1914

Ανακωχή για τον εορτασμό των Χριστουγέννωνμεταξύ των εμπολέμων στο Δυτικό Μέτωπο (Α' Παγκόσμιος Πόλεμος).
1947

Με πρωτοβουλία του ΚΚΕ συγκροτείται η «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας» υπό τον Μάρκο Βαφειάδη, πιο γνωστή ως «Κυβέρνηση του Βουνού». Υπουργός Πρόνοιας αναλαμβάνει ο γιατρός Πέτρος Κόκκαλης. Την ίδια μέρα, οι αντάρτες αποτυγχάνουν να καταλάβουν την Κόνιτσα, την οποία προόριζαν για έδρα της κυβέρνησής τους.
1960

Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί το Άξιον Εστί τουΟδυσσέα Ελύτη.
1984

Ο αστυφύλακας Χρήστος Μάτης δολοφονείται από μέλος της «17 Νοέμβρη», κατά τη διάρκεια ληστείας στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στα Πετράλωνα.
ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
μ. Χ.
1167

Ιωάννης ο Ακτήμων, βασιλιάς της Αγγλίας. Ένα χρόνο πριν από το θάνατό του είχε υποχρεωθεί να παραχωρήσει στους υπηκόους του Magna Carta, το πρώτο Σύνταγμα στην Ευρώπη. (Θαν. 19/10/1216)
1837

Ελισάβετ, γνωστότερη με το χαϊδευτικό Σίσσυ, αυτοκράτειρα της Αυστροουγγαρίας. (Θαν. 10/9/1898)
1845

Γεώργιος Α’, δανός πρίγκιπας και κατοπινός βασιλιάς των Ελλήνων. (Θαν. 5/3/1913)
ΘΑΝΑΤΟΙ
μ. Χ.
1524

Βάσκο Ντα Γκάμα, γάλλος εξερευνητής, που πραγματοποίησε το πρώτο θαλάσσιο ταξίδι από την Ευρώπη στην Ινδία. (Γεν. 1460)
1905

Απόστολος Μακράκης, θεολόγος, πατριώτης και ιεροκήρυκας. Πολυτάραχη και δυναμική προσωπικότητα, που άφησε έντονα ίχνη στη θρησκευτική, κοινωνική και πολιτική ζωή της εποχής του. (Γεν. 1831)
2008

Χάρολντ Πίντερ, άγγλος θεατρικός συγγραφέας. (Πάρτι Γενεθλίων, Ο Επιστάτης, Η Προδοσία). (Γεν. 10/10/1930)
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/almanac/2412#ixzz3Mnhag3zp

Σκουπίδια - στολισμός 11-12-09 012

Χριστούγεννα  2013 , η  Βαθιά  στολισμένη
Κάλαντα

  •  

<em>Κάλαντα</em>, Νικηφόρος Λύτρας, 1872
Κάλαντα, Νικηφόρος Λύτρας, 1872
63


Ευχετήρια και εγκωμιαστικά άσματα, που ψάλλουν τα παιδιά (ενίοτε και οι μεγάλοι) κατά τις παραμονές μεγάλων εορτών, όπως τα Χριστούγεννα (24 Δεκεμβρίου), η Πρωτοχρονιά (31 Δεκεμβρίου) και τα Θεοφάνεια (5 Ιανουαρίου). Κάλαντα άδονται ακόμα στις εορτές του Λαζάρου και των Βαΐων, τα λεγόμενα Βαΐτικα. Αντίθετα, τα κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής έχουν κατανυκτικό χαρακτήρα.
Ετυμολογικά, η λέξη «κάλαντα» προέρχεται από τη λατινική calendae (καλένδες στα ελληνικά), που σημαίνει τις πρώτες ημέρες κάθε μήνα. Ειδικά, οι Καλένδες του Ιανουαρίου ήταν μέρες γιορτής για τους Ρωμαίους, λόγω της έλευσης του νέου χρόνου. Τα Κάλαντα έλκουν την καταγωγή τους από παρόμοια αρχαία τραγούδια του αγερμού και της ειρεσιώνης και είχαν κοσμικό χαρακτήρα. Η Εκκλησία κατά τους Βυζαντινούς χρόνους απαγόρευε ή απέτρεπε αυτό το έθιμο ως ειδωλολατρικό και το είχε καταδικάσει με απόφαση της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου το 680 μ.Χ. Οι συμμετέχοντες στο έθιμο των Καλάντων αποκαλούνταν «Μηναγύρτες». Με την πάροδο του χρόνου τα Κάλαντα απέκτησαν θρησκευτικό περιεχόμενο, ανάλογο με την κάθε γιορτή.
Την παραμονή των Χριστουγέννων οι καλαντιστές γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν:
Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού την θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας…
Στη συνέχεια διηγούνται τα περιστατικά της Γεννήσεως, τελειώνοντας με ευχές και επαίνους για το νοικοκύρη, την κυρά και τους άξιους βλαστούς του σπιτιού. Φυσικά, οι καλαντιστές δεν ξεχνούν να ζητήσουν και την αμοιβή τους, είτε σε είδος, είτε σε «ρευστό» στις μέρες μας, με συχνά αυτοσχέδιους στίχους όπως: «Δώστε κι εμάς τον κόπο μας να είναι ο ορισμός σας». Αν το φιλοδώρημα είναι πενιχρό ή δεν δοθεί καθόλου, οι καλαντιστές σκαρώνουν κάποιες φορές σκωπτικά ή αποδοκιμαστικά δίστιχα για τον νοικοκύρη.
Πασίγνωστα είναι και τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς:
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος…
και λιγότερο γνωστά τα κάλαντα των Θεοφανείων (Των Φώτων):
Σήμερα τα φώτα κι ο Φωτισμός
Και χαρά μεγάλη κι αγιασμός…
Το Σάββατο του Λαζάρου (το Σάββατο πριν από την Κυριακή των Βαΐων) τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια και τραγουδούν τα ειδικά κάλαντα (Λαζαρικά) σε διάφορες παραλλαγές, που εξιστορούν την «εκ νεκρών έγερση» του Λαζάρου. Τελειώνοντας το τραγούδι τους τα λαζαράκια, όπως αποκαλούνται οι καλαντιστές της ημέρας, συνεχίζουν με ευχετικούς και επαινετικούς στίχους για το σπίτι και δέχονται ως φιλοδώρημα αυγά που τα τοποθετούν σ’ ένα στολισμένο καλαθάκι (σε κάποιες περιοχές φρούτα ή χρήματα). Τον Λάζαρο τραγουδούν κυρίως κορίτσια σχολικής ηλικίας, τα οποία αποκαλούνται λαζαρίνες, λαζαρίτσες, λαζαρούδισσες κ.α. Γενικότερα, το Σάββατο του Λαζάρου λαμβάνει χαρούμενο χαρακτήρα, καθώς η έγερση του Λαζάρου προαναγγέλλει την Ανάσταση του Χριστού.
Σώζονται πολλές παραλλαγές από κάλαντα, άλλα σε δημοτική γλώσσα και άλλα σε μισοκαθαρεύουσα. Ανάλογα με τον τόπο και τις εποχές, τα παιδιά που ψάλλουν τα κάλαντα κρατούν συνήθως πολύχρωμα φαναράκια, καράβια ή εκκλησίες φωτισμένες εσωτερικά, σιδερένια τρίγωνα ή ραβδιά στολισμένα με λουλούδια σαν τους αρχαίους θύρσους. Οι μεγάλοι συνοδεύουν με μουσική υπόκρουση το τραγούδι τους και έχουν μαζί τους και καλάθια, όπου βάζουν τα δώρα που τους φιλεύουν. Τα όργανα που κυριαρχούν είναι η φυσαρμόνικα, το τύμπανο, το τουμπελέκι, η τσαμπούνα και άλλα πνευστά όργανα.
Ο λαός δέχεται με συμπάθεια τους καλαντιστές, που προσδίδουν στις γιορτές ιδιαίτερη χάρη και ευθυμία.
Αντιθέτως, τα Κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής έχουν θρηνητικό χαρακτήρα και αναφέρονται στη Σταύρωση του Χριστού. Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής ομάδες παιδιών γυρνούν από σπίτι σε σπίτι και τραγουδούν το μοιρολόι «Σήμερα μαύρος ουρανός», γνωστό και ως «Μοιρολόι της Παναγίας». Σε πολλές περιοχές της χώρας τα κορίτσια της ομάδας κρατούν ένα στεφάνι, πλεγμένο με λουλούδια εποχής, το οποίο στη συνέχεια το εναποθέτουν είτε στον Επιτάφιο, είτε στον τάφο του προσφάτως αποβιώσαντος ενορίτη. Τα Κάλαντα της Μεγάλης Παρασκευής τείνουν σήμερα να εκλείψουν.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/584#ixzz3MnhlUX1J

Η ιστορία της «Άγιας Νύχτας»

Γιόζεφ Μορ (αριστερά) - Φραντς Γκρούμπερ (δεξιά)
Γιόζεφ Μορ (αριστερά) - Φραντς Γκρούμπερ (δεξιά)
127


Η Άγια Νύχτα είναι ίσως το πιο γνωστό χριστουγεννιάτικο τραγούδι σ' όλο τον κόσμο. Μεγάλοι συνθέτες όπως ο Βέρντι, ο Βάγκνερ, ο Πουτσίνι και άλλοι, το αναγνώρισαν ως ένα βαθιά θρησκευτικό τραγούδι, με μια παράξενη δύναμη που φτάνει κατευθείαν στις καρδιές των ανθρώπων. Κατά καιρούς, η πατρότητά του αποδόθηκε στον Μότσαρτ, στον Χάιντνή στον Μπετόβεν.
Η αλήθεια είναι πως η Άγια Νύχτα δημιουργήθηκε από τους Γιόζεφ Μορ και Φραντς Γκρούμπερ, κι εψάλη για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα του 1818 στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο μικρό χωριό Όμπερντορφ της Αυστρίας.
Ο Μορ είχε γράψει τους στίχους δύο χρόνια νωρίτερα. Στις 24 Δεκεμβρίου του 1818 ζήτησε από τον Γκρούμπερ να συνθέσει μία μελωδία για να συνοδεύσει το τραγούδι με την κιθάρα του. Σύμφωνα με την παράδοση, το εκκλησιαστικό όργανο του ναού δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στη χριστουγεννιάτικη λειτουργία, καθώς τα ποντίκια είχαν καταστρέψει κάποια εξαρτήματά του.
Η ιστορία αυτή ήταν γνωστή, ωστόσο επιβεβαιώθηκε πολύ αργότερα, το 1995, όταν ανακαλύφθηκε μία παρτιτούρα που ανήκε στον Μορ, με τον Γκρούμπερ να υπογράφει τη σύνθεση. Στίχοι και μουσικοί όμως φαίνεται να γράφτηκαν μαζί, το 1816.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, η Άγια Νύχτα τραγουδήθηκε τα μεσάνυχτα εκείνων των Χριστουγέννων και μετά ξεχάστηκε. Το 1825 ένα επισκευαστής εκκλησιαστικών οργάνων ανακάλυψε την παρτιτούρα και «ξαναζωντάνεψε» το τραγούδι. Σήμερα, υπολογίζεται πως έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 300 γλώσσες.
Οι ελληνικοί στίχοι
Οι αγγλικοί στίχοι
Άγια νύχτα, σε προσμένουν,
με χαρά οι Χριστιανοί
και με πίστη ανυμνούμε
το Θεό δοξολογούμε
μ' ένα στόμα, μια φωνή.
Ναι με μια φωνή.
Η ψυχή μας φτερουγίζει,
πέρα στ' άγια τα βουνά
όπου ψάλλουν οι αγγέλοι
απ' τα ουράνια θεία μέλη
στον Σωτήρα «ωσαννά».
Ψάλλουν «ωσαννά».
Στης Βηθλεέμ ελάτε
όλοι στα βουνά τα ιερά
και μ' ευλάβεια μεγάλη
κει που άγιο φως προβάλλει
προσκυνήστε με χαρά.
Ναι με μια χαρά.
Silent night Holy night
All is calm all is bright
Round yon virgin Mother and Child
Holy infant so tender and mild
Sleep in heavenly peace
Sleep in heavenly peace.
Silent night, holy night,
Shepherds quake at the sight.
Glories stream from heaven afar,
Heav'nly hosts sing Alleluia;
Christ the Savior is born;
Christ the Savior is born.
Silent night, holy night,
Son of God, love's pure light.
Radiant beams from Thy holy face,
With the dawn of redeeming grace,
Jesus, Lord, at Thy birth;
Jesus, Lord, at Thy birth.

ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/47#ixzz3Mni3Msq4


Άνθος του Γιαλού

Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911). Δημοσιεύτηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1906 στην εφημερίδα Εστία.
    Eπὶ πολλὰς νύκτας κατά συνέχειαν έβλεπεν ο Μάνος του Κορωνιού, εκεί όπου έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντά στα Κοτρώνια του ανατολικού γιαλού, ανάμεσα εις δυο υψηλούς βράχους και κάτω από ένα παλαιόν ερημόσπιτον κατηρειπωμένον, - εκεῖ έστρωνε συνήθως την κάπαν επάνω στην πλώρην της βάρκας, κι᾿ εκοιμάτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ύπνον, τρεις σπιθαμές υψηλότερ᾿ από το κύμα, θεωρών τα άστρα, και μελετών την Πούλιαν καὶ όλα τα μυστήρια του ουρανού - έβλεπε, λέγω, ανοικτὰ εις το πέλαγος, έξω από τα δυο ανθισμένα νησάκια, τα φυλάττοντα ως σκοποί το στόμιον του λιμένος, εν μελαγχολικὸν φῶς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ή άστρον πεσμένον - να τρεμοφέγγῃ, εκεί μακράν, εις το βάθος της μελανωμένης εικόνος, επιπολής εις το κύμα, και να στέκη επί ώρας, φαινόμενον ως να έπλεε, και μένον ακίνητον.
    Ο Μάνος του Κορωνιοῦ, λεμβούχος ψαράς, ήτον αδύνατος στα μυαλὰ όπως και πας θνητός. Αρκετὸν ήτο ήδη οπού έδενε την βάρκαν του κάθε βράδυ εκεί, δίπλα εις τους δυο μαυρισμένους βράχους, κάτω από το ερημόσπιτον εκείνο, τ᾿ ολόρθον άψυχον φάντασμα, το οποίον είχε την φήμην, ότι ήτο στοιχειωμένον. Εκαλεῖτο κοινώς «της Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δεν ήξευρεν. Ή, αν υπήρχον ολίγα γραίδια «λαδικά», ή και δυο τρεις γέροι, γνωρίζοντες τας παλαιάς ιστορίας του τόπου, ο Μάνος δεν έτυχεν ευκαιρίας να τους ερωτήση.
    Έβλεπε, βραδιές τώρα, το παράδοξον εκεῖνο μεμακρυσμένον φως να τρέμη και να φέγγη εκεί εις το πέλαγος, ενώ ήξευρεν, ότι δεν ήτο εκεί κανεὶς φάρος. Η Κυβέρνησις δεν είχε φροντίσει δι᾿ αυτὰ τα πράγματα εις τα μικρά μέρη, τα μη έχοντα ισχυρούς βουλευτάς.
    Τι, λοιπόν, ήτο το φως εκείνο; Ησθάνετο επιθυμίαν, επειδὴ σχεδὸν καθημερινώς επέρνα με την βάρκα του από εκείνο το πέραμα, ανάμεσα εις τα δυο χλοερὰ νησάκια, και δεν έβλεπε κανὲν ίχνος εκεί την ημέραν, το οποίον να εξηγή την παρουσίαν του φωτὸς την νύκτα, να πλεύση τα μεσάνυχτα, διακόπτων τον μακάριον ύπνον του, και τους ρεμβασμούς του προς τ᾿ άστρα και την Πούλιαν, να φθάση έως εκεῖ, να ιδή τι είναι, και, εν ανάγκῃ, να το κυνηγήση το μυστηριώδες εκείνο φέγγος. Όθεν ο Μάνος, επειδή ήτο ασθενής άνθρωπος, καθὼς είπομεν, νέος εἰκοσαετής, εκάλεσεν επίκουρον και τον Γιαλήν τῆς Φαφάνας, δέκα έτη μεγαλύτερον του, αφού του διηγήθη τὸ νυκτερινὸν όραμά του, δια να του κάμη συντροφιὰν εις την ασυνήθη εκδρομήν.
Αλλαγή κεφαλαίου μία λευκή σειρά
    Eπήγαν μίαν νύκτα, όταν η σελήνη ήτο εννέα ημερών, κι᾿ έμελλε να δύση περί την μίαν μετά τα μεσάνυχτα. Το φως εφαίνετο εκεί, ακίνητον ως καρφωμένον, ενώ ο πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ήρεμα προς δυσμάς κι᾿ έμελλε να κρυφθή οπίσω του βουνού. ΄Οσον έπλεαν αυτοί με την βάρκαν, τόσον τούς έφευγε, χωρίς να κινήται οφθαλμοφανώς, ο μυστηριώδης πυρσός. Έβαλαν δύναμιν εις τα κουπιά, «εξεπλατίσθηκαν». Το φως εμακρύνετο, εφαίνετο απώτερον ολονέν. Ήτο άφθαστον. Τέλος έγινεν άφαντον από τους οφθαλμούς των.
    Ο Μάνος, μαζί με τον Φαφάναν, έκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Αντήλλαξαν ολίγας λέξεις:
    - Δεν είναι φανάρι, δεν είναι καίκι, όχι.
    - Και τι είναι;
    - Είναι...
    Ο Γιαλής της Φαφάνας δεν ήξευρε τι να είπῃ.
    Την νύκτα της τρίτης ημέρας, και πάλιν δυο ή τρεις ημέρας μετ᾿ αυτήν, οι δυο ναυτίλοι επεχείρησαν εκ νέου την εκδρομήν. Πάντοτε έβλεπαν την μυστηριώδη λάμψιν να χορεύη εις τα κύματα. Είτα, όσον επλησίαζαν αυτοί, τόσον το όραμα έφευγε. Και τέλος εγίνετο άφαντον. Τι άρα ήτο;
    Εiς μόνον γείτων είχε παρατηρήσει τας επανειλημμένας νυκτερινὰς εκδρομὰς των δυο φίλων με την βάρκαν. Ο Λίμπος ο Κόκοϊας, άνθρωπος πενηντάρης, είχε διαβάσει πολλά παλαιά βιβλία με τα ολίγα κολλυβογράμματα που ήξευρε, και είχεν ομιλήσει με πολλάς γραίας σοφάς, αίτινες υπῆρξαν το πάλαι. Εκάθητο όλην την νύκτα, αγρυπνών, σιμὰ εις το παράθυρόν του, βλέπων προς την θάλασσαν, και πότε εδιάβαζε τα βιβλία του, πότε ερρέμβαζε προς τα άστρα και προς τα κύματα. Η καλύβη του, όπου έρημος και μόνος εκατοικούσεν, έκειτο ολίγους βράχους παραπέρα απὸ το σπίτι της Λουλούδως, όπου έδενε την βάρκαν του ο Μάνος, ανάμεσα εις το σπίτι της Βάσως του Ραγιά και της Γκαβαλογίνας.
    Μίαν νύκτα, ο Κορωνιὸς και ο εγγονὸς της Φαφάνας ητοιμάζοντο να λύσουν την βάρκαν, και να κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, δια να κυνηγήσουν το ασύλληπτον θήραμά των.
    Ο Λίμπος ο Κόκοϊας τους είδεν, εξήλθεν απὸ την καλύβην του, φορών άσπρον σκούφον και ράσον μακρύ, όπως εσυνήθιζε κατ᾿ οίκον, επήδησε δυο τρεις βράχους προς τα εκεί, κι᾿ έφθασε παραπάνω απὸ το μέρος, όπου ευρίσκοντο οι δυο φίλοι.
    - Για που, αν θέλη ο Θεός, παιδιά; τους εφώναξεν. Είναι βραδιὲς τώρα που τρέχετε έξω απὸ το λιμάνι, χωρὶς να γιαλεύετε, χωρὶς να πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δεν τα είδαμε. Μήπως σας ωνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, για να βρήτε τίποτα θησαυρό;
    Ο Μάνος παρεκάλεσε τον Κόκοϊαν να κατεβή παρακάτω και να ομιλή σιγανώτερα. Είτα δεν εδίστασε να του διηγηθη το όραμά του.
    Ο Λίμπος ήκουσε μετά προσοχῆς. Είτα εγέλασε:
    - Αμ᾿ που να τα ξέρετε αυτὰ εσεῖς, οι νέοι, είπε, σείων σφοδρώς την κεφαλήν. Τον παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σαν αυτὸ που είδες, Μάνο, τα έβλεπαν όσοι ήταν καθαροί, τώρα τα βλέπουν μόνο οι ελαφροΐσκιωτοι. Εγὼ δε βλέπω τίποτα!.. Το ίδιο κι ο Γιαλὴς βλέπει αυτὸ που λες πως βλέπεις;
    Ο Γιαλὴς ηναγκάσθη με συστολὴν κατωτέραν της ηλικίας του να ομολογήση, ότι δεν έβλεπε το φως, περὶ ου ο λόγος, αλλ᾿ επείθετο εις την διαβεβαίωσιν του Μάνου, όστις έλεγεν ότι το βλέπει.
    Ο Κόκοϊας, ήρχισε τότε να διηγήται:
    «- Ακοῦστε να σας πω, παιδιά. Εγὼ που με βλέπετε, έφθασα τη γριά-Κοεράνω του Ραγιά, τὴν μαννοὺ αυτής της Βάσως της γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα της Γκαβαλογίνας, ακόμα κι άλλες γριές. Μου είχαν διηγηθή πολλὰ πρωτινά, παλαιϊκὰ πράματα, καθὼς κι αυτὸ που θα σας πω τώρα:
    »Βλέπετε αυτὸ το χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, που λένε πως είναι στοιχειωμένο; Εδῶ τον παλαιὸν καιρὸ εκατοικούσε μιὰ κόρη, η Λουλούδω, οπού την είχαν ονοματίσει για την εμορφιά της, - έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι αυτὴ - μαζὶ με τον πατέρα της τον γερό-Θεριὰ (ελληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), όπου εκυνηγούσε όλους τους Δράκους και τα Στοιχειά, με την ασημένια σαγίτα καὶ με φαρμακωμένα βέλη.Ένα Βασιλόπουλο απὸ τα ξένα την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω. Της έδωκε το δαχτυλίδι του, κ᾿ εκίνησε να πάη στο σεφέρι και της έταξε με όρκον ότι, άμα νικήση τους βαρβάρους, την ημέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, θα έρθη να την στεφανωθή.
    »Επῆγε το Βασιλόπουλο. Έμεινεν η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυά της στο κύμα, στον αέρα στέλνοντας τους αναστεναγμούς της, και την προσευχὴ στα ουράνια, να βγή νικητὴς το Βασιλόπουλο, να έρθη η μέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, να γυρίση ο σαστικός της, νὰ τὴν στεφανωθῆ.
    »Έφθασε η μέρα που ο Χριστὸς γεννᾶται. Η Παναγία με αστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη Σπηλιά, το εσήκωσε, το εσπαργάνωσε με χαρά, και το ῾βαλε στο παχνί, για να το κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κ᾿ ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τα χνώτα τους στο παχνὶ κ᾿ εφυσούσαν μαλακὰ να ζεστάνουν το θεῖο Βρέφος. Να, τώρα θα ῾ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη τὴν Λουλούδω!
    »Ήρθαν οι βοσκοί, δυο γέροι με μακριὰ ασπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ έπεσαν κ᾿ επροσκύνησαν το θεῖο Βρέφος. Είχαν ιδεί τον Άγγελον αστραπόμορφον, με χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, είχαν ακούσει τ᾿ αγγελούδια που έψαλλαν: Δόξα εν υφίστοις Θεώ! Έμειναν γονατιστοί, μ᾿ εκστατικὰ μάτια, κάτω απὸ το παχνί, πολλὴν ώρα, κ᾿ ελάτρευαν αχόρταγα το θάμα το ουράνιο. Να! τώρα θα ῾ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω!
    »Έφτασαν κι᾿ οι τρεις Μάγοι, καβάλα στις καμήλες τους. Είχαν χρυσὲς μίτρες στο κεφάλι, κι᾿ εφορούσαν μακριὲς γούνες με πορφύρα κατακόκκινη. Και τ᾿ αστεράκι, ένα λαμπρὸ χρυσὸ αστέρι, εχαμήλωσε κι᾿ εκάθισε στη σκεπὴ της Σπηλιάς, κι έλαμπε με γλυκὸ ουράνιο φως, που παραμέριζε της νύχτας το σκοτάδι. Οι τρεις βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν απ᾿ τις καμήλες τους, εμπήκαν στο Σπήλαιο, κι᾿ έπεσαν κι᾿ επροσκύνησαν το Παιδί. Άνοιξαν τα πλούσια τα δισάκια τους, κι᾿ επρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν. Να! τώρα θα ῾ρθη το Βασιλόπουλο, να πάρη τὴν Λουλούδω!
    »Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία, και το Βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρη την Λουλούδω! Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το Βασιλόπουλο. Το φουσάτο του είχε νικήσει στην αρχή, τα φλάμπουρά του είχαν κυριέψει με αλαλαγμὸ τα κάστρα των βαρβάρων. Το Βασιλόπουλο είχε χυμήξει με ακράτητην ορμή, απάνω στο μούστωμα και στη μέθη της νίκης. Οι βάρβαροι με δόλο τον είχαν αιχμαλωτίσει!
    »Τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τ᾿ αρμυρό, οι αναστεναγμοί της εδιαλύθηκαν στον αέρα, κι᾿ η προσευχή της έπεσε πίσω στη γῆ, χωρὶς να φθάση στο θρόνο του Μεγαλοδύναμου. Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυὸ αυτοὺς βράχους, οπού το λεν Ανθὸς του Γιαλού, αλλὰ μάτι δεν το βλέπει. Και το Βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, επαρακάλεσε να γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ του πελάγους, για να φτάση εγκαίρως, ως την ημέρα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξη τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.
    »Μερικοὶ λένε, πως το Άνθος του Γιαλοῦ έγινε ανθός, αφρὸς τοῦ κύματος. Κι᾿ η Σπίθα εκείνη, η φωτιὰ του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχὴ του Βασιλόπουλου, που έλιωνε, σβήσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανεὶς δεν την βλέπει πια, παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροΐσκιωτοι στα χρόνια μας».
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/anthology/9#ixzz3MnjPLWcH

Χριστούγεννα στα χαρακώματα

Βρετανοί και Γερμανοί στρατιώτες στη νεκρή ζώνη
Βρετανοί και Γερμανοί στρατιώτες στη νεκρή ζώνη
52


24 Δεκεμβρίου 1914, στην περιοχή Πλούχστιρτ της Φλάνδρας. Εποχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι επιχειρήσεις στο Δυτικό Μέτωπο έχουν βαλτώσει. Η προέλαση των Γερμανών έχει ανακοπεί από τις δυνάμεις της Αντάντ. Οι δύο στρατοί επιδίδονται σ' έναν απάνθρωπο πόλεμο φθοράς μέσα στα χαρακώματα.
Η βραδιά ήταν κρύα και υγρή την παραμονή των Χριστουγέννων. Γύρω στα μεσάνυχτα, βρετανοί στρατιώτες άκουσαν από τις γραμμές των Γερμανών μια χορωδία να ψάλει την Άγια Νύχτα και είδαν κεράκια να τρεμοσβήνουν σ' ένα υποτυπώδες χριστουγεννιάτικο δέντρο. Συνηθισμένοι να πυροβολούν και στο παραμικρό φως που εμφανιζόταν στον ορίζοντα, αυτή τη φορά κοντοστάθηκαν. Το πνεύμα των Χριστουγέννων είχε φωλιάσει στις καρδιές τους. Ο σπόρος της ανακωχής είχε ριζώσει.
Οι Βρετανοί ανταπέδωσαν με τα δικά τους κάλαντα και σε σύντομο χρονικό διάστημα οι εκπρόσωποι των δύο εχθρικών δυνάμεων συναντήθηκαν στη νεκρή ζώνη, παρακούοντας τις εντολές των ανωτέρων τους. Ήταν μια μικρή ανταρσία και από τις δύο πλευρές, που σταμάτησε για λίγο τον πόλεμο.
Το πρωί των Χριστουγέννων, Άγγλοι και Γερμανοί έθαψαν τους νεκρούς τους, απαγγέλοντας μαζί τον 23ο Ψαλμό του Δαυίδ «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει…». Στη συνέχεια έσφιξαν τα χέρια, φλυάρησαν, είπαν ο ένας στον άλλο τα παράπονά τους, αντάλλαξαν αναμνηστικά δώρα (ουίσκι, μαρμελάδες, τσιγάρα, σοκολάτες και τα σχετικά) και κατέβασαν πολλά λίτρα μπύρας. Μόνο ο άγγλος μπαρμπέρης στρώθηκε στη δουλειά, αφού είχε να κουρέψει και πολλά γερμανικά κεφάλια. Νωρίς το απόγευμα οι δύο πλευρές βρέθηκαν αντίπαλες σε ποδοσφαιρικό αγώνα, τον οποίο κέρδισαν οι Γερμανοί με 3-2.
Η ειρήνη κράτησε μόνο 24 ώρες. Την επόμενη μέρα οι φίλοι έγιναν και πάλι εχθροί. Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν ακόμα στην αρχή του. Θα κρατήσει ακόμη τέσσερα χρόνια και θα στοιχίσει τη ζωή σε 10 εκατομμύρια ανθρώπους.

Σχετικά...

  • Στις 7 Νοεμβρίου 2006 ο διάσημος ιρλανδός τραγουδιστής Κρις Ντε Μπεργκ πλήρωσε στον οίκο δημοπρασιών Μπόναμς 20.000 ευρώ για να αποκτήσει το πρωτότυπο δεκασέλιδης επιστολής ενός βρετανού στρατιώτη, που περιέγραφε τα γεγονότα της πρόσκαιρης ανακωχής με τους Γερμανούς και χαρακτήριζε τη νύχτα «ως τα πιο αξιομνημόνευτα Χριστούγεννα της ζωής μου».
  • Το βίντεο του τραγουδιού του Πολ Μακάρντεϊ «Pipes of Peace».
  • Η πολεμική ταινία του Κριστιάν Καριόν «Καλά Χριστούγεννα», γαλλικής παραγωγής 2005, με τους Ντάνιελ Μπρούελ, Γκιγιόμ Καρνέ και Νταϊάν Κρούγκερ.
  • Το μιούζικαλ «Oh, What a Lovely War» του Ρίτσαρντ Ατένμπορο, παραγωγής 1969.
  • Το βιβλίο του αμερικανού ιστορικού Stanley Weintraub «Silent Night: The Story of the World War I Christmas Truce» (2001).
  • Τα τραγούδια:
    - «Snoopy's Christmas» - The Royal Guardsmen (1967)
    - «Christmas 1914» - Mike Harding (1977)
    - «Christmas in the Trenches» - John McCutcheon (1984)
    - «All Together Now» - The Farm (1990)
    - «Belleau Woods» - Garth Brooks (1997)
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/371#ixzz3MnjmlSNp

Χάρολντ Πίντερ
1930 – 2008

Χάρολντ Πίντερ
39


Άγγλος δραματουργός, από τους κορυφαίους του 20ου αιώνα.
Ο Χάρολντ Πίντερ (Harold Pinter) γεννήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1930 στο Χάκνεϊ του Ανατολικού Λονδίνου, στους κόλπους μιας εβραϊκής οικογένειας με ανατολικοευρωπαϊκές ρίζες. Ο πατέρας του Τζακ ήταν «ράφτης κυριών» και η μητέρα του Φράνσις «κρατούσε το σπίτι αμόλυντο και μαγείρευε υπέροχα».
Το 1948 ο νεαρός Χάρολντ γράφτηκε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών, αλλά άντεξε μόλις ένα χρόνο και το 1949 τα παράτησε. Την ίδια χρονιά κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, αλλά ως αντιρρησίας συνείδησης τη γλύτωσε με ένα πρόστιμο.
Άρχισε να δουλεύει ως ηθοποιός σε περιοδεύοντες θιάσους, ενώ άρχισε να γράφει και τα πρώτα του ποιήματα. Το 1956 γνώρισε την πρώτη του σύζυγο, την ηθοποιό Βίβιεν Μέρτσαντ, με την οποία έζησε έως το 1977, οπότε κατέθεσε αίτηση διαζυγίου. Το 1980 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά την ιστορικό Λαίδη Αντωνία Φρέιζερ. Η Μέρτσαντ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον χωρισμό της από τον Πίντερ και το έριξε στο ποτό. Πέθανε δύο χρόνια αργότερα, σε ηλικία 52 ετών, παρά την υλική και ηθική υποστήριξη του πρώην συζύγου της.
Το 1957 ο Πίντερ παρουσίασε το πρώτο του θεατρικό έργο με τίτλο Το Δωμάτιο στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ. Τέσσερα χρόνια αργότερα ανέβηκε στη χώρα μας από τον Δημήτρη Κολλάτο, στην πρώτη γνωριμία του Πίντερ με το ελληνικό θεατρόφιλο κοινό. Ακολούθησαν άλλα 28 θεατρικά έργα, που του χάρισαν μία επίζηλη θέση στους μεγάλους της δραματουργίας, με κορυφαία Πάρτι Γενεθλίων (1957), Ο Επιστάτης (1959) και Η Προδοσία (1978). Το λιτό ύφος του, γεμάτο σιωπές, καθιέρωσε το επίθετο «πιντερικός» (Pinteresque) στη θεατρική φρασεολογία. Το έργο του συμπληρώνουν 15 δραματικά σκετς, 26 σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ένα μυθιστόρημα και μία σειρά από πεζά, ποιήματα και δοκίμια.
Με έντονη παρουσία στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, ο Πίντερ έχει συχνά ενοχλήσει με τις απόψεις και τις πρωτοβουλίες του τους ισχυρούς της γης. Πολέμιος της Θάτσερ και του Ρίγκαν και σε διαρκή κόντρα με τον Τόνι Μπλερ, ύψωσε το ανάστημά του ενάντια στην αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και τους βομβαρδισμούς στο Αφγανιστάν, μετά το χτύπημα της 11η Σεπτεμβρίου.
Το 1996 αρνήθηκε τον τίτλο του ιππότη που του πρόσφερε ο τότε βρετανός πρωθυπουργός, Τζον Μέιτζορ, λέγοντας: «Αδυνατώ να δεχτώ μία τέτοια τιμή από μία συντηρητική κυβέρνηση». Στις 13 Οκτωβρίου 2005 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας για την ικανότητά του «να αποκαλύπτει το βάραθρο μέσα από τη μωρολογία της καθημερινότητας και να παραβιάζει τις πύλες για να εισέλθει στους κλειστούς θαλάμους» ή πιο ελεύθερα «να αποκαλύπτει σκοτεινά στοιχεία και δυνάμεις της καθημερινότητας και να φτάνει στα άδυτα της ψυχής».
Ο Χάρολντ Πίντερ επισκέφτηκε επανειλημμένα τη χώρα μας και αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Είναι πολύ γνωστός στους έλληνες θεατρόφιλους από τα διαρκή ανεβάσματα των έργων του και μία σταθερή επιλογή για τους θιασάρχες.
Πέθανε στις 24 Δεκεμβρίου 2008, καταβεβλημένος από τον καρκίνο, από τον οποίο έπασχε τα τελευταία χρόνια.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/392#ixzz3Mnk85x9q
Ο  ΑΥΡΙΑΝΟΣ   ΚΑΙΡΟΣ  ΣΤΟ  ΛΙΔΟΡΙΚΙ
meteo.gr
Πέμπτη
25/12
02:00

11°C
54%

5 Μπφ ΒΔ
35 Km/h
Ριπές ανέμου55 Km/h


ΛΙΓΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

08:00

10°C
Αισθητή Θερμοκρασία7°C
55%

5 Μπφ ΒΔ
35 Km/h
Ριπές ανέμου55 Km/h


ΑΡΚΕΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

14:00

13°C
69%

5 Μπφ Δ
35 Km/h
Ριπές ανέμου55 Km/h


ΛΙΓΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

20:00

9°C
Αισθητή Θερμοκρασία6°C
92%

5 Μπφ Δ
35 Km/h
Ριπές ανέμου55 Km/h


ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟΣ

Λιδορικι στολισμένο 005
Χριστούγεννα  2008 , η  Βαθιά  στολισμένη

Απ’ το  “ Λιδωρίκι “ με  ΑΓΑΠΗ ……..KK.-

No comments:

Post a Comment