Ο τίτλος του άρθρου μπορεί να σας παραξενέψει, είναι όμως απάντηση σε ερώτηση που μου έστειλε ένας φίλος με ηλεμήνυμα. Μου γράφει ο φίλος: –– Έχω απορία για την έκφραση «άρτζι μπούρτζι και λουλάς», που δεν καταλαβαίνω πώς γεννήθηκε. Διάβασα σε ένα λεξικό κάτι μπερδεμένο για την αρμένικη απόκρια, αλλά δεν φωτίστηκα. Και ο λουλάς; Τι σχέση έχει ο λουλάς;
Δικαιολογημένη η απορία του φίλου μου, αλλά θα ήταν κρίμα να δοθεί η απάντηση ιδιωτικά, μια και το θέμα έχει κάποιο ενδιαφέρον. Η έκφραση «άρτζι μπούρτζι και λουλάς» χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που δεν έχει τάξη ή λογική συνοχή, ή μια κατάσταση απόλυτης οχλαγωγίας και ασυνεννοησίας. Από την άποψη της έλλειψης λογικής συνοχής, η φράση δεν διαφέρει και πολύ από την «Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», που έτυχε να δούμε πρόσφατα, αλλά η «άρτζι μπούρτζι» έχει επιπλέον τη διάσταση της αταξίας. Πώς όμως γεννήθηκε η έκφραση; Και τι σχέση έχει ο λουλάς;
Η έκφραση ανάγεται στη βυζαντινή εποχή. Οι λέξεις «άρτζι μπούρτζι» δεν έχουν ελληνική ετυμολογία, είναι μετεξέλιξη των παλαιότερων (βυζαντινών) λέξεων Αρτζιβούριος ή Αρτζιβούριν ή αρτζιβούρτζια (και άλλες παραλλαγές) που αποτυπώνουν το πώς κατάλαβαν οι ελληνόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι της βυζαντινής εποχής την αρμένικη λέξη arajaworac, που θα πει «προηγούμενο διάστημα» και απλώς δηλώνει τηντελευταία εβδομάδα πριν από τις Απόκριες. Οι Αρμένιοι τηρούσαν αυστηρή νηστεία εκείνη την εβδομάδα, μόνο με ψωμί και νερό, ενώ οι Ορθόδοξοι δεν νήστευαν (και αντίστροφα οι Αρμένιοι έτρωγαν αυγά και τυρί ορισμένες μέρες της Σαρακοστής, που οι Ορθόδοξοι νήστευαν). Μη μπορώντας να κατανοήσουν αυτή την ανατροπή των συνηθειών, οι Ορθόδοξοι θεώρησαν το αρμενικό έθιμο ως εκδήλωση παραλογισμού και αταξίας, κι έτσι προέκυψε η σημερινή σημασία, λέει το Ετυμολογικό του Μπαμπινιώτη.
Πράγματι, στο τυπικό ενός κυπριακού μοναστηριού τον 12ο-13ο αιώνα διαβάζουμε: αναγκαίον ον και της μυσαράς παραδόσεως των αρτζιβουρτζίων αποδιαιρούν και τούτο γραφῇ δοτέον· εν γαρ τη προ της αποκρέου εβδομάδι, των τοιούτων αρτζιβουρίων μη άλλο τι εσθιόντων πάρεξ άρτου και ύδατος, ημείς, ίνα της τούτων αιρέσεως αποδιηρημένοι τυγχάνωμεν, και τυρόν και ωά δι’ όλης της εβδομάδος ανενδοιάστως εσθίομεν. Για να ξεχωρίσουμε από τη σιχαμερή παράδοση των αρτζιβουρτζίων, συμβουλεύει ο καλόγερος, όλη τη βδομάδα που εκείνοι νηστεύουν τα πάντα εμείς θα τρώμε και αυγά και τυρί χωρίς κανέναν ενδοιασμό.
Μυσαρή χαρακτήριζε τη συνήθεια του αρτζιβουρτζίου ο καλόγερος πιο πάνω, ενώ λίγο πιο χοντρά τα λέει ένα απόσπασμα που κατέγραψε ο Δουκάγγιος: χρη γινώσκειν ότι εν τούτη τη εβδομάδι νηστεύουσιν οι τρισκατάρατοι Αρμένιοι την βδελυράν αυτών νηστείαν, την λεγομένην του Αρτζιβουρίου, ημείς δε καθ’ εκάστην εσθίομεν τυρόν και ωά, οι κοσμικοί δε και κρέας –είναι αυτό που λέμε ότι ο χριστιανισμός είναι θρησκεία της αγάπης. Μοιραία, η λέξη «αρτζιβούρτσης» εμφανίζεται, ως βρισιά πλέον, και στον Σπανό, την κοπρολογική βυζαντινή σάτιρα: Μαγαρίζομέν σε, αρτζιβούρτση Σπανέ, και κοπρίζομεν την άτσαλον θέαν σου ως αντίτυπον της χοίρου μας μορφήν.
Το ΛΚΝ έχει ελαφρώς διαφορετική άποψη, δηλαδή ότι η λέξη Αρτζιβούριν (και οι παραλλαγές της) πήρε με τον καιρό τη σημασία «κατάλυση των πάντων». Αφού το σκέφτηκα και άλλαξα γνώμη, καταλήγω ότι αυτή η εκδοχή είναι πιο πειστική: δηλαδή, η προτροπή αυτή προς τους Ορθόδοξους να τρώνε αρτύσιμα φαγητά όλη την εβδομάδα του Αρτζιβουρίου, για να διαφοροποιηθούν από τους «τρισκατάρατους» Αρμένιους (με αποτέλεσμα αυτή η εβδομάδα να ονομαστεί «αμολυτή»), έδωσε στη λ. αρτσιβούρτσι τη σημασία της ασυδοσίας, της έλλειψης κανόνων, της άναρχης ελευθερίας. Και πράγματι στον Δημητράκο βρίσκω την παροιμία «αρτσιβούρτσι τόλεγαν, λάχανα μαγείρευαν», που λεγόταν ειρωνικά για φτωχούς (υπονοώντας ότι θα έπρεπε να μαγειρεύουν κρέας), καθώς και τη φρ. «το πήρε αρτσιβούρτσι» (επί των μη νηστευόντων και ακολάστως διαβιούντων, εξηγεί).
Οπότε, η αλυσίδα της δημιουργίας της φράσης ξεκαθαρίζει. Αρχικά, το Αρτζιβούριν είναι ένα παράδοξο ξένο έθιμο, μια ξένη νηστεία. Στη συνέχεια ονομάστηκε έτσι η εβδομάδα εκείνη, η αμολυτή, εβδομάδα επιδεικτικής, ας πούμε, κατανάλωσης αρτύσιμων τροφών. Και μετά, αρτσιβούρτσι ονομάστηκε η μη τήρηση κανόνων, αρχικά στο θέμα της νηστείας (μπορούμε να φανταστούμε πως όταν κάποιος έσπαγε τη νηστεία της Σαρακοστής, θα του έλεγαν οι άλλοι: αρτσιβούρτσι το πέρασες;) και στη συνέχεια σε όλα τα θέματα.
Και ο λουλάς; θα ρωτήσετε. Ο λουλάς προστέθηκε αργότερα, πολύ αργότερα, πιθανώς στον 19ο αιώνα. Υποθέτω ότι η προσθήκη επιτείνει την εικόνα της ακαταστασίας, της σύγχυσης και του παραλογισμού. Πάντως, η έκφραση ακούγεται και χωρίς τον λουλά, και μάλιστα τότε το σκέτο «άρτζι μπούρτζι» έχει συχνά θέση επιθέτου, με σημασία «παράλογος, ασυνάρτητος». Για παράδειγμα, κάπου ο Τατσόπουλος γράφει «τις άρτζι μπούρτζι επιλογές του». Και στο Διπλό βιβλίο του Χατζή βρίσκω τη φράση «οι Ρωμιοί μας το θέλουν όλοι τους το άρτζι-μπούρτζι πούχουμε εκεί» (μιλούν Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία). Και στο Τουμπεκί, ο Πέτρος Πικρός βάζει έναν χωροφύλακα να αναλύει τον σωστό τρόπο μετάβασης στον σοσιαλισμό ως εξής: Γιατί σοσιλιαστής θα πει, άνθρωπος ο οποίος αγαπάει το νόμο και την τάξη … Το οποίον, ό,τι ειναι στραβό θα σάξει … σιγά-σιγά … κι όχι έτσι, άρτσι βούρτσι! Ας περάσουνε πρώτα χρόνια […] κι ύστερα έλα να μου μιλήσεις περί ισότη.
Πάντως, συχνότερα ακούγεται και ο λουλάς, η δε έκφραση «άρτζι μπούρτζι και λουλάς» έχει απαθανατιστεί ακόμα και σε ποίημα του Σεφέρη, το «Αντάρτες Μ.Α.», γραμμένο στην Κατοχή, απ΄όπου το απόσπασμα:
Κίτρινος και σιωπηλός,
όταν τον ρωτήσουν κάτι,
μ’ ένα νεκρωμένο μάτι
τους κοιτάει και τους ρωτά:
«Πού τα βρήκατε όλα αυτά;
Τι ‘ναι αυτός ο λουκουμάς;
Άρτζι μπούρτζι και λουλάς,
πράσινα άλογα και θειάφι,
δεν τ’ αφήνετε στο ράφι
με μια τρύπια κατσαρόλα,
μ’ ένα πράσο, με μια φόλα –
μολονότι ορθόν θα ήτονα
να ρωτήστε και το γείτονα,
να ρωτήστε το χασάπη,
να ρωτήστε τον αράπη
που πουλάει ζεστά σουδάνια
καλοχώνευτα και σπάνια.
(σουδάνια είναι τα αράπικα φιστίκια, από το Σουδάν).
Εννοείται βέβαια ότι η έκφραση προσφέρεται και για εύκολο λογοπαίγνιο, όπου στη θέση του λουλά μπαίνει η Ελλάς. Έχουν ανεβεί τουλάχιστον δύο επιθεωρήσεις με τίτλο «Άρτζι μπούρτζι και Ελλάς», μία το 1965 και άλλη μία στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Όπως συχνά συμβαίνει, για την εξήγηση της φράσης κυκλοφορούν διάφορες ευφάνταστες εκδοχές, που δεν έχουν καμιά βάση. Έτσι, σύμφωνα με κάποιους: «Λέγεται πως η έκφραση αυτή ειπώθηκε απο τον Αλή Πασά, ο οποίος καθισμένος στο Παλαμήδι και έχοντας εμπρός το Μπούρτζι, δεξιά το Άργος, ενώ ταυτόχρονα έπινε ναργιλέ, είπε: «Άρτζι, Μπούρτζι και λουλάς» (Άρτζι = Άργος, λουλάς = ναργιλές). Δηλώνει χαλαρότητα και ξεγνοιασιά», ενώ, σε μια ακόμα πιο αστεία εκδοχή, Άρτζι λεγόταν ο πρώτος δήμιος στο Μπούρτζι, που ήταν Γάλλος (!!) και κάπνιζε λουλά. Πάλι καλά που δεν είπαν ότι προέρχεται από τον Αργύρη Πεδουλάκη, που έχει το παρατσούκλι Άρτζι (και που βέβαια έχει κι αυτός δώσει λαβή σε λογοπαίγνια).
Ούτε έχει βάση η προσπάθεια να συνδεθεί το άρτζι μπούρτζι με το αρκεβούζιο (!), που τη βρίσκω διατυπωμένη και από πιο σοβαρούς μελετητές, που όμως δεν αναρωτήθηκαν πώς εξηγούνται οι δεκάδες βυζαντινές αναφορές στα αρτζιβούρτζια πολλούς αιώνες πριν εφευρεθούν τα αρκεβούζια. Μια πιο αστεία παραλλαγή της ίδιας θεωρίας διάβασα στο slang.gr: Όταν ο Καποδίστριας είπε στους οπλαρχηγούς, που του ζητούσαν χρήματα για τις ανάγκες τους, ότι δεν έπρεπε να ελπίζουν σε τίποτα, γιατί δεν υπήρχαν χρήματα και τα ταμεία του κράτους ήταν άδεια, οι οπλαρχηγοί, θερμόαιμοι καθώς ήταν, άναψαν και του είπαν πως: Αν δε μας τακτοποίησεις στα γρήγορα θα πάρουμε τα αρκεβούζια μας (όπλα της εποχής) και το λουλά μας και θα τα στήσουμε στο πέρασμα των Αναπλιού, οποίος πλούσιους θα πέφτει κατά κείθε, θα τον γραπώνουμε και θα του παίρνουμε λύτρα. Η ευφάνταστη αυτή θεωρία σκοντάφτει στη μικρή λεπτομέρεια ότι τα αρκεβούζια δεν ήταν όπλα του 1830 αλλά μεσαιωνικά!
Παρεμπιπτόντως, και θα κλείσω με αυτό, ένας καλός εμπειρικός κανόνας λέει ότι αν η εξήγηση μιας παροιμιακής φράσης ξεκινάει με αναφορά στον Καποδίστρια ή στον Κολοκοτρώνη ή σε άλλη ιστορική προσωπικότητα, κατά 99% είναι εντελώς αβάσιμη. Πολύ περισσότερες είναι οι φράσεις που γεννήθηκαν από απλές εικόνες της φύσης ή ανάγονται σε κάποιον ξεχασμένο μύθο, παρά όσες προέρχονται από ιστορικά ανέκδοτα -και, όταν οι φράσεις όντως ανάγονται σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, αυτό συνήθως αναγνωρίζεται εύκολα, π.χ. θα γίνει της Κορέας, έγινε Λούης, αν σ’ αρέσει μπάρμπα-Λάμπρο ξαναπέρνα από την Άνδρο κτλ. Αυτά όμως τα έχουμε πει και παλιότερα, και θα τα ξαναπούμε και στο μέλλον.

No comments:
Post a Comment