ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ του Δημ. Κ. Υφαντή
Το πανέμορφο Κροκύλειο .
Έφτασαν οι μέρες να γιορτάσουμε και φέτος το Πάσχα , τη μεγάλη αυτή γιορτή της Χριστιανοσύνης , που οι Χριστιανοί την είχαν ονομάσει παλιότερα Λαμπρή , γιατί ερχόταν με την Άνοιξη , που η φύση ντύνεται στα γιορτινά της κι ο κόσμος ξεφεύγει απ’ τη βαριεστημάρα του χειμώνα και νιώθει ξανανιωμένος και χαρούμενος . Οι γεωργοί μάλιστα , την ήθελαν τη Λαμπρή με βροχές για ν’ ανθίσουν και να καρπίσουν τα δέντρα και για να γίνουν καλά τα σπαρτά . Και γι αυτό είχαν πει : “ Χαρά στα Φώτα τα ..στεγνά , και τη Λαμπρή ..βρεγμένη “..
Ποιός απ’ όλους μας δεν θυμάται κάποια Λαμπρή απ’ τις περασμένες ή δεν έχει θαμμένα κάπου στα καταβάθτις στάχτες ια της μνήμης βιώματα από μια τέτοια Γιορτή !
Πολλές δεκάδες χρονιές πέρασαν , από τότε που ξέκοψα απ’ το χωριό και που οι συνθήκες της ζωής δεν μ’ άφησαν να βρεθώ κάποτε εκεί για να γιορτάσω τη Λαμπρή μαζί με τους συγχωριανούς μου . Έτσι θα ήταν πολύ φυσικό , ύστερα από τόσα χρόνια , να μη θυμάμαι πια τίποτα από κείνες τις αλήθειες και τις παραδόσεις , που ζούσε ο κόσμος στα χωριά , την εποχή εκείνη .
Κι’ όμως δεν συμβαίνει αυτό , γιατί ; γιατί δεν είναι σπάνιες κάποιες στιγμές , σαν πλησιάζει το Πάσχα , που η σκέψη μου φτερουγίζει νοσταλγικά μ στα τόσο ξεμακρυσμένα παιδικά χρόνια , κι’ ανασκαλεύοντας τις στάχτες του παρελθόντος , πασχίζει να μου θυμίσει κάποιες από κείνες τις περασμένες Πασχαλιές , που ζήσαμε σε κείνα τα ανέμελα χρόνια , τα γιομάτα από όνειρα και προσδοκίες και να..φρεσκάρει ξεθωριασμένες , χαρούμενες εικόνες ή να ξαναζωντανέψει όμορφες Πασχαλιάτικες σκέψεις ολότελα σβησμένες απ’ τα κατάστιχα της μνήμης .
Έτσι αναθυμιέμαι , με πόση αγωνία περιμέναμε εκείνα τα χρόνια – που παιδάκια ακόμα , του Δημοτικού ή του Ελληνικού Σχολείου , ζούσαμε στα ορεινά φτωχοχωριά – τις Λαμπριάτικες μέρες για να ξελασκάρουμε απ’ το σχολειό , να φάμε λιγάκι καλύτερα , γιατί θα υπήρχε το Πασχαλιάτικο αρνί ή κατσίκι και θα βάφονταν και τα κόκκινα αυγά , κι’ ακόμα για να πάρουμε και κανένα φτωχο..δωράκι και να χαρούμε κοντά στους δικούς μας , που κι’ αυτοί πρόσμεναν με χαρά αυτές τις άγιες μέρες για να ξεκόψουν λίγο απ’ τις δουλειές και να ξεχάσουν , έστω και για λίγο , τις έγνοιες της βιοπάλης και τη μονοτονία της ζωής .
Τα παιδιά ωστόσο , ανύπόμονα , όπως πάντα , μόλις τέλειωναν οι απόκριες , όπου ο κόσμος είχε ξεδώσει κάπως με τις αυτοσχέδιες αποκριάτικες εκδηλώσεις και τις άλλες φτωχοδιασκεδάσεις κι’ άχριζε η νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής , που κράταγε κοντά δυο μήνες , αρχίζουν απ’ την πρώτη κιόλας μέρα να σκέφτονται τη Λαμπρή και να μετράνε , μία – μία , τις μέρες που πέρναγαν και να λογαριάζουν πόσες υπολείπονταν ακόμα ως τη Μεγάλη Βδομάδα , που θα σταμάταγαν τα σχολεία για να μπορέσουν , μόλις θα τέλειωνε κι’ αυτή , να…ξαναφάνε .
Γιατί , εκείνα τα χρόνια , ο πιο πολύς κόσμος στα χωριά , νήστευε συστηματικά και πολλοί μάλιστα δεν έτρωγαν ούτε λάδι τις Τετάρτες και Παρασκευές , για να εξαγνιστούνε καλύτερα και να προετοιμαστούνε για την Πασχαλιά . Έτσι τα βόλευαν με όσπρια και χορταρικά και μονάχα του Ευαγγελισμού και των Βαγιών , που “ καταλύονταν “ τα ψαρικά , τρώγανε και μπακαλιάρο . Ύστερα από τέτοια νηστεία , οι άνθρωποι ξελιγώνονταν απ’ την αναφαγιά και πιο πολύ τα παιδιά , που η σαρακοστή τους φαινόταν ατέλειωτη και περίμεναν μ’ ανυπομονησία , τις Λαμπριάτικες μέρες , “ για να ..λιγδωθεί τ’ αντεράκι τους “που είχε τόσο ταλαιπωρηθεί απ’ τη νηστικομάρα της σαρακοστής .
‘Oμως , πριν από το Πάσχα μεσολαβούσε η δοκιμασία της Μεγάλης Βδομάδας , που η νηστεία γινόταν πιο αυστηρή , γιατί τα φαγητά φκιάχνονταν αλάδιαγα και την περνούσαν με “ βραχτάρια “ από όσπρια ( όσπρια βρασμένα χωρίς λάδι ) , με ελιές και πρασολάχανα , για τις νοικοκυρές δε η Μ. Βδομάδα ήταν πραγματικό ξεθέωμα γιατί έπρεπε να φρεσκάρουν το σπίτι , να μπουγαδιάσουν , να ζυμώσουν το Λαμπριάτικο “ ύψωμα “ , να φκιάξουν τα λαμπροκούλουρα , να βάψουν τα κόκκινα αυγά , να λούσουν τα παιδιά και να ετοιμάσουν και όλα τα χρειαζούμενα για το Πασχαλινό γιορτάσι . Κι ενώ όλη τη μέρα ξεθεώνονταν απ’ την κούραση , το βράδυ θα ‘ πρεπε να πάνε στην εκκλησία για ν’ ακούσουν τα 12 ευαγγέλια και να παρακολουθήσουν τον Επιτάφιο .
Θυμάμαι ακόμα , πως μια κοπέλα , το βράδυ της Μ. Πέμπτης που διαβάζονταν τα 12 ευαγγέλια , όπως ήταν κατάκοπη απ’ τις δουλειές , την πήρε ο ύπνος , εκεί σε μια γωνιά του γυναικωνίτη και δεν πήρε είδηση ότι τέλειωσε η ακολουθία , έφυγε ο κόσμος και κλειδώθηκε η εκκλησία . Κι’ όταν αργότερα , την αναζήτησαν , γιατί δεν είχε πάει σπίτι , τη βρήκαν κοιμισμένη ακόμα στην καρέκλα . Μπορεί να φανταστεί κανείς , τι λαχτάρα θα τράβαγε αν κάποια στιγμή ξυπνούσε και βρισκόταν ολομόναχη μέσα στην κατασκότεινη εκκλησία ;
Εμείς τα παιδιά , άμα έμπαινε η Μ. Βδομάδα , μαθαίναμε με το δάσκαλο τον επιτάφιο Θρήνο , για να ψάλουμε κατά την περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού και γύρω απ’ την πλατεία της εκκλησίας , που γινόταν με μεγάλη κατάνυξη απ’ όλους τους χωριανούς κι’ είχε πολλή γραφικότητα με τ’ αναμμένα κεριά , που κράταγε όλος ο κόσμος και τα πολύχρωμα κλεφτοφαναράκια που βαστούσαν τα παιδιά . Ενώ το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής , κάποια απ’ τα παιδιά , 2-3 μαζί παρέα , είχαν ξανοιχτεί στο χωριό και γυρίζοντας τα σπίτια ένα – ένα , είχαν το “ Χριστού Πάθη “ , τα πάθη του Χριστού , για να κονομήσουν κάποιο χαρτζιλίκι ή να μαζέψουν αυγά για να βάψουν τη Λαμπρή .
Επί τέλους , έφτανε και η πολυπόθητη παραμονή για την Ανάσταση – που στα παλιότερα εκείνα χρόνια , γινόταν , κατά πως θυμάμαι , πολύ πρωί ανήμερα το Πάσχα κι’ όχι μεσάνυχτα , όπως κανονίστηκε να γίνεται αργότερα – και μόλις χτύπαγαν οι καμπάνες , ξεσηκώνονταν όλο το χωριό κι’ όλος ο κόσμος “ συν γυναιξί και…τέκνοις “ ξεκίναγε για την εκκλησιά με τις λαμπάδες στο χέρι , ενώ εμείς τα παιδιά κρατάγαμε και κάνα φτηνοβεγγαλικό ή και κανένα αυτοσχέδιο βαρελότο “ για να το ανάψουμε “ , άμα θα ψέλνεται το “ Χριστός Ανέστη “ .
Άρχιζε λοιπόν , η ακολουθία της Ανάστασης , κι’ όταν ο παπάς έβγαινε στην Ωραία Πύλη με το τρίκηρο για το “ Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός “ όλος ο λαός που είχε πλημμυρίσει την εκκλησία άναβε τη λαμπάδα του κι’ ύστερα έβγαινε έξω στην πλατεία της για την Ανάσταση . Εκεί , όταν σε λίγο θα ψέλνεται το “ Χριστός Ανέστη “ , γινόταν κοσμοχαλασιά απ’ τις κωδωνοκρουσίες , τα βεγγαλικά , τα βαρελότα , τις τρακατρούκες και τους πυροβολισμούς , κι’ όλοι χαρούμενοι αντάλλασαν φιλιά , και ξέχναγαν τις έχτρητες και τις παρεξηγήσεις .
Ύστερα απ’ την Ανάσταση , κι’ αφού καταλάγιαζε η χλοβοή κι’ ησύχαζε κάπως ο κόσμος , ξανάμπαιναν πάλι στην εκκλησιά για να συνεχιστεί η Πασχαλιάτικη λειτουργία , γιατί τότε ψέλνονται και οι πιο χαρμόσυνοι Λαμπριάτικοι ύμνοι , που φέρνουν μεγάλη ψυχική αγαλλίαση .
Εδώ , και παντού σχεδόν σήμερα , πολύ λίγοι μπορεί να ξέρουν ότι υπάρχει και συνέχεια , αφού όλοι οι άλλοι , μόλις ειπωθεί το “ Χριστός Ανέστη “ , γίνονται .. “ λαγοί “ και τρέχουν σαν αλαφιασμένοι για να προλάβουν τη μαγειρίτσα και να ριχτούνε στο φαγοπότι . Έτσι , οι πιο συναρπαστικές υμνωδίες με ‘ κείνα τα υπέροχα λόγια , τα πλημμυρισμένα από θεϊκή έμπνευση και ποιητική έξαρση , μετά την Ανάσταση ακούγονται :
“ Πάσχα ιερόν ημίν σήμερον αναδέδεικται ,
Πάσχα καινόν άγιον , Πάσχα μυστικόν ,
Πάσχα πανσεβάσμιον , Πάσχα Χριστός ο Λυτρωτής ,
Πάσχα των πιστών , Πάσχα Κυρίου Πάσχα ….”
Για να καταλήξει , σα χρυσή κατακλείδα της μεγαλειόδικης αυτής Πασχαλιάτικης λειτουργίας , ο εμπνευσμένος κατηχητικός λόγος του Ιωάννου του Χρυσοστόμου με τις τόσο ευφρόσυνες παραινέσεις :
“ Ει τις ευσεβής και φιλόθεος απολαυέτω της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως . Ει τις δούλος ευγνώμων εισελθέτω χαίρων εις την χαράν του Κυρίου ..πλούσιοι και πένητες μετ’ αλλήλων χορεύσατε …Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες ευφράνθητε σήμερον .. Ο μόσχος πολύς ουδείς εξέλθει πεινών .”
Ποιός κάθεται σήμερα δύο ώρες μετά την Ανάσταση να παρακολουθήσει αυτή την τόσο χαρούμενη κι’ ευφρόσυνη πνευματική πανδαισία ! Κι’ όμως , τότε , λιγοστοί ήταν εκείνοι που έφευγαν για να πιάσουν νωρίτερα δουλειά στο τραπέζι , ενώ οι άλλοι , οι πολλοί , έμεναν ως το τέλος και γύριζαν καταχαρούμενοι στα σπίτια μ’ αναμμένες τις λαμπάδες για να φωτιστεί και το σπίτι και κάθονταν στο Πασχαλιάτικο τραπέζι για να “ ευφρανθώσιν “ κατά τη Δεσποτική παραίνεση .
Νωίς τ’ απόγιομα , ύστερα απ’ το πλούσιο Λαμπριάτικο τσιμπούσι , , ξαναχτύπαγε η καμπάνα για τη γιορτή “ της αγάπης “ κι’ όλοι ξαναπήγαιναν στην Εκκλησιά και μετά την ακολουθία έβγαιναν έξω στην πλατεία , κι’ εκε’ί , με τους παπάδες πρώτους και σε συνέχεια τους γερόντους κι’ όλους τους άλλους , ασπάζονταν το Ευαγγέλιο κι’ αλληλοευχόμενοι φιλούσε ο ένας τον άλλο κι’ ύστερα αφού σχημάτιζαν μια ανθρώπινη αλυσίδα , άρχιζαν το χορό και τα τραγούδια μέχρι αργά τη νύχτα , που ξαναγύριζαν στα σπίτια καταχαρούμενοι κι’ ευχαριστημένοι απ’ το γλεντοκόπι , που τους έκανε να ξεχάσουν τις πίκρες και τις στενοχώριες .
Ήταν , στ’ αλήθεια , ωραία εκείνα τα χρόνια , στ’ αμόλευτα από πολιτικές αντιθέσεις κι’ αντιζηλίες , χωριά , γιατί ο κόσμος ζούσε πιο άδολα κι’ αθώα , υπήρχε ομόνοια ανάμεσά τους και πο΄λλή κατανόηση μεταξύ τους και δεν τους βασάνιζε το ψυχικό άγχος κι’ η κακοδαιμονία , που μας ταλαιπωρεί σήμερα .
Πως λοιπόν , θα ‘ ταν δυνατό να μη θυμάμαι , κάποτε – κάποτε , αν και πέρασαν δεκαετίες , κάποιες από κείνες τις ξεχασμένες Πασχαλιές , που μου είχαν δώσει τόση χαρά σε κείνα τα , τόσο ξεμακρυσμένα , παιδικά ..χρόνια !!
* *
O Δημ . Υφαντής , ήταν Κροκυλειώτης , ανώτατος αξιωματικός της Αστυνομίας , και έζησε τα γυμνασιακά του χρόνια στο Λιδορίκι . Η σημερινή ανάμνησή του , αλλά και πολλές άλλες , έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα « Λιδωρίκι » του Γιώργου Καψάλη
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ - ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Απ’ το « Λιδωρίκι » με αγάπη ….Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment