Ο αξέχαστος Αλέκος , σε μια τρυφερή κι’ ανθρώπινη στιγμή
“ Τη θυμάμαι σα να 'ταν σήμερα , τούτη δω την ώρα , την κακομοίρα την Ξάφω απ' την Μπραίλα . Ήταν μόνιμη πελάτισσα του μαγαζιού μας κι' ερχόταν κάθε Κυριακή , μαζί με τις Σωταινιώτισσες , για ψώνια .
Κείνα τα χρόνια , τα προπολεμικά - κι' αυτό το λέω για όσους δεν το ξέρουν - τα μαγαζιά στο Λιδορίκι άνοιγαν την Κυριακή μετά το σχόλασμα της εκκλησίας ως τις 3 το μεσημέρι , για να ψωνίσει ο κόσμος , που κατέβαινε από τα γύρω χωριά . Και το κάθε χωριό , θες από γνωριμίες , θες από κουμπαριές , πήγαινε στο δικό του μαγαζί πάντα , να κάνει τα ψώνια του .
Κάθε μαγαζί είχε και το " πάρκινγκ " του . Είχε μεγάλη αυλή , όπου έδεναν τα γαϊδούρια τους οι χωριάτες , οι οποίοι κατέβαιναν ομαδικά , φέρνοντας ξύλα , αυγά , κοτόπουλα , βούτυρο κι ότι άλλο είχαν για πούλημα . Και γινόταν στην αυλή εκείνη το " σώσε " , από τα γκαρίσματα των γαιδάρων , ιδίως στου Ασημακόπουλου , όπου - λόγω καταγωγής - πήγαιναν οι Κωσταρτσιώτες .
Τα Κωσταρτσιώτικα σερνικά γαιδούρια ήταν όλα βαρβάτα , γιατί αν ήταν " μουνούχια " θα τα 'πνιγαν τ' άλλα , και το τι γινόταν μ' αυτά δε λέγεται σαν " οσμίζονταν " κανένα θηλυκό . Έτρωγαν λίγο άχυρο και ξερή καλαμποκιά - που τότε καρπός - αλλά κι αυτά όχι πάντα , γιατί οι 'ίδιοι οι χωριάτες κλέβονταν μεταξύ τους , παίρνοντας ο ένας την τροφή από το ζώο το ξένο και βάζοντάς την στο δικό του . Φτώχεια , δηλαδή και " των γονέων " , που λένε .
Οι Σωταινιώτισσες έρχονταν στο δικό μας μαγαζί πάντα . Δεκατέσσερα βαφτιστήρια είχε ο πατέρας μου , όλο το χωριό σχεδόν δεμένο με κουμπαριά . Έτσι , όλο το γυναικομάνι της Σώταινας , κάθε Κυριακή ξεπέζευε στην αυλή μας και το μαγαζί μας γιόμιζε από Ανθούλες , Μορφούλες , Τσεβούλες , και Γιαννούλες , που , έχοντας πουλήσει τα φορτία των πουρναρίσιων καυσόξυλών τους , τ' αυγά και τις κότες τους , η τ' αγκορτσάχλαδα και το βελάγκι τους , ψώνιζαν κλωστές του " φκυαριού " Νο 10 , ρύζι , ζάχαρη , " ταμτέλες " ( δαντέλες ) , κοκκάλινα δαχτυλίδια ( κάτι ψευτοπράματα , μ' ένα γυαλί για μονόπετρο ) , καθρεφτάκια , πού ‘χαν τρία σκάγια στην πίσω όψη κι' έμπαιναν σε τρυπούλες , χτένια πυκνά για τις ψείρες κι ότι άλλο υπήρχε στο μαγαζί .
Κάθονταν , με τις ώρες , πάνω από μια γυάλινη βιτρίνα και χάιδευαν με το μάτι τους τα διάφορα εκθέματα , κάτι φανταχτερά ψευτοκοσμήματα κι ' αντικείμενα που μας έστελνε τότε η Ευρώπη , ξέροντας καλά πόσο υπανάπτυκτοι ήμασταν , και λιγώνονταν από θαυμασμό .
Με δεκαπέντε δραχμές ( τόσα κέρδιζαν από 'να γαϊδουροφόρτι ξύλα που πούλαγαν ) τι να πρωτοπάρεις ; Βελόνες , " κλωνά " , καντιοζάχαρη , πατάκες η μακαρούνια ; Γι' αυτό , μια και δεν έβγαιναν τα λεφτά πέρα , θεωρούσαν - όχι βέβαια όλες - καλό να ξαφρίσουν και τίποτε απ' τα εκθέματα , παρόλο που η αδερφή μου η Τέτα , καθόταν κέρβερος από πάνω τους κι' είχε τα μάτια της δεκατέσσερα . Μια χούφτα καφέ , άκοπο κι' άψητο τότε , νά'βαζαν στην τσέπη τους να , η ζημιά και το κέρδος .
Μαζί όμως με τις Σωταινιώτισσες ερχόταν παρέα κάθε Κυριακή κι η Μπραϊλιώτισσα θειά Ξάφω ( Χρυσάφω ) . Φτώχεια και των γονέων , πέρα γιά πέρα . Ίσως ήταν πενηντάρα , ίσως εξηντάρα , ίσως κι' εβδομηντάρα . Η φτώχεια , που ήταν ζωγραφισμένη απάνω της , δεν άφηνε να ξεχωρίσεις την ηλικία της . Ήταν όμως καταδεχτική και γλυκομίλητη .
Έφερνε κι αυτή ξύλα μ' ένα ψωραλέο γαϊδουράκι - κακέκτυπο ζώου - που το φόρτωνε δυο τρία ..τσάκνα .ούτε 20 κιλά , κι 'έδινε και πάθαινε να τα πουλήσει , γιατί σ' όλους φαίνονταν λίγα . Τέλος πάντων , όταν τα πούλαγε , ερχόταν στο μαγαζί κι αυτή ν' αγοράσει διάφορα ψώνια . Αλλά μ' ένα δεκάρικο , η δεκαπεντάρικο , τι να πρωτοπάρεις ; Έπαιρνε η δόλια καμιά κουβαρίστρα " φκυαριού " ( Εγγλέζικη κλωστή πού ‘χε σήμα της ένα φτυάρι ) καμιά πλάκα σαπούνι , δυο τρεις καραμέλες να γλυκαθεί κι απαραίτητα ένα κομμάτι " μπακαλέου " . Ο μπακαλιάρος τότε ήταν φτηνός ( 12-14 η οκά ) κι η Ξάφω αγόραζε πάντα ένα κομμάτι , αλλά στο γυρισμό , ώσπου να φτάσει στην Μπραίλα , τσίμπα - τσίμπα το κομμάτι , το ' τρωγε ωμό το περισσότερο από την πείνα της κι ο μπακαλιάρος ποτέ δεν έφτανε ολόκληρος στο τσουκάλι .Φτώχεια , φτώχεια , φτώχεια.. !
Αλλά , παρόλη την πείνα , και τη φτώχεια της , η θεια η Ξάφω δεν έτρωγε ποτέ βοδινό . Μπορούσε να πέθαινε της πείνας , μα βοδινό δεν θά'τρωγε ! Κι' αυτό μη φανεί παράξενο . Πολλοί , εκείνα τα χρόνια - ιδίως οι γεροντότεροι - δεν έτρωγαν το βοδινό ,παρόλο που δεν τ' απαγόρευε η θρησκεία . Φαίνεται τ' απαγόρευε η ευγνωμοσύνη του φτωχού αγρότη , που το θεωρούσε σαν κάτι το ιερό , γιατί του πρόσφερνε τόσα πολλά μ' αντάλλαγμα λίγη καλαμποκιά κι ελάχιστα " μπούλτσα " . Στο χωριό μας ήταν ζήτημα αν σφάζονταν ολοχρονίς πέντε με δέκα βόδια . Κι' ο πιο καλός τεχνίτης στο σφάξιμο και το λιάνισμα του βοδιού ήταν ο πατέρας μου , που είχε δουλέψει στην Αθήνα και στην Αμερική σε μεγάλα χασάπικα κι είχε μεγάλη πείρα .
Οι άλλοι χασάπηδες , όταν είχαν να κάνουν με βοδινά , φώναζαν τον πατέρα μου . Κι εκείνος , άφηνε το μπακάλικο κι έπιανε τα σύνεργα της πρώτης του δουλειάς - πρώτη του αγάπη - που την είχε αφήσει , εξαιτίας της καρδιάς του . Και τότε γινόταν άλλος άνθρωπος . Γινόταν ο "καλλιτέχνης ". Έπιανε το κρέας και το ‘κοβε σε παρτίδες , ίσες και δίκαιες . Όχι αλλού τα κόκκαλα κι αλλού το ψαχνό . Όχι κόψε μου από δω και κόψε μου από κει . Άπλωνε τις ομορφοκομμένες και δίκαιες παρτίδες πάνω σε δυο - τρία τραπέζια κι ο πελάτης διάλεγε όποια ήθελε . Κι' έτσι δεν πετούσαν οι χασάπηδες τίποτε κι οι πελάτες έμεναν ευχαριστημένοι όλοι .
Μέναμε όμως ευχαριστημένοι κι εμείς στο σπίτι μας γιατί ο πατέρας μας έπαιρνε για αμοιβή ό,τι καλύτερο από κρέας υπήρχε : Το ψαρονέφρι , το φιλέτο δηλαδή , που κανένας τότε δεν το ξερε . Κι η μάνα μου - Θεός σχωρέστην - μας τόφτιαχνε σαρμάδες ( ντολμάδες ) που έγλυφες τα δάχτυλά σου . Μια Κυριακή , λοιπόν , είχαμε σαρμάδες με τέτοιο κρέας . Το κακκάβι με το κρέας έβραζε στο στόμα του φούρνου μπροστά , πίσω από την αυλή του μαγαζιού , όπου και το πάρκινγκ των Σωταινιώτικων γαϊδουριών . Η μυρουδιά , το μοσχοβόλημα των σαρμάδων , που σιγόβραζαν στο κακκάβι , σου ‘φερνε λιγοθυμιά .
Η κακομοίρα η Ξάφω , λιγωμένη από την πείνα , ρώτησε τη μάνα μου τι μαγειρεύει και μοσχοβολάει τόσο . Κι η μάνα μου της απάντησε πως μαγείρευε σαρμάδες και ξέροντας πως η κακομοίρα λίγες φορές θα ‘χε φάει ζεστό φαγάκι , της είπε να καθίσει , όταν θα ‘κλεινε το μαγαζί , για φαγητό κι' ύστερα έφευγε μόνη της για το χωριό . Για το κρέας , ξέροντας πως δεν έτρωγε το βοδινό , της είπε πως ήταν μπούτι από τραγί , που είχε σφάξει ο Κρικέλας ! Έτσι την καθησύχασε και όταν σχόλασε το μαγαζί , κάθισε μαζί μας στο τραπέζι κι έφαγε με την ψυχή της τους μοσχοβολιστούς σαρμάδες της μάνας μου , ενώ κάθε τόσο έλεγε :
- Μωρέ τι τραγί ήταν τούτο , Τασούλα μου ; Τι κρέας ευλογημένο !
Αφού απόφαγε η κακομοίρα , ο αδερφός μου ο μικρότερος άρχισε να την πειράζει :
- Ήταν καλές οι σαρμάδες , θεια Ξάφω ;
Και χωρίς να περιμένει απάντησή της , άρχισε να μουγκρίζει σα βόδι , θέλοντας να της δώσει να καταλάβει από τι κρέας ήταν οι σαρμάδες . Η μάνα μου τότε , βλέποντας την αμηχανία της Ξάφως , που άρχισε να μισοκαταλαβαίνει τι είχε φάει , πλάκωσε στις στριφτές τσιμπιές τον αδερφό μου , για να το βουλώσει αλλ' εκείνος ξέσπασε θυμωμένος :
Γιατί με τσιμπάς ρε μάνα , αφού οι σαρμάδες ήταν από βόϊδι !!
Το τι έγινε τότε δεν μπορώ να σας περιγράψω . Η Ξάφω , σηκώθηκε γεμάτη αξιοπρέπεια , μας κοίταξε όλους μ' ένα θλιμμένο βλέμμα , χωρίς να διαμαρτυρηθεί για την ατιμία που της έγινε , έκανε με κατάνυξη το σταυρό της , μας χαιρέτησε απλά και χωρίς να πει άλλη λέξη , έφυγε .
Εμείς όλοι παγώσαμε για μια στιγμή κι η κατήφεια έπεσε στα πρόσωπα όλων . Έτρεξε κοντά της η μάνα μου , της είπε χίλια δυο , ο πατέρας μου κι εγώ της φωνάζαμε να γυρίσει , μ' αυτή τίποτε . Μόνο σαν άκουσε εμένα να της λέω πως την αγαπούσα σα να ‘ταν πραγματική μου θεια , γύρισε το κεφάλι της λίγο και μου ‘ριξε ένα παράξενο βλέμμα , που ακόμα δεν το ξέχασα , παρόλο πούχουν περάσει τόσα χρόνια . Θεέ μου ! τι βλέμμα ήταν εκείνο !
Ήταν ένα βλέμμα έντιμης χωριάτισσας , γεμάτης αξιοπρέπεια χωριάτισσας , μάθημα σε μας τους χορτάτους , που τολμήσαμε να παίξουμε με τα όσια και ιερά - και για μας αφελή και ανόητα - πιστεύω της .
Καημένη θεια Ξάφω ! Που να ζούσες τώρα , να ‘βλεπες πόσο άλλαξαν οι άνθρωποι από τότε . Να 'βλεπες πως άνθρωποι σαν και σένα δεν υπάρχουν πλέον . Όχι φτωχοί , γιατί τέτοιοι υπάρχουν ακόμα , αν όχι στην πατρίδα μας τουλάχιστον αλλού , αλλά αξιοπρεπείς και περήφανοι σαν κι' εσένα , λίγοι υπάρχουν θειά Ξάφω.... “
Η υπέροχη αυτή αφήγηση - ντοκυμαντέρ της παλιάς Λιδορικιώτικης ζωής , είναι γραμμένη απ' τον Λιδορικιώτη λογοτέχνη Αλέκο Κωστάκη ,τον Καφτανιαλέκο , όπως τον λέγαμε , και δημοσιεύτηκε στα " ΛΙΔΩΡΙΚΙΩΤΙΚΑ 1983 " του Γιώργου Καψάλη , απ' όπου και το αναδημοσιεύουμε . Η συνεργασία των αξέχαστων Λιδορικιωτών Αλέκου Κωστάκη και Γιώργου Καψάλη ήταν καταπληκτική , γιατί είχε ένα μοναδικό στοιχείο , την παθιασμένη αγάπη και των δυο , για το χωριό τους το Λιδορίκι , αυτό ήταν αρκετό.................Κ.-
ΣΗΜΕΙΩΣΗ : Γνωρίζοντας πως , διαβάζοντας τη σημείωση θα κουνήσετε το..κεφάλι λέγοντάς μου το…” στου κουφού την πόρτα κλπ…κλπ…κλπ.. “ , θα αποτολμήσω , για άλλη μια φορά , να θυμίσω στη Δημοτική αρχή , πως καλές είναι οι..” μάντρες “ και οι..” Επιτροπές “ , αλλά πάνω απ’ όλα ήταν , είναι και φυσικά θα είναι , ο πολιτισμός μας και η ιστορία μας .
Το λέμε αυτό , γιατί , ο Δήμος μας , είτε ως..Λιδορικίου είτε ως Δωρίδας , στον πολιτιστικό τομέα , είχε και..έχει “ μηδενική “ δραστηριότητα και παρουσία , τουλάχιστον όσο αφορά στο χωριό μας , την έδρα του δηλαδή , αλλά και της ορεινής εν γένει Δωρίδας , εκτός και αν , και η ..Καλλικρατική Δημοτική αρχή , πιστεύει , πως με το να “ συντηρεί “ , χρηματοδοτώντας τα , τα περίφημα “ κοψιδο..πανήγυρα “ και τα διάφορα ευρωφάγα ..” δρώμενα “ (!) , του τύπου , γιορτή πίτας , τυριού , ψιμοτυριού …τραχανόπιτας και διαφόρων…θαλασσινών , εκπληρώνει ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΧΡΕΟΣ , γιατί χρέος πράγματι υπάρχει , ποιός όμως το…” αναγνωρίζει .
Μέσα στα τόσα και τόσα ευρώπουλα που..” τουφεκίζονται “ ( μη μου πείτε πως....όχι ) , ας ρίξουμε και μια ματιά στο πολιτιστκό μας παρελθόν , τουλάχιστον , αφού εκ των πραγμάτων είναι αδύνατο , δυστυχώς ..χίλιες φορές , να αποκτήσουμε ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ..ΠΑΡΟΝ …!!
Καλό σας μεσημέρι , να είστε όλοι καλά
Απ’ το “ Λιδωρίκι “ με αγάπη …….Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment