30.10.13

ΔΙΑΒΑΤΗΣ ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ

 

Του Νικου Βατοπουλου

Θεώρησα προνόμιο το γεγονός ότι είχα μισή ώρα δική μου να περπατήσω στο Μεταξουργείο. Ηταν νωρίς το βράδυ. Ηταν εκείνη η ώρα που πολύς κόσμος είναι μαζεμένος στα σπίτια του. Φαγητό μπροστά στην τηλεόραση, σερφάρισμα σε εφηβικά υπνοδωμάτια, τα τελευταία τηλεφωνήματα της ημέρας. Εβλεπα φωτισμένες γρίλιες. Μύρισα φαγητό. Ακουσα έναν καυγά.

Προορισμός μου ήταν το Arroyo Nuevo, στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένας ωραίος χώρος όπου η ομώνυμη ομάδα χορού φλαμένκο κάνει την έκπληξη και παρουσιάζει χορευτικά τη «Δεσποινίδα Τζούλια» του Στρίντμπεργκ. Σαν σε βωβό κινηματογράφο, ένταση, ερωτισμός, κίνηση που ανέβλυζε και γέμιζε τον αέρα σαν ένα κόκκινο πανί στον άνεμο.

Πριν αποκτήσω αυτήν την εμπειρία, όμως, και διόλου προετοιμασμένος γι’ αυτήν τη μικρή «βόμβα» πάθους που θα ακολουθούσε, αφηνόμουν με μια μικρή μηχανή στα χέρια, γυρισμένη στο «νυχτερινό τοπίο». Πήρα τη Μεγάλου Αλεξάνδρου και περιέργως περπατούσα μονάχος. Τα στενά ενδιάμεσα ήταν έρημα. Μόνο κάτι καφέ και μικρά φαγάδικα, ολόφωτα, μέσα σε μια σκοτεινή νύχτα, ήταν γεμάτα κόσμο και από απόσταση έβλεπα χειρονομίες, έβλεπα ανθρώπους να γελούν χωρίς να τους ακούω. Μακριά όμως από αυτές τις φωτερές «σπηλιές», το Μεταξουργείο εκεί που το περπάτησα, την ώρα εκείνη, μου φάνηκε σιωπηλό. Με μια παράδοξη ευχαρίστηση θέλησα να βυθιστώ σε αυτόν τον βουβό κόσμο και να γίνω αόρατος.

Οσο πιο σιωπηλά τα δρομάκια τόσο πιο ποιητική μού φάνηκε η μοναξιά τους. Στην οδό Αρτεμισίου, μια σειρά μονώροφα σπιτάκια, σαν αυτά που ήταν γεμάτα κάποτε οι γειτονιές, με νεοκλασική αρχοντιά απέξω, μια φρίζα, μια σπασμένη γιρλάντα, ένα ξεδοντιασμένο κεραμίδι. Είδα τρία-τέσσερα στη σειρά, όλα κλειστά, και έτσι όπως τα έλουζε το φως του δρόμου, έμοιαζαν αυτόφωτα. Οδός Καλυψούς, οδός Αμαζόνων (περιέργως ένας μικρός δρόμος, ταπεινός), οδός Μυκάλης. Ανάμεσα στα σαραβαλιασμένα σπιτάκια, των εκατό ετών, είδα κάποια καινούργια, τόσο φροντισμένα που με ξάφνιασαν, σπίτια με ύφος μονοκατοικίας, με καινούργια υλικά, με ένα ύφος ευμάρειας και μια «δήλωση» απόστασης από τα υπόλοιπα.

Αλλά, ήταν στην οδό Παραμυθιάς εκεί που νιώθεις ότι έφτασες στη «μεγάλη πόλη», τόσο φαρδύς σου φαίνεται ο δρόμος, που έπεσα σε διαδοχικά «θεατρικά σκηνικά». Σπίτια του ’30, δίπατα, λιτά, στιβαρά, γυμνά από διακόσμηση, με την αυστηρή οικειότητα ενός μεγάλου σπιτιού της γειτονιάς, πρόβαλλαν μισοφωτισμένα. Ενα κεφάλι που φάνηκε σε ένα παράθυρο του ισογείου με έκανε, με ελαφρά συστολή, να κατεβάσω τη φωτογραφική μηχανή.

Είχα όμως πλήρη ελευθερία λίγο παρακάτω, μπροστά σε δύο νεοκλασικά σπίτια προς την οδό Αγίου Ορους, ένα μικρό δρομάκι που συνδέει την Παραμυθιάς με τη Μεγ. Αλεξάνδρου. Με μεγάλη έκπληξη είδα τη μια γρίλια φωτισμένη σε ένα σπίτι που θα έπαιρνα όρκο ότι είναι ακατοίκητο πολλά χρόνια, ρημαγμένο και ραγισμένο, αλλά τόσο κομψό, τόσο αρμονικό με την ψηλή του πόρτα στο κέντρο. Ηταν αυτή η καταχνιά της νύχτας που με το φως του δρόμου δημιουργούσε μπάλες ομίχλης, που έκανε τη θέα αυτών των σπιτιών τόσο σπαρακτικά ελκυστική και μελαγχολική μαζί. Εστριψα όμως προς τη Μεγ. Αλεξάνδρου. Η παράσταση θα άρχιζε.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

πίσω στα παλιά

No comments: