29.1.16

1896 : ΑΘΗΝΑ Η..ΔΥΣΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΡΥΠΑΡΑ....( Ο ΡΟΪΔΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 1896 )


Το κείμενο που ακολουθεί, γράφτηκε από τον Εμμανούλ Ροΐδη πριν από 87 χρόνια και δημοσιεύτηκε στην «Εστία» της 2 Ιουνίου 1896. Αναφέρεται στην Αθήνα της εποχής και λειτουργεί απομυθοποιητικά για όσους διακρίνουν μόνο τη «γραφικότητα» εκείνων των χρόνων. Από το κείμενο αυτό προβάλλει λοιπόν μια πολύ «γνωστή» μας Αθήνα και στη βάση αυτή το αναδημοσιεύουμε. Φυσικά, δεν κάνουμε καμιά επέμβαση στη γλώσσα του Ροΐδη, μια και κάτι τέτοιο θα αφαιρούσε από το γραπτό του όλη εκείνη τη διακριτική και μαζί καυστική ειρωνία του…
Ο διευθυντής των «Καιρών» του Λονδίνου, όταν ήτο πρό τινων ετών εδώ, εμακάριζε πρό πάντων τους Αθηναίους ότι το άστυ τους δεν έχει προάστεια και δύνανται δι’ ενός πηδήματος να μεταβώσιν από την πόλιν εις την εξοχήν, από την πλατείαν του Συντάγματος, όπου είναι τα Ανάκτορα και τα μεγάλα ξενοδοχεία, εις τα πεύκα του Λυκαβητού ή τους υπό την Ακρόπολιν αγρούς. Ο ευγενής Άγγλος, είτε εξ απροσεξίας είτε εκ φιλελληνισμού, ελησμόνησεν ευτυχώς να προσθέση ότι ακόμη συντομωτέρα είναι η από την αριστοκρατικήν ταύτην πλατείαν μετάβασις, όχι εις αγρούς, αλλ’ εις είδος τι τζιφουτοχωρίου ενθυμίζοντος τα της ρωσσικής Πολωνίας. Εκ φόβου μη κατηγορηθώ ως υπερβολικός δεν θεωρώ περιττόν να λεπτολογήσω, ορίζων ότι εκατόν σαράντα επτά μόνον βήματα, όχι μάλιστα μεγάλα, αλλ’ αναλογώτερα προς τα σκέλη του καθηγητού κ. Μαργαρίτου Ευαγγελίδου παρά τα του κ. Φιλιποίμενος Παρασκευαΐδου¹ χωρίζουν την πλατεία του Συντάγματος από την «οδόν Βουλής». Ο δρόμος ούτος έκαμεν εις ολίγον καιρόν μεγάλας προοδού. Πολλάς δηλ. καλύβας, μάνδρας και μπαράκας αντικατέστησαν νεόκτιστοι οικίαι, περιορίζουσαι καθ ημέραν την έκτασιν του χωρίου. Η πρόοδος όμως αυτή απόμεινε αποκλειστικώς οικοδομητική, υπό δε την έποψιν της απολυμάνσεως και της ευπρεπίας δεν έγινε απολύτως καμμία. Κατά την διασταύρωσιν της οδού «Μητροπόλεως» εξακολουθεί να χαίνει λάκκος πλήρης ακαθάρτου υγρού, το οποίον ουδέποτε κατώρθωσαν αι ηλιακαί ακτίνες ν’ απορροφήσουν εντελώς. Η βροχή τον μεταβάλλει εις κίτρινον ποταμόν και εις πράσινον έλος η ανομβρία. Προς αποξήρανσιν του έλους τούτου θα ήρκει εν κάρρον σκίρρων², ώστε πιθανώτατον φαίνεται ότι απέχει αυτής η αστυνομία, ουχί εκ φειδωλίας, αλλά διά να μη στερήση τα παιδία των παροικούντων της διασκεδάσεως ν’ απολύωσιν επί το μικροσκοπικού τούτου πελάγους στολίσκους πλοιαρίων, ναυπηγούμενων εκ κελύφους καρυδίου ή κοίλου κολοκυθίου. Ευθύς μετά την υπέρβασιν τού τέλματος αναγκάζεται ο διαβάτης, όχι μόνον να καταβή του πεζοδρομίου, αλλά και να προχωρήση προς ανεύρεσιν στενής διόδου εις το μέσον ακριβώς τού δρόμου, δια τον λόγον ότι ο λαχανοπώλης, υπό την πρόφασιν ότι είναι το πεζοδρόμιον στενόν, έκρινε πρέπον να καταλάβη και ικανόν μέρος τού πλάτους της οδού με στάμνας, κοφίνια απορριμάτων, σταμνία και πρό πάντων με τραπέζιον, απί τού οποίου έχει τα κατάστιχα του και συντάσσει την ανταπόκρισιν και τους λογαριασμούς του. την κατοχήν συνεχίζει ο κρεοπώλης, τού οποίου τα υπαίθρια άγκιστρα απειλούσι τους οφθαλμούς τού διαβάτου, όταν δεν κρέμονται έξ αυτών νεόσφακτα πρόβατα με την κεφαλήν προς τα κάτω, σκεπασμένην υπό της ανάστροφου και συρομένης επί του εδάφους αιμοσταγούς πρόβειας. Αλλά πρόβατα εκδέρονται εντός τού σφαγείου ή αναμένουν οικτρώς βελάζονται να έλθη η σειρά των. Κατά γης έντερα και κοιλίαι και περί αυτάς ημερωμένοι κόρακες και τρία βδελυρά χασαπόσκυλα του είδους των βουλδόγων³, βάφονται εις τενάγη αίματος την μαύρην των μύτην, τα έντερα και τας κοιλίας διαδέχονται τα καζάνια και οι τεντζερέδες ανωνύμου γανωματή, φωλιάζοντος εις μαύρον άντρον ενθυμίζον την κουφάλαν όπου εμόνιαζεν ο γύφτος τού μακαρίτου Βαλαωρίτου4. Παρέκει υπαίθριος ράπτης, μετά τούτον υπαίθριος υποδηματάς και ευθύς έπειτα περιάγουσι τον διαβάτην εις το απροχώρητον αι επί τού πεζοδρομίου διαρκώς βιοτεχνικά! εκθέσεις λουτρών, πυραύνων5, υδραντλιών, σωλήνων και άλλων ειδών των αξιότιμων τενεκετζήδων, κ.κ. Κοτούρου και Παπασπύρου, τα δε αντικρυνά παραπήγματα είναι πρό πάντων αξιοσημείωτα διά το άδηλον και μυστηριώδες της εντός αυτών ασκούμενης βιομηχανίας. Δύο εκ τούτων δεν έχουν παράθυρα και η θύρα των είναι σχεδόν πάντοτε κλειστή, ώστε εκ μόνης, της αναδιδομένης οσμής δύναται τις να εικάσει ότι τίνος είδους εμπορεύματα αποθηκεύονται εκεί. Προ τίνων μηνών, ενώ διέβαινα έμπροσθεν αυτών μ’ εφάνη ότι η αποφορά, την οποίαν καθίστανεν έτι πνιγηροτέραν ο μουσκευμένος νότος υγράς φθινοπωρινής εσπέρας, πολύ ωμοίαζε την τού αμερικανικού λιπάσματος τού γνωστού υπό το όνομα Γκούνο. Παρατηρήσας αμυδράν ακτίνα φωτός διερχομένην δια ρωγμής τής σαθράς θύρας, προσήρμοσα εις αυτήν εκ περιέργειας τον οφθαλμόν. Ουδέν όμως κατόρθωσα να διακρίνω παρά μαύρους τοίχους και άμορφους τινάς ουχί εντελώς ακίνητους σωρούς εις τας σκοτεινάς γωνίας, μέχρι των οποίων δεν έφθανε το ελλιπές φως τού μικρού κατά γης φαναρίου. Το μόνον εις τον ζόφον εκείνον λευκάζον και ευδιάκριτον αντικείμενο ήτο το γυμνό στήθος χονδρής μεσόκοπου γυναικός, ήτις καθισμένη επί χαμηλού σκαμνιού εθήλαζε το μωρό της. Ο όγκος τού στήθους εκείνου ήτο αληθώς αξιοθέατος. Τούτον έπρεπε να ίδωσιν οι αυτοσχέδιοι τεχνοκρίται, οι κατά τα αποκαλυπτήρια τού αδριάντος τού Βύρωνος6 επικρίναντες τους μαστούς τής συμβολικής Ελλάδος ως παρά φύσιν μεγάλους. Όπως δήποτε όσα έβλεπα διά τής οπής τής θύρας δεν ήρκουν να εξηγήσωσιν όσα ωσφραινόμην. Δύκολον τω όντι ήτο να υποθέσω ότι η καλή εκείνη βυζάστρα, όσον και αν ήτο χονδρή και άνιπτος, ήρκει μόνη προς διάχυσιν τοιούτου ποσού αρώματος. Η απορία μου ελύθη την επιούσαν, ότε ηδυνήθην διά τής ανοικτής θύρας να θαυμάσω σμήνη περιστερών, όρνιθας, γάλλους, χήνας και κουνέλια, των οποίων η κόπρος συλλεγόμενη διά ξύστρου και πτύου εστοιβάζετο εντός κοφίνων. Ολίγας ημέρας μετά το Πάσχα, την οσμήν ορνιθώνος διεδέχθη άλλου είδους αποφορά, βαρεία λοιμώδης, αυτόχρημα πτωματική, προερχομένη εκ τής αποθηκεύσεως εις το χάρβαλον εκείνον ολοκλήρου φορτίου δερμάτων κακογδαρμένων, ως φαίνεται αρνίων. Το μόνον και κάπως αμφίβολον τής νέας ταύτης οσμής πλεονέκτημα ήτο ότι απέπνιξε επί τινα καιρόν πάσας τάς άλλας, και αυτάς ακόμη τού γειτονικού μαγείρου τα τσιγαριστά και τα τηγανίσματα σηκοτίων. Περιττόν νομίζω μετά τα ανωτέρω περιγραφέντα να προσθέσω το οίκοθεν υπονοούμενον, ότι καθ’ όλην την διάρκειαν τού θέρους μεταβάλλεται η οδός Βουλής εις καλοκαιρινόν υπνωτήριον. Εις τον κ. Λύτραν, τον απαράμιλλον τούτον εικονιστήν λαϊκών σκηνών, συνιστώμεν να μεταβή εκεί πρωΐαν τινά, κατά προτίμησιν Κυριακής, περί τα χαράγματα προς αντιγραφήν εκ του φυσικού ζωντανής εικόνος πρωτοτυπωτέρας ίσως και των «Καλάνδων» και τού «Ξεπουλήματος»7. Ταύτην θα ηδύνατο να ονομάση το «Ξύπνημα», και πρωταγωνισταί αυτής θα ήσαν Πλακιώται υπεγειρόμενοι επί τής ρακοστρωμνής των, αποσείοντες τον ύπνον εκ των βλεφάρων και παρδαλά μαντύλια εκ τής κεφαλής των, τανύοντες τους βραχίονες και χαιρετώντες ως Μέμνονες τον ανατέλλοντα ήλιον δια βαρύχων χασμημάτων, ενώ άλλοι πρωϊνώτεροι νίπτουν ανά τρεις και τέσσερες τας χείρας και το πρόσωπον εις το αυτό μαστέλλον, λαδώνουν τας αφέλειας των ή καμαρώνουν τα νιώτα8 των εντός μικρού δεκαλέπτου κατόπτρου. Τοιαύτας σκηνάς έτυχε να θαυμάσω και εις άλλους τόπους, εις την Νεάπολιν, την Σικελίαν και την Ενετίαν, εις προάστεια όμως και απόκεντρους λαϊκάς συνοικίας. Τοό διακρίνον την ημετέραν από πάσαν άλλην πολιτισμένου έθνους πρωτεύουσαν, το πρωτοφανές και ανήκουστον είναι ότι, δια να ίδη τις και να μυρισθή όσα ανωτέρω επεριγράψαμεν, δεν έχει ανάγκην να μεταβή ούτε εις τα Πυθαράδικα, ούτε εις το Γκάζ, ούτε εις το Βαθρακονήσι, αλλά τα ευρίσκει όλα συνηνωμένα, σφαγεία, γύφτικα, κοτέτζια, ζωοστάσια και υπαίθρια υπνωτήρια εις εκατόν σαρανταεπτά βημάτων απόστασιν από την κεντρικωτέραν των Αθηνών πλατείαν. Αλλ’ ήρχισα να φοβούμαι μη κατηγορηθώ ως κακής πίστεως εκλέξας προς περιγραφήν την «οδόν Βουλής», όπου φυσικόν και επόμενον είναι να επικρατή πολύ περισσότερον παρά εις πάσαν άλλην η βουλευτική επιρροή, η κατάλυσις δηλ. πάσης αστυνομικής διατάξεως, η ρυπαρότης, το ρουσφέτι, η δυσωδία και ακοσμία. Η μομφή όμως θα ήτο άδικος. Ήρχισα από την «οδόν Βουλής», όχι εκ κακοβουλίας, αλλά μόνον διότι με κατεδίκασεν η κακή μου τύχη να κατοικώ εκεί πλησίον. Αλλ’ άν μίαν έχωμεν Βουλήν, οδούς «Βουλής» έχομεν κατά δυστυχίαν πολλάς, ως ελπίζω να πεισθώσιν οι αναγνώσται των επομένων περιπάτων.
Θεοτούμπης
Σημειώσεις
  1. Ο Ευαγγελίδης ήταν αρκετά κοντός, σε σχέση με τον εύσωμο Παρασκευαίδη 
  2. Χαλίκια 
  3. Μουλντόκ 
  4. Από τον «Κατσαντώνη» 
  5. Μαγγάλι 
  6. Βρίσκεται στο άκρο του αλσιλείου του Ζαπείου 
  7. Κλασικοί πίνακες του Λύτρα 
  8. Νιάτα 
  9. Το αγαπημένο ψευδώνυμο του Ροΐδη
(του Εμμανουήλ Ροΐδη από το περιοδικό ΤΟΤΕ…, 1983)
http://anemourion.blogspot.gr/

 Πίσω στα παλιά 

No comments: