30.6.13

ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

Άλλαξε κάτι μετά από 13 χρόνια;

 

Τα γκέτο της Αθήνας

Οι γειτονιές της πιο άγριας νύχτας

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  13/02/2000  ΤΟ ΒΗΜΑ

Τα γκέτο της Αθήνας

Σε αυτά τα μέρη της πόλης δεν θα είστε ευπρόσδεκτοι εκτός κι αν σας ξέρουν οι ντόπιοι. Σε μερικά από αυτά μπορεί και να μη θελήσετε ποτέ να πάτε ­ όπως στις παραγκουπόλεις της Νίκαιας και του Ζεφυρίου. Σε άλλα μάλλον κάποια φορά θα επιχειρήσετε να «σπάσετε» το γκέτο της κλειστής ­ αλλά υψηλής ­ κοινωνίας, όπως το Κολωνάκι, η Φιλοθέη, η Βουλιαγμένη... Και στις δύο περιπτώσεις μη βαυκαλίζεσθε: οι ιδιωτικές πόλεις της Αθήνας δύσκολα θα ανοίξουν τις πύλες τους. Είστε έτοιμοι να δοκιμάσετε;

Τις νύχτες, όταν οι στάσεις της Κουμουνδούρου αδειάζουν, οι σκιές της πλατείας εμφανίζονται: ανήλικοι, από το Γκάζι και το Μεταξουργείο, οι πιο πολλοί αλλοδαποί, αλλά όχι όλοι. Στην περαντζάδα της πλατείας τα αυτοκίνητα δεν είναι απλώς περαστικά. Τα φώτα αναβοσβήνουν, μια μικρή στάση, και οι νεαροί περνούν την πόρτα τους ­ να πουλήσουν για μερικά χιλιάρικα το κορμί τους. Στην πλατεία Βάθης, ίδια εικόνα. Μία και μόνη η διαφορά: εκεί, αντί ανηλίκων, εκπορνεύονται γυναίκες. Δεν μένουν στο πεζοδρόμιο για πολλή ώρα ­ «τα ξενοδοχεία εδώ» λένε οι περίοικοι «κάνουν χρυσές δουλειές»... Οπως και τα «βαποράκια». Στην οδό Μάρνη το εμπόριο ναρκωτικών ανθεί. Και αν πιο κάτω, στην Ομόνοια, οι έλεγχοι της Αστυνομίας έδιωξαν πρόσκαιρα τους πωλητές της νύχτας, η «επιχείρηση» δεν σταμάτησε ­ απλώς μεταφέρθηκε πιο ψηλά, προς τη Σταδίου, και πιο χαμηλά, στο τρίγωνο που ορίζει η Αθηνάς με την Αγίου Κωνσταντίνου, η μία πλευρά του οποίου φθάνει ως το Μεταξουργείο... Στη Γερανίου, στη Ζήνωνος, στη Λυκούργου και στη στοά του Εφετείου η νύχτα παραμένει πιο άγρια από οπουδήποτε αλλού. Οι νυχτερινοί διαβάτες εξέλιπαν ­ γιατί το να πετύχεις παράνομες συναλλαγές περνώντας δεν είναι εξαίρεση, είναι κανόνας. Οι αστυνομικοί του Τμήματος Ομονοίας σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Δεν έχουν άδικο ­ τα στατιστικά στοιχεία μιλούν από μόνα τους. Κατά μέσον όρο κάθε μήνα έχουν 20 ληστείες, 10 συμπλοκές με μαχαιρώματα, 350 κλοπές και αρπαγές τσαντών...

Οι φοβισμένοι περίοικοι κοιτούν τους ξένους με μισό μάτι ­ για τους αλλοδαπούς της περιοχής η εύρεση στέγης αποτελεί ιδιαιτέρως κοπιαστικό έργο. Οι περισσότεροι Αλβανοί είναι σχεδόν αδύνατον να βρουν σπίτι ­ το τηλέφωνο οι ιδιοκτήτες, με το που ακούνε σπασμένα ελληνικά, τους το κλείνουν χωρίς δεύτερη σκέψη. Και έτσι πλείστοι εξ αυτών διαμένουν στα νοτιοανατολικά προάστια, σε τρώγλες, σε καθεστώς ημιπαρανομίας. Αλλά και οι υπόλοιποι αλλοδαποί δεν περνούν καλύτερες ημέρες. Στα πέριξ της Ομόνοιας, της Πατησίων, του Μεταξουργείου τους αντιμετωπίζουν ως χρυσοφόρες όρνιθες: ξέρουν πόσο δύσκολο είναι γι' αυτούς να βρουν στέγη και τους χρεώνουν το νοίκι «με το κεφάλι». Και έτσι ένα υπόγειο 50 τετραγωνικών, που μοιράζονται έξι άτομα, μπορεί να φθάνει και τις 180.000 δρχ. τον μήνα ­ γιατί κάθε «κεφάλι» πληρώνει 30.000 δρχ...

Η Ομόνοια το πρωί λιγότερο θυμίζει γκέτο και περισσότερο το κέντρο της Βαβυλωνίας ­ γιατί, αν οι Αλβανοί που έχουν κάνει στέκια τα παρακείμενα καφενεία και μαζεύονται τα πρωινά εκεί για να ξεκινήσουν τις δουλειές τους είναι η πιο πολυπληθής ομάδα, αυτό δεν σημαίνει πως είναι και η μόνη. Στην περιοχή μεταξύ πλατείας Βάθης και Αχαρνών, π.χ., μένουν ουκ ολίγοι Πολωνοί. Και πίσω από την Αθηνάς, στο ύψος της Λαχαναγοράς, υπάρχει ακόμη και συνοικία... Μπαγκλαντεσιανών η οποία διαθέτει από μίνι μάρκετ, καφετέρια και τουριστικό γραφείο ως γραφείο πολιτιστικού συλλόγου στην οδό Σοφοκλέους και τζαμί στην οδό Αισχύλου 27...
Η «έρημη» χώρα

Μα πού πήγαν όλοι; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα όσων διασχίζουν τη Φιλοθέη οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου. Μια πόλη μέσα στην πόλη περιχαρακωμένη από αόρατα τείχη και απρόθυμη να δεχτεί περαστικούς. Οταν πριν από μερικά χρόνια η λεωφόρος Κηφισιάς μετατράπηκε σε έναν δρόμο ακινητοποιημένων αυτοκινήτων, πολλοί προσπάθησαν να θυμηθούν από πού τους είχε βγάλει ο «διαβασμένος» ταξιτζής για να βρουν μια εναλλακτική λύση πρόσβασης στο κέντρο. Αυτό είχε αποτέλεσμα το νέο να διαδοθεί από στόμα σε στόμα (επειδή έχουμε το κακό συνήθειο να κοκορευόμαστε στους γύρω μας, για λύσεις που θα έπρεπε να μένουν μεταξύ μας) και η «έρημη» πόλη γέμισε από ντεσιμπέλ και καυσαέρια. Η παραδείσια ηρεμία διαταράχτηκε και η πόλη αποφάσισε να αντιδράσει. Η ούτως ή άλλως δύσκολη διέλευση, λόγω της δαιδαλώδους διαδρομής που έπρεπε κάποιος να ακολουθήσει, έγινε ακόμη δυσκολότερη με δρόμους που έκλεισαν λόγω έργων και εκατοντάδες σαμαράκια που «φύτρωσαν» παντού. Η αντίδραση φαίνεται να έχει θετικά αποτελέσματα και η κίνηση έχει μειωθεί, χωρίς όμως να επιστρέψει στα, προ ετών, επίπεδα.

Συνήθως στους δρόμους της Φιλοθέης βλέπεις αυτοκίνητα, ακριβά αυτοκίνητα με έμφαση στα 4Χ4 και τους οδηγούς τους να μιλάνε στο κινητό. Αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά, συχνά θα αναγνωρίσεις άτομα που εμφανίζονται στην τηλεόραση εξάγοντας το συμπέρασμα ότι είναι όλοι φυσιολάτρες αφού συνήθως οδηγούν αυτοκίνητα off road, πάντοτε όμως καλογυαλισμένα και χωρίς ίχνος λάσπης ή σκόνης. Ισως είναι απαραίτητα για να σκαρφαλώνουν τα κατσάβραχα της πόλης ­ σύνορα με Γαλάτσι ­ και να βγουν από τα τείχη.

Η έλλειψη κάθε είδους καταστημάτων, οι θαυμάσιες μονοκατοικίες με κήπους, οι άνετοι δρόμοι, το ρέμα, οι λόφοι, η παιδική χαρά του Πικιώνη, τα δασύλλια και η αραιή κυκλοφορία κάνουν την περιοχή ιδανική για βόλτες.

Οι περισσότεροι όμως προτιμούν να οδηγούν ή να κρύβονται (;) και έτσι απομένουν οι οικιακές βοηθοί, οι κηπουροί, τα παιδιά των παντός είδους delivery, οι Φιλιππινέζοι που βγάζουν τα σκυλιά των κυρίων τους βόλτα, οι νταντάδες που κάθονται στα παγκάκια με τα μικρά παιδιά των μονίμως απασχολημένων γονέων που μιλάνε στο κινητό και δεν έχουν χρόνο να τα πάνε οι ίδιοι. Ετσι ο ανυποψίαστος επισκέπτης μπορεί κάλλιστα να θεωρήσει ότι στο ακριβό αυτό προάστιο κατοικούν αόρατοι οδηγοί, φτωχοί Φιλλιπινέζοι και δυτικοευρωπαίες νταντάδες.

Στους κήπους και στις βεράντες δεν εμφανίζεται ποτέ κανείς, εκτός και αν γίνεται κάποιο πάρτι, οι εμφανείς πισίνες είναι πάντοτε άδειες και η ησυχία σχεδόν απόλυτη. Η αίσθηση είναι ότι όλοι οι άλλοι κάτι ξέρουν και την έχουν κοπανήσει, ενώ εσύ έχεις μείνει μόνος στη φωλιά του λύκου.

Σημεία αναφοράς είναι τα περίπτερα (μερικά διανυκτερεύουν), το βιντεοκλάμπ και ο καλοκαιρινός κινηματογράφος Φιλοθέη που είναι κάθε βράδυ γεμάτος και αποτελεί τη μόνη απόδειξη ότι η περιοχή κατοικείται κανονικά.
Κάτω στον Πειραιά...

Η σημειολογία του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου συνοδεύει αναπόφευκτα την παρθενική βόλτα στα προάστια των ναυπηγείων. Το deja-vu είναι μια πραγματικότητα, ακόμη και αν έχεις γεννηθεί στην Κηφισιά και μέχρι πρότινος πίστευες ότι οι συνοικίες της Αθήνας εξαντλούνται στο τρίγωνο «Βόρεια προάστια - Κολωνάκι - παραλιακή»: «Για δες, έχουν διατηρήσει το σκηνικό από τις "Διπλοπενιές" ίδιο και απαράλλαχτο, στη μνήμη της Αλίκης. Ναι, οι ταπεινές γειτονιές του Πειραιά και των περιχώρων υπάρχουν ακόμηχρυσό μου. Είναι κάτι μικρά σπιτάκια, χαμηλά, σαν ψεύτικα τι να σου πω, αφού να φανταστείς δεν έχουν ούτε θέση για πάρκινγκ. Και κάτι δρομάκια στενά, που δεν χωράει να περάσει το τζιπ. Επίτηδες το έχουν κάνει, μάλλον για να μην έχουν ηχορύπανση, ξέρεις,όπως στο Νέο Ψυχικό, που το έχουν κάνει όλο πεζόδρομο και σαμαράκια. Και καλά, δεν μου λες κάτι άλλο, όλοι αυτοί που πήγαν και έχτισαν πάνω στον λόφο δεν ήξεραν ότι θα γίνουν τα διυλιστήρια από κάτω και θα τους καταστρέψουν τη θέα; Τους εξαπάτησε ο μεσίτης φαίνεται. Δηλαδή κρίμα οι άνθρωποι, και εκείνη η μυρωδιά του πετρελαίου, α πα πα». Σε περίπτωση τέτοιας ή παρόμοιας αντίδρασης το παρόν κομμάτι δεν σας αφορά, παρά μόνον ίσως για γενικότερους επιμορφωτικούς λόγους. Ανήκετε σε άλλη κατηγορία (βλέπε κομμάτι για Φιλοθέη).

Το κλισέ θέλει τη «φτωχολογιά» να διαθέτει φιλότιμο, καλή καρδιά, εντιμότητα, εργατικότητα και τσαμπουκά. Η αλήθεια δεν απέχει και πολύ από την προαναφερθείσα παραδοσιακή κατηγοριοποίηση. Η μη μεταβολή του αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού τοπίου κάνουν εκ των πραγμάτων τη μικρή και «κλειστή» γειτονιά ζεστή και ανθρώπινη. Αυτές οι πόρτες ανοίγουν χωρίς δισταγμό στο κάλεσμα ενός ξένου για βοήθεια ή απλώς για ένα ποτήρι νερό. Οι νοικοκυρές θεωρούν ντροπή το να μη φροντίσουν για τη γιαγιά που μένει μοναχή της στο γωνιακό ετοιμόρροπο σπίτι ή για την περίθαλψη του αναξιοπαθούντα που θα βρεθεί στην αυλή τους. Οι άνδρες είναι σε θέση να αποδείξουν ότι φέρουν επάξια τη φήμη του προστάτη των αδικημένων, τιμωρώντας παραδειγματικά εκείνον που θα προσβάλλει ή θα πειράξει πρόσωπα και πράγματα του οικείου περιβάλλοντος (μη φανταστείτε τίποτε ανατριχιαστικό, μιλάμε απλώς για έναν εκφοβισμό που λαμβάνει χώρο ιδιαιτέρως ή το πολύ, αν κριθεί απαραίτητο, ένα μαυρισμένο μάτι και καμιά σπασμένη μύτη).

Στάση Σίδερα στα Διυλιστήρια. Τελικά ίσως είχε δίκιο η γιαγιά μου που έλεγε ότι «όλα απ' τη ζωή είναι βγαλμένα», όταν την κορόιδευα που έκλαιγε με Ξανθόπουλο και Βούρτση τα Σαββατοκύριακα, επί κρατικής TV. Στον λόφο με τα αυθαίρετα ο χρόνος έχει σταματήσει σε καρέ ελληνικής ταινίας: ασβεστωμένη αυλή, γλάστρα με πιατάκι και βασιλικό, μπουγάδα, τσιμεντένιο οδόστρωμα (αυτό άλλαξε, παλιά ήταν σκέτο χώμα). Νομίζεις ότι τώρα όπου να 'ναι θα βγει έξω ο Κούρκουλος, θα βάλει την «πλάκα» να παίζει στο γραμμόφωνο («Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» ­ το κλασικό σάουντρακ της περήφανης δυστυχίας) και θα χορέψει συντετριμμένος τον χορό της μαγκιάς υπό το βλέμμα των γειτόνων.

Ο «εισβολέας» ξεχωρίζει αμέσως: δεν έχει λόγο να βρίσκεται εκεί, εκτός από περιέργεια. Δεν υπάρχουν βιτρίνες για να χαζέψει ούτε δρόμοι που να προσφέρονται για ανέμελους περιπάτους. Οι ανηφόρες και οι κατηφόρες έχουν κλίσεις ιλιγγιώδεις. Αποκλείεται επίσης να βρίσκεται εκεί επειδή έχει χαθεί. Στον λόφο ή που θα μένεις ή που θα ανέβεις σκόπιμα. Αυτή η σκοπιμότης μπορεί να γεννά διάφορες ανησυχητικές σκέψεις στους περίοικους. Οτι μπορεί να είσαι του ΥΠΕΧΩΔΕ, που ύστερα από κάτι δεκαετίες θυμήθηκε τις άδειες, ή αγγελιοφόρος δυσάρεστων μαντάτων για προσφιλές πρόσωπο (επίσης κλισέ ελληνικής ταινίας). Τις πρωινές ώρες στο σκηνικό κυριαρχούν οι θηλυκοί εκπρόσωποι της οικογένειας: η σύζυγος, μάνα ή γιαγιά. Το πρόγραμμα έχει ως εξής: τακτοποίηση σπιτιού, ελληνικός καφές στα γρήγορα με τη γειτόνισσα, προετοιμασία φαγητού. Οι άνδρες λείπουν στη δουλειά. Οι νεαροί γόνοι των οικογενειών λείπουν, επίσης, γιατί «τα παιδιά σήμερα πρέπει να σπουδάσουν και να γίνουν κάποιοι στη ζωή τους».

Στα Ταμπούρια, τα στενά γύρω από την Κωνσταντινουπόλεως δεν γνωρίζουν τη σημασία της πολεοδομίας. Το αυτοκίνητο χωράει μετά βίας να περάσει από τον παράδρομο που χωρίζει κατά μήκος τις αυλές. Ολα είναι εκθαμβωτικά άσπρα. Εκτός από τα μπλε ή πράσινα βαμμένα κάγκελα. Η νοικοκυροσύνη έχει χρώμα λευκό και μυρίζει γιασεμί. «Καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία». Ανθρωποι που είναι γείτονες 50 χρόνια και βάλε, που οι σοβάδες των σπιτιών τους δεν κατάφεραν να κρύψουν τα μυστικά τους, που ξέρουν ο ένας τη ζωή του άλλου τόσο καλά σαν να ήταν η δική τους. Εκεί, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ κουτσομπολιού και ειλικρινούς ενδιαφέροντος για τα επεισόδια που διαδραματίζονται πίσω από τη διπλανή πόρτα είναι δυσδιάκριτη. Συνήθως συνυπάρχουν ή εναλλάσσονται, με τελικό θριαμβευτή όμως πάντα την ανθρωπιά. Η είδηση ενός ενδοοικογενειακού καβγά, μιας μοιχείας, ενός απαγορευμένου πάθους ή μιας εγκατάλειψης συζυγικής στέγης (το διαζύγιο «κοινή συναινέσει» είναι έννοια άγνωστη, και εξάλλου τα λεφτά δεν περισσεύουν για δικηγόρο) πέφτει ως κεραυνός εν αιθρία στα κεφάλια όλης της γειτονιάς. Η προσωπική υπόθεση αποκτά διαστάσεις εθνικού ζητήματος για το οποίο όλοι έχουν άποψη. Η λύση του δράματος φέρνει την κάθαρση και η γειτονιά δείχνει συμπαράσταση στο θύμα της ιστορίας, ακόμη και αν δεν συμφωνεί ηθικά με τις επιλογές του. Χρόνια τώρα αυτός ο μικρόκοσμος αναπνέει τον ίδιο αέρα, πάσχει με τα βάσανα του διπλανού και καμαρώνει για τις χαρές του (ακόμη και αν προηγουμένως είχε λιγάκι φθονήσει το καινούργιο αυτοκίνητο του γιου τής απέναντι «που μεγαλοπιάνεται τώρα που μένει στον Πειραιά» ή τον τυχερό γάμο της κόρης του κυρ Θανάση που «κοίτα να δεις πού το πέτυχε τέτοιο παιδί και με καλή δουλειά και τη βλέπεις τώρα κυρία, ενώ πριν δεν είχε να βάλει ένα ρούχο πάνω της»).

Τρίτη στάση προς αναζήτηση μικροσκοπικών πόλεων του Πειραιά: Προσφυγικά Νίκαιας. Δεκαπέντε οικοδομικά τετράγωνα που είχαν χτιστεί πρόχειρα και γρήγορα για να γίνουν η μικρή κοινωνία κάποιων. Οι νέοι ένοικοί τους κάνουν σήμερα παρέα στα φαντάσματα των μικρασιατών προσφύγων που τα πρωτοκατοίκησαν το 1920. Ογδόντα χρόνια τώρα τα πλινθόκτιστα διώροφα με τα κεραμίδια και τα ξύλινα μπαλκόνια ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο τοπίο. Οπως όλες οι προσφυγικές γειτονιές, ήταν προορισμένη ήδη από τα θεμέλιά της να γίνει γκέτο. Τότε ήταν οι ξεριζωμένοι της Ιωνίας, θύματα ενός πολέμου που δεν έπρεπε να γίνει, που ήρθαν και στοιβάχτηκαν στα δωματιάκια της Νίκαιας. Τώρα είναι Αλβανοί, Πακιστανοί και Ρωσοπόντιοι που μόνο εκεί βρίσκουν το νοίκι υποφερτό για την τσέπη τους. Ομοιόμορφα σπίτια, ομοιόμορφες ζωές. Οπως και τότε.
Οι εξόριστοι της κεντρικής πλατείας

Τα 3.000 καθίσματα της πλατείας Εξαρχείων: κάτι σαν το νησί των λωτοφάγων για τις αιώνιες Ερινύες των συνταξιούχων φοιτητών. Είναι η πλατεία που «δουλεύει» πιο πολύ απ' όλες λένε οι καταστηματάρχες. Ιδίως τις ημέρες που τα «τραπεζάκια έξω» τα λούζει ο ήλιος και τις νύχτες που η επομένη τους τυγχάνει αργία...

Αν παλαιότερα τα Εξάρχεια γεννούσαν την επόμενη αθηναϊκή μόδα, μετά την εκτόξευση απείρων μολότοφ και το πέρας αναπλάσεων ων ουκ έστιν αριθμός, κατέστησαν πλατεία κοσμική για τους μη κοσμικούς. Διότι ακόμη τα ίχνη παλαιότερων εποχών παραμένουν ανεξίτηλα. Ουδείς επιθυμεί εδώ να φωτογραφηθεί. Ακόμη και οι πλέον αναγνωρίσιμοι της περιοχής είναι της σχολής «χαμηλού προφίλ», ασχέτως αν προέρχονται από τον συγγραφικό, τον ποδοσφαιρικό ή τον πολιτικό χώρο. Μυστηριωδώς η λέξη «δημοσιογράφος» μοιάζει ακόμη να παραμένει εξόριστη από το εξαρχιώτικο λεξικό.

Σταθερή πλειονότητα, οι φοιτητές παντός τύπου (αλλά κυρίως προελεύσεως Πολυτεχνείου, λόγω γειτνίασης), οι «κομπιουτεράδες» που αφικνούνται σκαστοί από τα μαγαζιά και οι... κομπιουτερόφιλοι που τιμούν την πλατεία μετά την αναζήτηση του PC των ονείρων τους αλλά και οι νοσταλγοί της παλαιάς σχολής που σαρκάζουν δεικτικά τους υπολοίπους: «Τα πιτσιρίκια; Μόλις πιάσουν δουλειά θα μεταναστεύσουν στο Κολωνάκι» λέει ο κύριος Γιώργος ­ «είκοσι χρόνια εδώ, παιδί μου, άρα κάτι ξέρω...». Αναλόγως του μαγαζιού και η πελατεία του: οι της «Μαρωνίτας» σπανίως συχνάζουν στην «Οστρια» και τούμπαλιν· οι του «Διπλό» δε άντε να πάνε ως το «Καλλιδρόμιο» για τάβλι αλλά ως το «Αμα Λάχει» δύσκολα θα φθάσουν...

Αλλά αυτή είναι μονάχα η μία όψη των Εξαρχείων. Την άλλη τη ζουν καθημερινά οι αστυνομικοί του τμήματος της οδού Καλλιδρομίου. Δυστυχώς γι' αυτούς τα Εξάρχεια, παραδοσιακό στέκι των αναρχικών επί δεκαετίες, συνεχίζουν να σταδιοδρομούν στους πίνακες με τα στατιστικά στοιχεία της Ασφάλειας Αττικής ως περιοχή υψηλής εγκληματικότητας. Την ποικιλία εγκλημάτων τους δε θα τη... ζήλευε και η περιοχή Ομονοίας... Κλοπές, διαρρήξεις, ληστείες, αρπαγές τσαντών, πορνεία, εμπορεία και χρήση ναρκωτικών... Προ καιρού ο διοικητής του παρακείμενου αστυνομικού τμήματος επεχείρησε σε έναν χάρτη της περιοχής να βάλει με μαρκαδόρο σημάδια για το πού διαπράττεται συχνότερα το κάθε αδίκημα. Αποτέλεσμα; Το 90% του χάρτη καλύφθηκε από μελάνι!
Ο Πρωθυπουργός του διπλανού τραπεζιού

Οταν προ ημερών ο ολλανδός πρωθυπουργός κ. Βιμ Κοκ ήρθε στην Ελλάδα, ο κ. Κώστας Σημίτης σκέφθηκε να τον πάει για καφέ στα μέρη του, στην πλατεία Κολωνακίου. Ηταν μεσημέρι, τρεις η ώρα, και η πλατεία ασφυκτικά γεμάτη ­ κάθε κοστούμι και καπουτσίνο... Κι όμως όταν οι δύο άνδρες κάθησαν στο «DaCapo» κανένα κεφάλι δεν γύρισε να κοιτάξει, ουδείς ασχολήθηκε με τον Πρωθυπουργό του διπλανού τραπεζιού. Περιέργως δεν συνέβη το ίδιο και με τον φωτογράφο που τον ακολουθούσε. Πλείστοι ­ ή, για την ακρίβεια, πλείστες ­ εκ των καθημένων χαμογέλασαν σε αυτόν πλατιά αποβλέπουσες προφανώς στη δημοσίευση του χαρωπού ενσταντανέ τους στο φύλλο της επόμενης ημέρας... Φως φανάρι: οι μεσημεριανοί θαμώνες της πλατείας βαθιά μέσα τους πιστεύουν ότι σε κανέναν άλλον δεν αξίζει η τιμή που θα έπρεπε ο φακός να αποτίσει σε εκείνους... Οπως ακριβώς και οι πωλήτριες των μαγαζιών της πλατείας μοιάζουν να μην πιστεύουν ότι μπορεί σε κάποια από τις πελάτισσες να αξίζει να φορέσει το σινιέ συνολάκι, να αλειφθεί με την πανάκριβη κρέμα ή να δοκιμάσει τα απαστράπτοντα πατούμενα που εκείνη αξιώθηκε να πουλάει... Εξ ου και υιοθετούν το γνωστό, από την είσοδο του καταστήματος ήδη αναγνωρίσιμο, ύφος μπλαζέ...

Αλλά οι πωλητές, όπως και οι θαμώνες της πλατείας, είναι απλώς οι περαστικοί του Κολωνακίου ­ ακόμη και αν εργάζονται στα πέριξ ή αφιερώνουν κάθε ημέρα ώρες ολόκληρες στο «προσκύνημα» του καφέ... Διότι οι μόνιμοι «κάτοικοι πλατείας» είναι άμα τη εμφανίσει αναγνωρίσιμοι. Στο Κολωνάκι, φέρ' ειπείν, οι Φιλιππινέζες δεν βγάζουν τους σκύλους των αφεντικών τους βόλτα. Σε αυτό το καθήκον αποδύονται τα ίδια τα αφεντικά, καθ' ότι η μετά τετραπόδου βόλτα επιβεβαιώνει στους διερχομένους πως πράγματι ο κάτοχος του σκύλου είναι και κάτοικος της περιοχής. Και αν οι θεμελιωτές του «γκέτο» Κολωνακίου είναι παραδοσιακοί κάτοικοι, πεντηκονταετείς και πάνω, οι οποίοι γκρινιάζουν για την επικείμενη δημιουργία υπόγειου γκαράζ που «θα μας καταστρέψει την πλατεία μας» και καθημερινά ψωνίζουν από το σουπερμάρκετ σακούλες με στάρι για να γεμίζουν τις ταΐστρες των περιστεριών της πλατείας, υπάρχουν και οι νεότεροι μιμητές τους... Αλλά εκείνους μπορεί κανείς να τους δει μονάχα νωρίς το πρωί και αργά το βράδυ: εργαζόμενοι γαρ, τρέχουν όλη ημέρα αλλόφρονες. Βλέπετε, στα τέλη του μήνα οφείλουν να αντεπεξέλθουν σε ενοίκιο με ατελείωτα μηδενικά για το διαμέρισμά τους ­ ακόμη και αν το τελευταίο τυγχάνει ένα στριμωγμένο δυάρι του οποίου το κατώφλι, αν βρισκόταν οπουδήποτε αλλού, ούτε για επίσκεψη δεν θα περνούσαν...
Η αστική «ζούγκλα» των πλουσίων

Αν η νότια Αθήνα δεν είχε αναπτυχθεί τόσο άναρχα, η Βουλιαγμένη θα ήταν η νόρμα και όχι η εξαίρεση. Ωστόσο, επειδή η ιδεολογία της αντιπαροχής και του στοιβάγματος και η πραγματικότητα του τσιμέντου και της πολυκατοικίας επικράτησαν κατά μήκος των ακτών του Σαρωνικού, σε κάθε περιοχή όπου έχει μείνει λίγος χώρος για πεύκα και φραγκοσυκιές οι τιμές των ακινήτων εκτοξεύονται στα ύψη. Συνεπώς οι περιοχές αυτές μετατρέπονται σε «γκέτο πλουσίων», ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά «γκέτο χλωρίδας». Επειδή όμως ο συνδυασμός χλωρίδας και θέας στη θάλασσα σπανίζει, πληρώνεται αδρά.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει στη Βουλιαγμένη αλλά με ορισμένες εξαιρέσεις, διότι υπάρχουν δύο τουλάχιστον Βουλιαγμένες (υπάρχει και μία τρίτη, αυτή όμως ανήκει στις ορδές των καλοκαιρινών εκδρομέων που την επισκέπτονται για μπάνιο στη θάλασσα ή για βραδινή έξοδο). Μάλλον η πιο ακριβή και αναμφίβολα η πιο ειδυλλιακή περιοχή της Βουλιαγμένης είναι το Καβούρι, μια μικρή χερσόνησος που χαρακτηρίζεται από το εξής σπανιότατο για τα δεδομένα της Αττικής ιδίωμα: αποπνέει μια αίσθηση αστικής ευταξίας εν μέσω «άγριας» φύσης (ενώ ο κανόνας είναι το αντίθετο: μια αίσθηση φυσικής ευταξίας ­ δηλαδή παρτέρια και γλάστρες ­ εν μέσω αστικής ζούγκλας).

Εν αντιθέσει με άλλες περιοχές της Αθήνας, οι οποίες λόγω μικρότερης απόστασης από το κέντρο «ανακαλύφθηκαν» πολύ νωρίς από τη μεγαλοαστική τάξη, η Βουλιαγμένη είναι σχετικά πρόσφατη ανακάλυψη, όπως αποδεικνύει η σύγχρονη αρχιτεκτονική της: λείπουν παντελώς τα νεοκλασικά και τον ρόλο της υπενθύμισης περασμένων εποχών παίζουν ορισμένα κτίρια με την τσιμεντένια αισθητική των δεκαετιών του '60 και του '70. Περαιτέρω απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι υπάρχει ένα κομμάτι της που παλαιότερα ονομαζόταν «Κουκουέδικα», επειδή εκεί κρύβονταν αριστεροί κατά τον Εμφύλιο. Σήμερα η περιοχή, για να τιμηθεί ίσως το προλεταριακό παρελθόν της, έχει πλέον μετονομασθεί «Συνοικισμός Υπαλλήλων υπουργείου Εμπορίου».

Οπως κάθε άλλη όψιμα ανακαλυφθείσα ακριβή περιοχή της Αττικής, η Βουλιαγμένη διαθέτει αρκετούς κατοίκους που πλούτισαν με τον εξής θαυμαστό τρόπο: δεν έκαναν απολύτως τίποτε, αλλά είχαν την τύχη να δουν το χωράφι στο οποίο ήταν κτισμένη η «καλύβα» τους να μετατρέπεται χάρη στους νόμους της αγοράς και της ζήτησης σε πανάκριβο οικόπεδο. Υπ' αυτή την έννοια η Βουλιαγμένη είναι ένα «γκέτο πλουσίων», εφόσον τόσο οι παλαιοί κάτοικοί της όσο και οι πιο πρόσφατοι είτε διαθέτουν τα χρήματα στο πορτοφόλι τους είτε ζουν επάνω σε αυτά.

Η σημειολογία της πολυτέλειας είναι ιδιαιτέρως εμφανής στο Καβούρι. Κατ' αρχάς τα ονόματα των οδών (Αρμονίας, Αύρας, Αυγής και η πολύ ταιριαστή πλατεία Αίγλης) υπονοούν μια μπουρζουάδικη νωχέλεια ­ ποιος θα ονόμαζε τον δρόμο όπου κατοικεί Αρμονίας αν τον απασχολούσαν δεκάδες καθημερινά προβλήματα; Οι οδοί δεν βαπτίζονται συνήθως κατ' ευφημισμόν. Επειτα υπάρχει έντονη και η αίσθηση της ιδιωτικότητας και, ως γνωστόν, τα χρήματα σήμερα αγοράζουν πρωτίστως ιδιωτικότητα. Αν παλαιότερα πολυτελής ήταν η κατοικία που υψωνόταν επιδεικτικά υψηλότερα από τις διπλανές, σήμερα πολυτελής είναι εκείνη που κρύβεται μυστικοπαθώς πίσω από εξίσου επιδεικτικά υψηλούς τοίχους. Ωστόσο στο Καβούρι δεν ισχύει το αξίωμα ότι όσο υψηλότερη η μάντρα τόσο πολυτελέστερη η κατοικία. Διότι υπάρχει ένα πολύ πιο εύκολα ελέγξιμο αξίωμα: όσο μεγαλύτερο το οικόπεδο τόσο πλουσιότερος ο ιδιοκτήτης του. Σε μια περιοχή όπου το τετραγωνικό μέτρο ξεπερνά κατά πολύ το 1 εκατ. δραχμές, υπάρχουν ουκ ολίγες κατοικίες περιτριγυρισμένες από μεγάλους κήπους.

Το επάγγελμα που έχει την τιμητική του στο Καβούρι είναι του εφοπλιστή ­ όπως δείχνει η συγκέντρωση εφοπλιστικών εταιρειών. Οι παλαιότεροι κάτοικοι της Βουλιαγμένης τονίζουν ότι υπερτερεί το επάγγελμα του «νεόπλουτου». Πάντως σε καμία περίπτωση δεν επικρατούν, όπως άλλοτε, οι ψαράδες. Ισως τελικά να επικρατεί το επάγγελμα της οικιακής βοηθού, με δεύτερο εκείνο του κηπουρού.

Πώς περνούν τις ώρες τους όσοι δηλώνουν μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής; Αν δεν απατούν τα φαινόμενα, οι επιλογές είναι γοητευτικές: κάνουν μπάνιο στην πισίνα (συγκρότημα κατοικιών χωρίς πισίνα στο Καβούρι είναι σαν πολυκατοικία χωρίς φωταγωγό στον Δήμο Αθηναίων ­ ανύπαρκτο είδος), βγάζουν βόλτα το σκυλάκι τους, παίζουν τένις στις δημοτικές αθλητικές εγκαταστάσεις με το σκυλάκι να κοιτάζει με ζήλια το μπαλάκι, παρακολουθούν δορυφορική τηλεόραση (τα «πιάτα» επάνω στα σπίτια συναγωνίζονται σε αριθμό τα πιάτα οικιακής χρήσης).

Αυτή είναι η «πρώτη» Βουλιαγμένη. Υπάρχει όμως και η «δεύτερη»: σε μια άκρη στο Καβούρι, μέσα στα πεύκα και δίπλα στη θάλασσα, βρίσκεται μια αναπάντεχη συνοικία από καλύβες. Αποκλειστικά «φυσικές», από πολυκαιρισμένο ξύλο, το στυλ τους μπορεί να μοιάζει φτωχικό σε σύγκριση με τις παράπλευρες βίλες αλλά είναι οπωσδήποτε στυλ.

Την πιο ηλιόλουστη από τις πρόσφατες αλκυονίδες ημέρες φάνταζαν ειδυλλιακές, με τις βεράντες τους που βλέπουν στη θάλασσα (και ας έχουν ορισμένες ψυγεία, τα οποία προφανώς δεν χωράνε μέσα), με τις κλεισμένες πρόχειρα με λουκέτο πόρτες τους, ακόμη και με τα απροσδόκητα γκραφίτι τους («Make Love Not War» αντί του κοινότοπου «Θύρα 7», αν και το πρώτο είναι κάτι που μάλλον το γράφεις μόνος σου στους τοίχους του σπιτιού σου ενώ το δεύτερο κάτι που το γράφουν άλλοι).

Οι καλύβες ανήκουν στην Εκκλησία και ενοικιάζονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα κατόπιν δημοπρασίας που διοργανώνεται μέσω του γειτονικού ορφανοτροφείου που επίσης ανήκει στην Εκκλησία. Οι δημοπρασίες, για όσες καλύβες είναι ξενοίκιαστες, ανακοινώνονται την άνοιξη και τα ενοίκια μπορεί να φθάσουν ως και 1-1,2 εκατ. δραχμές τον χρόνο. Το ποσό αυτό δίνει δικαίωμα χρήσης της καλύβας από τον Απρίλιο ως τον Οκτώβριο (παρ' ότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα διαμαρτυρηθεί κάποιος αν οι ενοικιαστές τους τις χρησιμοποιήσουν και στη διάρκεια του χειμώνα) και καλύπτει το ηλεκτρικό και το νερό. Οι ανέσεις τους είναι υποτυπώδεις (έχουν τουαλέτα αλλά το ντους είναι μάλλον υπόθεση μιας βρύσης και ενός λάστιχου), την τοποθεσία όμως στην οποία βρίσκονται είναι δύσκολο να την ανταγωνιστεί άλλη περιοχή της Αττικής.

Ποιος κατοικεί σε αυτές; Προφανώς όποιος επιθυμεί να παραθερίζει στο Καβούρι πληρώνοντας ενοίκιο 100.000 δραχμές τον μήνα χωρίς κοινόχρηστα και λογαριασμούς. Είναι πολλοί αυτοί που το επιθυμούν; Αναμφίβολα. Αλλά το επιτυγχάνουν λίγοι. Μήπως η Βουλιαγμένη εκτός από «γκέτο πλουσίων» διαθέτει και ένα «γκέτο πανέξυπνων»;
Η ζωή μέσα στα τείχη

Και εδώ η πόλη προστατεύεται από αόρατα τείχη, έχει όμως πιο πολλές κερκόπορτες και μπάζει από τη νοτιοδυτική πλευρά που πλησιάζει επικίνδυνα στην Κηφισιάς, στην Κατεχάκη και στους Αμπελόκηπους. Την ημέρα η κίνηση είναι πιο ζωντανή λόγω των ιδιωτικών σχολείων, του κολεγίου, των πρεσβειών ­ σήμα κατατεθέν της περιοχής ­ και της εμπορικής πιάτσας που έχει δημιουργηθεί στον Φάρο. Στα βάθη όμως της πόλης τα πράγματα αλλάζουν και η φύση ησυχάζει. Η περιοχή θυμίζει έντονα τη γείτονα Φιλοθέη, υπερτερεί όμως σε ωραία κτίσματα και έχει ελαφρώς περισσότερα σαμαράκια ακόμη και στις πλατείες. Επίσης έχει πιο πολλούς ιδιωτικούς αστυνομικούς, λαϊκή αγορά και μερικές φορές παιδιά που παίζουν ή κάνουν ποδήλατο. Προσφάτως ο δήμος απέκτησε και ραδιοφωνικό σταθμό, ενώ το περίφημο Blue Bell, τόπος συνάντησης των playboy's ­ και όχι μόνο ­ της περιοχής στο παρελθόν, δεν υπάρχει πια. Η μονοδρόμηση κάθε οδού, και άλλες δυσκολίες, κάνουν εξαιρετικά δύσκολη τη διέλευση των οδηγών που δεν ξέρουν τα κατατόπια και έτσι διασφαλίζεται και εδώ η πολυπόθητη ηρεμία που γίνεται πιο εμφανής τις νύχτες. Φιλοθέη και Παλαιό Ψυχικό είναι από τις πιο ακριβές περιοχές της Αττικής όσον αφορά τα ενοίκια, ενώ οι τιμές που αφορούν την αγορά ακινήτων φαίνονται για πολλούς απλώς απίστευτες.
Ο αμερικανικός Νότος της... Αττικής

Πού είναι αυτό; Η βασική ερώτηση των περισσοτέρων κάθε φορά που κάποιο γεγονός αστυνομικού δελτίου φέρνει την περιοχή στην επιφάνεια. Σχεδόν κανείς δεν ξέρει ποια κατεύθυνση να πάρει αν χρειασθεί να πάει προς το Ζεφύρι, εκτός βέβαια από αυτούς που πηγαίνουν συχνά για να κάνουν τα ψώνια τους σε αυτό το ιδιότυπο shopping που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή.

Θυμίζει αρκετά πόλη του αμερικανικού Νότου που έχει αναπτυχθεί γύρω από τις γραμμές του τρένου. Από τη μια πλευρά των γραμμών ζουν οι «λευκοί» ­ οι παλαιοί - μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής ­ και από την άλλη οι «μαύροι» ­ οι τσιγγάνοι δηλαδή που έχουν μετοικήσει εκεί. Ασυνήθιστα οικοδομικά υλικά έχουν χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή πρόχειρων σπιτιών ή καλύτερα παραγκών που με το ζόρι χωράνε τη δύσκολη ζωή των ρομ όπως είναι η πολιτικά ορθή ονομασία τους ­ αν και οι περισσότεροι συνεχίζουν να τους αποκαλούν «γύφτους» ­ όπως έκαναν οι λευκοί με τους νέγρους, και πολλοί το κάνουν ακόμη.

Η περιοχή των ρομ λοιπόν είναι ένα πραγματικό γκέτο. Μια πόλη στην άκρη της πόλης με διαχωριστικό τις γραμμές του τρένου ­ και για να επιστρέψουμε πάλι στον αμερικανικό Νότο, κάτι ανάλογο δηλαδή με τις γραμμές που χάραζαν στους δρόμους οι λευκοί για να περνάνε οι μαύροι από τη μία πλευρά και οι ίδιοι από την άλλη.

Συνθήκες ζωής που είναι απίστευτες για την Αθήνα του μετρό και της ΟΝΕ, άνθρωποι και ποντίκια ανακατεμένοι, και το κυριότερο: χωρίς προοπτική. Δεν είναι λίγοι αυτοί που προσπαθούν να επιβιώσουν πουλώντας εποχικά προϊόντα, πλαστικές καρέκλες ή κοπριά, φορτωμένα σε ταλαιπωρημένα «Ντάτσουν» έτοιμα να διαλυθούν ανά πάσα στιγμή. Πολλοί όμως είναι και αυτοί που δεν αντέχουν άλλο την ανέχεια, την περιθωριοποίηση και τη μίζερη ζωή. Γνωρίζουν καλά ότι όλα τα δεδομένα είναι εναντίον τους, ότι το μόνο δεδομένο που έχουν είναι το: χωρίς προοπτική, και ότι ο ποιο γρήγορος και ίσως ο μόνος τρόπος για να βγάλουν λεφτά είναι η παρανομία. Οταν πρωτοάρχισαν οι «εισαγωγές» φούντας από την Αλβανία, και μάλιστα σε απίστευτες ποσότητες και εξευτελιστικές τιμές, πολλοί είδαν την ευκαιρία. Σίγουρα και άνετα λεφτά και μάλιστα όχι τριγυρνώντας από πόρτα σε πόρτα. Οι Αλβανοί έφερναν το προϊόν αλλά δεν είχαν τον τρόπο να το διαθέσουν στην αγορά, έτσι οι τσιγγάνοι ανέλαβαν τη λιανική πώληση. Το Ζεφύρι γέμισε «λευκούς» κάθε ηλικίας και οικονομικής-κοινωνικής τάξης. Από 15χρονα με παπιά ως αγχωμένους πλούσιους με πολυτελή 4Χ4 που ήθελαν λίγη φούντα για να ριλαξάρουν. Επιτέλους εύκολο χρήμα και δουλειά στο σπίτι. Η ιδιότυπη κατάσταση του Ζεφυρίου πρόσφερε την απαραίτητη ασυλία και προστασία, αφού μόλις περάσει ξένος τα σύνορα αμέσως πέφτει «σύρμα» και οι αποδείξεις εξαφανίζονται. Πόσο μάλλον όταν πλησιάζει η Αστυνομία. Τα ανέμελα πιτσιρίκια που παίζουν στους χωματόδρομους είναι οι καλύτεροι τσιλιαδόροι. Τίποτε ασυνήθιστο δεν περνάει απαρατήρητο. Κανείς δεν μπορεί να εισβάλλει κρυφά.

Τα εύκολα λεφτά έκαναν πολλούς να θέλουν να διευρύνουν τις δουλειές και την πελατεία, εμπορευόμενοι περισσότερα προϊόντα. Σιγά σιγά άρχισαν με τα «σκληρά» ναρκωτικά και λίγο αργότερα με τα όπλα. Οι έμποροι της περιοχής οργανώθηκαν και με σήματα μορς. Εγχρωμα μαντήλια έξω από τα παράθυρα σημαίνουν κάτι, οι τσιλιαδόροι δουλεύουν επί 24ώρου βάσεως, η πόλη χωρίστηκε σε τετράγωνα για να υπάρχει εξειδίκευση των διαθέσιμων προϊόντων. Τα πολλά λεφτά που ήρθαν ξαφνικά δημιούργησαν εκρηκτικές κοινωνικές ανισότητες στο γκέτο και όσοι προσπαθούν να σταθούν μακριά απ' αυτά το μόνο που συνεχίζουν να βλέπουν είναι το: χωρίς προοπτική. Οσο για τους Αθηναίους, τώρα ξέρουμε γιατί μερικοί ξέρουν να σε πάνε στο Ζεφύρι ακόμη και με κλειστά μάτια.

 pisostapalia.blogspot.gr

No comments: