8.10.13

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΝΑ ΜΗ ΓΙΝΟΥΝ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ !!

 




Εκεί στη γωνία ήταν ένα μπακαλικάκι, και τρυπήσανε [οι Ελασίτες] τους τοίχους για να βγουν στην οδό Άνδρου να τους καταλάβουν [τους χωροφύλακες]. Δεν μπορούσαν να πάνε έτσι να τους καταλάβουν, που ήταν σαράντα χωροφυλάκοι, να πούμε, και τους τροφοδοτούσαν από κάτω με όπλα. Κάνανε αυτό το κόλπο ο ΕΛΑΣ, από πόρτες… έτσι… σπίτια, περάσανε μέσα και τινάξανε –εκεί που είναι τα σουβλάκια, το άλλο σπίτι που ακόμη δεν είναι χτισμένο, το άλλο δεξιά– τα γκρεμίσανε τα δύο σπίτια ο ΕΛΑΣ και κάνανε βουνά, έτσι, να μην ανεβαίνουνε τανκς επάνω, ναι… Και στην Κυψέλη είχαν βάλει τα σίδερα του τρένου και δεν μπορούσε να ανέβει τανκς απάνω να καταλάβει την Κυψέλη. Αυτοί τρυπήσαν έτσι,  και δυο ημέρες πολεμήσαν εκεί πέρα και δεν είχαν άλλα όπλα οι αυτοί… σφαίρες… ναι… οι χωροφυλάκοι. [...] Και τους πιάσαν όλους [οι Ελασίτες] και βγαίνει ένας με ένα αυτοκίνητο και λέει, Όλοι που είστε εδώ πέρα, να παραβρεθείτε στον Άη Γιώργη, στην πλατεία, που θα μιλήσει ένας ομιλητής του ΕΛΑΣ…(Ν. Τ.)
Από την Ιωάννου Δροσοπούλου και πάνω είναι εαμοκρατούμενη,  προς  Κυψέλη... Από την Ιωάννου Δροσοπούλου μέχρι περίπου τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, νεκρή ζώνη, όπου γίνονται διάφορες αψιμαχίες – Μπαμ-μπαμ-μπαμ… μπουμ! τις νύχτες εκειπέρα, διάφορα τέτοια… Είναι ένας που τυχαίνει να τον δω,  και αν τον έβλεπα και τώρα θα τον θυμόμουνα, ένα πάρα πολύ ωραίο παιδί καμιά τριανταριά ετών, πανέμορφο παιδί… Και ωραία ντυμένος, ε! Ξέρεις… ντυμένος… δεν ήτανε κατσαπλιάς!  «Βγαίτε, ρε! Βγαίτε, ρε, να τους φάμε τους παλιοπούστηδες!», έβριζε τους Εγγλέζους… Κι έχει βγει προς τα κάτω κι έχει πάει Δεριγνύ και Μαυρομματαίων γωνία, κι άμα περνάει κάνα τανκς εκεί –γιατί από καιρού εις καιρόν περνάγανε τα τανκς τα εγγλέζικα– βαράει με το αυτό… «Ελάτε ρε, ελάτε ρε να τους φάμε!» και, ξέρω ’γω τι… Ξαφνικά αυτός ο άνθρωπος τραυματίζεται [μεγάλη παύση]… Έχει νυχτώσει... Και μέχρι το πρωί ακούγεται η φωνή του: «Βοήθεια, πεθαίνω! Βοήθεια πεθαίνω!»… και… [κάνει την κίνηση ενός ανθρώπου που σβήνει]… Έτσι θυμάμαι αυτό το περιστατικό… (Σ. Μ.)
Όταν άρχισαν τα Δεκεμβριανά, το φοιτητικό κίνημα ήθελε να σχηματίσει μια μονάδα μάχιμη, έναν λόχο. Πήρε λοιπόν εντολή να γίνει αυτός ο λόχος. Εγώ ήμουνα τότε στην πολιτική ηγεσία και επρόκειτο να αναλάβω το Λόχο. Και καλούμε με μεγάφωνα και με τηλεβόες κ.λπ., δύο μέρες πριν, συγκέντρωση στο σχολείο της Φωκίωνος Νέγρη: Θα συγκεντρωθεί όλος ο φοιτητικός κόσμος εκεί για να ιδρυθεί κ.λπ., κ.λπ.  Και το διατυμπανίσαμε σε όλη την Αθήνα. Μαζευτήκαμε λοιπόν σε αυτό το σχολειό στην Κυψέλη, στη Φωκίωνος Νέγρη, και μόλις μαζευτήκαμε και είχαμε μπει μέσα στην αίθουσα και μοιράσαμε κάτι παντελόνια, κάποια αμπέχονα, κάποια σακάκια και τα λοιπά, γιατί ήταν γυμνοί οι περισσότεροι, να στρατιωτικοποιηθεί, ας πούμε, ο λόχος, αρχίσανε να μας βομβαρδίζουνε από το Λυκαβηττό, γιατί ξέρανε, τους είχαμε ειδοποιήσει ότι θα μαζευτεί όλη η φοιτητική,  ας πούμε, οργάνωση εκεί πέρα. Και αρχίζανε να μας βομβαρδίζουνε. Εκεί σκοτωθήκανε επτά παιδιά και τραυματιστήκανε αρκετοί. Μέσα στο σχολείο ήταν ο Αξελός, ήτανε η Ζωρζ η Σαρρή, η οποία τραυματίστηκε πάρα πολύ σοβαρά, ήτανε οι Κοσκινάδες, η Καίτη η Κοσκινά σκοτώθηκε, ο Γιάννης ο Μπούμας… Και μετά από αυτό, ενώ έβγαινε ο λόχος στην αυλή για να συνταχθεί, άρχισε ο βομβαρδισμός και διαλυθήκαμε. Περάσανε δυο μέρες για να συνταχθεί ξανά ο λόχος, και αντί να τον αναλάβω εγώ τον ανέλαβε ο Γρηγόρης ο Φαράκος […], γιατί μετά από αυτό το σοκ, εγώ ανέλαβα τη Διαφώτιση της οργάνωσης της φοιτητικής. Μετά από μία βδομάδα τραυματίζεται ο Γρηγόρης ο Φαράκος, στη Θεμιστοκλέους μου φαίνεται, τραυματίζεται ο Γρηγόρης στο πόδι και αναλαμβάνω πάλι εγώ το λόχο. Μόλις ανέλαβα εγώ το λόχο, γίνεται μία συγκέντρωση στα Εξάρχεια και ονομάζεται ο λόχος, Λόρδος Βύρωνας. Εκεί ονομάστηκε Λόρδος Βύρωνας ο λόχος, δηλαδή στις αρχές του Δεκέμβρη. Μετά μία εβδομάδα από τις αρχές των Δεκεμβριανών. Γι’ αυτό ο Γρηγόρης ο Φαράκος είχε πει κάποτε σε μία δίκη ότι ήταν ο διοικητής του Λόρδου Βύρωνα, ο καπετάνιος του Λόρδου Βύρωνα. Είχε δίκαιο, με την έννοια ότι ήταν καπετάνιος του φοιτητικού λόχου, αλλά πριν αυτός ονομαστεί Λόρδος Βύρωνας. Μετά τραυματίστηκε και ανέλαβα εγώ και ονομάστηκε ο λόχος Λόρδος Βύρωνας. Αυτή είναι η ιστορία… (Μ. Ζ.)
Μες στις δυσκολίες, λοιπόν, δεν είχαμε τίποτα να φάμε, τρώγαμε λαχανίδες,  έβραζε η μάνα μου λαχανίδες και τις τρώγαμε... Και αποφασίζει ο πατέρας μου […] να πάει στα Σεπόλια, που είναι ελεύθερη περιοχή, να αγοράσει αυγά, να τα φέρει στο σπίτι και να πάμε να τα πουλήσουμε στο Κολωνάκι, που είχανε πολύ καλή τιμή. Πράγματι λοιπόν φέρνει… Δύο καλάθια τώρα;… μάλλον, δύο καλάθια, με άχυρο και τα λοιπά μέσα […] και με παίρνει μαζί του να πάμε στο Κολωνάκι … Δηλαδή, να περάσουμε την κεκαυμένη ζώνη, τουτέστιν τη λεωφόρο Αλεξάνδρας! […] Βαράνε από πάνω, από κάτω… Τατατατατά!… Σταματάγανε…. Τατατατατά!!… Πηγαίνουμε εκεί, μου λέει, λοιπόν, ο πατέρας μου, «Θα περάσω εγώ το δρόμο και μόλις σου δώσω το σύνθημα και σου πω, Τώρα!!, ούτε ένα  δέκατο του δευτερολέπτου δεν θα...!!   Θα σκύψεις και θα… ωωωπ!!  Εντάξει... Νταμ-ντουμ… νταμ-ντουμ… Έχει περάσει ο πατέρας μου απέναντι,  Νταμ-ντουμ… νταμ-ντουμ…  Τώρααα!!...  Περνάω από την απέναντι μεριά […] Μαυρομματαίων και λεωφόρος Αλεξάνδρας, προς την Ηπείρου …

Προχωρούμε, φτάνουμε στα Εξάρχεια. Στα Εξάρχεια είναι οι Εγγλέζοι, οι οποίοι κάνουνε έλεγχο […] Ο πατέρας μου με είχε πάρει μαζί του, ότι έχει πάρει το παιδί μαζί γιατί πάνε στη μάνα τους, η οποία είναι εκεί… κάτι τέτοιο οικογενειακό βρήκε να μπλέξει εκεί […] Τελικά πήραμε το δρόμο, ανεβήκαμε, φτάσαμε στην πλατεία Κολωνακίου… Η πλατεία Κολωνακίου, άδεια, ούτε γάτα… Ούτε γάτα… ούτε ποντικό δεν έβρισκες! Ούτε μυρμήγκι δεν έβλεπες!! Πάμε, λοιπόν, με αφήνει εμένανε  στη «Λυκόβρυση», ξέρεις, αυτό το μαγαζί […] «Τι κάνουμε δω, ρε πατέρα;». «Πάψε, περίμενε!» . «Περιμένουμε; Τι, ποιο να περιμένουμε;».  «Πάψε!!» … Τσουπ, τσουπ, τσουπ, από τις πόρτες υπηρέτριες βγαίνανε – ένα αυγό, μία λίρα… Κι έγινε, λοιπόν, αυτό… Ερχόντουσταν… Ένα αυγό, δύο λίρες!  Ένα αυγό, δύο λίρες!!  Ναι… και κάπως έτσι προχώρησε η δουλειά και έφτασε, νομίζω, ένα αυγό τρεις λίρες! Σωθήκανε, βεβαίως, γιατί δεν είχαμε μεγάλα περιθώρια. Και γυρίσαμε, ηρέμως μπορώ να πω… Όταν πηγαίναμε και είχαμε φτάσει εκεί, στην πλατεία Εξαρχείων, κοιτάζοντας προς τη Στουρνάρη είδα φωτιές. Ήταν η ώρα που καιγότανε η Ασφάλεια… και θυμάμαι την εικόνα του τοίχου της Ασφάλειας, ο  τοίχος της πολυκατοικίας να πέφτει έτσι [κάνει με το χέρι την κίνηση της πτώσης] όλος μαζί ο τοίχος, ναι… Αλλά θυμάμαι τον τοίχο […] γιατί με είχε εντυπωσιάσει σε τέτοιο βαθμό να βλέπω, ας πούμε, να πέφτει […] με φωτιές να πέφτει, κι έμεινα έτσι αποσβολωμένος να το παρακολουθώ! […]
Α! Όταν πήγαμε στο σπίτι με τις λίρες, φώναξε και τη μάνα μου, «Ματίνα, έλα δω!», και τις ακουμπήσαμε πάνω στο τραπέζι και τις βάλαμε τη μια πίσω απ’ την άλλη, γιατί δεν είχαμε δει ποτέ μας! Δεν είχαμε δει ποτέ μας λίρες, κατάλαβες; «Ματίνα, κοίτα πόσες λίρες! Μη, μην τις πιάνεις, μην τις πιάνεις, γιατί μπορεί να χαλάσουνε!»[Φάγατε εσείς αυγό κανένα; Έμεινε;] Νομίζω ότι δε φάγαμε, τα πουλήσαμε… (Σ. Μ.)

πηγή

 πίσω στα παλιά

No comments: