Στα μέσα της δεκαετίας του 60 το Λιδoρίκι , πρωτεύουσα πάντα της της Επαρχίας , περνούσε
την καλύτερη μεταπολεμική του περίοδο , αφού ήταν το μοναδικό εμπορικό κέντρο της περιοχής που εξυπηρετούσε εμπορικά , κοινωνικοπολιτικά και κυρίως Διοικητικά τους κατοίκους όλων των γύρω χωριών.
Καθαρά κτηνοτροφική , λοιπόν , περιοχή , με ελάχιστη γεωργική απασχόληση , ελλείψει.. χώματος , έτυχε την περίοδο αυτή να έχει δύο κτηνιάτρους για τις ανάγκες του ζωικού πληθυσμού της επαρχίας , που την εποχή μάλιστα εκείνη ήταν και πολύ μεγάλος.
Ο ένας κτηνίατρος , ο.. παλιός , ήταν ο μακαρίτης πιά Λουκάς Αναγνώστου από την περιοχή της Λαμίας που ήταν ήδη μερικά χρόνια στο Λιδορίκι , κι’ ο άλλος , ο νέος , ο Νίκος Τάσσιος , από την Πρώτη Σερρών , που είχε έλθει για να αντικαταστήσει τον παλιό αλλά λόγω των αυξημένων ....κτηνιατρικών αναγκών παρέμενε , κοινό χαρακτηριστικό και των δύο οι σπουδές στην Ιταλία.
Ο μακαρίτης ο Λουκάς ήταν γύρω στα 35 μετρίουαναστήματος ,γεματούλης ,καστανόξανθος , καλοσυνάτος , θεοσεβούμενος , κοινωνικός και πολύ καλός,πάνω απ’όλα , οικογενειάρχης με δύο μικρά –τότε - αγοράκια τριών και πέντε περίπου χρόνων τον Δημήτρη και τον Νικολάκη η γυναίκα του , η κυρία Βιβή , απ’ τη Λαμία κι’ αυτή , ήταν πολύ καλή μοδίστρα [απότι έλεγαν] , πρόσχαρη , καλή μητέρα και νοικοκυρά , καλή της ώρα όπου κι’αν είναι .
Η οικογένεια Αναγνώστου , λοιπόν , είχε ενταχθεί στην Λιδορικιώτικη.. καλή δημοσιουπαλληλική κοινωνία , διατηρώντας όμως άριστες κοινωνικές και φιλικές σχέσεις με όλους , σχεδόν , τους Λιδορικιώτες , κτηνοτρόφους , εμπόρους , επαγγελματίες και φυσικά υπαλλήλους , έχοντας , όπως λέμε , πάντα ανοιχτο το σπίτι τους σε όλους .
Στις συγκεντρώσεις που έκαναν στο σπίτι τους , γίνονταν ωραία γλέντια και ευκαιρίας δοθείσης οι οικοδεσπότες επιδίδονταν και στο αγαπημένο τους ...σπόρ το προξενιό , πάντα όμως όχι από ταπεινά ελατήρια κινούμενοι αλλά από ενδιαφέρον και αγάπη , που καμιά φορά όμως , ίσως και να ξεπερνούσαν τα επαρχιώτικα όρια γιαυτό και ο Χρήστος ο Γατάκης ( που δυστυχώς δεν ζει πιά ) , Πρόεδρος ,τότε, της Κοινότητος και καλός φίλος του Λουκά ,τον αποκαλούσε , χαρακτηριστικά : μπερδεμένη ...κλωστούλα , γεγονός που έκανε το Λουκά να κουνάει το κεφάλι του μισογελώντας καλοσυνάτα....
Ο Λουκάς , λοιπόν , ώργωνε – ειδικότητος ένεκεν – καθημερινά , σχεδόν , τη Δωρίδα με το γκρί-σιέλ Σιτροέν ντε σεβώ που είχε και το αποκαλούσε , με καμάρι , Ταρζάν που όλοι το γνώριζαν και όταν περνούσε στο δρόμο φώναζαν , γειά σου γιατρέ , κι’ εκείνος , καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι , άνοιγε το μικρό παραθυράκι του Ταρζάν, και κουνώντας , χαρακτηριστικά , το αριστερό του χέρι , ανταπέδιδε το χαιρετισμό , χαμογελώντας ικανοποιημένος...
Ένα απόγευμα λοιπόν ο Χρήστος ο Γατάκης , ο Πρόεδρος , με τον σιαμαίο του φίλο τον Κώστα τον Αλεξίου τον φαναρά , όπως ολοι τον ήξεραν , κάθονταν στο πεζοδρόμιο στην ταβέρνα του , μακαρίτη πιά , μπάρμπα Γιώργου Κουτσούμπα , που έφτιαχνε καταπληκτικούς μεζέδες - σπληνάντερο , κοκορέτσι , κοντοσούβλι και κάνα μαγειρευτό..άμα λάχαινε - και μάζευε , καθημερινά , όλους τους μερακλήδες μεζεδοκυνηγούς .
Περνώντας κι εγώ για την απογευματινή μου βόλτα , προς τον Αντώνη , αποδέχτηκα την πρόσκληση του Χρήστου , που ήταν ξαδελφός μου , και της παρέας του και κάθισα μαζί τους αφού με διαβεβαίωσαν ότι ετοιμάζεται καταπληκτικός μεζές και αν δεν μείνω θα χάσω , ενώ και ο μπάρμπα Γιώργος , ο συγχωρεμένος , με διαβεβαίωσε με το δικό του τρόπο ότι πράγματι ετοίμαζε σπέσιαλ μεζέ , κάτι βέβαια που το καταλάβαινες αμέσως από τη μοσχοβολιά
που ξεχυνόταν από την κουζίνα.
Βέβαια όταν σε λίγο έμαθα ότι η πηγή της μοσχοβολιάς , το περιεχόμενο της κατσαρόλας δηλαδή που μας έσπασε τις μύτες , ήταν σκαντζόχοιρος στιφάδο η διάθεσή μου, για συμμετοχή στο τσιμπούσι , άλλαξε , αφού αηδίαζα και στο άκουσμα και μόνο της λέξης σκαντζόχοιρος , χωρίς βέβαια συγκεκριμένο λόγο , και παρά την επιμονή της παρέας για να μείνω , ετοιμαζόμουν να φύγω γιατί , ομολογώ ότι , άρχιζα να αισθάνομαι μια έντονη αναγούλα , ένα έντονο εσωτερικό ανακάτεμα που με οδηγούσε , σίγουρα,σε εμετό.
Για κακή μου , όμως ,τύχη ακούστηκε ο γνώριμος θόρυβος της μηχανής του Ταρζάν , που ανέβαινε την ανηφόρα της Βαθειάς και μας πλησίαζε , φτάνοντας μπροστά μας ο Λουκάς σταμάτησε μας χαιρέτισε , και όταν ο Χρήστος τον κάλεσε να καθίσει στην παρέα μας , δήλωσε ότι εχει μια δουλειά στο Μαλανδρίνο και πρέπει να πάει οπωσδήποτε .Τότε ο Γατάκης του πέταξε πονηρά , κρίμα ρε γιατρέ γιατ έχουμι ζλάπ μι κριμδάκια , τουτέστιν λαγό στιφάδο , οπότε ο Λουκάς , όπως άλλωστε αναμενόταν , τσίμπησε και άρχισε να μας διαβεβαιώνει ότι σε μισή ώρα το αργότερο θα είναι πίσω και ότι αν είμαστε πραγματικοί φίλοι πρέπει να τον περιμένουμε κλπ κλπ.....και στο κάτω κάτω αν αργήσω , κρατήστε μου το κεφαλάκι με δυό κρεμυδάκια να πιώ ένα κρασί.
Στα πολλά στα λίγα ο πονηρός ο ξαδελφός μου έδειξε ότι τελικά ο Λουκάς τον τούμπαρε και τον διαβεβαίωσε ότι θα τον περιμένουμε για λίγο , και αν αργήσει θα του κρατήσουν το κεφαλάκι.
Ικανοποιημένος ο γιατρός γιατί μας κατάφερε , έφυγε με τον Ταρζάν φωνάζοντας απ’ το παραθυράκι , ρε το μεζέ μου και τα μάτια σας τ’ακούς Πρόεδρε , κι’ο Χρήστος χαμογελώντας πονηρά απάντησε , μεινι ήσυχους Λκά θα σ΄κρατήσουμι του κιφαλάκι μι κριμδάκια , αι στου καλό.
Σε λίγο ο μπάρμπα Γιώργος ανήγγειλε ότι ο μεζές είναι έτοιμος αλλά όλοι είπαν να περιμένουμε λίγο το Λουκά και βλέπουμε.
Εγώ βέβαια , με την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα , και μαντεύοντας τι πρόκειται να επακολουθήσει , ούτε καν σκεφτόμουν να φύγω και αποφάσισα να παραμείνω , έστω και σαν θεατής , αφού γνώριζα πολύ καλά ότι θα γινόταν πλάκα ανεπανάληπτη , που για κανένα λόγο δεν ήθελα να χάσω.
Αφού λοιπόν πέρασε αρκετή ώρα και ο Λουκάς δεν είχε φανεί , ο Χρήστος με την απαιτούμενη , για την περίσταση , μεγαλοπρέπεια , κήρυξε την έναρξη της σκαντζοχοιροφαγίας φωνάζοντας , Γιώργου φέρ του μιζέ και σε δευτερόλεπτα όλοι απολάμβαναν τον καταπληκτικό , όπως συνέχεια έλεγαν , μεζέ ενώ εγώ , παρά την προτροπή του Χρήστου , ξάδιρφι δουκίμασι χάνις , παρέμενα απλός θεατής ,αποφεύγοντας ακόμα και να κοιτάζω προς τα πιάτα , και δεν το κρύβω ότι με μεγάλη δυσκολία κρατιόμουν για να μην κάνω εμετό.
Η παρέα έπλεε σε πελάγη γευστικής ευτυχίας χωρίς , βέβαια, να έχουν ξεχάσει τον Λουκά , για τον οποίο είχαν φυλάξει το κεφαλάκι με δυο τρία κρεμυδάκια.
Όταν , μετά από ώρα , ακούστηκε η μηχανή του Ταρζάν , το τσιμπούσι είχε σχεδόν τελειώσει και τα πιάτα καλοπαστρεμένα με ψωμί γυάλιζαν λές και ήταν .....φρεσκοπλυμένα.
Ο Λουκάς πλησιάζοντας φώναζε χειρονομώντας , δεν πιστεύω να με ρίξατε , θέλω το μεζέ μου , φοβούμενος ίσως ότι τον ξεχάσαμε και σκοτώθηκε να παρκάρει όπως-όπως για να μη χάνει χρόνο , ενώ παράλληλα μας εξηγούσε στα γρήγορα , δικαιολογούμενος , τους λόγους που τον έκαναν να καθυστερήσει ζητώντας μας και συγγνώμη , και φωνάζοντας μπάρμπα Γιώργο το μεζέ μου γρήγορα . Ηρθε λοιπόν το πιάτο κι οΛουκάς , αφού βούτηξε ένα κομμάτι
ψωμί στα κρεμυδάκια και τη σάλτσα , που πραγματικά μοσχοβολούσαν , με το πηρούνι του γύρισε λίγο , ερευνητικά , το κεφαλάκι και μπουκωμένος όπως ήταν γυρνάει προς το μέρος του Γατάκη και με θριαμβευτικό ύφος του λέει « κύριε Πρόεδρε όχι στο Λουκά αυτά , τι φάγαμε τα μανίκια μας στην Ιταλία τόσα χρόνια , κουνέλι είναι » και εξακολούθησε να στιφογυρίζει το κεφαλάκι μέσα στο πιάτο με το πηρουνι , ενώ κοίταζε με ένα περίεργο ύφος το Χρήστο επαναλαμβάνοντας συνέχεια τη φράση « τα τρώει ο Λουκάς αυτά ρε πρόεδρε , τα
τρώει ...».
Ο Γατάκης και οι υπόλοιποι της παρέας επέμεναν ότι είναι λαγός , ο Λουκάς ότι είναι κουνέλι και μέσα στη χάβρα λαγός , κουνέλι , λαγός κουνέλι , οΧρήστος γυρίζει προς τον ταβερνιάρη και με το χαρακτηριστικό του ύφος του , τη βαθειά βραχνή φωνή με τη Σαλωνιτολιδορικιώτικη προφορά φωνάζει :
« Γιώργου , φερ του τουμάρ » και επειδή ο συγχωρεμένος ο μπάρμπα Γιώργος
ήταν λίγο περήφανος στ’αυτιά επανέλαβε αργά αργά , « Γιώργου φερ του τουμάρ » ενώ οΛουκάς , εξακολουθούσε να τρώει και μπουκωμένος να επαναλαμβάνει « τα χάφτουμε αυτά ρε πρόεδρε , τι σπουδάζαμε τόσα χρόνια , τι τα, φοράμε τα γαλόνια ...».
Ο μπάρμπα Γιώργος , σηκώθηκε και με το αργό , βαριεστημένο του βήμα , προ χώρησε προς το βάθος του μαγαζιού , που ήταν η κουζίνα , ενώ εμείς , με τα μάτια καρφωμένα στο πορτάκι της κουζίνας , περιμέναμε με αγωνία την έκρηξη του ηφαιστείου που , φυσικά , αναμενόταν.
Πράγματι σε λίγο εμφανίστηκε ο μπάρμπα Γιώργος κρατώντας με το δεξί του χέρι ψηλά , όπως ο παπάς το άγιο δισκοπότηρο , το σκαντζοχοιροτόμαρο ενώ στα χείλια του , σιγόσκαγε ένα μικροχαμόγελο και ήταν ολοφάνερη η μεγάλη προσπάθεια που κατέβαλε , για να συγκρατήσει το χείμαρρο του γέλιου που σιγά-σιγά τον κυρίευε.
Το τι επακολούθησε είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί , στη θέα του τομαριού ο Λουκάς έγινε κατακόκκινος , παράτησε ποτήρι και πηρούνι , και με μια ενστικτώδη κίνηση , ανθρώπου που πνίγεται , ξέσφυξε τη γραβάτα του και με τα γαλανά ματάκια του κατακόκκινα και το βλέμμα καρφωμένο πάντα στο «λαγοτόμαρο», σηκώθηκε απότομα από το τραπέζι και φωνάζοντας ¨αλήτες με μαγαρίσατε , δεν θα μπορώ να μεταλάβω , πανάθεμά σας αντιχρηστοι¨ έφυγε προς την αυλή της ταβέρνας , ενώ ήταν φανερά πια τα πρώτα συμπτώματα του εμετού.
Η παρέα πάγωσε όλη , με την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα , σηκωθήκαμε και βγήκαμε προς την αυλή , όπου ο καυμένος ο Λουκάς , κατακόκκινος , με ξεκούμπωτο το πουκάμισο και λυμένη τη γραβάτα του , συνέχισε να φωνάζει χειρονομώντας , σαν παλαβός , και κάνοντας , φυσικά , εμετό.
Στις φραστικές απόπειρες που έγιναν για να εκτονωθεί η κατάσταση ο Λουκάς δεν ανταποκρίθηκε θετικά , σε κατάσταση σχεδόν έξαλλη , φωνάζοντας και χειρονομώντας ,
πάντα , κατευθύνθηκε προς τον Ταρζάν , μπήκε και χτυπώντας δυνατά την πόρτα έβαλε μπροστά τη μηχανή και απομακρύνθηκε.
Για αρκετό καιρό , η στάση του απέναντί μας ήταν ψυχρή και απολύτως
τυπική , σχεδόν μας έκοψε , όπως λέμε συνήθως , την καλημέρα και αν συναντούσε στο δρόμο κάποιον από τους ...συνομώτες , εύρισκε τον τρόπο να προσπερνάει αδιάφορα , χωρίς να μιλάει.
Βέβαια , όπως και στην αρχή είπαμε , ο καλός μας φίλος ήταν άκακος και καλόψυχος , γίναμε πάλι – αργότερα – φίλοι , κάναμε πάλι καλή παρέα , με τις πλάκες και τακαλαμπούρια μας αλλά για το περιστατικό αυτό το συγκεκριμένο , δεν
έγινε ποτέ ξανά κουβέντα από κανένα μας , λες και υπήρχε μεταξύ μας μια σιωπηρή συμφωνία .
Τώρα , μετά από τόσα χρόνια , θα ήταν υπέροχο να μπορούσαμε να βρεθούμε και πάλι ,όλη η παλιοπαρέα , να θυμηθούμε τα παλιά και να γελάσουμε με την καρδιά μας , είναι όμως αδύνατο γιατί οι αγαπημένοι μας φίλοι , ο Λουκάς κι’ ο Χρήστος έχουν φύγει απ’τη ζωή , Θεός σχωρέστους και ας είναι καλά όπου κι' αν είναι.... εμείς τους θυμόμαστε πάντα με πολλή-πολλή αγάπη , μας λείπουν......
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment