23.4.07

H ΔΩΡΙΔΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ- ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄.

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

Κ α ζ ά ς Μ α λ α ν δ ρ ί ν ο υ . Πρώτη μνεία του Καζά Μαλανδρίνου γίνεται υπό του Χατζή Κάλφα . Κατ’αυτόν , γράψαντα περί τα μέσα του 17ου αιώνος υπήγετο εις το σαντζάκιον Ναυπάκτου . Εφ’όσον δε ουδεμίαν αναγραφήν του καζά τούτου έχομεν εις τα μνημονευθέντα κατάστιχα του 16ου αιώνος , φαίνεται ότι ούτος δεν υφίστατο προ του 17ου αιώνος και θα απετέλει τμήμα του Καζά Λιδορικίου . Κατά την τελευταίαν περίοδον της Τουρκοκρατίας ο καζάς υπάγεται εις το σαντζάκιον Ευρίπου. Το πιθανότερον η μεταβολή αυτή συνετελέσθη κατά το δεύτερον ήμισυ του 18ου αιώνος ,ότε , ως υπεστηρίχθη ανωτέρω , και το Λιδορίκιον απεσπάσθη του σαντζακίου Ναυπάκτου .
Ο Καζάς Μαλανδρίνου κατελάμβανε το ΝΑ τμήμα της σημερινής επαρχίας Δωρίδος .
Προς Α έφτανε μέχρι των χωρίων Μαραθιάς και Καρούτες . Προς Β εξετείνετο μέχρι του μικρού όρους Τρίκορφον και του χωρίου Μηλιά της συνοριακής γραμμής εξικνουμένης βορείως της πρωτευούσης του καζά μέχρι των σημερινών ορίων των επαρχιών Δωρίδος και Παρνασσίδος , τα οποία αποτελούν το Α όριον του καζά » .
Σχετικά με την κοινοτική οργάνωση και συγκρότηση δεν υπάρχουν σημαντικές ειδικές μαρτυρίες γιά τη Δωρίδα . Θα την εντάξουμε στις γενικότερες διαπιστώσεις που αφορούν το σύνολο του τουρκοκρατούμενου χώρου και όπου όσοι ασκούν διοικητικές αρμοδιότητες στις Κοινότητες , αποκαλούνται κοτσαμπάσηδες , δημογέροντες , επίτροποι η προεστοί . Συχνότερα στη Δωρίδα τους συναντάμε με τ’όνομα προεστοί η δημογέροντες . Ο Αντρέας Καρκαβίτσας στη νουβέλα του « Ο Έξαρχος » , που αναφέρεται στους κλεφταρματολούς Κωσταντάρα ( Κώστα Ζαχαριά ) και Γιάννη Βρυκόλακα , κατ’εξοχήν στο χαροπάλεμα το αντρειωμένο του δεύτερου , Αγιαθυμιώτες κι’ οι δυό , αλλά με πλούσια δράση στη Δωρίδα , βάνει να παραστέκονται στο ψυχορράγημά του , κλεφταρματολούς αλλά και δημογέροντες της Δωρίδας , πράγμα που σημαίνει πως οι δημογέροντες βρίσκονται σε στενή σχέση με τους αρματολούς . Γράφει :
« Όλα τα πρωτάτα ήταν συναγμένα στην Αγιαθυμιά στον πύργο του Βρυκόλακα . Πρώτος ο Μητροτσάμης , ο γέροντας με τον τσαμπά κλωσμένον στο άσπρο πόσι του και μονάχα τον ασημοσουγιά στο σελάχι του . Δεύτερος ο Κώστας Ζαχαριάς το πρωτοπαλλήκαρο που ακουότανε Κωσταντάρας , γιά τη φωνή , γιά το κορμί και την άλλη περηφάνεια του . Τρίτος ο Λυκοθανάσης αρματωλός του Λοιδωρικιού , καστανοτρίχης και κοκκινομάτης , με ψηλομάγουλα πεταχτά και χονδρά χείλη , άσπρος – κάτασπρος στα τσαπράζια του . Ήταν ακόμα παρόμοια στολισμένοι ο Μπράτιμος , αρματωλός του Μαλαντρίνου , μάτι γοργό και πρόσωπο αγέλαστο , ο Σαπλαούρας του Σαλώνου , βροντόφωνος και βρισάρης , που τρόμαζε τους οχτρούς με τη γλώσσα όσο και με το σπαθί του , ο Λάμπρος Τσεκούρας του Γαλαξειδιού , φρόνιμος λεβεντονιός και κάπως ερωτάρης κι’ο Βιδαβιώτης ο Γραμματικός , κάλεσσος μέσα στον ταιφά κι ακουσμένος γιά το νεραιδογέννημα . Οι πεζοδρόμοι τους γύρεψαν αποβραδύς και τώρα να , τους σύναξαν στην καθέδρα . Μα δεν τους θέλει γιά Σύνοδο ούτε γιά βοήθεια του ο Βρυκόλακας , τους έκραξε ν’ακούσουν τα στερνά του θελήματα . Ξαπλωμένος στα μάλλινα στρωσίδια του , με μάτια σφαλιστά και τη γροθιά σφιγμένη , χαροπαλεύει από την κονταυγή κι’ακόμα δεν παραδίνεται ....
Μα εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βαρειά και γρήγορα πατήματα στη σκάλα . Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και χύθηκε στον οντά λαός ακράτητος . Μπροστά μπήκανε παπάδες με τα κοντά τους αντεριά και τους μαύρους σκούφους στ’αχτένιστα μαλλιά τους . Έπειτα μπήκαν δημογέροντες απ’όλα τα χωριά γύρω . Ο Γιαμαρελόγιαννης από τη Βιτρινίτσα κι ο Κώστας ο Δρομάζος απ’την Κίσουλη , ο Καλπούζος απ’την Πλέσσα κι’ο Κατσικαπής από τα Πεντεόρνια , ο Παπαλιάκος απ’τη Βενιχώρα κι’ο Κουτρούκης απ’την Ξυλογαιδάρα , ο Γαζής απ’το Χρυσσό κι’αλλοι . Έπειτα μπήκαν λογής λογής ραγιάδες με το μαυρομάνδηλο τυλιγμένο στο ξουρισμένο κεφάλι τους και τα σεγκούνια και τες λιγόλοξες φουστανελίτσες τους . Μάθανε τη συφορά κι’έτρεξαν όλοι απ’τα χωριά τους να ιδούν γιά υστερνή φορά τον προστάτη τους . Χώθηκαν μέσα στο οντά , γονάτισαν κατάχαμα και σούρθηκαν έτσι ολόγυρα στον Έξαρχο , κρύβοντας πίσω απ’τες αργασμένες απαλάμες τους μάτια δακρυσμένα και πρόσωπα χλωμά και μέτωπα δαρμένα από την κακοπάθεια και την τυραννία του Τούρκου . Ο Έξαρχος κοίταξε γύρω του το θλιμμένο λαό και πικράθηκε . Τι γυναίκα και παιδί έλεγε πρωτήτερα , είναι κι’άλλοι που θ’αφήκη πίσω του , κόσμος , ντουνιάς , που θα πέση απάνω του αυτόματο το σπαθί των αγάδων . Ήθελε κάτι να τους πη γιά χαιρετισμό , γύρευε δυό λόγια να τους παρηγορήσει .
Μα ούτε λόγια είχε , ούτε δύναμη πλιά . Σφάλισε τα μάτια και του φάνηκε πως ονειρευόταν . Κάτου απ’το παράθυρο που ελεύθερη κουνιόταν η σημαία του , κάποια φωνή ανέβαινε στον οντά ήσυχα , γλυκειά , θλιμμένη και τον νανούριζε . Ένας μετά τον άλλον οι άλλοι αρματωλοί αλαφιάστηκαν . Κυττάχτηκαν συνατοί τους κι’αναστέναξαν βαθειά . Οι γυναίκες ανατρίχιασαν κι’έκαμαν το σταυρό τους . Οι δημογέροντες έφεραν τα μαντήλια στα μάτια τους και τίναξαν το κορμί με σύγκρυο , ο λαός ανατρόμαξε . Και το τραγούδι από κάτου έλεγε :
Ακόμα τούτ’την άνοιξι
Ραγιάδες-ραγιάδες...» .

Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι...........

1 comment:

Anonymous said...

Λέγομαι Λυκοθανάσης.Προσπαθώ να διασταυρώσω τυχών σχέση της οικογένειας μου με την οικογένια Λυκοθανάση που υπήρχε στην Φώκιδα( περιοχές Λιδωρικίου,Αγιας Ευθύμίας και Βουνιχώρας)την εποχή της Τουρκοκρατίας.Οποιοσδήποτε ξέρει κάποια ιστορία,ήτε γραπτή ήτε προφορική,ήτε έχει ακουσει κάτι για την τύχη αυτής της οικογένειας και θέλει να βοηθήσει ας επικοινωνήσει στο lykochristos@hotmail.com
Ευχαριστώ πολυ