Δείγμα χλιδής και κενοδοξίας άλλων εποχών
α.Γλωσσικά, β.Βιολογικά χαρακτηριστικά γ.Αναφορές στην αρχαιότητα (κόστος, χρωστική ουσία, τροφή ή φάρμακο)
γράφει ο Γιώργος Σωτ. Δαμιανός
Γλωσσικά
Η λέξη πορφύρα, από την αρχαιότητα, προσδιορίζει το βαθυκόκκινο χρώμα. Η ετυμολογία της λέξης δεν είναι σαφής, αλλά προκαλεί εντύπωση ότι αναφέρεται, ακόμα, και στις πινακίδες της Κνωσού. Οι πινακίδες (και συγκεκριμένα η
ΚΝ Χ976) είναι γραμμένες στη γραμμική Β (po-pu-re) και πιστοποιούν την πρωτοελληνική ταυτότητα της λέξης, ενώ αποκλείουν κάθε σχέση με ανατολικούς λαούς. Πάντως, από το μαλάκιο έχουν παραχθεί δεκάδες λέξεις της Ελληνικής, όπως: πορφυρένιος, πορφυρίτης, πορφυρογέννητος, πορφυρός, πορφυρόχρωμος.
Ο αδένας, που βρίσκεται στον τράχηλο του μαλακίου και περιέχει τη χρωστική ουσία, ονομάζεται «ανθός» .
Η πορφύρα, επιστ. ονομασία: Murex brandaris, στα Ιταλικά ονομάζεται: murice comune, στα Αγγλικά: murex, στα Γαλλικά: murex droite epine, στα Γερμανικά: Nagelschneche, στα Ισπανικά: Canailla ή buzio, Ολλανδικά: brandhoren
Βιολογικά χαρακτηριστικά
Ομοταξία : gastropoda. Οικογένεια: muricidae.
Είδος: murex brandaris (Linnaeus 1758)
Οι πορφύρες aνήκουν στην ομοταξία των γαστεροπόδων (gastropoda), ονομάστηκαν έτσι, γιατί το πόδι τους βρίσκεται κάτω από την κοιλιά τους (τη γαστέρα). Το κεφάλι τους είναι σαρκώδες και αρκετά ανεπτυγμένο. Πάνω στο κεφάλι διαθέτουν δύο ζεύγη κεραίες. Στο πρώτο ζεύγος βρίσκονται τα όργανα αφής, ενώ στο δεύτερο τα μάτια. Η σύνδεση του ζώου με το όστρακο γίνεται με πολύ ισχυρούς μυς. Είναι ερμαφρόδιτοι (πρωτοανδρικοί) οργανισμοί. Στην ίδια ομοταξία ανήκουν τα σαλιγκάρια της ξηράς και της θάλασσας, οι πεταλίδες, τα αυτιά της θάλασσας και άλλα.
Τα περισσότερα είδη της οικογενείας μυριξ, muricidae, διαθέτουν έναν αδένα που εκκρίνει μια χρωστική ουσία, την πορφύρα.
Προσοχή!!! Δεν είναι βρώσιμα, το κρέας τους είναι τοξικό και μπορεί να προκαλέσει, ακόμα και, το θάνατο. Είναι σαρκοφάγοι οργανισμοί. Τρέφονται, δηλαδή, με στρείδια και μύδια και γι αυτό αποτελούν πραγματική απειλή για τη μυδοτροφεία
Αναφορές στην αρχαιότητα
Α. Η πανάκριβη πορφύρα
Για τους ψαράδες μας, σήμερα, η πορφύρα είναι, απλώς, ένα δόλωμα. Για τους προγόνους μας, όμως, υπήρξε πανάκριβο μέσο επίδειξης και πλουτισμού. Χρησιμοποιούσαν το Murex brandaris και το porpura haemostoma, για να βάψουν τα πανάκριβα πορφυρένια ενδύματα (και όχι μόνο). Το πορφυρένιο ύφασμα, με το χαρακτηριστικό ανεξίτηλο βαθυκόκκινο χρώμα του, ήταν πανάκριβο αγαθό στην αρχαιότητα και ισοδυναμούσε με την αξία του ασημιού (κατά τον Θεόπομπο) ή των πολύτιμων λίθων. Ήταν συνώνυμο της απόλυτης πολυτέλειας και της χλιδής. Κατά τη Ρωμαϊκή, μάλιστα, εποχή (στα χρόνια του Νέρωνα), υπήρχε νόμος που απαγόρευε στους κοινούς θνητούς να φοράνε πορφυρένια ρούχα. Το κάθε όστρακο έδινε, μόνο, μια σταγόνα χρωστικής ουσίας. Αρκεί να αναλογιστείτε ότι από 12.000 κοχύλια, του είδους Murex brandaris, μπορούσαν να καρπωθούν ελάχιστα γραμμάρια πορφύρας ικανά να βάψουν ένα μόνο ύφασμα. Η βαφή δεν ήταν κατάλληλη μόνο για τα ενδύματα, αλλά και για το βάψιμο των ανακτόρων ή ακόμα για καλλυντικά προσώπου των γυναικών. Βλέπετε, η κενοδοξία και η απληστία του ανθρώπου είναι διαχρονικό χαρακτηριστικό του. Μη φανταστείτε ότι οι πρόγονοι σέβονταν περισσότερο τη φύση από εμάς. Απλούστατα δεν μπορούσαν (γιατί δεν είχαν τα μέσα) να την πλήξουν ανεπανόρθωτα, πράγμα το οποίο, δυστυχώς, το «πέτυχαν» στην εποχή μας.
Β. Η χρήση της ως χρωστική ουσία
Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι γεμάτες (Ομήρου Ιλιάδα: Γ 125- 128, Η 221, Ω 796. Ομήρου Οδύσσεια, δ 115, κ 351, ω 226) από αναφορές στην πορφύρα: η Ανδρομάχη και η Ελένη, για παράδειγμα, κεντούν πορφυρένια υφάσματα. Ακόμα και ο Αγαμέμνονας, ο Οδυσσέας ή ο Τηλέμαχος παρουσιάζονται να κρατούν πορφυρένιο ύφασμα. Τέλος, η τέφρα του Έκτορα τοποθετήθηκε σε πορφυρένιο ύφασμα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί, επίσης, τον όρο “αλιπορφυρα” (: θαλάσσια πορφύρα) για να τη διακρίνει από τη φυτική πορφύρα που είχε, σαφέστατα, μικρότερη αξία. Γενικά, το πορφυρένιο χρώμα πρόσδιδε κύρος και
γόητρο και γι αυτό το χρησιμοποιούσαν μόνο βασιλείς και ιερείς. Η πορφύρα αναφέρεται ακόμα και στον Πίνδαρο και στο Σιμωνίδη (13D, 371P), ενώ στον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου αναφέρονται, μέχρι και, πορφυρένιοι τάπητες. Εκτενή αναφορά στην πορφύρα γίνεται και στον Πλάτωνα (Κρίτιας 120b και Τίμαιος 67c). Αμέτρητα σπασμένα όστρακα βρέθηκαν στο Παλαιοκάστρο της Κρήτης, στη Λεύκη (το σημερινό Κουφονήσι, που υπήρξε η μεγάλη «βιομηχανία» της χρωστικής ουσίας για όλη τη Μεσόγειο), στα Κύθηρα αλλά ακόμα και στον ίδιο το βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών, που μαρτυρούν τα εργαστήρια παραγωγής χρωμάτων. Αναφορά στην επεξεργασία της χρωστικής ουσίας γίνεται στον Αριστοτέλη (περί Ζώων Ιστορίας V15), αλλά, κυρίως, στον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (Historia naturalis IX, 124- 142) ο οποίος υποστηρίζει, εκτός των άλλων, ότι η καλύτερη πορφύρα της Ευρώπης παράγεται στις ακτές της Λακωνίας.
Σύμφωνα με τις αρχαίες μαρτυρίες, αφού αφαιρούσαν τον «ανθό», τον έβαζαν στην άλμη και πρόσθεταν λίγο ξύδι. Το άφηναν στον ήλιο και σιγά – σιγά το χρώμα από κίτρινο γινόταν κατακόκκινο. Τότε το αραίωναν ή το συμπύκνωναν με το βράσιμο. Αν σ’ αυτήν τη βαφή προσέθεταν άνθη υακίνθου το χρώμα ήταν βιολετί, αλλά, σαφέστατα, εθεωρείτο κατώτερης ποιότητας.
Γ. Η πορφύρα ως «τροφή» ή ως φάρμακο;
Οι πορφύρες δεν είναι βρώσιμη τροφή. Προκαλούν, ακόμα και, το θάνατο. Πάντως, σε αρχαία κείμενα υπάρχουν μαρτυρίες για την παρασκευή τους, αλλά, μάλλον, και τότε, τις χρησιμοποιούσαν περισσότερο για φαρμακευτική χρήση παρά ως κύρια τροφή.
Κατά τον γιατρό Ξενοκράτη (περί της των ένυδρων τροφής Γ΄ΧΧΙΙ) οι καλύτερες πορφύρες είναι οι σκληρότερες. Αν τις φάμε με μέτρο είναι «διουρητικοί, ιδρωτικοί, σιελοποιοι». Αν, όμως, υπερβάλλουμε είναι «χολερώδεις και ναυτιώδεις»
Ο γιατρός Ορειβάσιος (Ορειβασ. Λογ. Δ΄κζ΄) υποστηρίζει ότι για να αποκτήσουν πιο γλυκιά γεύση πρέπει να τα βράσουν δυο τρεις φορές σε καθαρό νερό. Ο Ορειβάσιος, ακόμα, σε άλλο κείμενο (Συν. Β΄νγ΄) υποστηρίζει ότι η πορφύρα ως τροφή δεν έχει καμία αξία, αλλά ο άλυκος χυμός της καταπολεμά τις παθήσεις του στομάχου. Σήμερα, πάντως, οι επιστημονες θεωρούν ότι το κρέας τους είναι μόνιμα τοξικό (: δηλητηριώδες), ακόμα και αν το βράσουμε.
Ο Λατίνος Ιστορικός, ο Πλίνιος, ο Πρεσβύτερος, (Historia naturalis IX, 124- 142) μας δίνει μία από τις ελάχιστες αναφορές αλιείας με πεταχτάρι στην αρχαιότητα. Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι οι αρχαίοι ψαράδες έδεναν ημιθανή μύδια και τα πέταγαν στη θάλασσα, ώσπου να κολλήσει επάνω τους η πορφύρα. Τότε, τράβαγαν γρήγορα το δόλωμα μαζί με την πορφύρα.
No comments:
Post a Comment