16.12.12

ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ ΣΑΝ ΗΜΟΥΝΑ…

 

Αναμνήσεις του  Αλέκου  Παπανδρέου

14

   Ήρθαμε σ αυτόν τον κόσμο με κλάματα. Κάποιοι λένε πως κλαίμε γιατί αντιλαμβανόμαστε σε τι κόσμο ήρθαμε να ζήσουμε.. Ήρθαμε κλαμένοι με κλειστά μάτια. Μας τύλιξαν σε ένα κάμποτο και μας απίθωσαν στην αγκαλιά της μάνας μας για να μας ταίσει να μας χαϊδέψει και να κλάψει μαζί μας. Να κλάψει και να χαρεί βλέποντας μας να μεγαλώνουμε να παίρνουμε ποδαράκι να αρθρώνουμε τις πρώτες συλλαβές να χαμογελάμε Ήρθαμε στη ζωή κάποια χρόνια μετά απ τη στιγμή που η πατρίδα μας άρχισε να στέκεται στα πόδια της μετά από ένα παγκόσμιο πόλεμο κι ένα αδελφοκτόνο εμφύλιο Με δυσκολίες με ελλείψεις και με πλήρη άγνοια κινδύνου για το τι μας περίμενε στην κάθε στιγμή της ζωής μας. . Σύμφωνα με τις στατιστικές, αυτοί από εμάς που ήμασταν παιδιά τις δεκαετίες του 50 60 και 70 πιθανόν δεν θα έπρεπε να είχαμε επιζήσει.

   Στις παλιές μονοκατοικίες που ζούσαμε δεν είχαμε τα πάντα. Πολλά έλειπαν κι άλλα ήταν γεμάτα κινδύνους. Οι κούνιες μας ήταν βαμμένες με γυαλιστερή λαδομπογιά με βάση το μόλυβδο. Το νέφτι που τις αραίωναν βρώμαγε τρεις γειτονιές μακριά. Τα πατώματα είχαν μωσαϊκό που σου περόνιαζε τα κόκκαλα άλλο σε κόκκινη απόχρωση κι άλλο κυρίως στα σαλόνια σε μαύρη για αίσθηση πολυτέλειας. Οι κρεβατοκάμαρες είχαν ξύλινα πατώματα άγρια.- που να βρεθεί παρκέ διαρκείας εκείνη την εποχή- που τα γυάλιζαν με παρκετίνη, αν θυμάμαι καλά ήταν Johnson ή κάτι παρόμοιο, με κάτι βαριές σιδερένιες παρκετέζες με χοντρή τσόχα από κάτω, Υπήρχαν επαγγελματίες που έκαναν αυτή τη δουλειά. Παρκετατζήδες που ερχόντουσαν στα σπίτια απ τα άγρια χαράματα άπλωναν την παρκετίνη στο πάτωμα και γυάλιζαν με τις ώρες. Καθρέφτης το πάτωμα αλλά η μυρωδιά σε σκότωνε.Όσο γι εμας κάθε τόσο αγκίθες καρφωνόντουσαν στις ξυπόλητες πατούσες μας. Βλέπετε το χούι της ξυπολισιάς η πιτσιρικαρία δεν το αποβάλλει ποτέ της.

   Εκείνα τα όχι τόσο ανέμελα για τους δικούς μας χρόνια με έλλειψη στοιχειωδών φαρμάκων, οι παιδικές αρρώστιες έκαναν θραύση. Κάθε τόσο κι ένας φίλος ή συμμαθητής πάθαινε ιλαρά, κοκκύτη, μαγουλάδες, ανεμοβλογιά. Ακόμα και οστρακιά. Ένα εξανθηματικό νόσημα παρόμοιο με την ανεμοβλογιά που σου ανέβαζε τον πυρετό σαράντα.Οι γειτόνισσες τολέγανε η μια στην άλλη ο Κωστάκης μου έβγαλε παραμαγούλες. Μαγουλάδες δηλαδή. Αντιβίωση ούτε για δείγμα βέβαια. Αν θυμάμαι καλά οι γονείς μας, η μάνα δηλαδή γιατί εκείνη ήταν σπίτι αφού ο πατέρας βολόδερνε στη δουλειά απ το πρωι μέχρι το βράδυ 6 μέρες τη βδομάδα, έπαιρναν απ το φαρμακείο της γειτονιάς κάτι σκονάκια. Χαρτάκια διπλωμένα με μια άσπρη σκόνη μέσα. Τι ήταν δεν ξέρω. Την ανακάτευαν με νερό και στην έδιναν με το ζόρι, πολλές φορές κρατώντας σου τη μύτη κλειστή είτε για να ανοίξεις το στόμα είτε για να καταπιείς χωρίς να νιώσεις τη γεύση φαρμάκι και την ελεεινή μυρωδιά. Κι εκείνες οι έρημες οι ενέσεις αν χρειαζόταν, ούτε ψύλλος στον κόρφο μας. Έβραζαν οι γυάλινες σύριγγες μέσα στο κατσαρολάκι με κάτι χοντρές βελόνες, σαν σακοράφες. Μετά έπαιρναν το μπουκαλάκι με τη σκόνη, την αμπούλα με τον ορό και το πριονάκι για να της κόψουν το λαιμό, ρούφαγαν τον ορό τον έβαζαν μέσα στο μουκαλάκι τρυπώντας το κόκκινο λάστιχο – βούλωμα, το ανακάτευαν κουνώντας το μπουκαλάκι, ρούφαγαν το φάρμακο κι ύστερα, το βαμβάκι με το πράσινο οινόπνευμα για την απολύμανση στο κωλομέρι, μια βαθιά ανάσα, τσουπ η βελόνα στον πισινό κι ύστερα εκείνο το βλέμμα που έλεγε πονάω αλλά δεν το λέω, αλλά τα γεμάτα δάκρυα μάτια άλλα μαρτυρούσαν.

   Αμ οι έρημες οι βεντούζες. Τα ποτηράκια, το πηρούνι με τυλιγμένο το βαμβάκι που το βούταγαν στο οινόπνευμα το άναβαν το έβαζαν στο ποτηράκι για να φύγει ο αέρας κι ύστερα σου κόλλαγαν το ποτηράκι στην πλάτη και ρούφαγε το δέρμα και κοκκίνιζε κι ύστερα κι άλλο κι άλλο ποτηράκι και βάλε τη μια βγάλε την άλλη, τέλειωνε κάποια στιγμή η βεντουζοθεραπεία, μια εντριβή στην πλάτη κουκούλωμα με τις κουβέρτες μια ασπιρίνη διαλυμένη στο κουταλάκι με λίγη ζάχαρη και νερό γιατί ήταν πικρόξινη η αφιλότιμη και –κοιμήσου τωρα γιατί ανεβάζεις πυρετό. Κι εκείνα τα θερμόμετρα. Γαιδούρια. Γυάλινα με υδράργυρο, ένα πεντάλεπτο έκαναν να δείξουν θερμοκρασία και σου πόναγε κι η μασχάλη. Θυμάμαι που άκουγα βάλτο καλά και μη κουνιέσαι. Τι να μη κουνιέσαι με το παλούκι χωμένο ση μασχάλη. Τα πρισματικά θερμόμετρα του λεπτού ήρθαν πολύ αργότερα.

    Αμ εκείνες οι μαγουλάδες -τα κουνέλια βγήκαν στο σεργιάνι- θυμάμαι ένα άσπρο μαντήλι δεμένο κόμπο πάνω στο κεφάλι που σου πιανε τα μάγουλα κι αν θυμάμαι είχε μέσα ένα βαμβάκι τώρα θα σας γελάσω βουτηγμένο σε λάδι με χαμομήλι ή κάτι παρόμοιο. Γιατροσόφια των γιαγιάδων. Και προσοχή στην αρρώστια λέγανε γιατί ήταν επικίνδυνη και μπορεί να μην έκανες παιδιά μετά.
Δεν είχαμε καπάκια ασφαλείας στα μπουκάλια με τα φάρμακα, δεν είχαμε καν φάρμακα. Μόνο ασπιρίνες Μπαγερ, Αλγκόν Χρωπεί, Καλμαλίνη Καλμόλ και θυμάμαι αμυδρά το κινίνο. Πόσες απόπειρες αυτοκτονίας είχαν γίνει με κινίνο εκείνη την εποχή ένα Θεός ξέρει. Κι έπρεπε να σου κάνουν κι ένα μπανιο για να πέσει ο πυρετός. Πως είπατε;Θερμοσίφωνα; Αν υπήρχε κανένας προπολεμικός με ξύλα είχε καλώς, αλλιώς κατσαρόλα, σκάφη,ένα μεταλλικό κύπελλο για το ξέβγαλμα, Ο απαραίτητος καυγάς γιατι το σαπούνι έτσουζε τα μάτια, -σιγά μην είχαμε σαμπουάν- τύλιγμα με την πετσέτα που είχαν προβλέψει να τη βάλουν πάνω σε μια καρέκλα με πλάτη στη σόμπα για να είναι ζεστή, αγκαλιά και στο κρεββάτι για σκούπισμα καλό καλό και στέγνωμα τα μαλλιά με άλλη πετσέτα. Πιστολάκι είπατε; Ποιό πιστολάκι; Όποιος ήταν τυχερός κι είχε κανένα συγγενή στην Αμερική μπορεί να είχε κανένα προιστορικό καφέ σκούρο- μανία με το καφέ χρώμα- αλλά στα 110 βολτ όπότε χρειαζόταν μετασχηματιστής 110-220 που όμως και ακριβός ήταν και ζύγιζε κανένα πεντόκιλο, άσε δε που πυρακτωνότανε και που να τον ακουμπήσεις. Πετσέτα λοιπό κι άγιος ο Θεός.

   Στις πρίζες των δωματίων, εκείνες τις σκούρες καφέ τις φτιαγμένες από βακελίτη,-πάλι σκούρο καφέ- ούτε καπάκια ασφαλείας ούτε τίποτε. Κανονικές πρίζες, ούτε ασφαλείας ούτε σούκο βέβαια. Θυμάστε τους στριφογυριστούς διακόπτες που άναβαν το φωτιστικό; Καφέ κι αυτοί. Ποιό φωτιστικό δηλαδή ή το γλόμπο με το μπαγιονετ ντουϊ και το στριφτό καλώδιο ή άντε κανένα πολύφωτο στο σαλόνι- τη σάλα που λέγανε κάποιοι- το κατ εξοχήν ψυγείο του σπιτιού που κανείς δεν πάταγε, παρά μόνο σε καμμιά γιορτή, γιατί έκανε βρωμόκρυο του κερατά, άντε και καμια πλαφονιέρα στην κρεββατοκάμαρα αγορασμένα με δόσεις απ το μαγαζί της γειτονιάς με τα γυαλικά.Δύο τέτοια μαγαζιά είχε η γειτονιά το ένα ήταν μεγαλύτερο, πούλαγε και ποδήλατα και το καλοκαίρι έβαζε και πούλμαν για μπάνιο στο Καβούρι και κάθε Τετάρτη στη Ραφήνα.

   Από θέρμανση απελπισία, Ζεσταινόμασταν με σóμπες με ξύλα ή με κάρβουνο, κοκ, λιθάνθρακα, ή με θερμάστρες πετρελαίου που βρωμοκοποπούσαν κι έζεχναν κι ανοίγαμε τα παράθυρα χειμωνιάτικα. Αν θυμάμαι καλά είχε βγει και μια φορητή σόμπα πετρελαίου χωρίς μπουρί Είχε ένα περίεργο φυστικί γκρι χρώμα ήταν σαν κύλινδρος με πλατύ κεφάλι κάποιο τζαμάκι για να βλέπεις τη φλόγα, πεπλατυσμένη βάση που ήταν μάλλον το δοχείο του πετρελαίου.κι ένα συρμάτινο χερούλι για τη μεταφορά. Πρέπει να την έλεγαν Αλλαντίν. Ή με σόμπες κουκουνάρες. Τις θυμάστε τις κουκουνάρες: που κοκκίνιζαν και πυρωνόντουσαν. ?σε που έπεφταν συνέχεια και κινδύνευες να καείς σα λαμπάδα. Το καλώδιο της ήταν απ έξω μαυρόασπρο σαν σκοινένιο κι από μέσα είχε τα καλώδια. Τα φις συφοριασμένα, πορσελάνη βακελίτης και βίδες ασπρόμαυρο το θηλυκό που έμπαινε στη σόμπα και το άλλο καφέ το αρσενικό για την πρίζα του τοίχου. Τα ίδια καλώδια είχαν και τα ηλεκτρικά σίδερα και οι ψηστιέρες οι στρογγυλές οι αλουμινένιες που έψηνε η μάνα μας μπριζόλες μπιφτέκια και παϊδάκια, όχι παιδάκιο. Γιατί στο χασάπικο της γειτονιάς έγραφε ΠΩΛΟΥΝΤΑΙ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΜΕ ΤΟ ΚΙΛΟ χωρίς διαλυτικά και είχα την αίσθηση ότι ο χασάπης ήταν ανθρωποφάγος.

   Έμπαιναν τα κρεατικά στη σχάρα με αλάτι πιπέρι ρίγανη και η αντίσταση γινόταν κατακκόκκινη και τα έψηνε….. Έτρεχαν τα λίπη και τα ζουμια στον πάτο της ψηστιέρας κι ύστερα μόλις το κρέας ετοιμαζόταν κι έβγαινε κι έμπαινε στην πιατέλα, εκείνο το ζουμί στον πάτο γινόταν η νοστιμότερη παπάρα. Ποιος δεν βούτηξε ολόκληρη φέτα ψωμί να ποτίσει και να μη τη φάει μετά με βουλιμία. Και δώστου ξανά άλλη φέτα ψωμί. Ποιες χοληστερίνες και ποια λιπίδια. Κι η ψηστιέρα γυάλιζε μετά λες και την είχες πλύνει με το πιο δυνατό καθαριστικό. Θυμάμαι τα λίπος γύρω απ την μπριζόλα που ξεροψηνόταν και γινόταν η πιο τραγανιστή λιχουδιά. Να σου τρέχουν τα σάλια. Κι όλο άκουγες να σου λένε -Μην τρως αυτές τις αηδίες. Τι λες μωρε; Παιδί και δεν θα τo φάω τώρα; Πότε θα τo φάω αμα γεράσω και δεν κάνει;

   Να μη πω για τη ντοματοσαλάτα με την κατακόκκινη αυθεντική ντομάτα,αληθινή ντομάτα όχι ντομάτα δήθεν βιολογική άγευστη και σκληρή, το αγγούρι που μύριζε αγγούρι, το λάδι που ήταν λάδι πραγματικό. Ελαιόλαδο όχι βαλβολίνη, τη ρίγανη, το κρεμμύδι που σου έκαιγε τη γλώσσα και τα ρουθούνια και δάκρυζες. Τη βαρελίσια φέτα από πάνω πασπαλισμένη με ριγανίτσα. Κι ας ήταν απ το μπακάλη Ίσως και ραπανάκια δίπλα, χωριστά για την όρεξη κρύα και βρεμένα απ το πλύσιμο.

   Ας πεί κάποιος ότι στο τέλος δεν ρούφαγε το περίσσευμα με τα ψιχουλάκια μέσα απ τη σαλατιέρα. Ψέμματα. Δεν υπάρχει κανένας που να μη το έχει κάνει έστω και μια φορά στη ζωή του.

   Έβγαζαν και τη μουστάρδα για όποιον ήθελε στο βαζάκι με ένα τόσο δα μικρούλι κουταλάκι. Δεν ήταν για χόρταση αλλά για νοστιμιά Θυμάμαι κατι κατακίτρινα λεμόνια που έβγαζαν χυμό όσο τα έστιβες. Και μοσχομύριζαν. Δεν ξέρω αλλά εγώ λάτρευα να ρίχνω αλάτι και λεμόνι όσο γινόταν πάνω στα ψητά, μέχρι να μισοκλείσουν τα μάτια μου απ την ξινίλα και την αρμύρα. Τόσο το λάτρευα.

   Και βέβαια τι να σου κάνουν οι μπριζόλες μόνο . Αν δεν είχες και μια μακαρονάδα Μίσκο Νο6 με κατακόκκινη σάλτσα και τριμμένο κεφαλίσιο, αλλά πραγματικό κεφαλίσιο όχι σκληρό τυρί Δανίας ή Γερμανίας. Κεφαλίσο με το Κ κεφαλαίο. Και πιθανόν άμα είχε κέφι η γιαγιά έφτιαχνε μαζί και κρέας κοκκινιστό. Μυαλό. Έλιωνε. Κι η τρέλα μου. Αν καμιά φορά κόλλαγε λίγο το κρέας στον πάτο της κατσαρόλας, της κατσαρόλας όχι της χύτρας, τότε το έξυνα με το πιρούνι, το κολλημένο το καμένο και του άλλαζα τα φώτα.

   Παγωμένο κρασί για τους μεγάλους. Θες ρετσίνα, θες αρετσίνωτο Δεμέστιχα κατά προτίμηση και φρέσκο ψωμί ζεστό. Ψωμί χωρίς διογκωτικά και άλλες αηδίες. Ψωμί με γεύση ψωμιού. Να βουτάς στη σαλάτα στη σάλτσα και να το ρουφάς πριν το καταπιείς. Να μη πω για το ιμάμ, τα παπουτσάκια, το παστίτσιο ή το μουσακά με δέκα πόντους χειροποίητη μπεσαμέλ που ήθελε πολλή ώρα και πολλά σκεύη και δώστου ανακάτεμα και ξανά ανακάτεμα.

   Τα γεμιστά. Τι να πείς για τα γεμιστά. Ντομάτες και πιπεριές με ρύζι. Όχι με κιμά. Με ρύζι, αλλά ρύζι που το φτιαχαν με μεράκι νοικοκυρές σιγά σιγά και με τρόπο. Εμένα μου άρεσαν παγωμένες. Τώρα γιατί δεν ξέρω. Αλλά τις προτιμούσα απ το ψυγείο.

   Και μετά φρούτα. Φρούτα που το καθένα είχε τη δική του μυρωδιά και τη χαρακτηριστική γεύση του. Όχι περίπου. Ποιος δεν ένιωσε ζουμι από γιαρμά στο πηγούνι και το λαιμό του. Ποιος δεν έφαγε πορτοκάλι Μέρλιν,με το βυζί και τα μικρά φετάκια μέσα, τα παιδάκια όπως τα λέγαμε, που ήταν γλύκα μέλι. Ντόλτσια, ή σαγκουίνια, Μήλα Μπανανέ ή ξινα μπελφόρ. Μήλα με γεύση μήλο όχι άχυρο. Ούτε ακτινίδια, ούτε λωτούς και άλλα εξωτικά. Καρπούζια. Ή σκούρα πράσινα ή Αμερικάνικα ριγέ. Έβαζε το μαχάιρι το μεγάλο το πριονωτό άρχιζες να κόβεις και το άκουγες να τρίζει και μετά να ανοίγει μόνο του.Λίγο τα χέρια έβαζες στο άνοιγμα το άνοιγες κα με ένα κρακ χώριζε στα δύο. Και βέβαια η καρδια για το παιδί. Η καρδιά γλυκιά και ζουμερή. Σκέτη αμβροσία. Καμμιά φορά θυμάμαι αν ήταν πολύ ώριμο έπαιρνε η μάνα μου τα κομμάτια, τα έβαζε σε ένα μηχάνημα που έφτιαχνε πουρέ τις πατάτες γύριζε τη μανιβέλα κι έβγαζε καρπουζάδα, Ένα σουρωτήρι στο ποτήρι και ο χυμός καρπούζι ήταν γεγονός. Πεπόνια Αργίτικα. Μέλι. Κι αν ήταν καμμια φορά, σπάνια, άγλυκο, έριχνε η γιαγιά πάνω λίγη ζάχαρη και τόφερνε στα ίσα του. Εϊχα ένα μπάρμπα Θεός σχωρέστον έριχνε μια πρέζα αλάτι.

   Αμ οι φράουλες. Τα κεράσια. Τα βύσσινα με μια διαδικασία απίστευτη, που τα καθαρίζανε και τα πλένανε και γινόντουσαν τα χέρια βυσσινί κι έβγαζαν το κουκούτσι με τη φουρκέτα για να είναι έτοιμο για γλυκό. Βρασίματα ζάχαρες, ξαφρίσματα, στο τέλος έβγαζαν δυό τρία βάζα γλυκό βύσσινο με πηχτό διάφανο γλυκόξινο σιρόπι κι απαραιτήτως ένα μπουκάλι βυσσινάδα που αραίωνες με παγωμένο νερό κι έπινες νέκταρ των Θεών.

   Στο τέλος έτσι για χώνεψη ένα χειροποίητο ζεστό ζεστό γαλακτομπούρεκο, ή μπακλαβά ή για πιο εύκολα ένα ραβανί ή σάμαλι. Και βέβαια πάντα ένα κεκ όπως λέγανε το κέικ, με ξύσμα πορτοκαλιού και βανίλια. Όνειρο. Η γιαγιά μου είχε μια σπεσιαλιτέ. Πορτοκάλι γλυκό. Αλλά όχι μόνο τη φλούδα. Και τον καρπό. Αυτό δεν ήταν γλυκό ήταν ένα όνειρο. Στην Πόλη μου έλεγε έτσι το φτιάχναμε.

Στο τέλος απαραίτητα καφεδάκι τούρκικο.Έτσι το λέγανε. Βαρύ γλυκό. Με φουσκάλες και καϊμάκι. Κι άφιλτρο τσιγάρο, που έβγαζε γαλάζια δαχτυλίδια καπνού. Και μετά τον παίρναμε τον υπνάκο στο καναπεδάκι όπως λέγανε.

συνεχίζεται....

No comments: