13.1.14

ΕΝ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩ…ΠΕΡΙ ΚΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΏΣ…

 

   Το  κέρασμα  αγαπημένοι  μου  φίλοι , είναι  μια  πολύ  ευγενική  χειρονομία , και  “ ίδιον “ της  πατροπαράδοτης  Ελληνικής φιλοξενίας , ύστερα οι  αρχαίοι  πρόγονοί  μας , δεν  είχαν μόνο..υπουργό , τουρισμού και ..φιλοξενίας , αλλά…Θεό , τον  Ξένιο  Δία …

   Τι  είναι  όμως  ακριβώς  το ..” κέρασμα “ ;

Ας  δούμε  τι  λέει  ο κ.Μπαμπινιώτης ..

“ Κέρασμα : Είναι  προσφορά είτε για  λόγους τυπικούς , είτε ως  χειρονομία καλής  διάθεσης , συμπαθείας προς  κάποιον ..”

   Ακούγεται  πολύ ωραίο λοιπόν  το  κέρασμα , και  είναι  πράγματι  πολύ  ωραίο , στις  κανονικές  του  μορφές , ΄μερικές  φορές  όμως ..κρύβει παγίδες και.. εκπλήξεις ίσως  και..δυσάρεστες ..

   Κάποιες  τέτοιες  λοιπόν περιπτώσεις  θα  θυμηθούμε  απόψε , περιπτώσεις τις  οποίες  δεν  ακούσαμε , δεν  μας  είπαν ,  αλλά τις..ζήσαμε ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΩΣ , που  λένε ..

   Γυρνάμε  λοιπόν στην “ πεντάμορφη “  δεκαετία  του  ‘60 .

4783294631_bf031852b9

img_0064

         ΤΟ  ΚΕΡΑΣΜΑ  ΤΟΥ ..ΣΥΓΓΕΝΗ ..

….Υπηρετούσα  τότε  στην  ΑΤΕ Λιδορικίου(τοποθετήθηκα  το  1965 ),  την  εποχή  εκείνη  στην  περιοχή είχε  αναπτυχθεί  πάρα  πολύ  η πτηνοτροφία , με  κύριες  εστίες  την Πεντάπολη , το  Μαλανδρίνο , τη  Λεύκα  και  την  Αμυγδαλιά , έτσι  πολλές  φορές  χρειαζόταν για  λόγους  υπηρεσιακούς , να  επισκεπτόμαστε  τις  πτηνοτροφικές  μονάδες είτε οι  οικονομικοί  υπάλληλοι  μόνοι  μας  , είτε μαζί  με  το  γεωπόνο .

   Κάποια  φορά  λοιπόν χρειάστηκε  να  πάμε  σε  κάποιο  χωριό ( ονόματα  δεν…λέμε ) τρεις , ο  αξέχαστος  αδελφός   μου  Γιώργος , ήταν  κι’ αυτός  υπάλληλος  της  ΑΤΕ , ο  Μιχάλης  ο  Πατσουλές  , γεωπόνος  απ’ την Αυλώνα και  η  ταπεινότητά  μου . Πήραμε  τις  τσάντες  μας και τα  υπόλοιπα συμπράγκαλά  μας και πήγαμε  στο  χωριό , ήπιαμε  τα καφεδάκια  μας και  προχωρήσαμε  προς  την  άκρη  του  χωριού , που  ήταν  τα  πτηνοτροφεία .

   Λίγο  παραπέρα , πάνω  στο  δρόμο ,  υπήρχε  τότε  μια  ταβέρνα , κλασσικά  χωριάτικη , με  την  ψησταριά  της  έξω  στη μικρή  αυλή και  ένα  τραπεζάκι  με  λίγες καρέκλες , πλησιάζοντας  μας  ήρθε  η..τσίκνα  απ’ το  κοκορέτσι  που  ψηνόταν , φτάνοντας  δε μπροστά στο  μαγαζί , εμφανίστηκε  ο  καταστηματάρχης , γνωστός σε  όλους  μας , που  μας  καλοχαιρέτησε επιμένοντας  να  ανεβούμε τα  δυο- τρία  σκαλάκια , να  μας  κεράσει ένα  ποτήρι  κρασί και  ένα  μεζέ..

   Εγώ  απάντησα πως  βιαζόμαστε , μη θέλοντας , για  λόγους που  θα  μάθετε  στο  τέλος , να  κάτσουμε , αλλά  αυτός  επέμενε : Ελάτε ρε  παιδιά , δεν  καταδέχεστε  το  φτωχό  το  συγγενή , ελάτε , να  σας  ΄κεράσω  θέλω , όχι  να  σας  ..κρεμάσω , έλεγε…έλεγε…ασταμάτητα , οι  άλλοι  δύο  της  παρέας  άρχισαν  να  κλονίζονται , με  κοίταζαν  περίεργα , λες  και  εγώ  έκανα..νάζια , κι’ ο  Μιχάλης μου  είπε : Έλα  ρε  Κώτσο , ο  άνθρωπος  μας  παρακαλάει να  μας κεράσει , γιατί  να  μην  πάμε ; Τα  ίδια  έλεγε  κι’ ο  αδερφός  μου , η  απάντησή  μου ήταν : Πάμε , αλλά  μετά  μην  παραπονεθείτε …

  Επιμένανε , οπότε ανεβήκαμε  τα σκαλάκια και  καθίσαμε  στο  τραπεζάκι , ΄μας  έφερε ..” συγγενής “τρία  ποτήρια  κρασί , μισογεμάτα  κι’ από  ένα “ νύχι “, κοκορέτσι , μάλιστα τρία  μεζεδάκια  κοκορέτσι , ίσα με  ένα..νύχι  το καθένα , τοόοοοσο μεγάλα .

  Έκατσε  κι’ αυτός  μαζί μας , φάγαμε  το  μεζέ , τσουγκρίσαμε  τα  ποτήρια  μας , ήπιαμε  το  πρώτο  μισο..κρασοπότηρο , οπότε  μας  είπε :  να  βάλω  λίγο  ακόμα , κρασί  εννοούσε , έβαλε  πάλι  μισό ποτήρι . ξανατσουγκρίσαμε , άντε  στην  υγειά  μας και  καλές..προκοπές και  να  καλοπαντρευτείτε κλπ..κλπ οπότε  κάποια  στιγμή , αφού τελείωσε και  ο..δεύτερος  γύρος , ετοιμαστήκαμε  να  φύγουμε  γιατί  είχαμε  και  δουλειά , σηκωθήκαμε  λοιπόν , και  ετοιμαζόμαστε  να  φύγουμε , αλλά εμένα  κάτι  δεν  μου  πήγαινε , δεν  ξέρω  γιατί , αλλά  έβλεπα  ότι και  ο  συγγενής  σαν κάτι  να  περίμενε , οπότε  αφού  τον ευχαριστήσαμε για  τη  φιλοξενία και ενώ  οι  άλλοι δύο προχωρούσαν , τον  ρώτησα , τί  ζημιά  κάναμε  συγγενή ,  τι  χρωστάμε ;

  Χωρίς  καν  να  σκεφτεί , που  σημαίνει  πως  το  είχε  σκεφτεί  από  πριν , μου  απαντάει φυσικά..φυσικά : Έλα  βρε  αδερφέ , τι  χρωστάτε , δώσε  δυο  κατοστάρικα  έτσι  για  το  καλό , στους  άλλους  παίρνω, τρία , τριάμισι …

   Οι  άλλοι  δύο , όταν  το  άκουσαν γύρισαν  αμέσως και  μας  κοίταξαν  ενώ  ο  Μιχάλης , αθυρόστομος ων , είχε  αρχίσει να  βρίζει…χαμηλόφωνα ..

   Πλήρωσα  λοιπόν και  ξεκινήσαμε  να  φύγουμε , κατεβαίνοντα  δε  τα  σκαλάκια , ο  Μιχάλης είχε  κατεβάσει Χριστούς , Παναγίες , όλους  τους  Αγίους και  προχωρούσε  σε ..καντήλια , πολυελαίους κλπ.κλπ..εκκλησιαστικά  σκεύη ..

- Ξεκινώντας λοιπόν  με  τις  Χριστοπαναγίες , με  ρωτουσε  συνέχεια : Ρε συ  Κώτσο , ..ακολουθούσε  μια  Χριστοπαναγία , αυτός  δεν  , μας  παρακαλούσε να  μας  κεράσει ; και  δώστου  πάλι , Χριστοπαναγία  και  ερώτηση …

   Ο  αδερφός  μου  επίσης , τα  είχε  χαμένα και  είχε  γίνει  κατακόκκινος  ακούγοντας τις  βρισιές του  Μιχάλη , αφού  είπαν ..είπαν …είπαν , δεν  άντεξα  άλλο και  τους  είπα : Όταν  σας  έλεγα  πάμε  να  φύγουμε , κάτι ήξερα , αλλά εσείς λέγατε  πως  κάνω ..νάζια , λοιπόν  μη  μιλάτε … 

  Κάπως  έτσι  λοιπόν , άδοξα , τελείωσε το όμορφο  κέρασμα  απ’ τον..” συγγενή “…

ΗΘΙΚΟΝ  ΔΙΔΑΓΜΑ : Προσοχή  μεγάλη  στα..” κεράσματα “ , καμιά  φορά  βγαίνουν και…ξινά ….

                                   *               *

      “ ΤΟ  ..” ΤΖΑΜΠΑ “  ΛΑΜΠΡΙΑΤΙΚΟ  ΚΡΑΣΙ  …”

 

Το  δεύτερο  ξινό.. “ κέρασμα  “ , αγαπημένοι  μου  φίλοι , έχει  μεγάλη  διαφορά  στο  χρόνο ” τέλεσης “ μεν , αλλά έχει  ένα  βασικό  κοινό γεωγραφικό  στοιχείο  δε , έγινε  στο  ίδιο  χωριό  με  το προηγούμενο ..μάλιστα , το  δις εξαμαρτείν…κλπ…κλπ  που  λένε ..

   Το  περιστατικό  αυτό  πρέπει  να  έγινε  στη  δεκαετία  του  ‘90 , είχαμε  πάει  για  Πάσχα στο  Λιδορίκι , απ’ την  αρχή της  Μεγάλης  εβδομάδας , όπως  συνήθως , και  είχαμε  φτάσει  στη  Μεγάλη  Πέμπτη , το  αναφέρω  αυτό γιατί  κάθε  χρονιά  που  πηγαίναμε  για  Πάσχα στο  χωριό , τη μέρα  αυτή κοντά  στο  μεσημεράκι, ένας φίλος , από διπλανό  χωριό , ερχόταν  στο  σπίτι  μας και μου  έλεγε, επιμένοντας , να  πάρω μια  νταμουζάνα και  να  πάμε στο  χωριό  του  να  μου  δώσει κρασί  απ’ το  δικό  του , προφανώς – ΔΩΡΟ – αλλά  ποτέ  δεν  είχαμε  πάει αυτός  όμως επέμενε ..επίμονα , σε  σημείο που κάποια  χρονιά αγανάκτησε  η  γυναίκα  μου , όχι μ΄αυτόν  αλλά  με μένα που..αρνιόμουνα , ευγενικά  μεν αλλά..αρνιόμουνα ,και  με  πήρε μπροστά : Καλά  , δεν  ντρέπεσαι  λίγο ; ο άνθρωπος  έρχεται και  σε  παρακαλάει να  σου δώσει λίγο  κρασί και  συ  κάνεις  και…νάζια ; (δεύτερη φορά  τα..νάζια )    Πηγαίνετε  με  τον  άνθρωπο , που  έχει  έρθει  τόσες  φορές…δώρο  θέλει  να  σου  κάνει , δεν  θέλει  να  σε  σκοτώσει…

   Το ‘πε  μία , το ’πε δύο  φορές η κυρία  Μαρία , μου  επανέλαβε  κι’ αυτή πως  τάχαμου..κάνω  νάζια , τι  να  κάνω  κι’ εγώ , μόλις  γύρισε  ο  φίλος  απ’ τα  ψώνια  του και άρχισε  πάλι  το..ποίημα , να  πάμε κλπ..κλπ , δέχτηκα , κατέβηκα  στην  αποθήκη , πήρα  μια  νταμουζάνα απ’ τις  μικρές , την  έπλυνα καλά καλά και του  είπα  πως  είμαστε  έτοιμοι , το  αμάξι  ήταν  έξω  απ’ το  σπίτι , οπότε…ξεκινάμε .

   Ξέρεις  μου  λέει ο  φίλος   έχω  και  κάτι  πραγματάκια στο  τάδε  μαγαζί , ξέρεις  τώρα  Πασχαλιάτικα  ψώνια μια  και ήρθα , πάμε  τα παίρνουμε  και  φεύγουμε …

   Έτσι  λοιπόν  και  έγινε , πήγαμε  στο  μαγαζί , πήραμε  τα  πραγματάκια , που  ήταν  ..μισό μπακάλικο και  ξεκινήσαμε…Είπαμε..είπαμε  στο  δρόμο και  σε  λίγο  φτάσαμε  στο  χωριό , πάμε  μου  λέει να  ξεφορτώσουμε  τα  πράγματα στο  σπίτι και  μετά  πάμε  για  το  κρασί . 

   Έτσι  και  έγινε , ξεφορτώσαμε και  μετά  πήγαμε σε  μια  αποθήκη όπου  είχε  τα  κρασιά του . Γεμίσαμε  την  νταμουζάνα , κλειδώσαμε και  βγήκαμε για  να  τον  πάω  στο σπίτι και από  εκεί  να  φύγω . Δεν  ξέρω  γιατί , όμως ένοιωθα πως  έπρεπε  να  ρωτήσω  τι  του  χρωστάω και έτσι και έκανα , ευχηθήκαμε καλή  Ανάσταση  και  τότε  ρώτησα   τον  φίλο , πες  μου  τώρα  τι  χρωστάω για  να  φύγω , περιμένοντας  φυσικά πως  θα μου έλεγε , πως  το  κρασί  είναι  δώρο , όπως  μου ‘λεγε στο  σπίτι  συνέχεια , εκεί  λοιπόν  δέχτηκα  άλλη  κεραμίδα , όπως  η παλιά  με  το  μεζέ και  το  κρασί  του  ..” συγγενή “ , έλα  μωρέ  μου λέει , τι  να  πληρώσεις , δώσε  ένα  κατοστάρικο , έτσι  για  το  καλό , γιατί  όπως ξέρεις  τα μοσχοπουλάω  εγώ τα  κρασιά  μου…

   Έβγαλα  μηχανικά  το  κατοστάρικο , ενώ  στο  μυαλό  μου  γύριζε  η  εικόνα  της  γυναίκας  μου , που  νε’ βαλε  σ’αυτή  την  περιπέτεια …

   ‘Εφτασα  στο  σπίτι ..” φουρτουνιασμένος “ , η  γυναίκα  μου με  είδε και  κατάλαβε  πως  κάτι  δεν  πήγε  καλά , εγώ  μόλις μπήκα με  την  νταμουζάνα , τη  ρώτησα : Ξέρεις πόσο   κάνει  αυτό  το  κρασί  Μαρία ;

    Πόσο να  κάνει , αφού  στο  έκανε  δώρο  ο  φίλος  σου , την  ξαναρώτησα και  μου  έδωσε  την  ίδια  απάντηση  , οπότε  της  εξήγησα  πως  εξελίχθηκαν τα  πράγματα , και  βέβαια , τα ‘χασε , όπως  βέβαια  τα  είχα  χάσει  κι’ εγώ , σκεφτόμουν  μάλιστα τη  φράση του  φίλου πως  “ μοσχοπουλάει τα  κρασιά του “ και είδα  πως  έχει  δίκιο , γιατί αν   στα  λεφτά  που  έδωσα  , προσθέσουμε  κι’ αυτά  που  γλύτωσε απ’ το ταξί  που θα έπαιρνε  για  να  πάει  στο  χωριό του , ε..δεν  πούλησε  κρασί  αυτός , ΣΑΜΠΑΝΙΑ..ΜΟΣΧΑΤΗ  ΠΟΥΛΗΣΕ …

    Μακριά  λοιπόν  φίλοι  μου  απ’ τα…” ύποπτα “ δώρα …

     Καλό  σας βράδυ , να  είστε  όλοι  καλά …Κ.Κ.-

   Ο Γελαστούλης κλείνει το μάτι

No comments: