17.6.15

Ο “ ΤΡΟΥΜΑΝ “ ΣΔΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ


Στο μπουζουκάδικο του Βλάχου του Αντώνη το «ΔΑΣΟΣ»

Κωνσταντινουπόλεως και Ιερά Οδός βρισκόταν το μπουζουκάδικο του ΑΝΤΏΝΗ ΒΛΑΧΟΥ το «ΔΑΣΟΣ»!

Εκεί γνωρίστηκε με τον πατέρα μου τον «ΤΡΟΥΜΑΝ», που τον πήγαν ο Γιάννης ο«ΓΚΡΙΛΛΑΣ» (ο Κάπελας) και ο Κατσούλας που είχε «κάνει» και αυτός στην Αμερική και είχε μια μπακαλιαροταβέρνα στην οδό Μυκάλης και Λεωνίδου.

Αυτοί οι δύο και περισσότερο ο «Γκρίλλας» έμαθαν τον πατέρα μου να πίνει κρασί!

Διότι μέχρι να τους γνωρίσει, έπινε μόνο μπύρα που την είχε μάθει στην Αμερική!

Όταν λοιπόν οι ειδικοί – χημικοί – του κρασιού του είπαν ότι έκανε λάθος να πίνει μπύρα και όχι κρασί, του φέρανε τα ποτήρια του κρασιού για να δοκιμάσει.

Μόλις βλέπει τα ποτηράκια του κρασιού ο πατέρας μου, του λέει :

–      «Εγώ δεν μπορώ να πιω σ’ αυτά τα ποτηράκια, τι είναι ρε δαχτυλήθρες! Βάλε στο ποτήρι της μπύρας»!

–      «Όχι Παναγιώτη» του λέει ο «Γκρίλλας» «είναι πολύ μεγάλο θα μας κοροϊδεύουν»!

–      «Καλά βάλε τότε στου νερού»

Λοιπόν μέχρι που πέθανε «Θεός συγχωρέσ’ την ψυχή του » έπινε πάντα με το ποτήρι του νερού! Και βέβαια δεν μέθυσε ποτέ. Απεναντίας τους μέθαγε όλους!

Την εποχή εκείνη γύρω στο ’36 ο πατέρας μου ήτανε ελεύθερος και έτσι κάθε βράδυ ήταν έξω, δηλαδή σε ταβέρνες, μπυραρίες και κάπου – κάπου σε κλαρίνα και μπουζούκια.

Πηγαίνανε με τον νονό μου το Γιώργο Χέλμη, που είχε μεγάλη περιουσία στα περιβόλια!

Κι όταν λέμε περιβόλια το εννοούμε!

Από τον τοίχο της Γεωπονικής μέχρι το ποτάμι.

Η «είσοδος» για το σπίτι ήτανε εκεί που βρισκόταν η «Ιερά Ελαία», που τελευταία έπεσε ένα φορτηγό με μεθυσμένο οδηγό και την «ξεπάτωσε»!

Μπαίνοντας από την «είσοδο» σου ερχότανε το «φουζέρ» από τις αγελάδες, προχωρώντας φτάνουμε στο σπίτι που ήταν δίπατο και εκεί δίπλα ήταν το πηγάδι που γυρνάγανε τα βόδια βγάζοντας νερό και ποτίζανε τα περιβόλια.

Ο νονός μου ήτανε παλιός Αθηναίος, νοικοκύρη, μάγκας, παντρεμένος με τη νονά μου τη Δέσποινα και δεν είχαν παιδιά!

Έτσι όταν παντρεύτηκε ο πατέρας μου το 1940  και γεννήθηκα εγώ με βάφτισε και μάλιστα ήθελε να μου γράψει χτήματα και οικόπεδα, στα περιβόλια, αλλά ο πατέρας μου του έλεγε : « Σώπα ρε Γιώργη εξορία θα το στείλουμε το παιδί».

Καταλαβαίνετε λοιπόν ποια ήταν η εξορία! Τρία λεπτά από την οδό Πειραιώς!!

Τότε έτσι το είχανε. Δηλαδή το Φάληρο ήτανε ολόκληρο ταξίδι.

Τι να σας πω!!

Αλλά ας μαζευτούμε πάλι στην γνωριμία του πατέρα μου με τον Βλάχο!

Ο πατέρας μου είχε τη φήμη του «λεφτά», διότι το μαγαζί πήγαινε πολύ καλά, «Δόξα τω Θεώ»!

Και στον Ιππόδρομο πήγαινε ο κυρ Παναγιώτης και χαρτιά έπαιζε – κι έπαιζε και καλά χαρτιά.

Μαράζι το είχε ο νονός μου να κερδίσει.

Για να καταλάβετε όταν κέρδιζε ο νονός μου κέρναγε όλο το μαγαζί!

Αυτά τα ήξερε ο Βλάχος και τον σεβότανε τον πατέρα μου.

Αλλά και τον αγαπούσε.

Έτσι κάποια φορά που πήγε ο πατέρας μου στο «ΔΑΣΟΣ» του Βλάχου μαζί με την παρέα του, πήγε στο τραπέζι του και τον κέρασε κιόλας.

Κουβέντα στην κουβέντα είδανε ότι τα χνώτα τους ταιριάξανε και μάλιστα είχανε και δικό τους κωδικό τα «αρβανίτικα». Γιατί ο Αντώνης ο Βλάχος ήτανε από το Μενίδι ή κάπου εκεί κοντά!

Όμως ο πατέρας μου από την ημέρα που παντρεύτηκε δεν ξαναπάτησε σε ταβέρνα ή σε κλαρίνα, πόσο μάλλον σε μπουζούκια!

Την ταβέρνα την «μετακόμισε» στο σπίτι μας. Δηλαδή κάθε μέρα μεσημέρι ή βράδυ, το σπίτι μας είχε πάντα μουσαφιραίους και πίνανε το κρασί τους!

Για μουσική πολλές φορές έπαιζε κιθάρα ο «θείος ο Γιάννης», που τον λέγαμε θείο και ας μην είχαμε συγγένεια. ΄Ετσι μας είχαν μάθει τότε!

Κάποια μέρα μας είχαν στείλει μια «νταμιτζάνα» κρασί από το καλό!

Το λέει ο πατέρας μου στον Γιάννη τον Γκρίλλα που ήτανε «μέντορας» στο κρασί!

–      Γιάννη ήρθε ένα κοκκινέλι άλλο πράμα! Έλα το βράδυ από το σπίτι. Θα πω και του Ηλία του χασάπη να κόψει μερικά μπιζολάκια ψιλά – ψιλά να τα τηγανίσει η Ξένη!

–      Παναγιώτη λέω να πάμε στα περιβόλια να το πιούμε, διότι έχω πει και του Διοικητή του ΚΕ’ Τμήματος, του Παπαγεωργίου  ντε να πάμε στον Ίσαρη.

–      Μα αφού ξέρεις εγώ δεν πάω σε ταβέρνες τόσα χρόνια πλέον!

–      Μα θα πάμε σε σπίτι Παναγιώτη μου. Αφού σου λέω θα είναι μαζί μας και ο Διοικητής.

Με τα πολλά τον πείθει!

–      Εντάξει!

–      Θα πάρουμε τον Σταύρο τον ταξιτζή μαζί μας αλλά δεν θα αργήσουμε!

–      Εντάξει!

Κατά τις 8 το βράδυ η «νταμιτζάνα», ο πατέρας μου ο «Τρούμαν», ο Γκρίλλας και ο ταξιτζής πάνε στο Τμήμα εκεί στην οδό Σπύρου Πάτση, παίρνουνε και τον Παπαγεωργίου το Διοικητή και πάνε στα περιβόλια εκεί κοντά στην Αγίας Άννας!

Τους καλωσορίζουνε οι περιβολαραίοι και σε λίγο έρχονται και τα μεζεκλίκια από τη θράκα που τα ψήνανε!

Να και το κρασί, να τα βρασμένα κολοκυθάκια, να τα φρέσκα αγγουράκια και οι ντομάτες, να το ψωμί το αχνιστό το ζυμωμένο με τα χέρια. Και όλα αυτά για τον καλεσμένο που βέβαια ήταν μαζί τους… τον Διοικητή ντε!!

Αφού φάγανε, ήπιανε, τα βρήκανε σαν παρέα, τελειώσανε την νταμιτζάνα, ήπιανε και από το κρασί των περιβολαραίων , κάποιος ρίχνει την ιδέα να πάνε στα μπουζούκια. Όλοι όπως ήτανε «ψήσανε» και τον «Τρούμαν» και μπαίνουν στο ταξί και βρίσκονται στο Χαϊδάρι στο μαγαζί του Αντώνη του Βλάχου το «ΔΑΣΟΣ»!

Διότι εκεί είχε ανοίξει το μαγαζί, αλλά πάντα με το ίδιο όνομα!!

Με το που φτάνουνε και μόλις μπαίνουνε μέσα τους βλέπει ο Αντώνης ο Βλάχος και αμέσως βγάζει το πιστόλι του και αρχίζει να ρίχνει στον αέρα!!

–      Τι κάνεις ρε Αντώνη του λένε, δεν βλέπεις το Διοικητή της Αστυνομίας?

–      Ρε δε πάει να γ…. εί ! Εδώ ήρθε ο «Τρούμαν»! Τι μου λέτε ρε!

–      Ρε βλάμη Πάνο έλα να φιληθούμε, όλα δικά μου απόψε, όλα για τον «Τρούμαν», λέει ο Βλάχος!

Αμέσως οι σερβιτόροι φτιάχνουν τραπέζι και φέρνουν τα καλύτερα!

Ο Παπαγεωργίου γελάει κάτω από τα μουστάκια του, όταν του λέει ο Βλάχος : «Κύριε Διοικητά σ’αγαπάω, σε σέβομαι, αλλά ο Τρούμαν είναι ο άνθρωπός μου».

Κάποια στιγμή ήρθε η ώρα να φύγουν.

Μπαίνουν στο ταξί και ο Γκρίλλας λέει στον πατέρα μου : «Παναγιώτη πρώτα θα πάμε το Διοικητή και μετά εμάς. Εντάξει»?

–      Εντάξει!

Πάνε λοιπόν τον Παπαγεωργίου σπίτι του και μετά πάνε το «θείο» το Γιάννη τον Γκρίλλα, που όπως κάθε βράδυ ή .. ημέρα μετά την ταβέρνα, δεν τον περίμενε η γυναίκα του η θεία Θοδώρα, αλλά η πεθερά του η Αργυρούλα με ένα τηγάνι πίσω από την αυλόπορτα!

Τον αφήνουμε λοιπόν καλημερίζονται και φεύγει ο πατέρας μου αγκαλιά με την άδεια νταμιτζάνα για το σπίτι.

Το σπίτι του Γκρίλλα ήταν στην οδό Τριπτολέμου, εμείς μέναμε στην οδό Ευπολπιδών, που είναι κάθετος στην Τριπτολέμου!

Το σπίτι το ήξερε ο Σταύρος. Πηγαίνοντας λοιπόν βλέπουνε την μάνα μου με μια σκούπα στο χέρι να σκουπίζει το πεζοδρόμιο, διότι ήταν πρώτη φορά στα τόσα χρόνια, που ο πατέρας μου δεν είχε έρθει στο σπίτι και ανησυχούσε!

Την βλέπει ο Σταύρος και λέει στον πατέρα μου :

–      Εδώ είμαστε κυρ Παναγιώτη!

Ο πατέρας μου του λέει …

–      Όχι παραπάνω….

Συνεχίζει ο Σταύρος, αλλά τον κυνηγάει η μάνα μου, που είδε τον πατέρα μου στο ταξί, φωνάζοντας :

–      Εδώ.. εδώ!!!!

Όμως ο δρόμος τελειώνει στην Ιεροφαντών, έτσι ο Σταύρος γυρνάει κι αφήνει τον αφέντη τον πατέρα μου στο σπίτι!

Βέβαια πέφτοντας στο κρεβάτι σηκώθηκε την άλλη μέρα!

Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά έξω από το σπίτι και αυτό στα μπουζούκια του Αντώνη του Βλάχου!

https://georgepsarropoulos.wordpress.com

Πίσω στα παλιά

No comments: