27.6.15

ΕΝ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩ…..ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΕΣ , ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ..ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ


ΟΣΑ  ΘΥΜΑΜΑΙ
ΧΑΡΟΠΟΥΛΙ , ΝΤΒΕΤΣ’ΚΑΣ ΚΑΙ  ΑΛΛΑ  ΠΟΛΛΑ ..

Τζάκι

  Θυμάμαι , τον παλιό  καλό  καιρό , τα χειμωνιάτικα βράδια στο τζάκι , με τηγανιτό χοιρινό   Παλιοξαρίτικο , ματιές και  τσιγαρίδες  που μας έφερναν τα παιδιά που έμεναν στα δυο δωμάτια του σπιτιού μας , ή χοιρινό με τραχανά , κοκκινιστούλι , θυμόμασταν  ό,τι  απίθανο  μπορεί  να  βάλει  ο  νους  σας .. και μέχρι να αποφάμε , λέγαμε και τι δεν λέγαμε .

   Η μάνα μας , για να..φυλάει τα έρμα , όλο και μας φόβιζε , αλλά πάντα μας έλεγε πράγματα που και η ίδια τα πίστευε , γιατί έτσι της έλεγαν από μικρή . Επειδή κάποια βράδια , χειμώνα καλοκαίρι , ακουγόταν ένα ..” σκούξιμο “ πουλιού , κάτι σαν κλάμα , μας έλεγε πως σκούζει χαροπούλι , και όταν .. “ το λέει το χαροπούλι “ μας έλεγε , κάποιος θα πεθάνει …

   Κάποιες βέβαια φορές , μάλλον από σύμπτωση , τύχαινε  να πεθάνει κάποιος στο  χωριό  , οπότε η μάνα μας , μας θύμιζε το τι μας είχε ειπωμένο , και έτσι πέρναγε και σε μας ό,τι είχαν πει και σ’ αυτή οι γονείς της , αλλά και οι συγγενείς και οι  γείτονες …

   Το  “ χαροπούλι “ λοιπόν , δεν  το ‘χαν  σε  καλό , κι’αμα  μάλιστα ,  το ‘ λεγε  κλαίγοντας , σε  κάποια  τσαγαλιά  της  γειτονιάς  μας , άκουγα  τη  μάνα  μας  να  μολογάει ..” τ’ αηκούτε ; είναι  ολοφάνερο  , κάποιος  θα  πεθάνει ..”

   ‘Ετσι  λοιπόν  μεγαλώσαμε , και όλα  τα  Λιδορικιωτόπουλα  πιστεύω , με μια..προκατάληψη  για  το  έρμο  το  χαροπούλι , που  του  αποδίδανε  ένα  σωρό  κακές ..ιδιότητες , που  μάλλον δεν τις  είχε το  έρμο..

   Θα  πρέπει  εδώ  να  πούμε , πως από  όλους  που  μας  έλεγαν  τα  χίλια  μύρια  για  το  χαροπούλι , ελάχιστοι το  είχαν  δει  και  ήξεραν  πως  είναι , όλοι  βέβαια γνωρίζαμε  πως  είναι  ένα  πουλί  κάτι  σαν  κουκουβάγια , ίσως  λίγο  μεγαλύτερο , αλλά  δεν  το  είχαμε  δει  ποτέ ..

Ας  δούμε  όμως  κάποια  χαρακτηριστικά στοιχεία της  κουκουβάγιας , που  είναι  κοινά  με  του  χαροπουλιού .

Οι κουκουβάγιες μπορούν να περιστρέψουν το λαιμό και το κεφάλι τους 270 μοίρες κι έτσι μπορούν να δουν και πίσω τους, χωρίς να στρέψουν τον κορμό τους. Αυτό γίνεται γιατί έχουν αναπτύξειεπιπλέον σπονδύλους στον αυχένα τους.

Αιγιωλιός ο πένθιμος (Aegolius funereus)

Κοινή ονομασία: Χαροπούλι, Αιγωλιός

Η κουκουβάγια για να θανατώσει τη λεία της τη χτυπά με το δυνατό ράμφος της στο πίσω μέρος του κεφαλιού της.

Έχουν την έμφυτη ικανότητα να πετούν σχεδόν αθόρυβα

Να  δούμε  όμως  τη  γράφει  ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ  στο  βιβλίο του

ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ “ που  μας  καλύπτει  απολύτως , αφού και  στην  Καρπενησιώτικη  περιοχή , τα  ίδια  ήθη , έθιμα , προλήψεις  , προκαταλήψεις και..δεισιδαιμονίες , με  τη  δική  μας  υπάρχουν .

ΤΟ ΧΑΡΟΠΟΥΛΙ

Θα ξαναγεννηθούν μια μέρα

τα χωράφια καθαρισμένα

από τις πλάνες των, τις τρομάρες των

και τις τρέλες των;

Βεράρεν

   “ Πλάνη, τρομάρα, τρέλλα είναι η παράδοσις του Χαροπουλιού, είναι όμως μία μοιραία δημιουργία της ελληνικής ψυχής. Εκείνοι που τόσον συχνά αφορί­ζουν την παράδοσιν αυτήν αν θελήσουν να εξετάσουν προσεκτικότερα όσον λαογραφικόν υλικόν έχει συγκεντρωθή, θα ιδούν τα εξής. Ότι διά λόγους των οποίων η εξέτασις είναι έξω από την συλλεκτικήν αυτήν εργασίαν, ο ελληνικός λαός είτε ως άνθρωπος είτε ως έθνος ηυτύχησε, δυστύχησεν, εχάρη, έκλαυσε, εσκέφθη, ευθύμησε, εφιλοσόφησε, στα πουλιά πρωτομίλησε, εκείνα ένοιωσε ως φίλους του, ως συντρόφους, ως αδελφούς του. Πουλιά του φέρουν το μήνυμα την 29 Μαΐου του 1453, πουλιά τον καλούν στα βουνά το 1821, πουλιά τον χαίρονται αρματολό, πουλιά παρα­στέκουν στον αγώνα του, τον τραγουδούν, τον κλαίουν, τον μοιρολογούν. Με τι εμπιστοσύνην τα καλεί.

Εσείς πουλιά του κάμπου

και της Ρούμελης

για χαμηλώστε λίγο

να γράψω στα φτερά σας

γράμμα και γραφή.

Και πώς τα βλέπει γύρω του να τον συμπονούν, σαν ιδικόν των άνθρωπον.

Κι ένα πουλί του τόπου του

παρακαλούσε τ’ άλλα.

-Πουλιά μου να τ’ αφήσετε

τα μάτια και το χέρι,

να γράψη γράμμα και γραφή

στη δόλια του τη μάνα.

Πώς λοιπόν ήτο δυνατόν να μην υπάρχη και ένα πουλί, το οποίον να του προαναγγέλλη τον θάνατον του και να κλαίη γύρω από το σπίτι του άμα φθάση «η μαύρη ώρα»; Το πουλί αυτό, το Χαροπούλι, είναι η ψυχή ενός πεθαμένου, η οποία ακούει εκεί που βρίσκεται τίνος ήλθεν η ώρα και έρχεται το σπίτι του να κλάψη. Αν προφθάση κανείς να το σκοτώση, λέγουν πως ο Χάρος εμποδίζεται.

Είδαν άνθρωποι με τα μάτια τους ένα σπουδασμένο παιδί (την τραγική του ιστορία την διηγήθη εις ένα θαυμάσιο διήγημα του ο Ζ. Παπαντωνίου) να παλαίβη με το Χάρο εις ένα βουνό της Ευρυτανίας. Έξαφνα τη νύχτα ακούει σ’ ένα δέντρο το Χαροπούλι. Η παράδοσις ξυπνά τόσον δυνατά μέσα σ’ εκείνο το άμοιρο παιδί, που έζησε με βιβλία και με φως, ώστε ζητεί όπλον να πυροβολήση το πουλί. Τα σβυσμένα νεκρικά χέρια του επήραν τόση δύναμι, ώστε να κινηθούν ορ­μητικά για να πάρουν ντουφέκι.

Υπάρχει Χαροπούλι; Πλήθος χωρικών το έχει ακούσει, αλλά κανείς δεν το είδε, και όσοι λέγουν ότι το είδαν, το παριστούν τόσο διαφορετικά, ώστε στο μόνον που συμφωνούν είναι η φωνή του. Ότι ακούεται κάποτε μια «στριγγιά» φωνή στους λόγγους και τα χωριά είναι αλήθεια. Αλλά πώς τότε, θα πη κανείς( δεν υπάρχει Χαροπούλι και υπάρχει η φωνή του; Χωρικοί παραμερισμένοι λίγο από την πρόληψη, βοσκοί νυκτόβιοι, που θα σας φανή παράξενον αν τους ακούσετε να λέγουν ότι οι Νεράιδες και οι Διάβολοι υπάρχουν μόνον στα παραμύθια, λέγουν ότι το πουλί με την στριγγιά φωνή είναι η Κουκουβάγια.

Ο Υπουργός λοιπόν ή η Εταιρεία που θα κάμη τον λαόν να αγαπήση την Κουκουβάγια, δεν θα αποδώση μόνον εις την γεωργίαν ένα ευεργετικό πουλί, το οποίον, όπως σας έλεγα προ ημερών, σώζει την Ελλάδα από καταστροφάς εκατομμυρίων και το οποίον αλλού τόσον καλά το εγνώρισεν ο γεωργός, ώστε να του δώση θέσιν στο σπίτι του, αλλά θα απαλλάξη και την ελληνικήν ψυχήν από μίαν παράδοσιν, η οττοία κατήντησεν αληθινή τυραννία του αγροτικού κόσμου. Λέγουν πως εχάθησαν άνθρωποι από την υποβολήν του θανάτου, με την οποίαν εγέμισε την ψυχήν των η φωνή του Χαροπουλιού.

Φαντασθήτε τι τρομερόν πράγμα είναι να πεθαίνουν άνθρωποι από την φωνήν ενός πουλιού, το οποίον έρ­χεται να κάμη ένα καλό στο σπίτι, αν είναι, ως δεν αμφιβάλλω, η Κουκουβάγια. Αν λοιπόν ποτέ καμμία Εταιρεία ή το Κράτος αποφασίση να αναστήση εις την λαϊκήν αγάπη το ιερό πουλί της Αθηνάς, το πρώτο που έχει να κάμη είναι να κάψη ότι έχει γραφή για το αθώο αυτό πουλί, εις βάρος του οποίου ωργίασαν τόσοι συγγραφικοί υστερισμοί “.

Tyto alba (Ανθρωποπούλι)

Κοινή ονομασία: Ανθρωποπούλι, Χαροπούλι.
Τάξη: Γλαυκόμορφα
Οικογένεια: Τυτονίδες
Μέγεθος (cm): 33-39
Άνοιγμα φτερούγων (cm): 85 – 93
Περίοδος εκκόλαψης: 30 - 34 μέρες
Αυγά ανά γέννα: 4 - 7
Τροφή: μικρά θηλαστικά , πουλιά, τρωκτικά

Eίναι ανοιχτόχρωμη κουκουβάγια μετρίου μεγέθους.Το πάνω μέρος της κεφαλής, του σώματος και των φτερούγων της είναι χρυσαφί με άσπρα και μαύρα στίγματα.Το κάτω μέρος του σώματος της και των φτερούγων είναι άσπρο. Σε μια άλλη παραλλαγή η πλάτη του πουλιού έχει σκουρόχρωμο-καστανό χρώμα και η κοιλιά του είναι χρυσοκίτρινη με πολλά στίγματα. Έχει μεγάλο στρογγυλό κεφάλι με μαύρα στρογγυλά μάτια και γαμψό ράμφος. Το πρόσωπό του είναι άσπρο προς κρεμ και έχει σχήμα καρδιοειδές, πλαισιώνεται δηλαδή από μικρά και πυκνά δαντελωτά φτερά που του δίνουν σχήμα καρδίας. Οι φτερούγες του και τα πόδια του είναι σχετικά μακριά. Διαθέτει γαμψά νύχια.

Την ονομασία Ανθρωποπούλι την πήρε λόγω της ανθρωπόμορφης όψης του ενώ Χαροπουλι ονομάστηκε λόγω του ανάλαφρου πετάγματος του, της λευκής εμφάνισης του στο σκοτάδι και της ανατριχιαστικής φωνής του. Αρσενικό και θηλυκό έχουν την ίδια εμφάνιση. Συχνάζει σε ανοικτές περιοχές με αραιά δέντρα, φάρμες και άλλες αγροτικές και κατοικημένες περιοχές. Είναι νυχτόβιο αρπακτικό πουλί που παρατηρείται κυρίως κατά το σούρουπο και τις νυχτερινές ώρες. Τη μέρα βρίσκει καταφύγιο σε σκοτεινά μέρη όπως αποθήκες, εκκλησίες, εγκαταλελειμμένα κτήρια, ερειπωμένα σπίτια, τρύπες βράχων και κουφάλες δέντρων.

Τρέφεται κυρίως με τρωκτικά όπως ποντικούς και κάποτε μικρά πουλιά, βατράχους και έντομα.Η αύξηση του είδους αυτού θα συμβάλει στην καταπολέμηση των επιβλαβών τρωκτικών. Είναι μόνιμος κάτοικος της Κύπρου και είναι προστατευόμενο είδος.

   Αυτό  λοιπόν  είναι  το  “ Χαροπούλι “ ή  “ Ανθρωποπούλι “ , όπως  θέλετε  πείτε  το , που  μας..ταλάνιζε  στα  παιδικά  μας  χρόνια , “ κόβοντάς  μας  το  αίμα “ όταν  κάποια  βράδια  σκοτεινά το  ακούγαμε  να  σκούζει ..και  βέβαια , είχαμε  που  είχαμε  το …φόβο  μας , βλέπαμε   και  τις  μανάδες  μας  να  σταυροκοπιούνται και  να αναφέρουν  το..” θάνατο “ και  άντε  μετά  να  ησυχάσεις ..

   Πάντως , κακά  τα  ψέματα , και  τώρα αν  καμιά  βραδιά  στο χωριό  μας  , ακουστεί  χαροπούλι , πάλι  τα  ίδια..συναισθήματα  νοιώθουμε , μάλιστα , εκείνο  τον  απροσδιόριστο  φόβο , που  τον..πολλαπλασίαζε το  μουρμουριτό και  το..σταυροκόπημα  της  μάνας  μας ..

             Ο  ΝΤΒΕΤΣ’ΚΑΣ

   Να ‘ταν όμως  μοναχά  το…χαροπούλι , πάει  στο  καλό , εδώ  ΄τραβάγαμε..ξενύχτια ζόρικα , ακούγοντας  ιστορίες  για  άλλο ..βάσανο , που  ήταν  βαθιά  ριζωμένο  στο  νου  των  παλιότερων και  που “ πιστεύοντάς το “ ατράνταχτα ..το  μετέφεραν  και  σε  εμάς .

   Μη  μου  πείτε  πως υπάρχει  Λιδορικιώτης , κάπως  μεγάλος , που  να  μην  έχει  ακούσει  από  παππούδες , γιαγιάδες και γονείς , εκείνες τις  απίθανε  ιστορίες  για  τον  περίφημο “ Ντβέτσικα “ ή..” Ντβέτσ’κα “ στα..Λιδορικιώτικα ..

   Μάλιστα  φίλοι  μου , ο  πιο   γνωστός..άγνωστος , ο  φόβος  κι’ ο  τρόμος  των  παιδικών  μας  χρόνων ήταν ο κύριος Ντβέτσικας , για  τον  οποίο , όλοι μιλούσαν , ΌΛΟΙ  ΤΟΝ..ΗΞΕΡΑΝ  και  διηγούνταν  χιλιάδες  απίθανε  ιστορίες , όλοι  μας  παραμύθιαζαν , αλλά  κανένας  ΠΟΤΕ  ΔΕΝ  ΤΟΝ  ΕΙΧΕ  ΔΕΙ , μάλιστα  ΚΑΝΕΝΑΣ   ΠΟΤΕ …

   Οι ..” Ντβετσ’κο..ιστορίες “ κυκλοφορούσαν  σε  πολλές  και  διάφορες παραλλαγές ..και  πάντα  ο  αφηγούμενος , ό,τι  έλεγε  το  πίστευε και φυσικά  δεν  σήκωνε  κουβέντα..αμφισβήτησης .

   Πολλές  τέτοιες  ιστορίες , μα  έλεγε  η  σχωρεμένη  η  μάνα  μας , μια   μάλιστα αυτές , την  πίστευε  τόσο  πολύ που  την  αφηγούνταν σαν ,   να  ήταν  ένα  πραγματικό  γεγονός , αξίζει  να  σας τη  διηγηθώ , γιατί αν  την   καλοπροσέξετε , θα  δείτε  πως  πίσω  απ’ όλα κρύβονται  οι  ριζωμένες προλήψεις  και  προκαταλήψεις…

   Νέα  κοπέλα  η  μάνα  μου , δεν  είχε  ακόμα  παντρευτεί , και  φυσικά  ασχολιόταν  με  τις  δουλειές  του  σπιτιού αλλά  και  εξωτερικές  δουλειές , πήγαινε  δηλαδή  για  πουρνάρια και  για  ξύλα , που  χρειάζονταν  για  το  σπίτι .  Για  ξύλα  , πήγαιναν παρέες  ..παρέες , συνήθως  κοριτσιών , και  ξεκινούσαν  νύχτα  απ’ το  χωριό , γιατί  η  απόσταση ήταν  μακρινή , πήγαιναν κάτω  στο Αβοριώτικο ή  το  Λουτσοβιώτικο , όπου ξεκίναγαν  αχάραγα  ακόμα  και έκοβαν  η  κάθε  μια  τα  ξύλα  της , “ έφτιαχνε “ όπως  έλεγαν η  καθεμιά  τα  δικά της , και  όταν τελείωναν , τα  φόρτωναν και  γύριζαν  αργά  το  μεσημέρι , ή  το  απόγευμα  στο  Λιδορίκι .

   Η  διαδρομή , η  γνωστή  παλιά  διαδρομή , πριν  βέβαια  γίνει  η  λίμνη . Κατέβαιναν από  μονοπάτι  που  πήγαινε  προς  Βελούχι , περνούσαν  απέναντι , κόβοντας  δρόμο , κι’ απ’τα  Χάνια ανέβαιναν προς  το  Αβοριώτικο .

   Κατεβαίνοντας κάτω  στα  παλιά  αμπέλια μας ( τα..παλιάμπελα ) και  τραβώντας  προς  τα  Χάνια του Στενού , στη  δεξιά  μεριά  του  ποταμιού , υπήρχαν  νερόμυλοι , Σφετσαίϊκοι νομίζω ,  εκεί λοιπόν παραδίπλα ,  υπήρχε  ένας  μεγάλος  πλάτανος ,  ο “ Ασημένιος ( Ασ’μένιος ) έτσι τον  έλεγαν  , το  γιατί  δεν  το  γνωρίζω , αυτό  όμως που  ξέρω είναι  , πως  όταν αναφέρονταν  σ’ αυτόν  τον  πλάτανο  , κι’ αυτό γινόταν  συχνά , δεν  ξέρω γιατί ,  ήταν  πάντα..κουμπωμένοι και   διηγούνταν  πολλές  και  διάφορες  περίεργες ιστορίες για ..” ξωτικά “ , “ ξωτ’κα “ , όπως  τα  λέγανε ..και  τα  παρόμοια

   Αποβραδίς  λοιπόν  κάποια  μέρα , τα  κορίτσια κανόνισαν  την  άλλη  μέρα να  πάνε  για  να  “ φτιάξουν “ ξύλα , πολλά  κορίτσια και  μαζί  τους  θα  ήταν  και  ένας  άνδρας , ο  Θεοχάρης Καραχάλιος , Μπολωτοδιοχάρης , όπως τον παραγκώμιαζαν .

   Στην παρέα  ήταν  και  η  Αργυρή Καρυδάκη , Σαβρακοαργυρή το…καλλιτεχνικό  της , η  οποία  τελευταία είχε  χάσει  από  φυματίωση , αν  θυμάμαι  καλά , ένα  αδερφό  της , νέο , λεβέντη , ψηλό  και  όμορφο , και  όπως καταλαβαίνετε  η  Αργυρή η  σχωρεμένη , ήταν  πικραμένη , φαρμακωμένη ...

   Ήταν συνομήλικη με τη  μάνα  μου , ήταν  και  γειτονοπούλες , αυτό  που  σήμερα  λέμε  ..” κολλητές “ , και  στο  δρόμο , ήταν  ακόμα  ..πήχτρα σκοτάδι , βαδίζανε δίπλα  δίπλα , χαζοκουβεντιάζοντας . Πλησιάζοντας λοιπόν  στον  “ Ασημένιο  πλάτανο “ , μια  κοπέλα  που  προχώραγε  πιο  μπροστά , γυρίζει στη  μάνα μου  και την  Αργυρή και  μιλώντας..χαμηλόφωνα  και..” συνωμοτικά “ τους  λέει , : Μη μιλάτε  μαρί , κοιτάξτε  πάνω  στην  κορφή στον  πλάτανο  και  μη  μιλάτε , κατάκορφα  είναι  ο  αδερφός  της  Αργυρής , φουστανελάς  πεντάμορφος  και..χορεύει , κοιτάτε  και  μη  μιλάτε ..

   Αυτό  βέβαια  ειπώθηκε  και  στις  άλλες  κοπέλες , που  φυσικό  ήταν  να  παγώσουν , η  δε  Αργυρή έβαλε  τα  κλάματα και  οι  άλλες  προσπαθούσαν να  την  ηρεμήσουν . Βέβαια , όταν  ρώτησα  τη  μάνα μου αν υπήρχε  ομοφωνία  στις  κοπέλες , αν  όλες  δηλαδή  έλεγαν  πως  βλέπουν  τον  φουστανελά  να  χορεύει πάνω  στον  πλάτανο , μου είχε  πει , πως  κάποιες  απ’ τις  κοπέλες , δεν  έβλεπαν  τίποτα , αλλά  οι  περισσότερες  κι’ ο  Μπωλοτοδιοχάρης , έβλεπαν , ή  πίστευαν  πως  έβλεπαν  το  λεβέντη  τον  αδερφό  της  Αργυρής  να  χορεύει  στην  κορφή  στον  πλάτανο .

   Προχώρησαν , αποφεύγοντας  να  μιλάνε , γιατί όπως  έλεγαν  τότε , αν  δεις  ή  ανταμώσεις ξωτικό , και  εννοούσαν φυσικά  τον “ Ντβέτσικα “ , δεν  πρέπει να  μιλήσεις  γιατί  θα  σου  πάρει  τη  φωνή . Η  περιπέτειά  τους  όμως  δεν  είχε  τελειωμό , αφού  περπάτησαν και  έφτασαν  στο  μέρος  που  θα  έφτιαχναν  τα  ξύλα  τους , και  επειδή  ήταν  ακόμα  πολύ  νωρίς  και  δεν  καλοέβλεπαν , για  να  ξεχωρίζουν τα  κούτσουρα  ( κούτσερα ..στα  Λιδορικιώτικα ) , έκατσαν να  ξαποστάσουν  και  να  ηρεμήσουν  μετά  απ’ την  τρομάρα  που  είχαν  πάρει .

   Κάποια  στιγμή  ο  Διοχάρης , σηκώθηκε και  τους  είπε  πως  πάει  να  αρχίσει  να  κόβει  ξύλα , λίγο  παραπέρα  , ψάχνοντας  βέβαια  μέσα  στο  σκοτάδι . Δεν  πέρασε  πολλή  ώρα , και  μέσα  στην  νύχτα  και  την  απόλυτη  ησυχία  στην  πλαγιά  του  βουνού , ακούνε το  Διοχάρη  να  φωνάζει  σκούζοντας , “ Ωχ.. Μανούλα  μου…μανούλα  μου “ και  να  βογκάει σχεδόν  κλαίγοντας τρομοκρατημένος .

   Έτρεξαν  όλες  προς τη  μεριά  που  ακούγονταν  οι  φωνές και  σε  κάποια  απόσταση  βρήκαν  το  Διοχάρη  σε  κατάσταση …έξαλλη , λέγοντας  συνέχεια  …Ωχ , με  σκότωσε , Ωχ με  σκότωσε ..

   Τον  ηρεμήσανε  λίγο , και  άρχισαν  να  τον ρωτάνε  τι  ακριβώς  του  συνέβη , και  που  είναι  το  τσεκούρι  του , γιατί  δεν  το  είχε  μαζί του , και  τότε  τους  είπε πως  παραπέρα  λίγο , βρήκε μεγάλα  δέντρα  πεσμένα και προσπάθησε  να  αρχίσει  να  κόβει , αλλά του  πέταξαν  το  τσεκούρι  και  του  σπάσανε  τα..χέρια .

   Αφού  λοιπόν  ξημέρωσε , έψαξαν  για  το  τσεκούρι , για  να  καταλάβουν  τι  είχε συμβεί  τελικά , έχοντας  πάντα  κατά  νου , μετά  το  φουστανελά  του “ Ασημένιου  πλάτανου “ και  τον..” ντβέτσικα “ που , προφανώς , είχε  ταλαιπωρήσει  τον  καημένο  τον  Διοχάρη .

   Πράγματι , λίγο  παραπέρα , αντίκρισαν μια  πελώρια ..” πλακολιθιά “ από πέτρα  σκληρή..γαλάζια , και  παραδίπλα  πεταμένο το  τσεκούρι  του  Διοχάρη , ο  έρμος πήρε  την  πλακολιθιά για..κορμό  δέντρου  και προσπάθησε  να  την…λιανίσει ..

  Πολλές  τέτοιες  ιστορίες , για  ξωτικά και  κυρίως για  τον   Ντβέτσικα , κυκλοφορούσαν  και  ακούγαμε  παιδιά , αλλά και  μεγαλύτεροι , θυμάμαι , στη  δεκαετία  του  60 , που  επανήλθα  στο  χωριό  μας , σας  υπάλληλος  της  ΑΤΕ πια , τα  βράδια  καθόμασταν στο  Αλωνάκι , με  τον  Κώστα  Παπαδόπουλο – Τσίφτη , τον Μίμη  τον  Πίτσιο  και  άλλους  νεαρούς  της  εποχής , συμμαθητές  και  φίλους , και  χαζοκουβεντιάζαμε για  διάφορα  θέματα , πολλές  φορές  δε  και  για  τον ντβέτσικα , αυτές  οι  συζητήσεις κρατούσαν μέχρι  πολύ  αργά , 1-2-3 το  πρωί , και  όταν  εμείς  φεύγαμε  για  ύπνο  ο  Τσίφτης  έφευγε  για  να  ανεβεί  πάνω  στη  Γκιώνα  όπου είχε  τα  ζωντανά  του . Όταν λοιπόν κάποια  φορά  τον  ρώτησα , αν  φοβάται  που  περπατάει  στις  ερημιές  τέτοια  ώρα , κι’ αν έχει  δει  ποτέ  τον ντβέτσικα , μου  απάντησε ναι ,  σχεδόν  με  βεβαιότητα μάλιστα , μας  είπε  , πως  στο  δρόμο του , και  ενώ  είχε  απομακρυνθεί πολύ  απ’ το  χωριό , ξαφνικά  απ’ το  πουθενά , εμφανίστηκε  ένα  μικρό  σκυλάκι που  άρχισε  να  παίζει  και  να  μπερδεύεται  στα  πόδια  του , το  σκυλί  αυτό  κατά  τον  Κώστα  ήταν “ ντβέτσικας “ , αλλά  ο  Κώστας δεν  μίλησε  καθόλου , γιατί  αν  μιλήσεις ( έτσι  λένε )  σου  παίρνει  τη  λαλιά , και  προχώρησε  στο  δρόμο  του , ώσπου  παρακάτω  το  σκυλί , όπως  εμφανίστηκε  ξαφνικά , έτσι και..εξαφανίστηκε , όλα  λοιπόν  έδειχναν , κατά  τον  Κώστα , πως  το  σκυλί  ήταν  ο  ντβέτσικας …

   Παρόμοιες  ιστορίες , και  όλες  σχεδόν με “ ντβέτσικα “ σκυλί , έχω  ακούσει  πάρα πολλές , όπως  επίσης  πολλούς  απ’ αυτούς  που  μιλούσαν  για  τον  Ντβέτσικα , όταν  τους  ρωτούσα  να  μας  πουν πως  είναι , με  τι  μοιάζει , ποτέ  δεν  παίρναμε  απάντηση , κατά  τα  άλλα , όλοι  τον ξέρανε  και  όλοι πίστευαν  στην  ύπαρξή  του .

    Έχουμε  ζητήσει  από χωριανούς μας , να  μας  πούνε  τη  γνώμη  τους  και  να  μας  διηγηθούν  καμιά  σχετική  ιστορία  αν  γνωρίζουν και  ελπίζουμε  να  έχουμε  απαντήσεις , τις  οποίες  φυσικά  και  θα  δημοσιεύσουμε .

    Προς το  παρόν , ας  δούμε  τι  θυμάται  και  μας  λέει  η  αγαπητή  μου  ξαδέρφη  Μαρία Πέτρου – Νταλάκα , που μεγάλωσε  μεν στο  Λιδορίκι , στο  Βαρούσι , αλλά  από  παιδί  μένει  στην  Αμερική , όταν  τη  ρώτησα  σχετικά .

“ Κώστα, εύχομαι να είστε όλοι καλά, άργησα να σου απαντήσω,είχα μερικές δουλειές και τρεχάλες . Είχα ξεχάσει εντελώς τον ντβέτσικα μέχρι που μου το θύμισες . Ναι έτσι ακριβώς όπως το λες, έτσι θυμάμαι από της γιαγιάδες μας να διηγούνται  αυτά το παραμύθια διότι ήταν ένας τρόπος διασκέδασης εκείνα το χρόνια που δεν είχαν επικοινωνία έξω από το χωριό .

   Σαν μικρά παιδιά, όταν ακούγαμε τους μεγάλους να διηγούνται αυτές της ιστορίες, δεν παύαμε να έχουμε  κάποια απορία μήπως υπάρχει και τη θα μεσολαβούσε εάν τυχαία τον συναντούσαμε το ντβέτσικα, θα μας έπαιρνε την φωνή μας η απλώς είναι παραμύθι της γιαγιάς.

   Τώρα μου ήρθε στο νου μια άλλη ιστορία που είχα ακούσει από τον πατέρα μου. Και ίσως να την έχεις και εσύ ακούσει Ήταν κάποιος σε κάποιο χωριό, που είχε πεθάνει η συμπεθέρα του,και ήθελε να πάει να της ανάψει το καντηλάκι το βράδυ στο νεκροταφείο, λέει  στην γυναίκα του θα πάω να ανάψω το καντήλι της συμπεθέρας, του λέει τότε η γυναίκα του που θα πας τέτοια ώρα είναι κακοκαιρία, βρέχει , φυσάει έξω και..νυχτώνει ,  όχι θα  πάω , ήταν καλή η σχωρεμένη η συμπεθέρα θα πάω να της ανάψω το καντηλάκι.  Όταν έφτασε στο νεκροταφείο στον τάφο της συμπεθέρας προσπαθούσε να ανάψει το καντήλι και όλο έσβηνε από την κακοκαιρία και έβαλε την κάπα του κοντά να μην το σβήσει ο αέρας, ενώ το άναψε σηκώνοντας  να φύγει η κάπα είχε πιαστεί από τον σταυρό, και ο συμπέθερος φοβισμένος λέει στην συμπεθέρα,ρε συμπεθέρα εμένα πας να πάρεις  που έρχομαι και σου ανάβω το καντήλι, και έφυγε ολοταχώς αφήνοντας την κάπα εκεί .

   Πέρασαν μέρες, πουθενά να ξεκινήσει ο συμπέθερος  να πάει  να ανάψει το καντήλι, τον ρωτάει η γυναίκα του, καλά δεν θα πας απόψε να άναψες  το καντήλι της συμπεθέρας, και της άπαντα  μπα, προχθές με έπιασε από την κάπα και με τράβαγε να με πάρει κοντά της. “

    Πολλές  λοιπόν  ιστορίες με  νεράιδες , ξωτικά  και..ντβετσικάδες κυκλοφορούσαν στα  χωριά  μας , όπως  βέβαια  παρόμοιες  με  άλλα  όμως  ΄” πρόσωπα “ , κυκλοφορούσαν  και  στις  πόλεις .

    Ποιός  δεν  θυμάται  το “ μαμ “ , τον…” αράπη “ , που  ήταν  ο  φόβος και  ο  τρόμος  των  παιδιών και  φυσικά  μας  τα  έλεγαν , για  να ..” συμμαζευόμαστε “ νωρίς  στα  σπίτια  και  να  μη..νυχτοχαζο..γυρνάμε .

   Δεν  μπορώ  επίσης  να  ξεχάσω , πως  τα  χρόνια  που  μέναμε  στην  Αθήνα , μέχρι  το  1950 , δεν  ξέρω  το  πως  και  το  γιατί , αλλά  εκτός  απ’ τον  ..αράπη κλπ , μας  έλεγαν να  μην  κυκλοφορούμε έξω , γιατί  υπάρχουν  “ Εβραίοι , που  πιάνουν  τα  μικρά  παιδιά και  τους  πίνουν  το  αίμα , και  φυσικά  μας  τρομοκρατούσαν  δημιουργώντας και..μια  προκατάληψη  βαθειά στην  ψυχή  μας . Ειδικά  στην  Καλλιθέα , στη  Χαροκόπου , όπου  έμεναν  τα  αδέρφια  της  μάνας  μου , αυτό  το…παραμύθι  με  τους  Εβραίους , ήταν πολύ  συνηθισμένο …

    Η ενασχόλησή μας  με τις  δεισιδαιμονίες ,  τα ξωτικά , τους θρύλους , τις  προλήψεις και τις προκαταλήψεις  του  χωριού μας , δεν  τελείωσε  εδώ , αλλά  έχουμε  πολλά  ακόμα  να  πούμε ..

    Μέχρι  τότε  , μα  περνάτε  όλοι   καλά

   Απ’ το  “ Λιδωρίκι “ με  αγάπη …..Κ.Κ.-

   ΥΓ : Προσωπικά  έκανα  και  μια  προσπάθεια , να βρω  άκρη , με  το  όνομα “ ντβέτσικας  “, που  κατά  πάσα  πιθανότητα είναι  Σλάβικο , αλλά δυστυχώς , χωρίς  αποτέλεσμα, αν  κάποιος απ’ τους  φίλους  μας  ξέρει  κάτι  σχετικό , ας  επικοινωνήσει  μαζί  μας .

    Επίσης , χρήσιμο  θα  ήταν  να  μας  στείλετε  και  τις  δικές  σας παιδικές  αναμνήσεις , για  τον “ντβέτσικα “ , το “ χαροπούλι “ και  τα  άλλα..ξωτικά ….Κ.Κ.-

No comments: