6.7.15

ΑΠΟ ΤΙΣ ΧΕΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΑΣ Ως ΤΟ ΕΥΡΩ

 

Μετά την ευρω - δοκιμασία που περνάμε όλοι , στην προσπάθεια να κατανοήσουμε ότι το εθνικό μας νόμισμα είναιπαρελθόν, είναι ευκαιρία  να κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν και να γνωρίσουμε το ελληνικό νόμισμα από τη γένεσή του, μέχρι τις μέρες μας, που όπως φαίνεται είναι το τέλος του.

Και στην αρχαία εποχή και στην σημερινή, η δραχμή είναι η βάση του νομισματικού μας συστήματος . Η δραχμή των αρχαίων Αθηναίων-η αττική δραχμή όπως λεγόταν- είχε από τη μια όψη την εικόνα της θεάς Αθηνάς και από την άλλη μια κουκουβάγια. Η Αιγινίτικη είχε από τη μια όψη μια χελώνα και από την άλλη γράμματα κ.α                                                           

       Η πρώτη δραχμή που κυκλοφόρησε μετά την Ελληνική Επανάσταση , στις 8 Οκτωβρίου 1833, είχε από τη μια όψη την εικόνα του Όθωνα, του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας. Από τότε η μεταλλική δραχμή είχε σχεδιασμένο το πρόσωπο του εκάστοτε Έλληνα ανώτερου άρχοντα. Σήμερα χρησιμοποιείται από τη μια όψη το πρόσωπο του Καραϊσκάκη.

         Η δραχμή είχε εκατό λεπτά ή 100 οβολούς, όπως τους λέγανε άλλοτε. Μέχρι το 1922 κυκλοφορούσαν και κέρματα του ενός λεπτού και των δύο λεπτών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 κυκλοφορούσαν ακόμα τα κέρματα των 50 λεπτών, της 1 δραχμής, των 2 δραχμών τα οποία δεν υπάρχουν πλέον σε κυκλοφορία. Τα νομίσματα των 5, 10, 20, 50 και 100 δραχμών υπάρχουν σε κέρματα και των 100 και σε χάρτινο νόμισμα. Από κει και πάνω όλα τα νομίσματα είναι χάρτινα.  Η σημερινή αξία της δραχμής, σε σχέση με τα ξένα νομίσματα, αλλάζει κάθε τόσο. Η ισοτιμία με το ευρώ είναι1 ευρώ ίσον 340,750 δρχ.  

.
Νόμισμα -  Ο παγκόσμιος θεός

Όταν πριν από 27 αιώνες στις όχθες του Πακτωλού ποταμού, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας μαζί με τους Λυδούς επινοούσαν το νόμισμα ίσως δε μπορούσαν να φανταστούν ότι προσέφεραν ταυτόχρονα στην ανθρωπότητα έναν νέο θεό.

Έναν θεό που έφερε όλες τις λατρευτικές συνέπειες: αγαπήθηκε πολύ, δοξάστηκε ,έγιναν πόλεμοι στο όνομά του, κυριάρχησε στη ζωή των ανθρώπων.

Από τα προϊστορικά χρόνια, όταν ανακαλύφθηκαν οι εμπορικοί δρόμοι και άρχισαν οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των πρωτόγονων λαών και φυλών, εμφανίστηκε η ανάγκη της ανταλλαγής. Οι πρώτες συναλλαγές γίνονταν με τη μορφή ανταλλαγής ειδών σε μια πρωτόγονη ισοτιμία μεταξύ των διαφόρων ειδών που ανταλλάσσονταν τότε. Το πρώτο «κλίρινγκ» της αρχαιότητας, το οποίο γινόταν με την ανταλλαγή εμπορευμάτων, το διαδέχθηκε η χρήση του οβελού δηλαδή σούβλας. Η χρήση του οβελού και μάλιστα από σίδηρο ως μέσου ανταλλαγής, δηλαδή ως είδους νομίσματος, εμφανίστηκε πιθανόν στις πρώτες δεκαετίες του 7ου αι. π.Χ. Το πάχος του ήταν τέτοιο ώστε μια παλάμη να μπορεί να κρατήσει έξι τέτοιους οβελούς μαζί.

euro04.jpg (7674 bytes)Ωστόσο οι δυσκολίες από τη μεταφορά των βαριών σιδερένιων οβελών οδήγησαν στην αναζήτηση πιο εύχρηστων και πρακτικών λύσεων, για να φτάσουμε στην εφεύρεση του νομίσματος σε μορφή κέρματος. Οι χελώνες της Αίγινας μαζί με τις γλαύκες της Αθήνας και τους πώλους της Κορίνθου αποτέλεσαν τα τρία διεθνή νομίσματα της αρχαιότητας. Ο Μέγας Αλέξανδρος, δημιουργώντας ένα αχανές κράτος, επέβαλε ταυτοχρόνως ένα πανομοιότυπο νομισματικό σύστημα. Τη σκυτάλη παρέλαβαν οι Ρωμαίοι, ενώ ο χρυσός σόλιδος του Μεγάλου Κωνσταντίνου επικράτησε στη διεθνή οικονομικοπολιτική σκηνή για περισσότερα από 700 χρόνια. Κατά τους νεότερους χρόνους, έλαμψαν ιδιαίτερα περιπτώσεις νομισμάτων εύρωστων, για να φθάσουμε στις ημέρες μας όπου η  μετάβαση στην τρίτη χιλιετία μ.Χ. σημαδεύεται από τη γέννηση του ευρώ.

Οι πρώτες συναλλαγές

        Από τα προϊστορικά χρόνια, όταν ανακαλύφθηκαν οι εμπορικοί δρόμοι και άρχισαν οι συναλλαγές, μεταξύ των πρωτόγονων λαών και φυλών, εμφανίστηκε η ανάγκη της ανταλλαγής .Οι πρώτες συναλλαγές γίνονταν με τη μορφή ανταλλαγής ειδών σε μια πρωτόγονη ισοτιμία μεταξύ των διαφόρων ειδών που ανταλλάσσονταν τότε. Τέτοια είδη ήταν τα ζώα-ο αντίστοιχος χρυσός της εποχής εκείνης, τα γεωργικά είδη με κυρίαρχο το σιτάρι και γενικά είδη που ήταν αναγκαία για τη διαβίωση και την επιβίωση των λαών.

       Με  το  πέρασμα  του  χρόνου  έγινε  προσπάθεια απλοποίησης  με  την  αντικατάσταση  των  ζώων  με  ύλη  εύχρηστη    και  ανθεκτική  που  είχε  πραγματική  αξία, το  μέταλλο. Από  την  τρίτη  χιλιετία  π.Χ.  τα  μέταλλα  αρχίζουν  να  υποκαθιστούν  τα  ζώα  και  άλλα  εμπορεύματα  στις  συναλλαγές. Το  γεγονός  πως  τα  μέταλλα  δεν  σάπιζαν, θα  πρέπει  να  ενίσχυσε  την  χρησιμότητά  τους  , ήταν  σχεδόν  άφθαρτα, εύκολα  στη  μεταφορά  και  την  αποθήκευση. Έτσι  ο  χρυσός  ή  το  ασήμι  αποτελούσαν  έναν  αποτελεσματικό  τρόπο  πληρωμών, ένα  είδος  χρήματος. Για μια  μακρά, όμως,   μεταβατική  περίοδο  η  συναλλαγή  με  αποτίμηση  σε  ζώα  παρέμενε  σε  ισχύ. Στον  Όμηρο  κοινό  μέτρο  αξίας  είναι  ο  βούς. Τα  χάλκινα  όπλα  του  Διομήδη  είναι  κατά  την  αξία  εννεάβοια, ο  ευκατάστατος είναι  πολυβούτης, ο  φτωχός  αβούτης.

      Στα  μεταβατικά  εκείνα  χρόνια  εμφανίζονται  και  οι  σιδερένιοι  οβελοί. Στην  ηπειρωτική  Ελλάδα  και  ειδικότερα  στην  Αργολίδα,  συντελέστηκε  ένας  νεωτερισμός,   που  αποδίδεται  από  ορισμένους  στο  βασιλιά  του  Άργους  Φείδωνα, ο  οποίος  καθιέρωσε  τη  χρήση  του  μετάλλου,  ως  νομίσματος  με  τη  μορφή  οβελών, που  μοιάζουν  με  τους  μαγειρικούς  οβελούς, δηλαδή  της  σούβλες. Η  χρήση  των  οβελών  ήταν  ευρύτατα  διαδεδομένη  και  για  το  λόγο  αυτό  επικράτησαν  αμέσως  και  ως  μέσο  συναλλαγής. Η  χρήση  τους  ήταν  ταυτόχρονα  πρακτική, καθώς  χρησίμευαν  στο  ψήσιμο  ζώων, και  νομισματική, εφόσον  αναπλήρωναν  με  επιτυχία  τα  προηγούμενα  μέσα  συναλλαγής. Μια  πραγματικά  πρωτότυπη  ιδέα. Το  πάχος  κάθε  οβελού  ήταν  τόσο  λεπτό, ώστε  το  χέρι  ήταν  δυνατό  να  κρατήσει   έξι  συγχρόνως.

Τα πρώτα νομίσματα

Τα πρώτα νομίσματα, που κατασκευάστηκαν από ήλεκτρο, φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου σε αναλογία περίπου 70 προς 30 ­, κόπηκαν στη Λυδία και Ιωνία της Μ. Ασίας.

Ορισμένοι πιστεύουν ότι η εφεύρεσή τους οφείλεται στους Λυδούς, ενώ άλλοι την αποδίδουν στους Ελληνες της Ιωνίας.

Τα παλιότερα νομίσματα δεν φέρουν παραστάσεις. Γρήγορα όμως αποκτούν παράσταση στη μια τους όψη, ενώ στην άλλη υπάρχει ένα έγκοιλο τετράγωνο. Ωστόσο, μετά τα μέσα περίπου του 6ου αι. π.Χ., συναντούμε παραστάσεις και στις δύο όψεις τους. Πάνω στα αρχαία ελληνικά νομίσματα, εκτός από παραστάσεις θεών και ηρώων ­ συχνά ορισμένα από τα παλιότερα νομίσματα εικονίζουν ζώα ή τέρατα σχετιζόμενα επίσης με θεούς ­, έχουμε μυθολογικές παραστάσεις, παραστάσεις που αναφέρονται σε ιστορικά ή αθλητικά συμβάντα, στις ίδιες τις εκδότριες πόλεις και σε προϊόντα ιδιαίτερα σημαντικά για την οικονομία τους, αργότερα, τέλος, και απεικονίσεις βασιλέων.

         Μαζί με την εμφάνιση των νομισμάτων, όπως ήταν φυσικό, δημιουργήθηκαν και τα πρώτα νομισματοκοπεία. Οι τρόποι κοπής στην αρχή ήταν διαφορετικοί σε κάθε πόλη-κράτος σε ότι αφορά στη χρήση διαφόρων εργαλείων και τεχνικών μέσων. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στη Λυδία από το βασιλιά Γύγη.

          Το ήλεκτρο (φυσικό μίγμα χρυσού και ασημιού σε αναλογία 73% και 27%) το οποίο βρισκόταν σε μορφή σβώλων στον ποταμό Πακτωλό, πρώτα θερμαινόταν για να γίνει εύπλαστο, στη συνέχεια το τοποθετούσαν πάνω σε μια βάση όπου υπήρχε μια μήτρα με χαραγμένη την όψη που θα έφερε το νόμισμα, κατόπιν με το χτύπημα μιας σφήνας το νόμισμα έπαιρνε τη μορφή και το σχήμα του. Ο τρόπος αυτός κατασκευής νομισμάτων θα παραμείνει πάνω-κάτω μέχρι το 17ο αιώνα (σε μερικές χώρες μέχρι το 1950). Αργότερα τον 17ο αιώνα με την ανακάλυψη των μηχανημάτων κοπής η διαδικασία είναι όπως την ξέρουμε σήμερα.

Στατήρας της  Αίγινας

Η μορφολογία του εδάφους της, νησί με ψηλά βουνά και περιορισμένη καλλιεργήσιμη γη, στον μυχό του Πειραϊκού Κόλπου, έστρεψε από νωρίς τους κατοίκους της στη θάλασσα προκειμένου να κερδίσουν τη ζωή τους. Τα αιγινητικά πλοία, τα οποία ταξίδεψαν σε όλο το πλάτος και το μήκος της Μεσογείου μεταφέροντας εμπορεύματα, προσπόρισαν πλούτο και δύναμη στο νησί.

    Ο αρχαϊκός αιγινητικός στατήρας με την παράσταση της θαλάσσιας χελώνας, χρονολογείται γύρω στο 570 π.Χ. Οι γνωστές από τις πηγές χελώνες κόπηκαν σε μεγάλες ποσότητες και κυκλοφόρησαν ευρύτατα τόσο στον ελλαδικό χώρο, στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Πελοπόννησο, Κυκλάδες, Κρήτη, όσο και στην Ανατολή, όπως προ-κύπτει από τη μαρτυρία των «θησαυρών». Η παράσταση της θαλάσσιας χελώνας πιθανότατα σχετίζεται, όπως και η Αφαία, με μια μεσογειακή θεότητα που είχε προηγηθεί του κλασικού ελληνικού πανθέου. Η αιγινητική δραχμή εκαλείτο από τους Αθηναίους παχεία δραχμή, εφόσον ο αιγινητικός σταθμητικός κανόνας ήταν βαρύτερος από τον αθηναϊκό.

        Τόπος προέλευσης του αργύρου, της πρώτης ύλης, για την κοπή των στατήρων αυτών πρέπει να υπήρξε η Σίφνος, τα μεταλλεία αργύρου της οποίας βρίσκονταν στο μεγαλύτερο στάδιο παραγωγής κατά τον 6ο αι. π.Χ. Μετά τους Περσικούς Πολέμους (γύρω στο 480 π.Χ.) η παραγωγή του νομισματοκοπείου της Αίγινας μειώνεται σε σύγκριση με εκείνη του προηγούμενου αιώνα, καθώς τη θέση του αιγινητικού νομίσματος στην κυκλοφορία καταλαμβάνει αυτό της Αθήνας.

     Στα χρόνια που ακολούθησαν η επεκτατική πολιτική της Αθήνας περιορίζει την κυριαρχία της Αίγινας στη θάλασσα, οι κάτοικοι της οποίας τελικά γίνονται φόρου υποτελής (457 π.Χ.) στους Αθηναίους..

Αθηναϊκά τετράδραχμα

  Στο τέλος του 6ου αι. π.Χ εμφανίζονται τα τετράδραχμα με την κεφαλή της Παρθένου Αθηνάς στην πρόσθια όψη και τη γλαύκα, το ιερό σύμβολο της θεάς, στην οπίσθια. Είναι η εποχή που η Αθήνα με την επικράτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος του Κλεισθένη αναπτύσσεται οικονομικά και πολιτιστικά για να εξελιχθεί σε οικουμενική δύναμη μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων. Θα παραμείνει, διαφοροποιούμενος στυλιστικά ανάλογα με τις επιταγές της εποχής, ως το τέλος της κλασικής αρχαιότητας. Για πέντε αιώνες, από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. ως τα μέσα σχεδόν του 1ου αι. π.Χ., οι γλαύκες θα γνωρίσουν πρωτοφανή διάδοση. Θα κυκλοφορήσουν σε Ανατολή και Δύση και θα παίξουν έναν σημαντικό ρόλο στην οικονομία του αρχαίου κόσμου.

     Μετά τη νικηφόρα έκβαση των Μηδικών Πολέμων και τη μεταφορά του ταμείου της Αθηναϊκής Συμμαχίας από τη Δήλο (454 π.Χ.), η Αθήνα θα εκδώσει με τον άργυρο του Λαυρίου πλήθος νομίσματα, προκειμένου να καλύψει τις δαπάνες των λαμπρών οικοδομημάτων με τα οποία διακόσμησε ο Περικλής την Ακρόπολη Μετά την ατυχή έκβαση της Σικελικής Εκστρατείας (404 π.Χ.) και την εξάντληση των κοιτασμάτων του Λαυρίου, η πόλη θα αναγκαστεί να κυκλοφορήσει υπόχαλκα τετράδραχμα, τα πονηρά χαλκία του Αριστοφάνη.

     Τα τετράδραχμα του 4ου και 3ου αι. π.Χ., κοπές βιαστικές με παχύ πέταλο και ακανόνιστο σχήμα, τα ονομαζόμενα κούτσουρα, θα ταξιδέψουν στην Ανατολή ως τον Ινδό ποταμό ακολουθώντας αυτά του Αλεξάνδρου Γ'. Τα τετράδραχμα  του 2ου αιώνα χαράσσονται σε λεπτά και πεπλατυσμένα πέταλα,, θα κυκλοφορήσουν ευρύτατα, σύμφωνα με τη μαρτυρία των «θησαυρών» ως το 40 π.Χ., οπότε σταματούν να κόβονται. Τη θέση τους θα πάρουν στην οικονομία του αρχαίου κόσμου τα ρωμαϊκά δηνάρια..

Κορινθιακοί στατήρες

      Η γεωγραφική θέση της, πλησίον του ομώνυμου Ισθμού, που ενώνει την Πελοπόννησο με την κυρίως Ελλάδα, υπήρξε μοναδική, τόσο για τις θαλάσσιες διαδρομές από την Ανατολή στη Δύση όσο και για τις χερσαίες από τον Νότο στον Βορρά. Από τον 8ο αι. π.Χ. ίδρυσε αποικίες στις Συρακούσες και στην Κέρκυρα και κατά τον 7ο αι. π.Χ. έναν αριθμό αποικιών στη ΒΔ Ελλάδα, στη Λευκάδα, στην Αμβρακία, στο Δυρράχιο, στην Απολλωνία κ.α.

Τα αρχαϊκά νομίσματα της Κορίνθου χρονολογούνται στο δεύτερο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., αμέσως μετά από αυτά της Αίγινας και σχεδόν την ίδια εποχή με των Αθηνών. Οι αρχαϊκοί στατήρες της απεικονίζουν στην εμπρόσθια όψη τον Πήγασο, το πτερωτό άλογο που εξημέρωσε ο Βελλεροφόντης με τη βοήθεια της Αθηνάς. Στην πίσω όψη χαράσσεται ένα έγκοιλο τετράγωνο.

     Η κεφαλή της Χαλινίτιδος Αθηνάς εμφανίζεται ως οπισθότυπος στις κοπές του 515 π.Χ. Ο τύπος αυτός (πήγασος και κεφαλή Αθηνάς) θα παραμείνει αμετάβλητος για δύο αιώνες, από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. ως το τέλος του 4ου αι. π.Χ. Το koppa, το αρχαϊκό αρχικό γράμμα του εθνικού ονόματος της πόλης, συνοδεύει όλες τις κοπές της.

    Οι κορινθιακές αποικίες παρέμειναν ασυνήθιστα εξαρτώμενες από την Κόρινθο στον τομέα της νομισματοκοπίας. Τα νομίσματα των αποικιών διαφέρουν από αυτά της Κορίνθου μόνο ως προς την αντικατάσταση του koppa από το αρχικό γράμμα του εθνικού ονόματος της αποικίας, όπως Λ για τη Λευκάδα, Α για την Αμβρακία, Δ για το Δυρράχιο, Θ για το Θύρρειο κτλ. Στον 4ο αι. π.Χ. τα νομίσματα αυτά κυκλοφόρησαν ευρύτατα τόσο στη ΒΔ Ελλάδα όσο και στη Ν. Ιταλία και στη Σικελία.

Μακεδονικά Νομίσματα

              Η νομισματοκοπία στο βασίλειο της Μακεδονίας μπορεί να θεωρηθεί ότι ξεκινά από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., εποχή που πιστεύεται ότι αρχίζουν να κόβονται τανομίσματα με την αίγα στον εμπροσθότυπο, που αποδίδονται στους βασιλείς των Αιγών. Η άνοδος στο θρόνο του Φιλίππου Β΄ θα έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή της Μακεδονίας σε στρατιωτική και οικονομική υπερδύναμη. Η νομισματική πολιτική του θα σημάνει το τέλος της αυτόνομης νομισματοκοπίας των πόλεων και παράλληλα την εισαγωγή του διμεταλλισμού στη βασιλική νομισματοκοπία (χρυσά και αργυρά νομίσματα).

Ο Φίλιππος Β΄ έκοψε χρυσά νομίσματα, τους «φιλιππικούς στατήρες»χρησιμοποιώντας τον χρυσό του Παγγαίου. Ο γιος του όμως χρησιμοποίησε τους τεράστιους θησαυρούς και τα πολύτιμα μέταλλα, χρυσό και ασήμι, που βρήκε στα θησαυροφυλάκια των βασιλιάδων της Περσίας. Ο Μ. Αλέξανδρος έκανε τη δραχμή πανίσχυρο νόμισμα της αχανούς αυτοκρατορίας του. Με τον Αλέξανδρο  και το οικουμενικό του εγχείρημα, το μακεδονικό νόμισμα αποκτά διεθνή χαρακτήρα. Ο Αλέξανδρος οργανώνει τη νομισματοκοπία του σε αυτοκρατορική βάση, ιδρύοντας πάνω από τριάντα νομισματοκοπεία σ' ολόκληρη την έκταση του αχανούς κράτους, θέτοντας σε κυκλοφορία τεράστιες ποσότητες νομισμάτων. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να δημιουργήσει ενιαίο νόμισμα στην επικράτειά του όχι μόνο ως μέσο συναλλαγής αλλά κι ως μέσο πολιτισμικής ομογενοποίησης και υποταγής. Ο Αλέξανδρος έκοψε τους χρυσούς στατήρες αντικαθιστώντας τον περσικό «δαρεικό».

Τα ασημένια νομίσματα διατηρήθηκαν και συνεχίστηκε το σύστημα διμεταλλισμού.  Οι Διάδοχοι συνεχίζουν να κόβουν νομίσματα στο όνομα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ενώ σταδιακά αρχίζουν να θέτουν σε κυκλοφορία και εκδόσεις στο όνομά τους.

Nομίσματα της Λάρισας

Στη Θεσσαλία η κοπή των νομισμάτων, σε σύγκριση με άλλες ελληνικές πόλεις, (Αίγινα, Αθήνα, Κόρινθο) άρχισε αρκετά καθυστερημένα. Πριν από το 500 π.Χ δεν έχουμε νομίσματα, ούτε στη Λάρισα, που ήταν μια ισχυρή πόλη και είχε το πρώτο σε δραστηριότητα θεσσαλικό νομισματοκοπείο εκείνης της εποχής.

     Οι πρώτες ομοσπονδιακές κοπές της Λάρισας αποτελούν ένα εντυπωσιακό εικονογραφικό δίπτυχο, που αναφέρεται σε μια μοναδική σκηνή, τα ταυροκαθάψια. Στην μπροστινή πλευρά ένας νέος που φορεί πέτασο, έχει αρπάξει έναν ταύρο από τα κέρατα, ενώ στη πίσω όψη απεικονίζεται το άλογο, που  προχωρεί ελεύθερα με αφημένο το χαλινάρι.

Στο τέλος όμως του 5ου αιώνα, θα πάψει να χαράζεται ο παραδοσιακός αυτός τύπος και στη θέση του θα χαραχθεί ένα ωραίο κεφάλι νύμφης προφίλ, που ατενίζει προς τα δεξιά. Στην πίσω όψη παραμένει ο εντυπωσιακόςΘεσσαλός ιππέας που κρατάει το μαστίγιο και τα χαλινάρια του αλόγου και ετοιμάζεται να ιππεύσει .

Η αιχμή της παραγωγικότητας του λαρισαϊκού νομισματοκοπείου εμφανίζεται τον 4ο αιώνα, όταν στην μπροστινή όψη των νομισμάτων χαράζεται μετωπικά ένα πανέμορφο γυναικείο κεφάλι, της νύμφης Λάρισας, με μια ελαφρά κλίση προς τα αριστερά, πιστό αντίγραφο της Κιμώνειας Αρέθουσας.

Γενικά η απεικόνιση του αλόγου στα νομίσματα της Λάρισας, είτε αυτό βόσκει, είτε καλπάζει, είτε βαδίζει, είτε έχει πάνω του αναβάτη, ίσως να είναι από τις ωραιότερες και πιο εντυπωσιακές χαράξεις του ζώου αυτού στα νομίσματα.Ειδικότερα για τη Λάρισα είναι πιθανόν ότι το τέλος της λειτουργίας του εργαστηρίου της πρέπει να τοποθετηθεί όχι πολύ μετά το 321 π.Χ. και είναι αποτέλεσμα οικονομικής κρίσεως μετά από μια περίοδο λιμού, πολέμου και καταστροφής στη Θεσσαλία.

Ρωμαϊκά Νομίσματα

                   Η Ρωμαϊκή περίοδος για τον Ελληνικό χώρο αρχίζει με την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους το 146 π.χ. και λήγει το 330 μ.χ. όταν μεταφέρεται η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, ύστερα από πρωτοβουλία του μεγάλου Κωνσταντίνου. Το 168 π.χ. έχουμε την νίκη του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα από τον Ρωμαίο ύπατο Αιμίλιο Παύλο και το 146 π.χ. την καταστροφή της Κορίνθου απο τον Λεύκιο Μόμμιο, η οποία ήταν και το ορόσημο της τελειωτικής υποταγής των Ελληνικών πόλεων.

           Οι Ρωμαίοι θέλοντας να δώσουν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας στις πόλεις που υπέταξαν, τους έδωσαν το δικαίωμα, εκτός λίγων εξαιρέσεων, να κόβουν δικά τους, χάλκινα κυρίως νομίσματα για τις καθημερινές τους συναλλαγές. Οι επίσημες όμως συναλλαγές γίνονταν με το Ρωμαϊκό νόμισμα. Ο εικονογραφικός πλουραλισμός και η υπό έλεγχο εκδοτική πανσπερμία επιβίωσαν κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Η ρωμαϊκή δημοκρατία χρησιμοποίησε αρχικά κατά τόπους, τις ήδη υπάρχουσες νομισματικές δομές, προ-τού προχωρήσει τελικά στηδιεθνοποίηση του δηναρίου.

Κατά το τέλος της 3ης εκατονταετίας μ.Χ. και στις αρχές της 4ης επιχειρήθηκε η δημιουργία ενός ενιαίου νομισματικού συστήματος. Αυτό συνέβη την περίοδο της Ρωμαϊκής Τετραρχίας (284-313 μ.Χ.). Ως τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. το ρωμαϊκό αργυρό δηνάριο, ήταν και πολύ ισχυρό και εύκολα αναγνωρίσιμο σε όλη την Ευρώπη.

ΥΠΟΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

Τα Ρωμαϊκά νομίσματα ήταν :

Το χρυσό Aureous

To αργυρό Δηνάριο (denarius)

Το Δουπόντιο (doupondious)

Το Ασσάριο (as) 

Βυζαντινός Σόλιδος - Το δολάριο του Μεσαίωνα

Το 330 μ.χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα παράλια του Βοσπόρου και θεμελιώνει την πόλη που πήρε και το όνομα του την Κωνσταντινούπολη. Εκτός από την κοπή  τουσόλιδου ο Κωνσταντίνος Α´ ήταν υπεύθυνος για την κοπή χρυσών και αργυρών υποδιαιρέσεων, του σημισσίου (1/2 του σολίδου) και του αργυρού κερατίου (1/24 του σολίδου), που μαζί με τον χάλκινο «φόλλι» αποτέλεσαν ένα ισχυρό και σταθερό αλλά κυρίως ενιαίο νομισματικό σύστημα.

     Τη Βυζαντινή νομισματοκοπία θα μπορούσαμε να την χωρίσουμε σε τέσσερις περιόδους :  Η 1η περίοδος είναι από το 395 μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα. Η 2η περίοδος είναι από τα μέσα του 8ου αιώνα μέχρι τη μεταρρύθμιση του Αλεξίου (1092). Η 3η περίοδος είναι από το 1092 μέχρι το 1261. Η 4η περίοδος είναι από το 1261 μέχρι το 1453 όπου και αλώθηκε η Πόλη από τους Τούρκους.

    Ο σόλιδος, το βυζαντινό χρυσό νόμισμα, το δολάριο του Μεσαίωνα, όπως αποκαλείται, παρουσιάζει ως μέσο συναλλαγής μια πολύμορφη δραστηριότητα σε επίπεδο διακρατικών, κρατικών και ιδιωτικών συναλλαγών. Σε διακρατικό επίπεδο είχε τεράστιο κύρος .  Το κύρος του βυζαντινού σόλιδου αλλά και των άλλων νομισματικών υποδιαιρέσεων ήταν μεγάλο και οι προσπάθειες απομίμησής τους πολλές.

Σε ό,τι αφορά τη Δυτική Ευρώπη, οι εισβολείς που την απομάκρυναν από το ρωμαϊκό παρελθόν της προσπάθησαν και κατάφεραν να μιμηθούν το βυζαντινό σόλιδο. Κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, οπότε η ισχύς του Βυζαντίου φθίνει, τις συναλλαγές σε μεγάλο βαθμό ελέγχουν με τα νομίσματά τους σημαντικές ιταλικές πόλεις, όπως η Φλωρεντία, η Γένουα και κατ' εξοχήν η Βενετία (14ος-17ος αι. μ.Χ.).

Τούρκικα νομίσματα

Η κατάσταση που βρήκε ο κατακτητής σε νομισματικό επίπεδο, ήταν μια  πανσπερμία δυτικών νομισμάτων, αποτέλεσμα της εμπορικής επικοινωνίας μεταξύ ανατολής και δύσης, η οποία εντεινόμενη κυρίως από την εποχή των σταυροφόρων συντέλεσε στην εισαγωγή των δυτικών νομισμάτων στην ανατολή και το αντίστροφο.

        Τα Τουρκικά νομίσματα είτε χρυσά είτε αργυρά ήταν ανεικονικά , επειδή το κοράνι απαγορεύει την απεικόνιση παραστάσεων ζώων ή ανθρώπων , έτσι οι διάφοροι τύποι τους φέρουν ρητά από το κοράνι καθώς και το όνομα του σουλτάνου και την χρονολογία κοπής του νομίσματος. Το μόνο εθνικό νόμισμα από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του Οθωμανικού κράτους ήταν το άσπρο (akce). Το  έκοψε πρώτος ο Ορχάν Α΄ το 1328 , ήταν ασημένιο με βάρος 1,2 γρ., η σταδιακή του όμως αλλοίωση σε περιεκτικότητα ήταν τέτοια ώστε κατέληξε να χρησιμοποιείται μόνο ως λογιστικό χρήμα. Αυτό επέβαλε την ανάγκη έκδοσης νέου αργυρού νομίσματος του para (παράς) , η χρονολογία και ο τόπος κοπής του δεν μας είναι γνωστά. Άλλο ασημένιο νόμισμα είναι το gurus (γρόσι) , το οποίο κόπηκε επί Σουλεϊμάν Β΄ (1687-1691) . Το πρώτο χρυσό τουρκικό νόμισμα το altyn (φλουρί) , κόπηκε από τον Μωάμεθ Β΄ τον πορθητή το 1478 , το βρίσκουμε σε διάφορους τύπους και κόβεται σε διάφορα νομισματοκοπεία.

Η μεγάλη ποικιλία νομισμάτων και η ελευθερία με την οποία κυκλοφορούσαν , σε σχέση με την άγνοια του πληθυσμού για την πραγματική ανταλλακτική αξία του καθενός ευνοούσε την κιβδηλεία και την κερδοσκοπία. Το νόμισμα καθ΄ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας γνώρισε αλλεπάλληλες διακυμάνσεις της τιμής του , η ανάπτυξη του εμπορίου φέρνει μεγάλες ποσότητες ευρωπαϊκού χρήματος στην ανατολή όπου και προτιμάται λόγω της σταθερότητας της αξίας του.

Σύγχρονα νομίσματα - φοίνικας

Τα πρώτα νομίσματα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία κυκλοφόρησαν το 1828 από τον πρώτο κυβερνήτη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, τον Ιωάννη Καποδίστρια. Τα νομίσματα κόπηκαν στην αυλή του Κυβερνείου, το οποίο βρισκόταν στην Αίγινα. Ο Καποδίστριας αντικατέστησε του τουρκικό γρόσι με τον Φοίνικα.

    Το μηχάνημα που θα κόβονταν τα πρώτα νομίσματα αγοράστηκε με δάνειο, που πήραμε από το εξωτερικό και ήταν ένα παλιό μηχάνημα που το 1530 πήγε από την Ρόδο στην Μάλτα μαζί με κάποιο τάγμα Ιωαννιτών. Το μηχάνημα αυτό τοποθετήθηκε στην αυλή του σπιτιού του Καποδίστρια στην Αίγινα γιατί υπήρχε φόβος ότι θα γίνονταν ρεμούλες.

     Έτσι άρχισε το 1828 η κοπή τον πρώτων Ελληνικών νομισμάτων το μέταλλο των οποίων συγκεντρώθηκε , για τα ασημένια από νηοψίες πλοίων και για τα χάλκινα από λάφυρα των τούρκων.

      Το πρώτο νόμισμα λοιπόν ήταν ο αργυρός Φοίνικας ο οποίος υποδιαιρείται σε 100 χάλκινα λεπτά. Οι παραστάσεις των νομισμάτων της περιόδου του Ιωάννη Καποδίστρια φέρουν από την μια όψη τον φοίνικακαι ανα-γράφουν «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ» , και από την άλλη όψη την αξία και την χρονολογία κοπής και αναγράφουν «ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ Ι. Α. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ» επίσης πολλά νομίσματα φέρουν στεφάνη. Ο φοίνικας ήταν αργυρός, οι υπόλοιπες υποδιαιρέσεις ήταν χάλκινες.

  Άλλα νομίσματα ήταν: Αθηνά (χρυσό, αξίας 20 φοινίκων), Ημίσεια Αθηνά (αξίας, 10 φοινίκων),Αιγίς (ασημένιο, αξίας 5 φοινίκων), Λεπτόν χάλκινο (ίσο με το 1/100 του φοίνικα), Δεύτερον χάλκινο(ίσο με μισό λεπτό), Πεντάριον χάλκινο (ίσο με 5 λεπτά).

Η Δ΄ Εθνοσυνέλευση την 31/7/1829 με ψήφισμά της ενέκρινε την σύσταση Εθνικού Νομισμα-τοκοπείου για την κοπή νομισμάτων και τις παραστάσεις που θα εκτυπώνονταν πάνω σ’ αυτά.

Τα Νεοελληνικά νομίσματα

        Στη νεότερη ιστορία μας η δραχμή επανήλθε στο προσκήνιο με τον ερχομό του Όθωνα ο οποίος με το διάταγμα 8/20 το Φεβρουάριο του 1833 αντικαθιστά το φοίνικα με τη δραχμή.. Εισήγαγε νέα νομισματική μονάδα με τηναρχαία ονομασία δραχμή  με περιεκτικότητα σε χρυσό 0,900.

      Το 1868 η Ελλάδα προσχώρησε στο σύστημα του διμεταλλισμού της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, μετά την ουσιαστική διάλυση της οποίας, εξαιτίας των συνεπών του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και της Παγκόσμιας Οικονομικής Κρίσης, επανήλθε στον μονομεταλλισμό του χρυσού (1928) και στη συνέχεια καθιέρωση την αναγκαστική κυκλοφορία τραπεζογραμματίων  (χαρτονομισμάτων) με μικρότερη περιεκτικότητα της μεταλλικής δραχμής σε χρυσό και ανάλογη αναπροσαρμογή της ισοτιμίας της απέναντι στη λίρα, στο δολάριο και το φράγκο .

     Από την εποχή αυτή, το εθνικό νόμισμα διέγραψε μία δραματική ιστορία  διακυμάνσεων και αναπροσαρμογών, ως την εκμηδένισή του στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής και στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, εξαιτίας της διαρπαγής του εθνικού αποθέματος σε χρυσό, που αποτελούσε το αντίκρισμα του χαρτονομίσματος.

      Ο μεγάλος όγκος του κατοχικού χαρτονομίσματος αχρηστεύθηκε μεταπολεμικά με την έκδοση νέων τραπεζογραμματίων. Η σταθεροποίηση, χάρη στη βαθμιαία ανόρθωση της οικονομίας, επιτεύχθηκε το 1953 με δραστική υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου (από 15.000 σε 30.000 προς 1, με περικοπή των μηδενικών).

      Η σταθερότητα  αυτή όμως διατηρήθηκε σχετικά ως το 1972, οπότε , των διεθνών νομισματικών ανακατατάξεων και της εγκατάλειψης, διεθνώς, των σταθερών ισοτιμιών, η δραχμή, βασιζόμενη στο δολάριο υπέστη και πάλι σημαντική  υποτίμηση.

     Το 1975 αποδεσμεύθηκε από το δολάριο και οι ισοτιμίες της ορίζονταν στο εξής σύμφωνα με τον μέσο όρο των τιμών των ισχυρότερων ξένων νομισμάτων, από την Τράπεζα Ελλάδος. Το 1983 υιοθετήθηκε η νομισματική πολιτική της διολίσθησης της δραχμής, λόγω των συνεχιζόμενων πληθωριστικών τάσεων.

Σημαντικές χρονολογίες

1828 - Για πρώτη φορά θεσπίζετε εθνικό νομισματικό σύστημα βασισμένο στον άργυρο. Νομισματική μονάδα ορίζεται ο Φοίνικας.

1833 - Ο Όθωνας εισάγει την δραχμή σαν εθνικό νόμισμα και απαγορεύεται η αποδοχή Τουρκικών νομισμάτων στις συναλλαγές.

1862 - Ο Όθωνας πέφτει και στην θέση του έρχεται ο Γεώργιος Α'. Γίνονται προσπάθειες μείωσης του χρέους και άσκησης αντιπληθωριστικής πολιτικής.

1893 - Τον Δεκέμβριο ο Χαρίλαος Τρικούπης ανακοινώνει την πτώχευση του κράτους, με την ιστορική φράσηδυστυχώς επτωχεύσαμεν.

1917 - Η Ελλάδα εμπλέκεται στον πόλεμο και επιβάλλονται συναλλαγματικοί έλεγχοι. Οι απανωτοί πόλεμοι επιβάλουν και πολεμικές χρηματοδοτήσεις. Η κυβέρνηση καταφεύγει σε μέτρα απελπισίας για τις στρατιωτικές δαπάνες.

1943 - Η Ελλάδα καταλαμβάνεται από τα γερμανοϊταλικά στρατεύματα. Οι δαπάνες κατοχής φτάνουν τα 200 δισεκατομμύρια δραχμές μηνιαίως. Το 1943 η δραχμή χάνει εντελώς την αγοραστική της αξία.

1953 - Στις 9 Απριλίου ο τότε υπουργός οικονομικών Σ.  Μαρκεζίνης  αποφασίζει την υποτίμηση της δραχμής προς το δολάριο κατά 50%.

1961 - Στις 9 Ιουλίου υπογράφεται στην Αθήνα η συμφωνία τελωνιακής ένωσης της Ελλάδα με την Ε.Ο.Κ.

Δεκαετία του 70 - Ύστερα από μια περίοδο διατήρησης του πληθωρισμού σε μονοψήφιο αριθμό, τον Δεκέμβρη του 1973 μετά την πετρελαϊκή κρίση. Ο πληθωρισμός φτάνει το 30%. Το 1979 είναι το δεύτερο πετρελαϊκό σοκ.

1983 - Η δεκαετία του ογδόντα ξεκινά με έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Το 1981 η Ελλάδα μπαίνει στην Ε.Ο.Κ. Ακολουθεί περίοδος διαρκούς διολίσθησης του εθνικού νομίσματος. Το 1983 η δραχμή υποτιμάται.

2000 - Μονοψήφιος πληθωρισμός τον Απρίλιο του 1995 για πρώτη φορά ύστερα από 22 έτη. Τον Μάρτιο του 1998 υποτιμάται η δραχμή έναντι του ευρώ για να κλειδώσει η ισοτιμία με την οποία θα μπει στην ευρωζώνη. Τον Ιανουάριο του 2000 η δραχμή ανατιμάται. Η νέα της ισοτιμία καθορίζεται στις 340,70 δραχμές ανά ευρώ.

http://7gym-laris.lar.sch.gr

 Πίσω στα παλιά

No comments: