6.5.11

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ..." ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΩΝ "..

 

  ΜΕ  ΤΟΥΣ  ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΕΣ  ΣΤΟ ΛΙΔΟΡΙΚΙ

                      Του  Γιάννη Βλαχογιάννη

   " Το Μεσολόγγι μένει πίσω πια , στη χαλασιά , στην αλαλιά του . Νους και καρδιά το διώχνουν και το σπρώχνουν μ' αποστροφή της λησμονιάς τα σαραντάβαθα , στ' αβασίλευτα σκοτάδια του χαμού .

   Φαρμάκι είναι στα χείλη τ' όνομά του . Κι' αυτό αραχνιασμένο , γυρίζει πίσω μ' όλα του τα σάβανα , κι' ορθώνεται στα μάτια σαν ξαναζωντανεμένος νεκρός . Αν τόσα στήθια , για το Μεσολόγγι , κάστρο πυργωθήκανε σκληρότερο απ' τ' ατσάλι , τα στήθια αυτά και τα κορμιά καπνός γενήκανε και στάχτη τώρα , και χαθήκανε στον άνεμο και παν .

   Το ίδιο , ας ήτανε και μπορετό να' χε  χαθεί , ποτέ μην είχε  γεννηθεί το Μεσολόγγι το πικρό . Ας του'πεφτε κακιά αστραπή να το'καιγε , πριν απόνα λιμνοχώρι ταπεινό ξεβγεί στον κόσμο και φανεί ψηλότερο απ' τον Όλυμπο , κι' αστράψει και βροντήσει .

   Και τώρα , που είναι του Μεσολογγιού η φωτιά η μεγαλωμένη και που η βροντή ; Αφού έτρεξε γοργό το δρόμο της και σκόρπισε το χαλασμό , χαλάστηκε κι' η ίδια . Κι' απόμεινε μιας σπιθαμής μαύρη καπνιά στρωμένη , δυο ζευγαριών καψαλισμένος τόπος , εκεί που πρώτα πυκνό ρουμάνι από δεντρόκορμη παληκαριά , δρυμός παρθένος απ'τη μοίρα της Ελλάδας φυτρωμένος , έδειχνε της ομορφιάς τον πιο αγνό ανθό , τα πιο ακριβά του κόσμου  δώρα , την ιδέα , την πίστη , την αγάπη .

   Της φρουράς τ' απομεινάρια ακολουθάνε την ανηφοριά , του δρόμου το κυμάτισμα , σα συμπεθερικό βουβό , ξένο απ'τη χαρά τπυ γάμου . Της φωτιάς τ' αποκαϊδια , άντρες και γυναίκες λιγοστές , πεντ' έξι , ντυμένες τ' αντρικά τους , σκυφτά κορμιά μισόγυμνα , στήθια στιμμένα , αρμοί και κατακλείδια αχνά ξεπεταγμ'ενα , μάτια βαθουλά , δεν κοιτάζουν την κατάντια τους , δεν μιλάνε και δεν νοιάζονται τη συντροφιά τους γύρω , άχαρη συντροφιά σε γάμο καλεσμένη , που δε στάθηκε  ποτέ .

   Κούφια κουφάρια από την πείνα χορτασμ'ενα , γονατισμένα από τη συφορά ,πάνε στο δρόμο τους συρτά μεθυσμένα , και δεν ξέρουν ούτε τ' ανοιξιάτικο ξεφάντωμα ,που χύνεται τριγύρω , ίσως για χαρά δική τους , ούτε την απίστευτή τους λευτεριά , που ξαναβρήκανε μονάχοι αυτοί , κι' όχι άλλοι , τ'ιποτε δεν βάνουνε  στο νου .

   Τ' άγιο ψωμάκι μοναχά παρακαλάνε κάπου λίγο να βρεθεί . Δε νοιώθουν πια ούτε αν υπάρχει και χαρά , ούτε και κόσμος αν υπάρχει . Μονάχα το  ψωμί .. Κανένας τους δεν θέλει πίσω ' αγνατε'ύσει τι δρόμο άφησε , τι δρόμο πήρε . Το ξέρουν , είναι λαταπόδι τους ο οχτρός , Τούρκος είναι κι' ο Χάρος . Όμως αν χτυπάει αυτός , χέρια δεν έχουνε , μήτε άρματα ν'αποκριθούν . Αλύπητος ο οχτρός , το ξέρουν κι ας χτυπάει .

   Μοιάζουνε σα να'χασαν το δρόμο τους , του δρόμου το σκοπό , κάτι χειρότερο , σαν αποξενωμένοι μοιάζουν απ' της ζωής το σύνορο , σε σκοτεινή ερημιά ριγμένοι , που τη διαγουμάν αθώρητα θεριά . Στο δρόμο , έρημα , αρπαγμένα και χαμένα τα χωριά , τα σπίτια ολάνοιχτα σαν άδειοι τάφοι , χωρίς τον ίσκιο ζωντανής ψυχής , χωρίς ακόμα και τ' ορνιθολάλημα , και του σκυλιού το γαυγητό . Έτσι δέχονται το ξένο συμπεθερικό , και τ' αγναντεύουν που περνάει . Οι χωριανοί , όσοι ξανεμείναν , πιάσαν τα βουνά , αιώνια καταφύγια , να γλυτώσουν . Και δεν είναι τώρα πουθενά ένα χέρι σπλαχνικό να δώσει το ψωμάκι , την αρρώστεια και τη λιγοψυχιά να λεημονηθεί .

   Ένας - ένας ,όσοι ακούν τη σπίθα τη στερνή να τρεμοσβήνει στην καρδιά , μένουν πίσω και ξαπλώνονται στις ξώπορτες που χορταριάσανε , στα παραγώνια που για χρόνια τη φωτιά τους χάσανε , κι' εκεί , κατάχαμα , γυρεύουνε και βρίσκουν την ανάπαψη . Κι' οι άλλοι παν . Και πιό πολλοί είναι που απομένουν πίσω , στα μονοπάτια τα τραχιά , παρά οι ζωντανοί που προχωράν . Έτσι , όσο πάει λιγοστεύει το λιγόζωο συμπεθερικό . Της Έξοδος τ' αντίβροντο γέμισε των βουνών τα κάρκαρα , λιάκουρες και κλεισούρες αντιβουίσαν , κι' οι κρυμμένοι χωριανοί βγήκανε τέλος από τους κρυψώνες τους και τρέξαν από πίσω στο συμπεθερικό , σα διψασμένα αγρίμια , να ρωτήσουν και  να μάθουν . Τους προφτάσανε πολλοί στο Λιδωρίκι . Ακεί , μπρος στ' αχνισμένα λείψανα , που δείχνουν της ζωής τη φλόγα μεσ΄τα μάτια τους να θαμποσβήνει σα μακρυσμένο απόβραδο , οι χωριανοί λησμονήσαν και το ρώτημα και το άκουσμα .

   Άλλοι λειψό ψωμί ζυμώσαν , άλλοι ψήσαν αρνάκι τρυφερό , άλλοι ξετρυπώσαν τ' αντιψύχι του παλιού κρασιού και στρώσαν το τραπέζι , όλο δαφνόμυρτα , και μοίρασαν το φαί , λίγο από..λίγο , κι' ενώ τους βλέπουνε να τρώνε , μένουν αυτοί γονατιστοί και κλαίνε .

   Δες όμως και τι θάμα ήταν αυτό . Όχι σαν ηλιοβασίλεμα που φεύγει , μα σαν κοντινή ανατολή η ζωή γυρίζει στη ματιά τους .Το χαμόγελό τους μοιάζει με του Αυγερινού το πρωτοχάραμα , και ξαψφνικά λάμπει στο μέτωπό τους τ' άγιο αστέρι το λαμπρό . Είναι του Μεσολογγιού η θύμηση η γλυκειά που ξαναγύρισε κι' έφεξε  γύρω . Σηκώνονται απ' το τραπέζι το΄λιτό . Άντρες - γυναίκες σιάζουν τ' αχτέμιστα μαλλιά , σφίγγουν τη μέση , χεροπιάνονται όλοι νιάτα , από θείο πιοτό γεμάτη την καρδιά .

   Ένας σουλιώτης , που' κρυβε στα στήθια τη σημαία του Μεσολογγιού , την ξετυλίγει , την κρεμάει απ' ένα κλάδο . Δεν είναι πια σημαία του πολέμου αυτή , φλάμπουρο είναι γάμου , και κάνει τη χαρά του το λυπημένο συμπεθερικό , και παίρνει τη λαχτάρα της ζωής για νύφη , νύφη μια και μόνη .

   Ο λόγος ο στοματικός , που φύλαξε του θείου αυτού χορού το θάμα , λησμόνησε για το τραγούδι να μας πει , που είπαν οι χορευτάδες . Μα θα'πρεπε τέτοιο τραγούδι στόμα ανθρώπου να μη το ξανατραγουδήσει . Θα ' πρεπε μονάχα σ' άγιο βήμα , που δεν τό'χτισε χέρι ανθρώπινο , εκεό που προσκυνιέται κι΄ο ήχος του να μοιράζεται σαν από δισκοπότηρο, με τη σταλαματιά , σα γάργαρο νερό μαργαριτάρι σε φρυγμένα στόματα ."

   Ολοζώντανη , η περιγραφή του ανταμώματος των χιλιοβασανισμένων Εξοδιτών του Μεσολογγιού , που με χίλιες στερήσεις και ταλαιπωρείες έφτασαν στο Λιδορίκι , όπου οι χωριανοί τους πρόσφεραν ψωμί  , φαί , κρασί και νερό , κιάπάνω στο κορύφωμα του πόνου και της απελπισιάς , ξαλαφρωμένοι  , έπιασαν το χορό στο Αλωνάκι , το χορό  των..." αντρειωμένων " ....

    Έτσι την κατέγραψε ο Επαχτίτης λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης ..

                  Καλό  σας  βράδυ ....Κ.Κ.-

No comments: