7.2.13

Η ΔΩΡΙΔΑ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

      -  3  -

ΑΤΟΜΙΚΗ  ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ , ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ  ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ .

 

   Η ατομική ιδιοκτησία στη Δωρίδα ήταν δυσανάλογα χωρισμένη . Οι καλύτερες και αποδοτικότερες εκτάσεις ( καλλιεργήσιμες και βοσκότοποι ) βρίσκονταν στα χέρια προυχόντων , Τούρκων και μοναστηριών .Τα πιό πολλά κτήματα διέθετε το μοναστήρι της Βαρνάκοβας , πολλά απ' τα οποία ήταν ιδιόκτητα , κυρίως από αφιερώματα πιστών , πριν από την Τουρκοκρατία . Οι περισσότεροι κάτοικοι η δεν διέθεταν καθόλου ιδιοκτησία , πέρα απ' το φτωχόσπιτο που έμεναν , αναγκασμένοι έτσι να δουλεύουν , με ελάχιστη ανταμοιβή , στους Τούρκους , τους κοτσαμπάσηδες και στα μοναστηριακά κτήματα , η ασκούσαν το επάγγελμα του κτηνοτρόφου , νοικιάζοντας βοσκότοπους και πληρώνοντας μεγάλους φόρους στον ιδιοκτήτη τους . Λιγοστοί είχαν κάποια μικρά περιουσιακά στοιχεία , ένα μικροχώραφο , κάποιο κήπο , ένα περιβολάκι κοντά στο σπίτι τους .
Ωστόσο , ποτέ ο μικροϊδιοκτήτης , ακόμα κι' ο κοτσάμπασης δεν ήταν διασφαλισμένοι για την περιουσία τους . Οι Τούρκοι είχαν τη δυνατότητα να την κάνουν κτήμα τους , κάτω απ' την ανοχή της Τούρκικης διοίκησης , που σε ορισμένες περιπτώσεις προσπαθούσε να δείξει αμεροληψία και παρέμβαινε στις αρπαγές αυτές . Εκεί όπου η ιδιοκτησία ήταν σεβαστή , με διατάγματα που οι σουλτάνοι έστελναν στους αρχηγούς των δύο καζάδων η και στα ίδια τα μοναστήρια , ήταν εκείνη των μοναστηριών που διασφαλιζόταν από παρεμβάσεις Ελλήνων και Τούρκων .
Όπως και σε πολλές άλλες περιοχές , οι εκτάσεις γης ήταν χωρισμένες σε κληρονομικές η ολοκληρωτικής κυριότητας , η ιδιωτικές η μούλκια , σε βακούφικες η βακούφια και δημόσιες .
Οι υπόδουλοι ευρύτερα που δεν είχαν προσωπική ιδιοκτησία δούλευαν στις Τούρκικες ιδιοκτησίες η των προυχόντων , με κάποια σχέση εργασίας όπου δεν διέφερε και από εκείνη της Βυζαντινής περιόδου .
Άλλωστε το < Τουρκικό Κράτος > , σαν διάδοχο του Βυζαντινού , πήρε απ' αυτό πολλούς θεσμούς γύρω από την αγροτική ιδιοκτησία , την πείρα των Βυζαντινών στους διάφορους κλάδους της κρατικής δικαιοδοσίας , που την προσάρμοσαν στις δικές τους ανάγκες > .
Οι μικρές ιδιοκτησίες διατηρήθηκαν σ' ένα μικρό βαθμό στις ορεινές περιοχές , και πάντα κάτω από την παρακολούθηση της τούρκικης διοίκησης . Σύμφωνα μ' ένα υπόμνημα του Καποδίστρια του 1828 προς τις τρεις προστάτιδες Δυνάμεις ( Αγγλία , Γαλλία , Ρωσία ) στη Δυτική Ελλάδα ( όπου και η Δωρίδα ) , υπήρχαν στο τέλος της Επανάστασης 1.636.730 ιδιοκτησίες Ελληνικές και 1.285.730 Τούρκικες , ενώ στην Ανατολική 5.178.440 Ελληνικές και 2.082.990 Τούρκικες . Αν λογαριάσουμε τη διαφορά , ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Ελλάδα και το γεγονός πως πολλές από τις περιουσίες αυτές ανήκαν σε μεγαλοϊδιοκτήτες η μοναστήρια της περιοχής , μπορούμε να υπολογίσουμε τις μικρές ιδιοκτησίες που διέθεταν οι περισσότεροι κάτοικοι της Δωρίδας . Το αρχοντολόι με την Τουρκιά από τη μια μεριά , η φτωχολογιά από την άλλη , με καθόλου η ελάχιστη ιδιοκτησία . Ενδιάμεσα η Κοινότητα που διέθετε κάποια ιδιόκτητη περιουσία , που την παραχωρούσε για αξιοποίηση στους ακτήμονες , με την απόφαση των προεστών η δημογερόντων , που τους είχαν δοθεί ορισμένες δικαιοδοσίες από τους Τούρκους .
Σε ό,τι αφορά το δίκαιο , φαίνεται πως διαγράφεται περισσότερο εθιμικό και άγραφο , σαν συνέχεια του Βυζαντινού και αρχαιοελληνικού , όπου η παράδοση επιβιώνει , με αλλαγές στις συνθήκες που ενυπάρχουν στην Τουρκοκρατία . Οι συναλλαγές , οι ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις βασίζονταν περισσότερο στο λόγο , στην άγραφη υπόσχεση , και λιγότερο στο γραπτό κείμενο , έγγραφο . Στις διαδικασίες που αναφέρονται στο δίκαιο μεσολαβούν η τούρκικη διοίκηση και ιδιαίτερα ο καδής ( ο ιεροδικαστής ) , αλλά και οι προύχοντες και οι δημογέροντες .
Ο Βαυαρός καθηγητής Γκεόργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ ( 1790-1872 ) , που κατάγραψε στοιχεία δικαίου κατά την Εθνεγερσία και τα πρώτα χρόνια μετά την Επανάσταση , ενώ βρισκόταν στην Ελλάδα , στοιχεία που θα προϋπήρχαν τουλάχιστον στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας , γράφει πως < στην Πελοπόννησο και στην Στερεά Ελλάδα οι γονείς παντρεύουν τα κορίτσια τους από δεκατριών μέχρι και δεκαπέντε ετών , και τα αγόρια από δεκαοχτώ μέχρι είκοσι > , πως < ούτε ο νόμος , ούτε το εθιμικό δίκαιο αναγνωρίζει τα εξώγαμα παιδιά , καθώς και τις παλλακίδες και θεωρείται μεγάλη ντροπή να συζείς παράνομα με μια γυναίκα... Η υιοθεσία είναι κάτι που συνηθίζεται ,σ' όλη την Ελλάδα . Υιοθετούνται συνήθως παιδιά πάρα πολύ φτωχά , η ορφανά , η εγκαταλειμμένα απ' τους γονείς τους...η κοπέλα που παντρεύεται πρέπει να προικίζεται από τους γονείς της , οι οποίοι της παραχωρούν ακίνητα , χρήματα , καθώς και ρουχισμό . Ο σύζυγος που χωρίζει τη γυναίκα του είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει την προίκα , καθώς και τα δώρα του γάμου . Πρέπει ακόμα να παραλάβει τα παιδιά που γεννήθηκαν απ' αυτό το γάμο , και αν θελήσει να τα αφήσει στη μητέρα τους , οφείλει να πληρώνει τα έξοδα της διατροφής τους . Κάθε άντρας είτε γυναίκα που έχει κλείσει τα εικοσιπέντε , έχει δικαίωμα να κάνει διαθήκη και να διαθέτει όπως θέλει την περιουσία του. Αν κάποιος πεθάνει χωρίς να αφήσει διαθήκη , οι κληρονόμοι οφείλουν προτού μοιράσουν την περιουσία να ξεχωρίζουν ένα ποσό , για τη σωτηρία της ψυχής του πεθαμένου , που μοιράζεται συνήθως σε φτωχούς η δίδεται στον παπά για να κάνει μνημόσυνα . Σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο , το παιδί που έχει αποκληρωθεί από το γονιό η έχει πάρει τη μικρότερη μερίδα , έχει δικαίωμα να προσβάλει τη διαθήκη και να την ακυρώσει . Ωστόσο κάθε διαθήκη , είτε είναι γραπτή , είτε έχει γίνει μπροστά στους συγγενείς και εκφράζει την τελευταία επιθυμία , θεωρείται ιερή και απαραβίαστη . Και το παιδί εκείνο , που, σύμφωνα με τον τουρκικό νόμο , θα την προσβάλει , αποχτά μια πολύ κακή φήμη και περιφρονείται απ' όλους τους γνωστούς του . Αν και γενικά οι Έλληνες πολύ σπάνια κατέφευγαν στην τουρκική δικαιοσύνη για τις διαφορές που είχαν μεταξύ τους , πρώτον διότι απεχθάνονταν τους Τούρκους , έπειτα επειδή δεν ήθελαν να τους δίνουν λεπτομέρειες για την περιουσιακή τους κατάσταση από φόβο μη την βάλουν στο μάτι , και τέλος γιατί ήσαν υποχρεωμένοι να καταβάλουν το δέκα τοις εκατό για κάθε υπόθεση που ερχόταν σε τουρκικό δικαστήριο . Προτιμούσαν λοιπόν να δικάζονται από τους επισκόπους και τους προύχοντες του τόπου τους , μια που οι αποφάσεις τους ήταν σεβαστές και από τις τουρκικές αρχές . Εξ'αλλου , οι καδήδες και οι βοϊβόδες όταν διορίζονταν έπαιρναν γραπτή εντολή ότι , προκειμένου να δικάσουν ραγιάδες , οφείλουν να σεβαστούν τα έθιμα του τόπου . Και γι' αυτό πολλές φορές οι καδήδες όταν δίκαζαν αστικές υποθέσεις μεταξύ ραγιάδων , ρωτούσαν πρώτα τον επίσκοπο η κάποιον πρόκριτο τι συνηθίζεται στον τόπο τους στην προκειμένη περίπτωση . Ο τουρκικός νόμος ορίζει ότι οι άνδρες κατιόντες συγγενείς δικαιούνται τα δύο τρίτα της κληρονομιάς , ενώ οι γυναίκες μόνο το ένα τρίτο . Η χήρα κληρονομεί από τον άνδρα της το ποσό που εκείνος έχει υποσχεθεί στον καδή ότι θα της αφήσει και επιπλέον ολόκληρη την προίκα της . Σύμφωνα με το ελληνικό αστικό δίκαιο που διατηρήθηκε μέσω της Εκκλησίας , τα παιδιά κληρονομούν εξίσου την πατρική περιουσία , αλλά σε περίπτωση που ο γονιός θέλει να κάνει διάκριση ανάμεσα στα παιδιά του η τελευταία θέληση του πεθαμένου γίνεται πάντοτε σεβαστή , και είναι πολύ σπάνιες οι περιπτώσεις που τα παιδιά θα αντιδράσουν.. Ένα έθιμο που επικρατεί στην Ελλάδα και είναι αρκετά εντυπωσιακό , είναι ότι όταν υπάρχουν ανύπαντρα κορίτσια και ο πατέρας έχει πεθάνει , τα αγόρια είναι υποχρεωμένα να εξασφαλίσουν τις αδερφάδες τους με τα χρήματα που βγάζουν οι ίδιοι απ' τη δουλειά τους , εφ' όσον δεν επαρκεί η κληρονομιά . Το καθήκον αυτό είναι ιερό και κανείς δεν εκτιμά τον αδερφό που δεν θα το εκπληρώσει . Είναι πολύ σπάνια τα παραδείγματα νέων ανδρών που παντρεύτηκαν χωρίς να έχουν αποκαταστήσει τις αδερφές τους ...... Πολλά μαγαζιά , σπίτια , αλευρόμυλοι και οικόπεδα ήσαν παλιά βακούφια , που κάτω από διάφορες συνθήκες πουλήθηκαν σε ιδιώτες . Βασικός όρος σ' αυτές τις πωλήσεις ήταν να πληρώνει ο αγοραστής κάθε χρόνο ένα ορισμένο ποσό στο δημόσιο ίδρυμα όπου το ακίνητο ήταν αφιερωμένο . Τα ακίνητα αυτά που πουλήθηκαν κάτω από τέτοιους όρους ονομάζονταν < γεδίκια > , και σ' αυτές τις περιπτώσεις μόνο το κτίσμα ανήκε στον αγοραστή , ενώ το οικόπεδο όπου ήταν χτισμένο ανήκε στο δημόσιο ίδρυμα η σε άλλον ιδιοκτήτη .
   Οι αγοραπωλησίες όμως αυτές αφορούσαν το συγκεκριμένο κτίσμα , και αν τυχόν καταστρεφόταν από καμιά πυρκαγιά η ερειπωνόταν , οι όροι του συμβολαίου έπρεπε να ανανεωθούν , ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο αγοραστής ήθελε να το επισκευάσει η να το μεγαλώσει .
Όποιος ήθελε να έχει δικό του ακαλλιέργητο κτήμα για να το καλλιεργήσει , έπρεπε να το αγοράσει από τον σπαχή και να παραλάβει το σχετικό < ταπί > ,το επίσημο δηλαδή παραχωρητήριο έγγραφο έγγραφο για καλλιέργεια εδάφους . Αν όμως το κτήμα έμενε ακαλλιέργητο επτά χρόνια συνέχεια τότε ο σπαχής μπορούσε να το δημεύσει και να το δώσει σε άλλον καλλιεργητή .
Τα καλλιεργημένα όμως η φυτεμένα κτήματα έπρεπε να πουληθούν ενώπιον του καδή , ώστε ο αγοραστής να παραλάβει το < χοτζέτ > , τον τίτλο δηλαδή ιδιοκτησίας .
Η ίδια διαδικασία ενώπιον του καδή γινόταν και για τις αγοραπωλησίες ακινήτων ανάμεσα σε ιδιώτες . Ο καδής έπαιρνε για αμοιβή το δέκα τοις εκατό της αξίας και όφειλε να καταχωρήσει την πράξη...> .
Αναφέρονται στο έργο του Μάουερ ειδικότερα και στοιχεία δικαίου στη Δωρίδα , και συγκεκριμένα πως , όταν κάποιος πεθάνει χωρίς ν' αφήσει διαθήκη και καθορισθεί η από το νόμο προβλεπόμενη επιτροπεία , < δεν διορίζονται κηδεμόνες , αλλ' ο πλησιέστερος συγγενής φροντίζει διά τα κτήματα του ανηλίκου , και τούτο δωρεάν , κηδεμονεύει κατά συνήθειαν ο πρεσβύτερος αδελφός . Η συνήθεια απαιτεί να συγκαλεσθή το συγγενικόν συμβούλιον το οποίον φροντίζει περί όλων > . Σε ό,τι αφορά την πατρική εξουσία < η συνήθεια συνάδει μετά του νόμου , μετά τον θάνατον του πατρός , η μήτηρ λαμβάνει την πατρικήν εξουσίαν . Μόνος ο άπαις δύναται να υιοθετήση > .
Τα σχετικά με το γάμο ( διάλυση αρραβώνα η γάμου , υιοθεσία , προίκα , διαθήκη ) τα φρόντιζαν οι δημογέροντες και οι σχετικές διαδικασίες γίνονταν με επίσημες πράξεις , φροντίζοντας να υπάρξουν συμβιβαστικές λύσεις και με την παρέμβαση της Εκκλησίας , ώστε να μη διαλυθεί ένας γάμος . Εξάλλου , η Εκκλησία , είχε μεγάλες νομοθετικές αρμοδιότητες , αν και < η διαμάχη ανάμεσα στο δίκαιο της Εκκλησίας από τη μια μεριά και το εθιμικό και το τουρκικό από την άλλη ήταν συνηθισμένη υπόθεση , ιδιαίτερα σε ζητήματα που σχετίζονταν με οικονομικές η κληρονομικές διαφορές > όπως λέει ο Dakin .
Γραπτές συμφωνίες η ομόλογα όπως τα αποκαλούσαν γίνονταν στις ενοικιάσεις χωραφιών η βοσκοτόπων και σε χρηματικό δανεισμό . Ειδική νομοθεσία , σε συνάρτηση με το εθιμικό
δίκαιο , που ήταν απαραίτητη για το δικαίωμα εκμετάλλευσης και φορολογίας των λιβαδιών που τα χρησιμοποιούσαν οι κτηνοτρόφοι είχε καταρτίσει η τουρκική διοίκηση , η οποία και τα είχε διαχωρίσει σε κοινοτικά , ιδιωτικά και δημόσια .
'Οπως είπαμε και προηγούμενα οι ακτήμονες για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα , δούλευαν σε ξενοχώραφα ( μοναστηριακά , προυχόντων , τούρκικα ) η έβαζαν ενέχυρο δική τους ιδιοκτησία για να πάρουν κάποιο χρηματικό ποσό που είχαν ανάγκη .
Το έθιμο επέβαλε γραπτή συμφωνία , όπως αυτή που αφορά συναλλαγή ντόπιων με το μοναστήρι της Βαρνάκοβας , απ'όπου είχαν δανειστεί κάποιο χρηματικό ποσό :
<> .
Αλλά και στις κτηνοτροφικές συναλλαγές , το έθιμο επέβαλλε γραφτή συμφωνία , όπως η παρακάτω :
< Την σήμερον φανερώνω και ομολογώ εγώ ο Γιάννης Φαράντος από τη Βοστινίτζα και ότι εσυμφωνήσαμεν με τον Παναγιώτη Τριώτη από το Λιάσκοβον , ότι μου έδωσε 8 προβατίνες κεφαλιακές πρωτόγεννες και δευτερόγεννες και έχω να δίδω εγώ ο Φαράντος του Τριώτη από μια οκά βούτυρον εις το κεφάλι και από δθό οκάδες δια ένα αρνί όπου γένουνται οκάδες -δέκα 10 του χρόνου . Δέκα οκάδες να λάβη ο Τριώτης του χρόνου και όχι άλλο . Και τα πήρα Τρυγητίου 15 , ήγουν ότι μ' είπετε και να τα φάγω χρόνια δύο , και σαν περάσουντα δύο χρόνια , όπως να το εύρωμε , κάνουμε . Και διά τούτο εγώ ο Φαράντος δίδω την ομολογίαν μου εις χελιρας του Τριώτη ως ένδειξιν και ασφάλειαν . Των μαρτύρων να μαρτυρούν την αλήθειαν Θεόκλητος ηγούμενος μαρτυρώ Λούβρος παρών 1801 Τρυητίου 15 Νικόδημος παρών Χρύσανθος γράψας > .
Στο εθιμικό δίκαιο πρέπει να συμπεριλάβουμε και μια συνήθεια , που συναντάμε σε χωριό της Δωρίδας κατά την Τουρκοκρατία . Μας την περιγράφει ο Κ.Πενταγιώτης :
< Στους Πεντάγιους , τον παλιό καιρό , κράταγαν ένα περίεργο συνήθειο , κάτι παρόμοιο με κείνο που συνέβαινε με τ' αρματωλίκια , ένα σόι του τόπου είχε σαν κληρονομικό προνόμιο να δίνει αυτό τον παπά στο χωριό κι' όλοι τον σέβονταν και του αναγνώριζαν δικαιώματα πατέρα και κάτι παραπάνω , αρχηγού μιανής μεγάλης φαμίλιας : γενάρχη δηλαδή .Σ' όλες τις γιορτές , σ' όλες τις χαρές θάπαιρνε μέρος : αυτός να ευλογήσει τον άρτο και τον οίνο , και μετά , να γυρίσει στο σπίτι , κάμαρα προς κάμαρα , με στάρι , μύγδαλα , σταφίδες , ρόδια και καρύδια , ψέλνοντας : Πλούσια τα ελέη σου , Κύριε ! Τα πανηγύρια του χωριού γίνονταν μπροστά του , σε κάθε απόφαση έπαιζε σπουδαίο ρόλο η γνώμη του , μα είχε κι' άλλα δικαιώματα , λόγου χάρη από το θέρο , τον τρύγο , κι' απ' όλες τις σοδειές , το πρώτο μερίδιο , ο καλύτερος καρπός , έπρεπε νάναι δικός του : αυγά του Πάσχα , ένα ποκάρι μαλλί , μια πηξιά τυρί , το καλύτερο κοψίδι από το χοιρινό που θάσφαζαν , μα σαν ανταπόδοση γι'αυτόν τον σεβασμό και τα προνόμια που απολάμβανε , ο παπάς είχε υποχρεώσεις απέναντι στους συγχωριανούς του . Αυτόν άφηναν στο ποδάρι τους για κάθε μπερδεψιά , και καταλαβαίνει ο καθένας πόσες φροντίδες και πόσες έγνοιες έβαζε στο κεφάλι του σαν πληρεξούσιος , αν δεν ήταν ασυνείδητος . Μεσολαβούσε να τακτοποιήσει τις μικροδιαφορές , καμιά αγροζημιά , τη φαγωμάρα για το νερό του ποτίσματος και τα παρόμοια > .
   Η φορολογία στη Δωρίδα ήταν δυσανάλογη με την ντόπια παραγωγή των κατοίκων της .
Ακολουθούσε τη γενικότερη φορολογική κλίμακα που είχε καθιερώσει η τούρκικη διοίκηση , ωστόσο αν οι προύχοντες και τα μοναστήρια άντεχαν ως ένα σημείο , οι γεωργοκτηνοτρόφοι δεινοπαθούσαν . Ακολουθούσε και η περιοχή τη μοίρα ολόκληρης της Ρούμελης . Ο τρόπος μάλιστα της φορολογίας , έμοιαζε με την επιβολή υποχρεωτικής εργασίας ( αγγαρεία ) που επέβαλλε το κράτος , αλλά και Τούρκοι ιδιώτες στους χριστιανούς .
Γράφει ο Κ. Άμαντος :
< Αφού δ' οι ιδιώται Τούρκοι ηγγάρευαν , ευνόητον είναι ότι οι παπάδες και καθόλου οι ανώτεροι Τούρκοι υπάλληλοι , οι οποίοι διά του δεκασμού διωρίζοντο , μετεχειρίζοντο απιστεύτους πιέσεις και αγγαρείας διά να εισπράξουν τα δοθέντα και περισσότερα τούτων . Οι κατωτέρω δημοτικοί στίχοι αναφερόμενοι εις την Ρούμελην ισχύουν δι' όλας τας τουρκοκρατουμένας χώρας : στην Ρούμελην κάθε πασάς , στον τόπο που ορίζει , έστοντας αυτεξούσιος ό,τι του ορμήση (;) κάμνει , γδύνει , αφανίζει φαμελιές και χόρτασιν δεν έχει , όσο που να ίδη το ραγιά γυμνό και πεινασμένο . Η ζωή εξηρτάτο από την αυθαιρεσίαν του κατακτητού και εξηγοράζετο πάσαν στιγμήν , όχι μόνο με το χαράτσι , αλλά και με την εργασίαν και την περιουσίαν των Χριστιανών > .
Για την φορολογία των αγροτών στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα , αλλά και τη σημασία των προεστών και των κοινοτήτων στις γενικότερες φορολογικές ρυθμίσεις , γράφει
ο Μάουρερ :
< οι επαρχίες που είχαν καλούς και τίμιους προεστούς , δεν υπέφεραν πολύ από την καταπίεση των πασάδων . Τις πιο πολλές φορές όμως , οι προεστοί φρόντιζαν περισσότερο την τσέπη τους παρά τον λαό και την υπόληψή του και καταντούσαν πειθήνια όργανα του κάθε πασά . Σ' αυτές τις επαρχίες , μολονότι οι φόροι και οι αγγαρείες πίεζαν αβάσταχτα τον ελληνικό λαό , η αρπακτικότητα των τυράννων και των υποτακτικών τους δεν ικανοποιόταν ποτέ . Απ' αυτή την άποψη , ο πληθυσμός της Ρούμελης βρισκόταν σε πολύ χειρότερη μοίρα από τους κατοίκους της Πελοποννήσου και των Νησιών . Όσοι κατοικούσαν στον Όλυμπο , στο Πήλιο , στην Πίνδο , στα Άγραφα , στη Μάνη και σ' άλλα ορεινά μέρη , σχημάτισαν κοινότητες με ανεξάρτητη πολιτική υπόσταση και δική τους τοπική διοίκηση , κάτω από πολιτικούς η στρατιωτικούς αρχηγούς που εκλέγανε οι ίδιοι . Οι τοπικές αυτές διοικήσεις ήταν ένα είδος αριστοκρατικής κυβέρνησης . Οι πιο ηλικιωμένοι προύχοντες της κοινότητας έπαιρναν το αξίωμα του δημογέροντα , δηλαδή του πολιτικού αρχηγού , η του καπετάνιου που είχε τη στρατιωτική διοίκηση . Οι αρχηγοί αυτοί μάζευαν φόρους , ταχτοποιούσαν τις διαφορές που είχαν αναμεταξύ τους οι Έλληνες , φρόντιζαν για την τήρηση της τάξης , είχαν το νου τους να εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις της κοινότητας απέναντι στους Τούρκους και να μη θίγονται τα δικαιώματα και τα προνόμιά της . Οι κοινότητες αυτές καταστράφηκαν από τον απαίσιο Αλή Πασά , αλλά μέσα από τα παλληκάρια αυτών των περιοχών , αναδείχθηκαν διάφοροι εξαίρετοι καπεταναίοι που πολέμησαν κατά τον Απελευθερωτικό Αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδας.... Στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα , οι Έλληνες καταγίνονταν βέβαια με το εμπόριο και τη βιομηχανία , αλλά οι περισσότεροι ήσαν γεωργοί και καλλιεργούσαν τη γη , μολονότι δεν ήσαν όλοι τους κάτοχοι αυτής της γης . Μονάχα στα λεγόμενα κεφαλοχώρια οι Έλληνες ήσαν απόλυτα κύριοι της ακίνητης περιουσίας τους και μπορούσαν όποτε ήθελαν να πουλούν , να αγοράζουν η να μεταβιβάζουν στους κληρονόμους τους τα αγαθά τους . Πλήρωναν μόνο ένα είδος δεκάτης στον σπαχή , σύμφωνα με μια κλίμακα που κυμαινόταν από το ένα ως το επτά η από το ένα ως το οχτώ . Τα κτήματα που καλλιεργούσαν οι αγρότες χωρίς να τους ανήκει ούτε μια σπιθαμή γης , λεγόταν < ζευγολατιό > η τσιφλίκια και ανήκαν σε Τούρκους η σε Έλληνες μεγαλοτσιφλικάδες .
Πολλές φορές τα σπίτια που ήσαν μέσα σ' αυτά τα κτήματα , καθώς και μπροστά τους το περιβολάκι με τα λαχανικά , ανήκαν στους χωρικούς , η δικό τους ήταν κι' ολόκληρο το χωριό όπου κατοικούσαν , ενώ η υπόλοιπη έκταση με τα χωράφια που το περιτριγύριζαν ανήκε στους τσιφλικάδες .Οι χωρικοί που καλλιεργούσαν αυτά τα κτήματα δεν ήσαν δούλοι . Κατοικούσαν εκεί και δούλευαν με τους όρους που είχαν συμφωνήσει με τους αφεντάδες .
Έμεναν όσο τους συνέφερε και όποτε ήθελαν μπορούσαν να φύγουν . Οι περισσότεροι όμως παρέμεναν εκεί για πάντα γιατί προτιμούσαν και τα χωρά;φια που καλλιεργούσαν μεταβιβάζονταν με τους ίδιους όρους και στα παιδιά τους .
Ο τσιφλικάς ήταν υποχρεωμένος να δίνει στον χωρικό ένα σπίτι για να κάθεται και ένα μικρό κομμάτι γης για λαχανόκηπο , καθώς και το σπόρο για την καλλιέργεια . Μερικοί μάλιστα έδιναν και τα βόδια για το όργωμα . Ο χωρικός , αφού αφαιρούσε τα μεροκάματα που πλήρωσε για το θέρισμα και το αλώνισμα , την δεκάτη , και την αξία του σπόρου , έδινε στον τσιφλικά από το υπόλοιπο εισόδημα τα τρία δέκατα , η αν τα βόδια ήσαν δικά του , έδινε το μισό . Αλλ' ο χωρικός εκτός απ' αυτές τις δουλειές έπρεπε να κάνει και ορισμένες αγγαρείες .
Η πιο βαριά ήταν αυτή που ονομαζόταν < παρασπόρια > . Ήταν δηλαδή υποχρεωμένος να καλλιεργεί , για λογαριασμό του τσιφλικά και μόνο , μια μεγάλη έκταση που είχε χωριστεί ειδικά γι' αυτό το σκοπό και ήταν πάντα η πιο εύφορη . Έπρεπε να την σπείρει , να μαζέψει τον καρπό , να τον συσκευάσει και να τον παραδώσει στον ιδιοκτήτη , αλλά και να βάλει και τα έξοδα από την τσέπη του . Ο τσιφλικάς πλήρωνε μονάχα τη δεκάτη στους σπαχήδες .
Σ΄άυτά τα τσιφλίκια η βακούφια , παραχωρούσαν πολλές φορές στους χωρικούς ένα μέρος για να φυτέψουν εκεί αμπέλια η άλλες φυτείες η να χτίσουν κι' ένα σπίτι , υπό τον όρο να πληρώνουν κάθε χρόνο ένα μικρό ποσό . Το εισόδημα απ' αυτές τις καλλιέργειες ανήκε αποκλειστικά στον χωρικό , ο οποίος είχε και το δικαίωμα να πουλήσει αυτό το κτήμα , αν ήθελε , η να το γράψει στους κληρονόμους του . Αν το άφηνε όμως ακαλλιέργητο η με οποιοδήποτε τρόπο καταστρεφόταν , τότε το ξανάπαιρνε πίσω ο τσιφλικάς > . Ευεργετικό για τους κατοίκους ήταν όταν ικανός δημογέροντας και προεστοί , διαθέτοντες ειδικά προνόμια , συγκέντρωναν για λογαριασμού του Τούρκου ειδικού υπαλλήλου , τον ανάλογο φόρο κάθε οικογενείας η ατόμου . < Εις το τοιούτον ακριβώς σύστημα - γράφει ο Δ.Ξανάλατος - ανεφάνη και η ευεργετική αξία του συστήματος των Κοινοτήτων με τους προεστούς των . Εις πολλάς κοινότητας οι προεστοί επλήρωναν εφ' άπαξ τον κατ' αποκοπήν φόρον των κατοίκων και φορολόγων και διέθετον τους υπολοίπους πόρους δι' ωφέλιμα κοινοτικά έργα . Οι προεστοί ήσαν οι καλοί οδηγοί της κοινότητος και οι αντιπρόσω΄ποί της . Αυτοί συνήπτον ομού μετά των προκρίτων και επ' ονόματι της κοινότητος δάνεια , είτε διά την πληρωμήν των φόρων , είτε και δι' άλλας ανάγκας . Οι προεστοί όμως συγχρόνως εγένοντο πολλάκις αίτιοι κακοδαιμονίας , διότι δεν ήσαν πάντες και πάντοτε δίκαιοι απέναντι όλων και ούτω προεκλήθησαν έριδες και κόμματα και ζημίαι . Διά τούτο και πολλοί γεωργοί ηναγκάζοντο να καταφύγουν κατά ένα οιονδήποτε τρόπον υπό την προστασίαν ενός ισχυρού γαιοκτήμονος όστις είχε τα μέσα να αποφεύγη , έστω και μικρόν μέρος της φορολογίας , η κυρίως υπό την προστασίαν μονών αίτινες ανέκαθεν είχον ωρισμένα προνόμια > .
Κύριος φόρος το χαράτσι , ετήσιος , έντεκα γρόσια για τους πλούσιους και προεστούς , πέντε ως έξι για τους κτηματίες και εμπόρους και δυόμισι  για τους μικροεισοδηματίες , τους φτωχούς , υποχρεωτικός για όσους είχαν τη δυνατότητα να εργάζονται για την εξασφάλιση της ζωής τους . Υπήρχε επίσης το χαράτσι που πλήρωναν οι γεωργοκτηνοτρόφοι πάνω στα προϊόντα τους , η δεκάτη , που υπολογιζόταν σύμφωνα με την παραγωγή . Σ' αυτούς πρέπει να προστεθούν ο φόρος του καλλιεργητή ακτήμονα στον τσιφλικά και άλλος μικρότερης επιβάρυνσης .
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις η ζωή των κατοίκων στη Δωρίδα γινόταν οδυνηρά δύσκολη , συχνά απελπιστική , με αποτέλεσμα τη φτώχεια , τη φυγή η την αποζήτηση της κλέφτικης καταδρομής ενάντια στον ανελέητο δυνάστη του τόπου . Η κατάσταση επιδεινώθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας , τόσο στη Δωρίδα , όσο και στο διπλανό Κάρλελι , την Αιτωλία .-
Εδώ τελείωσε η ενότητα " ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ " απ' το επόμενο θα μπούμε στην ενότητα " ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΑΞΕΙΣ " .
Θα πρέπει όμως εδώ να κάνουμε μια επισήμανση : όπως είδατε σε κάποιο σημείο αναφέρεται
ο όρος < παρασπόρια > που βέβαια δεν έχει καμιά εννοιολογική σχέση με τα < παρασπόρια >
που ξέρουμε εμείς και αφορά στην εθελοντική , φιλική , συναδελφική , γειτονική ,η συγγενική και πάντα αφιλοκερδή , προσφορά εργασίας - βοήθειας που κατά κανόνα στηριζόταν στην αμοιβαιότητα .

   Όλοι θυμόμαστε , τα όμορφα εκείνα βράδια στις αυλές και τα χαγιάτια , τη μάζωξη των γειτόνων , των φίλων και συγγενών για να βοηθήσουν στο ξεμπούλτσισμα , κυρίως , του καλαμποκιού , όπως δεν ξεχνιούνται τα τραγούδια , καμιά φορά και χορός , οι πλάκες και τα ....κουτσομπολιά που έδιναν κι' έπαιρναν , όμορφα χρόνια , δύσκολα ίσως , αλλά ζεστά κι' ανθρώπινα......

Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι …….

No comments: