ΑΘΗΝΑ. ΠΕΖΟΔΡΟΜΟΣ ΦΩΚΙΩΝΟΣ ΝΕΓΡΗ
Γράφει ο ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ
Αυτή η "Φωκίωνος Νέγρη της αμαρτίας" που ερεθίζει τη φαντασία όσων δεν την έζησαν στις δόξες της εκεί, στη δεκαετία του '60-'70 περίπου, δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα. Ήταν ένας μύθος που καλλιέργησε κι εκμεταλλεύτηκε ο νεοελληνικός κινηματογράφος, με "τολμηρές" για τα μέτρα της εποχής ταινίες, φτιάχνοντας μια εικόνα της πλαστή. Ποια ήταν όμως η αλήθεια;
Σύχναζαν πράγματι εκεί κάποιοι ισχυροί παράγοντες των "στούντιο" και των εταιρειών εκμετάλλευσης για να συζητήσουν "μπίζνες", να κλείσουν συμφωνίες πίνοντας τον καφέ τους, ή γύρω από ένα ποτήρι κρασί. Αλλά και σεναριογράφοι, σκηνοθέτες (ο Τσιφόρος έγραφε στο "Σελέκτ", αδιάφορος για το τι γινόταν γύρω του, τρώγοντας πάντα την απαραίτητη πάστα - νουγκατίνα του, ο Σακελλάριος, με το αιώνιο τσιγάρο στο στόμα, παρατηρούσε και κατέγραφε με το ειρωνικό του χαμόγελο τα πάντα), οπερατέρ, τεχνικοί που γύρευαν δουλειά, δημοσιογράφοι, πρωταγωνιστές και "σταρ" της σκηνής ή της οθόνης...
Γύρω από αυτόν, τον ανδρικό, κυρίως, κόσμο, μαζευόταν ένα μελίσσι από επίδοξα "αστεράκια" γένους θηλυκού, που θα έκαναν ίσως πολλά κάτω από διαφορετικές συνθήκες για να τραβήξουν την προσοχή του. Αλλά... μέχρι εκεί. Η "Φωκίωνος Νέγρη" και η περιοχή της με κανέναν τρόπο δεν ήταν η "Μόστρα" της Βενετίας ή η "Βία Βένετο" της Ρώμης. Ήταν ένας παλιός αστικός αθηναϊκός δρόμος, με κάτι απ' την πολυχρωμία της παριζιάνικης "Μονμάρτρης", χτισμένος πάνω στο σκεπασμένο ρέμα του "Κυκλόβορου", με νερά που έτρεχαν ακόμη σε ορισμένα ακάλυπτα σημεία, με τεχνητές νεροτσουλήθρες, με πλούσια βλάστηση από ψηλούς ευκάλυπτους, πλατάνια, ιτιές κ.ά. υδροχαρή δένδρα, και με ποικίλα εμπορικά καταστήματα, εστιατόρια, ταβέρνες κ.λπ. Με μονοκατοικίες αρχοντικές μέσα σε κήπους που δεν υπάρχουν πια, του Παπασωτηρίου, του Λελούδα, του Τυπάλδου - Ξυδιά, ή λίγους δρόμους πιο πέρα της Μπιτζάνη και του Σαργολόγου, με ωραίες πολυκατοικίες του μεσοπολέμου που ακόμη υπάρχουν. Εκείνη του "Λαναρά", είναι η πιο γνωστή.
Οι κάτοικοι της "Φωκίωνος" θεωρούσαν τον εαυτό τους, και ήταν μάλλον, "γηγενείς Αθηναίοι". Με το διάσημο φωτογραφείο των επωνύμων του "Elite", με τη Δημοτική Αγορά, με τους θερινούς κινηματογράφους πριν κατεδαφιστούν το '59 και το '61, με τα κοντινά χειμερινά σινεμά, με τα ζαχαροπλαστεία της, το "Σελέκτ", του "Φλόκα" και άλλα λιγότερο διάσημα, με τα φαρμακεία της και με τους οικογενειακούς της γιατρούς (... Ο αεικίνητος Γιάννης Δραγάτσης εξορμούσε πάνοπλος από το "στρατηγείο" του στη Θήρας...), η Φωκίωνος ήταν ένας δρόμος αυτάρκης. Σε ένα άχτιστο οικόπεδο είχε εγκατασταθεί για ένα φεγγάρι ένας μικρός περιπλανώμενος θίασος με σαλτιμπάγκους και σχοινοβάτες, που έδιναν βραδινές παραστάσεις. Φήμες που δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω, φέρουν ως μέλος εκείνου του θιάσου, ακροβάτισσα - κλόουν, την έφηβη τότε Κατερίνα Γώγου! Ένας "καλλιτεχνικός" ως ένα σημείο και "απελευθερωμένος" από συμβάσεις δρόμος, που όμως δεν επέτρεπε διόλου τις ακραία προκλητικές συμπεριφορές που του αποδίδουν σήμερα, και επέβαλε μια σχετικά σεμνή στάση, ακόμη και στα πιο "παραπλανημένα" παιδιά του. Οι "πειρατές" εισέβαλαν πολύ αργότερα. Τα διαδιδόμενα τότε... περί "αμαρτωλού δρόμου", όπου μόλις έπεφτε το σκοτάδι γίνονταν το "σώσε", το "έλα να δεις", τα "Σόδομα και Γόμορρα", ήταν κάτι που ερέθιζε αποκλειστικά και μόνο... τη φαντασία κάποιων ανικανοποίητων, περασμένης ηλικίας υπερσυντηρητικών κατοίκων της, που αντιμετώπιζαν κλεισμένοι στα μικρά ή μεγάλα τους διαμερίσματα, προερχόμενα πάντα "εξ αντιπαροχής", τη μοναξιά και την επερχόμενη παρακμή τους.
Ο δρόμος είχε το δικό του "οικογενειακό" πρόσωπο, και τον τρόπο να επιβάλει σε όλους, "γηγενείς" ή "επήλυδες" τους υποκριτικούς, έστω, κανόνες του. Κανείς δεν μπορούσε να τους παραβεί ατιμωρητί και όποιες μυστικές συμφωνίες ανάμεσα σε "αμαρτωλά" μέρη δεν κλείνονταν ποτέ ανοιχτά, στο φως της μέρας. Τα προσχήματα έπρεπε να τηρούνται. Η "Νανά" και η "Βίκυ", επίδοξες σταρλετίτσες της εποχής που σύχναζαν στα καλά ζαχαροπλαστεία μήπως πετύχουν μια γνωριμία - εισιτήριο στον μαγικό κόσμο της έβδομης τέχνης, η "Στέλλα" και η "Λίτσα" που άπλωναν δίχτυα στα ίδια εκείνα μέρη, για διαφορετικού όμως είδους θηράματα, η νεαρή παντρεμένη που έκλεινε εκεί μεσημεριάτικο ραντεβού με την επιστήθια φίλη της "να τα πούνε και να ξεσκάσουν", κι η ανύπαντρη που είχε τις δικές της βλέψεις, δεν διέφεραν και πολύ μεταξύ τους σε ενδυμασία ή σε εμφάνιση. Ανάστημα ένα πενήντα πέντε, ψηλοτάκουνη γόβα, "πύργος" τα μαλλιά, κόκκινα νύχια, φούστα "μίνι" μόλις αποκαλύπτοντας τα περιποιημένα γόνατα, κι η απαραίτητη νάιλον κάλτσα, καθισμένες δυο - δυο να τρώνε το αθώο γλυκό τους με τον ίδια πάντα ήσυχο τρόπο, χαμηλοβλεπούσες. Ο αμύητος στις αδιόρατες χειρονομίες ή τις αστραπιαίες κινήσεις των βλεφάρων άντρας, ο άπειρος στα ερωτικά, εύκολα μπορούσε να κάνει λάθος και να μπερδέψει τη μια με την άλλη... Διηγούνται ολόκληρες ιστορίες που ξεκίνησαν από τέτοια "λάθη"...
Οι τακτικοί θαμώνες των καλών ζαχαροπλαστείων της "Φωκίωνος" ήταν στην πλειοψηφία τους ευυπόληπτοι και αξιοπρεπείς πολίτες της "προβεβλημένης τάξης", καθηγητές κυρίως του πολυτεχνείου, γιατροί, μηχανικοί, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι και ανώτεροι δικαστικοί, κάτοικοι της περιοχής ή συχνοί επισκέπτες της. Μόνιμοι κάτοικοί της ήταν όμως και πολλοί άνθρωποι του πνεύματος, της κουλτούρας και της τέχνης, όπως ο Μίλτος Σαχτούρης, που την έχει αποτυπώσει στα ποιήματά του, η πολύ καλή ζωγράφος Γιάννα Περσάκη, κ.ά. Κοντά (Επτανήσου) έμενε ο Καμπανέλλης. Καμιά φορά ερχόταν κι ο Εγγονόπουλος με τη γυναίκα του. Άλλες φυλές! Αυτά στις νοικοκυρεμένες ώρες -το πολύ μέχρι τα μεσάνυχτα. Τις μικρές, ανοικοκύρευτες ώρες, η περιοχή γέμιζε από θεατρίνους που πήγαιναν μετά το πέσιμο της αυλαίας για πατσά πολίτικο στο διανυκτερεύον μαγαζί του Ραζή, κοντά στη Δημοτική Αγορά. Μπορούσες να δεις να παρελαύνει εκεί όλο το ελληνικό θέατρο αδελφωμένο, ποιοτικό και εμπορικό μαζί, κυριολεκτικά χέρι-χέρι. Ήταν η ηρωική εποχή των Ελλήνων ηθοποιών, που είχαν το πρωί γύρισμα, το μεσημέρι πρόβα, το απόγευμα και το βράδυ διπλές παραστάσεις. Ο δρόμος είχε όμως τότε ακόμη και τις δικές του απόκρυφες "γωνιές" τα ημιεπίσημα στέκια των διανοουμένων που μαζεύονταν κι εκείνοι τις μεταμεσονύχτιες ώρες, μετά τις βραδινές παραστάσεις και προβολές για να σχολιάσουν και ν' αναλύσουν τις τελευταίες ταινίες, πρεμιέρες ή βιβλία. Και απαραίτητα να ανταλλάξουν γνώμες για τα πολιτικά γεγονότα εκείνων των σκοτεινών καιρών, στις μέρες τις αποστασίας, με τα μαύρα σύννεφα της επερχόμενης δικτατορίας να γίνονται όλο και πιο πυκνά.
Είχα την τιμή να μετέχω, νεότερος όλων, σε μια τέτοια εκλεκτή φιλολογική -και όχι μόνο- "παρέα" στου "Φλόκα" στη “Φωκίωνος”, με αδιαφιλονίκητο πυρήνα της τον αξέχαστο, πρόωρα χαμένο, δάσκαλό μας, Τάσο Λιγνάδη, που, ακούραστος,ανιδιοτελής, μάζευε γύρω του "μελίσσι" εμάς, τους παλιούς μαθητές του, να ακούμε και να διδασκόμαστε από τον αστείρευτο σοφό του λόγο πάνω στην ιστορία, την τέχνη, τη φιλοσοφία, το θέατρο, τη ζωή. Ο άνθρωπος χάριζε, απλόχερα. Να μετρώ και να 'ναι είκοσι χρόνια που έφυγε, πικραμένος. Αφιερώνω στη σεμνή του μνήμη αυτό το ελάχιστο πόνημα.
ΠΛΑΓΙΟΣ
Η "Φωκίωνος Νέγρη" και η περιοχή της, με κανέναν τρόπο δεν ήταν η "Μόστρα" της Βενετίας ή η "Βία Βένετο" της Ρώμης. Ήταν ένας παλιός αστικός αθηναϊκός δρόμος, με κάτι απ' την πολυχρωμία της παριζιάνικος "Μονμάρτρης", χτισμένος πάνω στο σκεπασμένο ρέμα του "Κυκλόβορου", με νερά που έτρεχαν ακόμη σε ορισμένα ακάλυπτα σημεία.
πηγή
No comments:
Post a Comment