Ορισμένες από τις φορολογικές πρακτικές που εφαρμόζονται σήμερα, όπως λ.χ. η καθιέρωση αμάχητων τεκμηρίων ή η είσπραξη φόρων μαζί με το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος, ήταν επινοήσεις παλιότερων πολιτικών. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και τα ραδιοφωνικά τέλη, τα οποία αποτελούσαν τον πρόδρομο της σύγχρονης «εισφοράς υπέρ της Ν.Ε.Ρ.Ι.Τ.».
Ο πρώτος ιδιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός στην Ελλάδα εξέπεμψε από τη Θεσσαλονίκη το 1926, ήταν όμως μικρής εμβέλειας. Δύο χρόνια αργότερα επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου ο υπουργός της Συγκοινωνίας Αντώνιος Χρηστομάνος αποφάσισε να παραχωρήσει με δημόσιο διαγωνισμό σε ιδιώτη επί τριακονταετία το προνόμιο να εκμεταλλεύεται αυτός αποκλειστικά τη ραδιοφωνία «προς μόρφωσιν και τέρψιν του κοινού». Έγραφε η εφημερίδα ΣΚΡΙΠ (φύλλο της 13ης Οκτωβρίου 1928): « Η παραχώρησις του προνομίου τούτου αποβλέπει εις την εγκατάστασιν και εκμετάλλευσιν ραδιοφωνικών σταθμών προς εκπομπήν «ραδιοακροασμάτων», δηλαδή μουσικών συναυλιών, θεατρικών έργων, διαλέξεων, κηρυγμάτων και ανακοινώσεων κοινού ενδιαφέροντος και ωφελείας. Κατά την διάρκειαν του προνομίου το Κράτος δεν θα δύναται να επιτρέψη την καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκμετάλλευσιν σταθμών ραδιοφωνίας υπό άλλων προσώπων. Μετά την λήξιν του προνομίου όλαι αι εγκαταστάσεις του αναδόχου θα περιέρχωνται εις την κυριότητα του Κράτους άνευ ουδεμιάς αποζημιώσεως. Ο ανάδοχος θα υποχρεούται να εγκαταστήση εις τας Αθήνας έναν κεντρικόν σταθμόν εκπομπής, του οποίου η ισχύς πρέπει να είναι τοιαύτη, ώστε να εξασφαλίζεται η λήψις ραδιοακροασμάτων καθ’ όλον το Κράτος. Ο ανάδοχος θα έχη το δικαίωμα, εφ’ όσον ήθελε κρίνει τούτο σκόπιμον, να ιδρύση και άλλους σταθμούς προς εξυπηρέτησιν ωρισμένων περιφερειών του Κράτους».
Ο υπουργός των Συγκοινωνιών καθόριζε και το ύψος της συνδρομής που θα πλήρωναν στον επενδυτή οι κάτοχοι ραδιοφώνου: «Το ανώτατον όριον συνδρομής δι’ έκαστον δέκτην ορίζεται εις τας κατοικίας εις δραχμήν μίαν ημερησίως, διά τα καταστήματα και γραφεία εις δραχμάς δύο και διά τα ξενοδοχεία φαγητού, ύπνου, πανσιόν, ζυθοπωλεία, ζυθεστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία, θέατρα, κινηματογράφους, λέσχας, γαλακτοπωλεία, αιθούσας σφαιριστηρίων και ομίλους ψυχαγωγικούς μέχρι δρχ. 10. Εξαιρούνται της καταβολής τελών τα κρατικά και ιδιωτικά ευαγή ιδρύματα, τα εργαστήρια φυσικής του Πανεπιστημίου, το Πολυτεχνείον, αι σχολαί Τ.Τ.Τ. και οι Σύνδεσμοι υπαλλήλων Τ.Τ.Τ. (ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 13ης Οκτωβρίου 1928).
Δεν βρέθηκε όμως επενδυτής που θα αναλάμβανε με τους παραπάνω όρους τη δημιουργία και την εκμετάλλευση της ελληνικής ραδιοφωνίας. Δέκα χρόνια αργότερα, κατά την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, ιδρύθηκε ο πρώτος εθνικός ραδιοφωνικός σταθμός. Εγκαινιάστηκε στις 25 Μαρτίου 1938 από τον τότε βασιλιά Γεώργιο Β΄ και εξέπεμπε σ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα. Έτσι «γεννήθηκε» η «Ελληνική Κρατική Ραδιοφωνία».
Μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς συγκροτήθηκε από όργανα των κατακτητών την 4η Ιουνίου 1941 η Α.Ε.Ρ.Ε. ( = Ανώνυμη Εταιρεία Ραδιοφωνίας Ελλάδος). Τον εξοπλισμό του ραδιοφωνικού σταθμού τον είχε αναλάβει η Τελεφούνκεν. Ύστερα από την απελευθέρωση με τη Συντακτική Πράξη 54/1945 συστάθηκε το «Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας» (Ε.Ι.Ρ.), μια κρατική επιχείρηση που για χρόνια ελεγχόταν από την εκάστοτε κυβέρνηση και είχε μετατραπεί σε μέσο κυβερνητικής προπαγάνδας. Με τον Αναγκαστικό Νόμο 1775 της 21ηςΑπριλίου 1951 «περί οργανώσεως και λειτουργίας της Εθνικής Ραδιοφωνίας της Ελλάδος» καθιερώθηκε η καταβολή συνδρομής από τους κατόχους ραδιοφώνων.
Την 1η Οκτωβρίου 1957 ψηφίστηκε νομοσχέδιο «περί κυρώσεως πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου αφορωσών το Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας». Κατά τη συζήτηση που έγινε στην Επιτροπή Εξουσιοδοτήσεως της Βουλής η Αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η οποία είχε μετατρέψει το κρατικό ραδιόφωνο σε «κομματικό φέουδο». Ιδιαίτερα επέκρινε την ακολουθούμενη τακτική να καταδιώκονται οι συνδρομητές ιδίως της υπαίθρου από δικαστικούς κλητήρες και χωροφύλακες, για να πληρώσουν τις συνδρομές τους προς το Ε.Ι.Ρ., τη στιγμή που το Ίδρυμα εισέπραττε τεράστια ποσά από διαφημίσεις. Ο Κ. Τσάτσος, τότε υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως, απάντησε ότι «αν ένας συνδρομητής καθυστερή επί εξάμηνον τας συνδρομάς του, έχει το δικαίωμα το Ε.Ι.Ρ. να σφραγίση το ραδιόφωνόν του. Εάν είναι αποδεδειγμένως άπορος, δεν είναι δυνατόν να έχη ραδιόφωνον. Το Ε.Ι.Ρ. έχει μεγάλας οικονομικάς δυσχερείας και αν διαγράψωμεν τας οφειλομένας συνδρομάς, δεν είναι δυνατόν να συντηρηθή το Ίδρυμα» (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 2ας Οκτωβρίου 1957). (Σημειωτέον, οι συνδρομητές της κρατικής ραδιοφωνίας ανέρχονταν τότε σε 300.000.)
Τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η κρατική ραδιοφωνία επιδεινώνονταν με τις αθρόες προσλήψεις «κομματικών φίλων» της κυβερνώσας τότε παράταξης. Για να περιοριστούν τα ελλείμματά της, η κυβέρνηση προσανατολίστηκε το 1962 στη λήψη δυο μέτρων: 1. Να επιβληθεί «εισφορά υπέρ του Ε.Ι.Ρ.» επί των πωλούμενων φωνογραφικών δίσκων και 2. Να καθιερωθεί γενική φορολογία «με αμάχητο τεκμήριοκατοχής ραδιοφώνου». Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές «το τεκμήριον τούτο θα αποτελεί η κατανάλωσις ωρισμένης ποσότητος ρεύματος μηνιαίως. Εάν δηλαδή η κατανάλωσις ηλεκτρικού ρεύματος είναι ανωτέρα των 10 κιλοβατώρων μηνιαίως, θα θεωρείται κατ’ αμάχητον τεκμήριον ο ιδιοκτήτης ή ο ενοικιαστής της οικίας κάτοχος ραδιοφώνου και υπόχρεος διά την καταβολήν της εισφοράς, η οποία θα ανέρχεται εις 13 δραχμάς περίπου μηνιαίως. Περαιτέρω πρόκειται να θεσπισθή η συνείσπραξις της εισφοράς προς το Ε.Ι.Ρ. μετά του λογαριασμού ηλεκτρικού ρεύματος, ώστε να είναι αδύνατος η μη καταβολής της» (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 27ης Σεπτεμβρίου 1962). Δοθέντος ότι όλες σχεδόν οι οικογένειες είχαν μηνιαία κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος μεγαλύτερη από 10 κιλοβατώρες, με το τεκμήριο αυτό ουσιαστικά επιβάλλονταν ραδιοφωνικά τέλη σ’ όλους τους Έλληνες, ασχέτως από το αν είχαν ή δεν είχαν ραδιόφωνα.
Λίγες μέρες αργότερα ψηφίστηκε νόμος που καθόριζε ως μηνιαία εισφορά υπέρ του Ε.Ι.Ρ. για κάθε οικογένεια το ποσό των 13 δραχμών (και 5 δραχμές επιπλέον για τους κατόχους και δεύτερου ραδιόφωνου). Ακόμη πλήρωναν ως ραδιοφωνικό τέλος 160 δραχμές και όσοι είχαν στο αυτοκίνητό τους ραδιόφωνο.
Την 6η Ιουλίου 1965 η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου με νομοσχέδιο, το οποίο κατέθεσε στην Επιτροπή Εξουσιοδοτήσεως της Βουλής, επέφερε κάποιες αλλαγές στον καθιερωθέντα φόρο. Κάτοικοι χωριών και κωμοπόλεων με πληθυσμό έως πέντε χιλιάδων ψυχών καθώς και καταναλωτές ρεύματος με λογαριασμούς κάτω των 60 δραχμών μηνιαίως απαλλάσσονταν από την εισφορά για το «Εθνικόν Ίδρυμα Ραδιοφωνίας». Το σχέδιο νόμου «χαιρετίστηκε» από το συμπολιτευόμενο Τύπο ως σημαντικό κοινωνικό μέτρο. Η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στο φύλλο της την 7η Ιουλίου 1965 έγραφε: «Το νομοσχέδιον καθιερώνει μίαν ενιαίαν και καθολικήν εισφοράν, ανεξαρτήτως κατοχής ραδιοφώνου, εις άπαντας τους καταναλωτάς ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία όμως θα είναι μικροτέρα κατά 25% από την προηγούμενην επιβάρυνσιν των συνδρομητών του Ε.Ι.Ρ..Η νέα ρύθμισις καθιερώνει γενικήν εισφοράν δρχ.10, ανεξαρτήτως αριθμού ραδιοφωνικών συσκευών. Εξαίρεσιν αποτελούν τα ραδιόφωνα αυτοκινήτων, των οποίων οι κάτοχοι επιβαρύνονται αυτοτελώς με δρχ. 100 ετησίως. Η εισφορά θα συνεισπράττεται με την οφειλήν προς τη Δ.Ε.Η.».
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου και ο φίλα προσκείμενος σ’ αυτήν Τύπος βρήκαν επιχειρήματα, για να δικαιολογήσουν την καθολικότητα του φόρου: «Η γενίκευσις της εισφοράς προς το Ε.Ι.Ρ. εκκινά από την αρχήν ότι οι μη κάτοχοι ραδιοφώνου αποτελούν απειροελαχίστην μειοψηφίαν, η οποία όμως και πάλιν καρπούται των υπηρεσιών του Ιδρύματος, που έχουν πλέον καταστεί κοινής ωφελείας, ως πιστοποιείται από την μετάδοσιν των θεμάτων και των αποτελεσμάτων των εξετάσεων, από την μετάδοσιν του λιμενικού δελτίου και τέλος εκ του γεγονότος ότι ακροαταί είναι και οι μη κάτοχοι ραδιοφωνικών συσκευών» (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, φύλλο της 7ης Ιουλίου 1965).
Αργότερα το Ε.Ι.Ρ. αντικαταστάθηκε από την Ε.Ρ.Τ. και πρόσφατα από τη Ν.Ε.Ρ.Ι.Τ.. Η εισφορά όμως παρέμεινε, σταδιακά αυξήθηκε και παγιώθηκε και ο τρόπος είσπραξής της με τους λογαριασμούς της Δ.Ε.Η..
No comments:
Post a Comment