.
ΓΛΥΚΕΣ ..ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ..
Νάημουνα νιός να γίνομαν
στη Γκιώνα ..τσοπανούδι . μικροβοηθός στο..άρμεμα..
και μπιστικός στο...σκάρο..
στη Γκιώνα ..τσοπανούδι . μικροβοηθός στο..άρμεμα..
και μπιστικός στο...σκάρο..
΄Θα 'χουν περάσει πάνω από 20 τουλάχιστον χρόνια , ίσως και περισσότερα , κατακαλόκαιρο , τέλειωνε ο Ιούλιος , ζέστη μεγάλη , αλλά κι' η λαχτάρα να περάσω ένα πρωί σε μιά τσοπάνικη στάνη , ακόμα μεγαλύτερη , κι' είχα και τον αξέχαστο καλό φίλο το Μήτσο το Δρόσο , τον Τρόχαλο , όπως τον παραγκωμιάζαν στο χωριό , όποτε μ' εύρισκε στην αγορά , μου ‘ λεγε και ξανάλεγε : Άιντε και δεν ήρθες ένα πρωί στο κονάκι , να φάμε και να πιούμε , να το ξέρω όμως να ψήσουμε κιόλας ...θά 'μαστε παρεούλα , ο Αβγός κι' ο Αντρεούλας , κανόνιστο κι' έλα...
Τό 'πε , το ξανά 'πε ο σχωρεμένος ο Μήτσος , το 'δεσα κι' εγώ κόμπο , κι' ένα πρωί , χωρίς να του 'χω πει τίποτα , ξεκίνησα για το " Κόκκινο Χούμα ", πάνω ψηλά στη Γκιώνα , κοντά δυο χιλιάδες μέτρα ύψος . Αν ήξερα βέβαια το δρόμο και τι με..περίμενε , δεν νομίζω πως θα ξεκίναγα , αλλά τέλος καλό όλα καλά , που λένε , όσο κι' αν λαχτάρησα στο δρόμο , ακόμα περισσότερο φχαριστήθηκα εκεί που πήγα , ύστερα ήταν και η πρώτη..εκστρατεία μου σε..Λιδορικιώτικη στάνη , και μάλιστα τόσο ψηλά , κι' όσο να 'ναι την ήθελα αυτή την εκδρομή πως και πως...
Έφυγα λίγο αργά , το πρωί , είχε βγει κατάκαλα ο ήλιος κι' έκανε πολλή ζέστη , πήρα κι' ένα μπουκαλάκι με νερό και με το κοντομάνικο μπλουζάκι , ξεκίνησα , για την κορφή της..Γκιώνας , χωρίς καν να ξέρω το δρόμο , ούτε ποιός ήταν αλλά το κυριότερο πως ήταν , βέβαια αυτό δεν άργησα να το ..μάθω , και βέβαια βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησα...αλλά το 'θελα και τελικά δεν το μετάνιωσα...
Μέχρι τις Καρούτες , όλα καλά κι' ωραία , γνωστός ο δρόμος , άσφαλτος , πήγα μια χαρά , σταμάτησα και στο μαγαζί , ρώτησα πως θα πάω για Κόκκινο Χούμα , ήπια και το καφεδάκι μου και ξεκίνησα , πέφτοντας απ' την πίσω μεριά του Καρουτιανού κάμπου , προς το Σαλωνίτικο , έκανα και το πρώτο λάθος , αλλά ευτυχώς εκεί είχε ένα εργοτάξιο , μάλλον συνεργείο , της εταιρείας των μεταλλείων , γύρισα τους ρώτησα και με καθοδήγησαν και προχωρώντας μέσα στο ελατόδασο , σε κακό έως..άθλιο δρόμο , προχώρησα αρκετά , ανεβαίνοντας φυσικά προς τις κορφές της Γκιώνας .
Εδώ τα πράγματα δυσκολεύανε , ο δρόμος , ο Θεός να τον κάνει δρόμο , ήταν στενός , ίσα που χώραγε τ' αυτοκίνητο , και το χειρότερο ήταν πως ήταν γεμάτος πέτρες , όχι χαλίκια αλλά πέτρες , κοτρώνια , κυριολεκτικά είχα παγώσει , να γυρίσω πίσω δεν υπήρχε τρόπος , άρα έπρεπε να συνεχίσω , κι' όσο κοίταζα αριστερά μου κι έβλεπα το γκρεμό , μου κοβότανε το αίμα...μ' είχε πιάσει ..κρύος ιδρώτας ...Από κάποιο σημείο ο δρόμος , ευτυχώς , δεν είχε γκρεμό , αλλά είχε κι' απ' τις δυο μεριές στέρεο έδαφος και φαινόταν μαλακότερο το χώμα , δεν είχε εκείνα τα στουρναρολίθαρα , τελικά λίγο πιο πάνω άκουσα γαυγίσματα σκυλιών , ανάσανα , σκέφτηκα πως κάπου εδώ γύρω πρέπει να ναι στάνη , κι 'έτσι ήταν , λίγο πιο πάνω , στρίβοντας είδα μια λάκκα , και άκουσα και βελάσματα και κουδούνια προβατιών , επί τέλους , σκέφτηκα , έφτασα , κι έτσι ήταν , όπως μπήκα στην άπλα αυτή , είδα δεξιά ένα κονάκι , και κάνα δυο τσοπανόσκυλα να γυροφέρνουν , κόρναρα μια , δυο φορές , και να σου ο Μήτσος ο φίλος μου , ε...τότε ένιωσα..βασιλιάς .
Χαρές ο φίλος που με είδε , γιατί κακά τα ψέματα , δεν το πολυ πίστευε πως θα πάω , ύστερα το χαμε πει τόσες φορές , κι είχε απογοητευτεί , με καλωσόρισε , και με μάλωσε γιατί δεν του τα’ χα πει από χθες ..προχθές να ‘χει κάνει κουμάντο για να ψήσουμε , τώρα φίλε , μου είπε θα τη..βγάλουμε με ξηρά τροφή , καμιά..κονσέρβα , ντοματοσαλάτα , τυρί , γιαούρτη και ψ'μοτύρι αλλά από κρασί...έχουμε πρώτο πράμα , τον καθησύχασα , λέγοντάς του πως το τελευταίο πράμα είναι το φαί , και μην ανησυχεί , θα βολευτούμε μια χαρά .
Απ' τα κορναρίσματά μου όμως , πριν , πετάχτηκαν έξω απ' τα κονάκια τους και δυο ακόμα Λιδορικιώτες τσοπάνηδες , πού ήταν παραπανούλια , οπότε φώναξε ο Μήτσος : Αντρεούλαααα , πάρ' κι του Μήτσο , κι' λάτε , έχουμε κόσμοοοο , σε λίγο ήρθαν , ο ..Αντρεούλας , Αντρέας Γωργουσόπουλος – Ταραναντρέας , κι' ο Μήτσος ο Αβγός , Δημ. Στρούζας , που ήταν και κουμπάρος μου , ήρθαν , καλοχαιρετηθήκαμε , με καλωσόρισαν , με ρώτησαν για κάνα νέο απ' το χωριό , και προχωρήσαμε προς το καλύβι του Μήτσου , που ήταν δίπλα , ενώ εγώ με το κοντομάνικο το μπλουζάκι , άρχισα να τουρτουρίζω , έκανε κρυαδούλα , το κατάλαβαν οι φίλοι μου , κι' ο Μήτσος μου 'φερε μιά κοντόκαπα , τσοπάνικη , βάλτην , μου λέει , γιατ΄θα σι..γκιάξει...τον άκουσα και..ζεστάθηκε το κοκκαλάκι μου..
Έβαλα λοιπόν την τσοπανόκαπα , κι' άρχισε η ξενάγηση , με πήγαν να δω το ψ'μοτύρι , πως βράζει σαν ασβέτης , είδα κι' όλα τα τσοπάνικα ..σύνεργα , πήγα και στ' λούστρα , που ποτίζονται τα ζωντανά , πέρασε η ώρα , κάτσαμε πήραμε μια μπουκιά , ήπιαμε και το κρασάκι μας , και πήρα το δρόμο της επιστροφής , φχαριστημένος , που έζησα έστω και για λίγο την τσοπάνικη ζωή , αλλά και την ομορφιά της καλής συντροφιάς και της φιλοξενίας ....
Γυρνώντας , ήμουνα πιο...καλμαρισμένος , τώρα ήξερα το δρόμο και που θα βρεθώ , βέβαια καθυστέρησα πολύ , έφτασα αργά στο Λιδορίκι , η γυναίκα μου είχε ανησυχήσει , και με το δίκιο της , αλλά είπε και το..απίθανο όταν έφτασα , καλά δεν μπορούσες να πάρεις ένα τηλέφωνο πως θ' αργήσεις ;
...Βέβαια όταν της εξήγησα περί...." Κόκκινου..Χούμα "...κατάλαβε και...ανακάλεσε....
Οι λίγες ώρες αδέρφια που πέρασα με τους αγαπημένους χωριανούς και φίλους , η ζεστασιά που ένιωσα και η απέραντη χαρά κι' ευχαρίστηση , με δεδομένη τη λαχτάρα που είχα πάντα να γνωρίσω και να ζήσω , έστω και για λίγο , την τσοπάνικη ζωή , μαζί με όλη την ομορφιά και τη γαλήνη που ένιωσα εκεί πάνω , καθ' οδόν , μετουσιώθηκαν , με την αναμενόμενη , ποιητική..αδεία , υπερβολή και την απαραίτητη ωραιοποίηση , σε μια σειρά εικόνων , ήχων , λόγων , ένα τραγούδι , λες , στην ομορφιά της ανθρώπινης επικοινωνίας , της άδολης και αφκιασίδωτης , της αγνής , σ' αυτή που όλοι προσφέρουν χωρίς να περιμένουν κάτι , η απέραντη χαρά της προσφοράς , στο μεγαλείο της...όσο υπάρχουν άνθρωποι , υπάρχει πάντα και..ελπίδα..
Όλα λοιπόν όσα ένιωσα εκεί ψηλά στη Γκιώνα , με την υπέροχη παρέα απλών ανθρώπων , συμπυκνώθηκαν σε λίγα λόγια , ασήμαντα ίσως , αλλά για μένα..πολύτιμα...
Η λούστρα στο " Κόκκινο Χούμα " και μιά Λιδορικιώτικη παρέα , Κωστοπαναγιωταίοι , Βουλγαραίοι , Πετραίοι , Σουρμελαίοι , μιά Ανάληψη στη στρούγκα του μπάρμπα Χαράλαμπου του Μαργέλλου - Αρπάλη .
Β Ο Υ Κ Ο Λ Ι Κ Ο.....
Πότε θανάρθει η άνοιξη ,
θανάρθει..καλοκαίρι ,
να περπατήσω τα βουνά ,
ψηλά στις ..κορφοράχες..
να πιώ νερό στα δίστρατα ,
χιονόνερο στις βίγλες
να σιγαρμέξω ευωδιές ,
στα δροσερά λειβάδια ,
κι' ανάλαφρα να κοιμηθώ
στων ελατιών τον ίσκιο...
θανάρθει..καλοκαίρι ,
να περπατήσω τα βουνά ,
ψηλά στις ..κορφοράχες..
να πιώ νερό στα δίστρατα ,
χιονόνερο στις βίγλες
να σιγαρμέξω ευωδιές ,
στα δροσερά λειβάδια ,
κι' ανάλαφρα να κοιμηθώ
στων ελατιών τον ίσκιο...
*
Να σιγοκλαίει η πέρδικα ,
ν' αγκομαχάει ..ο κούκος ,
κι' ο σταυραητός..περήφανα
να ψηλοαγναντεύει ,
τις στράτες , τ' αγριορούμανα ,
και τις...κοντοραχούλες .
Να σιγοκλαίει η πέρδικα ,
ν' αγκομαχάει ..ο κούκος ,
κι' ο σταυραητός..περήφανα
να ψηλοαγναντεύει ,
τις στράτες , τ' αγριορούμανα ,
και τις...κοντοραχούλες .
*
Να πάρω τον ανήφορο
στον έλατο , να φτάσω ,
διαβαίνοντας τις Κορομπλιές ,
Κακόνι και Σπιθάρια ,
πουν' τα Τσιανταίϊκα μαντριά
κι' οι στρούγκες των Φουσκαίων ,
και να κονέψω , απόγιομα ,
στο Κόκκινο το Χούμα...
Να πάρω τον ανήφορο
στον έλατο , να φτάσω ,
διαβαίνοντας τις Κορομπλιές ,
Κακόνι και Σπιθάρια ,
πουν' τα Τσιανταίϊκα μαντριά
κι' οι στρούγκες των Φουσκαίων ,
και να κονέψω , απόγιομα ,
στο Κόκκινο το Χούμα...
*
Πούχουν μαντριά , ο Τρόχαλος ,
ο Αβγός , κι' ο Αντρεούλας ,
κι' αντάμα να καθίσουμε
στου κονακιού τ' απόσκιο...
Πούχουν μαντριά , ο Τρόχαλος ,
ο Αβγός , κι' ο Αντρεούλας ,
κι' αντάμα να καθίσουμε
στου κονακιού τ' απόσκιο...
*
- Σίμπα Αντρεούλα τη φωτιά ,
φέρε μας γιοματάρι ,
το κοντοσούφλι γύρναγε ,
μην τύχει και μας...πάρει ...
- Φέρ' το καρβέλι , το τυρί ,
κοσμάρ και ψιμοτύρι ,
και πιάσε κάνα..παλιακό
του τραπεζιού..τραγούδι ...
- Σίμπα Αντρεούλα τη φωτιά ,
φέρε μας γιοματάρι ,
το κοντοσούφλι γύρναγε ,
μην τύχει και μας...πάρει ...
- Φέρ' το καρβέλι , το τυρί ,
κοσμάρ και ψιμοτύρι ,
και πιάσε κάνα..παλιακό
του τραπεζιού..τραγούδι ...
*
- Και συ ορέ Μήτσο Τρόχαλε ,
λάλα και τη...φλογέρα ,
και ρίξε με τον ..παλιογκρά
πεντ' έξι στον αγέρα....
ν' ανασαλέψουν τα...σκυλιά
ν' αρχίσουν ν' αλυχτάνε ,
να μαζωχτούνε τ' άγρια
του λόγγου όλα τα ζ’λάπια ,
να καμαρώσουν ..λεβεντιές
πως πίνουν και..γλεντάνε
να μη χορταίν' τα μάτια τους
να μας ..κρυφοκοιτάνε.........K .-
- Και συ ορέ Μήτσο Τρόχαλε ,
λάλα και τη...φλογέρα ,
και ρίξε με τον ..παλιογκρά
πεντ' έξι στον αγέρα....
ν' ανασαλέψουν τα...σκυλιά
ν' αρχίσουν ν' αλυχτάνε ,
να μαζωχτούνε τ' άγρια
του λόγγου όλα τα ζ’λάπια ,
να καμαρώσουν ..λεβεντιές
πως πίνουν και..γλεντάνε
να μη χορταίν' τα μάτια τους
να μας ..κρυφοκοιτάνε.........K .-
Καλή σας μέρα , να περνάτε καλά
www.lidoriki.com
No comments:
Post a Comment