18.11.09

MIA ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΟΥ “ ΚΟΚΚ’ΝΟΥ..ΧΟΥΜΑ ..”

 

ΓΛΥΚΕΣ ..ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ  ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ..

  Λόγω των όσων συμβαίνουν , τον τελευταίο καιρό , αδέρφια , στο χωριό μας , και επειδή προβλέπεται ο ..δρόμος να είναι..μακρύς , ας θυμηθούνμε την όμορφη..ανάμνησή μας , όπως την είχαμε αφηγηθεί παλιότερα..

Νάημουνα νειός να γίνομαν
στη Γκιώνα ..τσοπανούδι .
μικροβοηθός στο..άρμεμα..
και μπιστικός στο...σκάρο..

Λιδορικιώτικη , τσοπάνικη λεβεντοπαρέα , λεβεντιές..καμαρωτές...

Όμορφη τσοπάνικη ζωή , ψηλά στη Γκιώνα , η ώρα του..αρμέματος....

   ΄Θα 'χουν περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια , ίσως και περισσότερα , κατακαλόκαιρο , τέλειωνε ο Ιούλιος , ζέστη μεγάλη , αλλά κι' η λαχτάρα να περάσω ένα πρωί σε μιά τσοπάνικη στάνη , ακόμα μεγαλύτερη , κι' είχα και τον αξέχαστο καλό φίλο το Μήτσο το Δρόσο , τον Τρόχαλο , όπως τον παραγκωμιάζαν στο χωριό , όποτε μ' εύρισκε στην αγορά , μούλεγε και ξανάλεγε : Άιντε και δεν ήρθες ένα πρωί στο κονάκι , να φάμε και να πιούμε , να το ξέρω όμως να ψήσουμε κιόλας ...θά 'μαστε παρεούλα , ο Αβγός κι' ο Αντρεούλας , κανόνιστο κι' έλα...

   Τό 'πε , το ξανά 'πε ο σχωρεμένος ο Μήτσος , το 'δεσα κι' εγώ κόμπο , κι' ένα πρωί , χωρίς να του 'χω πει τίποτα , ξεκίνησα γιά το " Κόκκινο Χούμα ", πάνω ψηλά στη Γκιώνα , κοντά δυό χιλιάδες μέτρα ύψος . Αν ήξερα βέβαια το δρόμο και τι με..περίμενε , δεν νομίζω πως θα ξεκίναγα , αλλά τέλος καλό όλα καλά , που λένε , όσο κι' αν λαχτάρησα στο δρόμο , ακόμα περισσότερο φχαριστήθηκα εκεί που πήγα , ύστερα ήταν και η πρώρη..εκστρατεία μου σε..Λιδορικιώτικη στάνη , και μάλιστα τόσο ψηλά , κι' όσο νά 'ναι την ήθελα αυτή την εκδρομή πως και πως...

   Έφυγα λίγο αργά , το πρωί , είχε βγει κατάκαλα ο ήλιος κι' έκανε πολλή ζέστη , πήρα κι' ένα μπουκαλάκι με νερό και με το κοντομάνικο μπλουζάκι , ξεκίνησα , γιά την κορφή της..Γκιώνας , χωρίς καν να ξέρω το δρόμο , ούτε ποιός ήταν αλλά το κυριότερο πως ήταν , βέβαια αυτό δεν έργησα να το ..μάθω , και βέβαια βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που ξεκίνησα...αλλά το 'θελα και τελικά δεν το μετάνοιωσα...

   Μέχρι τις Καρούτες , όλα καλά κι' ωραία , γνωστός ο δρόμος , άσφαλτος , πήγα μιά χαρά , σταμάτησα και στο μαγαζί , ρώτησα πως θα πάω γιά Κόκκινο Χούμα , ήπια και το καφεδάκι μου και ξεκίνησα , πέφτοντας απ' την πίσω μεριά του Καρουτινού κάμπου , προς το Σαλωνίτικο , έκανα και το πρώτο λάθος , αλλά ευτυχώς εκεί είχε ένα εργοτάξιο , μάλλον συνεργείο , της ετειρείας των μεταλλέιων , γ΄υρισα τους ρώρησα και με καθοδήγησαν και προχωρώντας μέσα στο ελατόδασο , σε κακό έως..άθλιο δρόμο , προχώρησα αρκετά , ανεβαίνοντας φυσικά προς τις κορφές της Γκιώνας .

   Εδώ τα πράγματα δυσκολεύανε , ο δρόμος , ο Θεός να τον κάνει δρόμο , ήταν στενός , ίσα που χώραγε τ' αυτοκίνητο , και το χειρότερο ήταν πως ήταν γεμάτος πέτρες , όχι χαλίκια αλλά πέτρες , κοτρώνια , κυριολεκτικά είχα παγώσει , να γυρίσω πίσω δεν υπήρχε τρόπος , άρα έπρεπε να συνεχίσω , κι' όσο κοίταζα αριστερά μου κι έβλεπα το γκρεμό , μου κοβότανε το αίμα...μ' είχε πιάσει ..κρύος ιδρώτας ...Από κάποιο σημείο ο δρόμος , ευτυχώς , δεν είχε γκρεμό , αλλά είχε κι' απ' τις δυό μεριές στέρεο έδαφος και φαινόταν μαλακότερο το χώμα , δεν είχε εκείνα τα στουρναρολίθαρα , τελικά λίγο πιό πάνω άκουσα γαυγίσματα σκυλιών , ανάσανα , σκέφτηκα πως κάπου εδώ γύρω πρέπει νάναι στάνη , κι 'ετσι ήταν λίγο πιό πάνω , στρίβοντας είδα μιά λάκκα , και άκουσα και βελάσματα και κουδούνια προβατιών , επί τέλους , σκέφτηκα , έφτασα , κι έτσι ήταν , όπως μπήκα στην άπλα αυτή , είδα δεξιά ένα κονάκι , και κάνα δυό τσοπανόσκυλα να γυροφέρνουν , κόρναρα μιά , δυό φορές , και νάσου ο Μήτσος ο φίλος μου , ε...τότε έννοιωσα..βασιλιάς .

   Χαρές ο φίλος που με είδε , γιατί κακά τα ψέματα , δεν το πολιπίστευε πως θα πάω , ύστερα τοχαμε πεί τόσες φορές , κι είχε παογοητευτεί , με καλωσόριεσε , και με μάλωσε γιατί δεν του τόχα πει από χθες ..προχθές νάχει κάνει κουμάντο γιά να ψήσουμε , τώρα φίλε , μου είπε θα τη..βγάλουμε με ξηρά τροφή , καμιά..κονσέρβα , ντοματοσαλάτα , τυρί , γιαούρτη και ψ'μοτύρι αλλά από κρασί...έχουμε πρώτο πράμα , τον καθησύχασα , λέγοντάς του πως το τελευταίο πράμα είναι το φαί , και μην ανησυχεί , θα βολευτούμε μιά χαρά .

   Απ' τα κορναρίσματά μου όμως , πριν , πετάχτηκαν έξω απ' τα κονάκια τους και δυό ακόμα Λιδορικιώτες τσοπάνηδες , πού ήταν παραπανούλια , οπότε φώναξε ο Μήτσος : Αντρεούλαααα , πάρ' κι του Μήτσο , κι' λάτε , έχουμε κόσμοοοο , σε λίγο ήρθαν , ο ..Αντρεούλας , Αντρέας Γωργουσόπουλος , κι' ο Μήτσος ο Αβγός , Δημ. Στρούζας , που ήταν και κουμπάρος μου , ήρθαν , καλοχαιρετηθήκαμε , με καλωσόρισαν , με ρώτησαν γιά κάνα νέο απ' το χωριό , και προχωρήσαμε προς το καλύβι του Μήτσου , που ήταν δίπλα , ενώ εγώ με το κοντομάνικο το μπλουζάκι , άρχισα να τουρτουρίζω , έκανε κρυαδούλα , το κατάλαβαν οι φίλοι μου , κι' ο Μήτσος μου 'φερε μιά κοντόκαπα , τσοπάνικη , βάλτην , μου λέει , γιατ΄θα σι..γκιάξει...τον άκουσα και..ζεστάθηκε το κοκκαλάκι μου..

   Έβαλα λοιπόν την τσοπανόκαπα , κι' άρχισε η ξενάγηση , με πήγαν να δω το ψ'μοτύρι , πως βράζει σαν ασβέτης , είδα κι' όλα τα τσοπάνικα ..σύνεργα , πήγα και στ' λούστρα , που ποτίζονται τα ζωντανά , πέρασε η ώρα , κάτσαμε πήραμε μιά μπουκιά , ήπιαμε και το κρασάκι μας , και πήρα το δρόμο της επιστροφής , φχαριστημένος , που έζησα έστω και γιά λίγο την τσοπάνικη ζωή , αλλά και την ομορφιά της καλής συντροφιάς και της φιλοξενίας ....

   Γυρνώντας , ήμουνα πιό...καλμαρισμένος , τώρα ήξερα το δρόμο και που θα βρεθώ , βέβαια καθυστέρησα πολύ , έφτασα αργά στο Λιδορίκι , η γυναίκα μου είχε ανησυχήσει , και με το δίκιο της , αλλά είπε και το..απίθανο όταν έφτασα , καλά δεν μπορούσες να πάρεις ένα τηλέφωνο πως θ' αργήσεις ;

...Βέβαια όταν της εξήγησα περί...." Κόκκινου..Χούμα "...κατάλαβε και...ανακάλεσε....

   Οι λίγες ώρες αδέρφια που πέρασα με τους αγαπημένους χωριανούς και φίλους , η ζεστασιά που έννοιωσα και η απέραντη χαρά κι' ευχαρίστηση , με δεδομένη τη λαχτάρα που είχα πάντα να γνωρίσω και να ζήσω , έστω και γιά λίγο , την τσοπάνικη ζωή , μαζί με όλη την ομορφιά και τη γαλήνη που έννοιωσα εκεί πάνω , καθ' οδόν , μετουσιώθηκαν , με την αναμενόμενη , ποιητική..αδεία , υπερβολή και την απαραίτητη ωραιοποίηση , σε μιά σειρά εικόνων , ήχων , λόγων , ένα τραγούδι , λες , στην ομορφιά της ανθρώπινης επικοινωνίας , της άδολης και αφκιασίδωτης , της αγνής , σ' αυτή που όλοι προσφέρουν χωρις να περιμένουν κάτι , η απέραντη χαρά της προσφοράς , στο μεγαλείο της...όσο υπάρχουν άνθρωποι , υπάρχει πάντα και..ελπίδα..

Όλα λοιπόν όσα έννοιωσα εκεί ψηλά στη Γκιώνα , με την υπέροχη παρέα απλών ανθρώπων , συμπυκνώθηκαν σε λίγα λόγια , ασήμαντα ίσως , αλλά γιά μένα..πολύτιμα...

 

 

Β Ο Υ Κ Ο Λ Ι Κ Ο.....

 

Πότε θανάρθει η άνοιξη ,
θανάρθει..καλοκαίρι ,
να περπατήσω τα βουνά ,
ψηλά στις ..κορφοράχες..
να πιώ νερό στα δίστρατα ,
χιονόνερο στις βίγλες
να σιγαρμέξω ευωδιές ,
στα δροσερά λειβάδια ,
κι' ανάλαφρα να κοιμηθώ
στων ελατιών τον ίσκιο...

               *
Να σιγοκλαίει η πέρδικα ,
ν' αγκομαχάει ..ο κούκος ,
κι' ο σταυραητός..περήφανα
να ψηλοαγναντεύει ,
τις στράτες , τ' αγριορούμανα ,
και τις...κοντοραχούλες .
Να πάρω τον ανήφορο
στον έλατο , να φτάσω ,
διαβαίνοντας τις Κορομπλιές ,
Κακόνι και Σπιθάρια ,
πουν' τα Τσιανταίικα μαντριά
κι' οι στρούγκες των Φουσκαίων ,
και να κονέψω , απόγιομα ,
στο Κόκκινο το Χούμα...

                 *
Πούχουν μαντριά , ο Τρόχαλος ,
ο Αβγός , κι' ο Αντρεούλας ,
κι' αντάμα να καθήσουμε
στου κονακιού τ' απόσκιο...


- Σίμπα Αντρεούλα τη φωτιά ,
φέρε μας γιοματάρι ,
το κοντοσούφλι γύρναγε ,
μην τύχει και μας...πάρει ...


- Φέρ' το καρβέλι , το τυρί ,
κοσμάρ και ψιμοτύρι ,
και πιάσε κάνα..παλιακό
του τραπεζιού..τραγούδι ...


- Και συ ορέ Μήτσο Τρόχαλε ,
λάλα και τη...φλογέρα ,
και ρίξε με τον ..παλιογκρά
πεντ' έξι στον αγέρα....
ν' ανασαλέψουν τα...σκυλιά
ν' αρχίσουν ν' αλιχτάνε ,
να μαζωχτούνε τ' άγρια
του λόγγου όλα τα ζλάπια ,
να καμαρώσουν ..λεβεντιές
πως πίνουν και..γλεντάνε
να μη χορταίν' τα μάτια τους
να μας ..κρυφοκοιτάνε.........K .-

 

 

 

Η λούστρα στο " Κόκκινο Χούμα " και μιά Λιδορικιώτικη παρέα , Κωστοπαναγιωταίοι , Βουλγαραίοι , Πετραίοι , Σουρμελαίοι , μιά Ανάληψη στη στρούγκα του μπάρμπα Χαράλαμπου του Μαργέλλου - Αρπάλη .

       Καλό σας βράδυ αδέρφια ……Κ.-

No comments: