Σκυφτός,γερμένος ,στέκει ο γεροπλάτανος,
από βαρύ αστροπελέκι, χτυπημένος,
κι’έτσι πεσμένος,μισερός,κατάμονος,
τα περασμένα αναθυμιέται,πικραμένος.
* *
Τόσοι και τόσοι διάβηκαν τούτον εδώ τον τόπο,
κονέψαν και δροσίστηκαν ,στου ίσκιου μου τη χάρη,
φάγαν ψωμί ,ήπιαν νερό,νταγιάντησαν τον κόπο,
πλαγιάσαν κι ονειρεύτηκαν,στο δροσερό χορτάρι..
* *
Πουλιά,πουλιά κάθε λογής,λαλήσαν στα κλαριά μου,
χτίσαν φωλιές,ισκιώθηκαν,μεγάλωσαν ,τραφήκαν,
κι’όταν ο δόλιος έγειρα και σπάσαν τα ριζά μου,
φτερούγησαν και χάθηκαν, κατάμονο μ’αφήκαν.
* *
Ρήμωσ’η στράτα τώρα πια,διαβάτες δεν διαβαίνουν,
κανένας τους, δεν στέκεται στον ίσκιο το δικό μου,
κάνουνε πως κοιτάνε αλλού, και αλλο δρόμο παίρνουν,
και ειρωνικά κρυφογελούν,γι’αυτό τον παθημό μου,
* *
Μονάχα ένα μαυρόπουλο,ενα φτωχό σπουργίτι,
μ’ ήλιο,με χιόνια, με βροχή,χειμώνα, καλοκαίρι,
με συντροφεύει στοργικά,μ’έχει δικό του σπίτι,
και μέσα στην ανημποριά,μου άπλωσε το χέρι.
* *
Κι’όπως με βλέπει αράθυμο, ψυχοβαλαντωμένο,
για ν’αλαφρώσει τον καυμό,γίνεται μπιστικός μου,
και με τα μάτια καρφωτά,μου λέει,μαραζωμένο,
πως τάχα φταίει,για όλα αυτά,η αχαριστιά του κόσμου.-
No comments:
Post a Comment