Φτάσαν και οι απόκριες αδέρφια , μία ..μία , έρχονται και φεύγουν οι..γιορτάδες , αφήνοντάς μας ..αναμνήσεις , που μακάρι να ‘ναι..όμορφες ..αν και οι αναμνήσεις είναι..μαχαίρι..δίκοπο , άλλοτε..σε γαληνεύουν κι’ άλλοτε σου ανοίγουν πιό…βαθειές ..πληγές..τέλος πάντων..
Η αποκριάτικη ατμόσφαιρα του παλιού Λιδορικιώτικου καιρού ήταν όμορφη , με τα λίγα μέσα που είχαμε τότε , αλλά και με πολύ περισσότερο , από τώρα , κέφι , δημιουργούσαμε , απ’ το…τίποτα , που λένε , απλές αλλά..όμορφες καταστάσεις ..μιά σκέπη , ένα παλιοπαντέλονο κι’ ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια , και η μασκαρο..αμφίεση ήταν τέλεια , που στολές και παραμύθια , εκείνη την εποχή , να μη ξεχνάμε όμως πως τότε , δεν υπήρχε..ανταγωνισμός , μα κι’ αν υπήρχε ΄..δεν φαινόταν..προκλητικά…αλλά όμως , είναι αξιοπρόσεκτη , η στάση και η συμπεριφορά μας , ακόμα και σε πολύ-πολύ ..δύσκολες καταστάσεις , που δεν χανόταν η..σκωπτική , και..ίσως γιά άλλους λαούς ..απίθανη διάθεση ..
Το..χούι μας όμως αυτό , που προσωπικά το θεωρώ μάλλον…χάρισμα , είναι ένα απ’ τα στοιχεία που μας κράτησε , πολλές φορές , ενωμένους σαν Έθνος , αυτή η κοινωνική…μοιρασιά , χαράς και ..λύπης , κι’ ακόμα εκείνο το..περίεργο το ..πάντρεμα της πιό..μεγάλης πίκρας και θλίψης με την..χορευτική εξιλέωση και το..γλέντι , αυτό το…αντιδραστικό , θα λέγαμε , ξέσπασμα , στις δύσκολες στιγμές και η..ενσυνείδητη μετατροπή συναισθημάτων και καταστάσεων , δεν είναι άραγε κάτι..μεγαλειώδες ; Πολλοί συνάνθρωποί μας , χωριανοί και χωριανές μας , είχαν αυτό το χάρισμα και φυσικά κατόρθωναν το..ακατόρθωτο , παρασύροντας και τους άλλους ..
Ύστερα οι..απόκριες τι ήταν , γιατί τώρα πιά δεν είναι , η παρουσίαση μιάς εικονυκής πραγματικότητας , και έλυναν πολλά – πολλά προβλήματα , αφού κατάφερναν , να ..μετριάζουν τις δυσκολίες , έστω και προσωρινά , ανοίγοντας ένα ..παραθυράκι αισιοδοξίας , και στις πιό…σκοτεινές περιόδους της ζωής μας ..
Στα δύσκολα , τα ..μαύρα θα λέγαμε , μετακατοχικά χρόνια , που η Πατρίδα μας ήταν , δυστυχώς , βουτηγμένη στην απόγνωση και τον αλληλοσπαραγμό , τα τότε Λιδορικιωτόπουλα , παρά τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν , έκαναν την..υπέρβαση , και ίσως ..διακωμωδώντας την επικρατούσα αθλιότητα , ντύθηκαν..μασκαράδες , εν έτει…1949…δείτε.
Φωτογραφία της αστυνομικής δύναμης του χωριού μας , της εποχής εκείνης , κάποιοι απ' αυτούς ήταν που ..συνέλαβαν του παραβάτες..μασκαράδες . Τέταρτος από αριστερά ο Μοίραρχος , τότε , Γ. Παπαγεωργίου , γαμπρός μετέπειτα του χωριού μας , αφου παντρεύτηκε την Βούλα Φαλίδα , πέμπτος ο Κων. Παναγιώτου , απ' το Κριεκούκι και μεσαίος απ' τους καθιστούς ο Σωτήρης Γιαλαμάς , που κι' αυτός παντρεύτηκε Λιδορικιώτισσα , τη Χρυσούλα Παλαιολόγου , και ένεινε για πάντα στο Λιδορίκι .
ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΙ …ΜΑΣΚΑΡΑΔΕΣ ΤΟΥ 1949 !!!
Η Αποκριά , με το άνοιγμα του Τριωδίου , μέχρι την Κυριακή της τυροφάγου , με αποκορύφωμα την Καθαρή Δευτέρα , είναι μιά εποχή , απ' τα παλιά χρόνια , γιά χορό , τραγούδι μασκάρεμα και γενικά ξεφάντωμα . Το έθιμο αυτό το ζούσαν πολύ έντονα στο Λιδορίκι . Ήταν μιά περίοδος χαράς και ατέλειωτου κεφιού , αυτή την περίοδο γίνεται μιά ισοπέδωση των ανθρώπων αφού πλούσιοι και φτωχοί , μορφωμένοι και αμόρφωτοι , παιδιά και μεγάλλι , έχουν ένα και μόνο σκοπό : πως να γλεντήσουν περισσότερο .
Μου έδιναν την εντύπωση , οι άνθρωποι εκείνη την εποχή , με το ατέλειωτο φαγητό τους , το μέχρι κραιπάλης ποτό τους και το ξέφρενο χορό τους , ότι φτάνει η συντέλεια του Κόσμου . Ένας μεγάλος συντελεστής του ξεφαντώματος αυτού ήταν το μασκάρεμα . Γιατί ο άνθρωπος κρυμένος πίσω από μιά μάσκα , κάνει πράγματα τα οποία ποτέ δεν θα έκανε , με το πραγματικό του πρόσωπο . Έχω ακούσει πάραπολλές ιστορίες , σχετικά με την αποκριά απο τους μεγαλύτερους , αλλά αυτή που θα σας διηγηθώ , την έζησα προσωπικά με τους φίλους που αναφέρω .
Το 1949 , τελευταία Κυριακή της αποκριάς , ο παπα Σπύρος ο Κοράκης , διάβασε στην εκκλησία , από την ωραία πύλη , μιά ανακοίνωση της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής Λιδορικίου που έκανε γνωστό σε όλους , " ότι απαγορευόταν η κυκλοφορία τη νύχτα και προπαντός , απαγορευόταν αυστηρώς το μασκάρεμα ". Προειδοποιούσε δε , ότι οι παραβάτες θα τιμορούνταν παραδειγματικά . Αυτό έγινε , γιατί η κατάσταση ήταν ακόμα ανώμαλη λόγω των ανταρτών .
Τα νειάτα , όμως , ο παράς κι ο ..βήχας , δεν κρύβονται ...
Εκείνο λοιπόν το βράδυ , βρισκόμουν στο σπίτι της Κούλας Ζέκιου - που έζησε μετά , γιά χρόνια στην Αργεντινή - που τώρα δεν ζει πιά , μαζί με άλλους . Κάποιος έριξε την ιδέα να ντυθούμε....
Επειδή δεν το είχαμε προγραμματίσει δεν αγοράσαμε δεν αγοράσαμε και τις..κατάλληλες στολές . Τότε οι βιτρίνες , του Γκομόζια , του Πίτσιου , του Ευσταθίου , του Κρίκου , του Σκούτα και των άλλων καταστημάτων ήταν γεμάτες από στολές Κολομπίνας , Πιερρότου , Μαρκησίας , Αρσέν Λουπέν ....αμ..δέ !....
Παρασύρθηκα , σας έφερα 35 χρόνια μετά και στην Αθήνα βέβαια . Στα καταστήματα εκείνα εύρισκες λίγα απ'όλα , αλλά όχι και στολές . Ούτε μάσκες απλές δεν είχαν . Τότε όμως δεν δίναμε σημασία στα ρούχα , που είναι σήμερα ένα μασκάρεμα επίδειξης , αλλά στο πηγαίο κέφι , το οποίο υπήρχε άφθονο εκείνη την εποχή , παρ' όλες τις δύσκολες στιγμές που περνούσαμε .
Άρχισε λοιπόν το μασκάρεμα , ο Χαράλαμπος Ζέκιος ντύθηκε Σείχης , βρήκε ένα άσπρο υφαντό σεντόνι από τα λίγα που υπήρχαν με πολλές τρύπες . Σε μιά απ' αυτές πέρασε το κεφάλι του , το έζωσε στη μέση με ένα καναβίδι , έβαλε ένα μαντήλι στο πρόσωπο γιά μάσκα , πήρε και τη μαγγούρα του γερο Ζέκιου και ήταν έτοιμος . Η Γιαννίτσα Παπαιωάννου ( Ζέκιου σήμερα ) φόρεσε ένα παντελόνι του Ζέκιου και το σακκάκι του και λόγω αναστήματος , ήταν τέλειος άντρας . Η Κούλα η Ζέκιου , βρήκε ένα στρατιωτικό παντελόνι και από πάνω ένα αμπέχονο και έγινε φαντάρος , εγώ φόρεσα του μπάρμπα μου του Μήτρου του Παπαιωάννου τα ρούχα , έπλεα μέσα , αλλά το θέαμα ήταν ικανοποιητικό . Η Γεωργία Στρούζα , ντύθηκε Κυρία με τακούνια και τσάντα , είχε αδυναμία στα σικ πράγματα . Τέλος , ο Σιαμαντάς ο Κώστας , Γρανιτσιώτης , ανταρτόπληκτος τότε στο Λιδορίκι , ντύθηκε γριά . Φόρεσε της γιαγιάς μου μιά φούστα μακρυά , ένα μπουστάκι από πάνω , πήρε και τη ρόκα της και καθώς από κατασκευής του ήταν λιγόσωμος , ήταν τέλεια γριά . Πήγαμε στο σπίτι του Μποβιάτση ( Τριώταινας ) στις λάκκες όπου έμενε ο Σιαμαντάς . Εκεί βρήκαμε τον Κώστα Μποβιάτση ( τον συχωρεμένο )τις αδελφές του ασαοφία και Ντίνα , το Νίκο τον Κολοκύθα ( Πανουργιά ) ο οποίος είχε και ένα γραμμόφωνο , δυσεύρετο πράγμα γιά εκείνη την εποχή . Είχε όλες κι' όλες δυό πλάκες , η μιά είχε απ' τη μιά πλευρά την " ιτιά " κι' απ' την άλλη το " Μαντήλι Καλαματιανό ", και η δεύτερη είχε από την μιά πλευρά τη " Λιδωρικιώτισσα "και απ' την άλλη το " Εκει ψηλά στην αετοράχη ".
Μας δέχτηκαν με χαρά αλλά και κάποια επιφυλακτικότητα στην αρχή , ώσπου να μας γνωρίσουν . Φάγαμε , ό,τι είχαν ήπιαμε και το κρασάκι μας και αρχίσαμε το χορό . Πέρασε αρκετή ώρα , δεν ξέρω πόση ακριβώς , όταν αποφασίσαμε να φύγουμε . Προχωρήσαμε προς τα πάνω και μπροστά στου Πάζα το σπίτι , πέσαμε πάνω στην περίπολο της Χωροφυλακής . Άλτ!...αλτ :μας φώναξαν , μαραθήκαμε απ' το φόβο μας , τι να λέγαμε ; Ο ένας κρυβόταν πίσω απ' τον άλλον και τσιμουδιά . Ακούσαμε ένα χραπ...χρουπ...στα όπλα τους και σε κλασμα δευτερολέπτου , τρεις δέσμες από ισχυρούς φακούς μας τύφλωσαν . Ποιοί είσθε ; Μας ρώτησαν , βουβοί εμείς , με αυστηρή φωνή μας διέταξαν να μπούμε ο ένας δίπλα στον άλλο , να βγάλουμε τις μάσκες και να σηκώσουμε τα χέρια ψηλά !
Μας πλησίασε ο ένας από τους τρεις Χωροφύλακες , οι άλλοι σύο μας σημάδευαν με τα αυτόματα και στάθηκε μπροστά στη Γιαννίτσα . Ο κύριος ; ρώτησε , είμαι γυναίκα , απάντησε αυτή , ο κύριος ; ρώτησε την Κούλα , γυναίκα είμα κι' εγώ . Τότε αυτός νευριασμένος : που τσι διάβολο βρήκες τσι στολή και μας κοψοχόλιασες απόψε ; Ο χωροφύλακας ήταν Κερκυραίος . Απευθύνθηκε στον Κώστα : η κυρία ; ρώτησε , είμαι άντρας εγώ , είπε αυτός . Άντρας ; τι άντρας είσαι βρε χαμένο , που ντύθηκες γυναίκα και βγήκες στο δρόμο μασκαρεμένος ; Δεν ξέρεις ότι αυτό απαγορεύεται ; θέλεις να τσι βρέξω γιά να καταλάβεις ;
Η ασυνήθιστη φασαρία , έκανε τον Ανθυπασπιστή της Χωροφυλακής το Σταματόπουλο , που καθόταν στου Πάζα το σπίτι , ν' ανοίξει επιφυλακτικά το παράθυρο να δει τι συμβαίνει . Τότε η Κούλα Ζέκιου η οποία τον γνώριζε - γιατί η γυναίκα του ήταν φίλη της από την Ιτέα -του φώναξε ότι είμαστε όλοι γνωστοί και ντυθήκαμε λόγω της μέρας μασκαράδες . Ο Ανθυπαστιστής , βγήκε στο μπαλκόνι μισοντυμένος και πάνοπλος και είπε στους Χωροφύλακες να μας αφήσουν να φύγουμε . Αυτοί όμως , απάντησαν πως έχουν διαταγή απ' το Μοίραρχο όποιους πιάνουν να τους πηγαίνουν στην Υποδιοίκηση . Τότε πηγαίνετε , τους είπε κι 'ερχομαι κι' εγώ . Ξεκινήσαμε γιά την Υποδιοίκηση , οι Χωροφύλακες κατέβασαν τα όπλα και κάτι έλεγαν μεταξύ τους . Εκείνη τη στιγμή ξεφεύγει απ' τη σειρά ο Χαράλαμπος ο Ζέκιος και μ' ένα πήδημα και δυό τρεις τούμπες , βρέθηκε στου Μπήλιου το χωράφι . Ώσπου να καταλάβουμε τι έγινε , είχε φτάσει στου Κατσαμπούρα το ρέμα . Τους λόγους που έφυγε μας τους εξήγησε μετά : " Φοβήθηκα , επειδή ήμουν ο πιό μεγάλος , θα μεκλείναν μέσα και μπορεί νάτρωγα και κανένα μπερτάχι .
Στο δρόμο συναντηθήκαμε με το Μοίραρχο - Διοικητή , το Γεώργιο Παπαγεωργίου , ο οποίος πήγαινε στο σπίτι του Κώστα Φαλίδα του οποίου είχε αρραβωνιαστεί τη Βούλα . " Τι συμβαίνει εδώ ; " είπε με το αυστηρό ύφος του , που προσπαθούσε να το κάνει αυστηρότερο . Εμείς βάλαμε τα γέλια , , ένας χωροφύλακας του εξήγησε τι έγινε . " Πάρτους και κλείστους μέσα να μάθουν άλλη φορά να μην παραβαίνουν τις διαταγές μου . Η μάλλον..." Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του , γιατί έφτασε ο Ανθυπασπιστής ο Σταματόπουλος , χαμογελαστός και πάντοτε επιεικής . Τι μου κάνατε απόψε βρε παιδιά , μας είπε . Ευτυχώς έλειπε η Μαρία ( η γυναίκα του ) και άργησα λίγο να γυρίσω στο σπίτι , και ήμουν ακόμα ντυμένος αλλοιώς θα με βγάζατε έξω με το σώβρακο και που να πάω ; Εσείς βέβαια είστε παιδιά και δεν μπορείτε να καταλάβετε , τι καιρό περνούμε . Ο Μοίραρχος ξέσπασε σε γέλια , λέγοντά μας , είναι εποχή τώρα γιά τέτοια πράγματα ; Ξέρετε ότι μπορούσατε να γίνετε μακαρίτες , τώρα που η ζωή αρχίζει γιά σας και μάλιστα γιά ένα μασκάρεμα ; Τέλος πάντων , άντε καληνύχτα και του χρόνου .
Καληνυχτίσαμε και γυρίσαμε στο σπίτι . Το κέφι όμως , είχε χαθεί , κέφι και φόβος είναι αντίθετα , δεν συμβιβάζονται .
Η είσαι ελεύθερος να γλεντήσεις η υποτάσσεσαι στους Νόμους και τις διαταγές και κάθεσαι στ' αυγά σου , έτσι πέρασε μιά παλιά Λιδορικιώτικη αποκριά στα δύσκολα εκείνα χρόνια .
Όταν μετά από χρόνια συναντιώμασταν , οι...ταραξίες μασκαράδες εκείνης της βραδιάς , τη θυμόμασταν και , φυσικά , γελούσαμε , κι' ας είχαν περάσει τόσα χρόνια....
Η αφήγηση , ανήκει στην αγαπημένη Λιδορικιώτισσα φίλη Δήμητρα Λουτσόβου - Αγγελάκη και είχε δημοσιευτεί στο " ΛΙΔΩΡΙΚΙ " το Φεβρουάριο του 1984 , αριθ.φυλ. 27 .
No comments:
Post a Comment