Με την ευκαιρία της παγκόσμιας ημέρας της ποίησης , που ήταν προχθές , συνεχίζουμε να δημοσιεύουμε ποιήματα Ελλήνων ποιητών
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ
Ὁ Μπαταριᾶς
Ἕνα Σάββατο βράδυ,
Μιὰ Κυριακὴ πρωί...
Ὁ Μπουκουβάλας ὁ μικρὸς κι ὁ Κλὴς τοῦ Τσαγκαράκη
Κι ὁ Νίκος τοῦ Βρανᾶ,
Σάββατο βράδυ, κάποτε, τὸ ῾ρίχναν στὸ μεράκι,
Στοῦ Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά.
Κι ὡς ἤσανε ἀρχοντόπουλα κ᾿ οἱ τρεῖς, στὸ κέφι ἀπάνω,
Στέλναν γιὰ τὰ βιολιά,
Καὶ μὲς σὲ λίγο βλέπανε τὸν Κατσαρὸ τὸν Πάνο,
Καὶ πίσω τὸ Θανάση Μπαταριᾶ.
Κι ἀμέσως μὲ τὸ βιολιτζῆ καὶ μὲ τὸ λαουτέρη,
Καὶ μ᾿ ἕναν πιφιρτζῆ,
Γιὰ τὸ βιλούχι κίναγαν τοῦ Κώστα Καλιαντέρη,
Ποὺ σίγουρα τὸν εὕρισκαν ἐκεῖ.
Κι ὁ Κώστας, λαγοκοίμητος, πάντα μὲ τὴν ποδιά του,
Τοὺς δέχονταν ὀρθός,
Καὶ τὸ τραπέζι ἑτοίμαζε πρὸς τὰ᾿ ἁρμυρίκια κάτου,
Στῆς ἅπλας λιμνοθάλασσας τὸ φῶς.
Κι ὡς νὰ στρωθῇ καὶ νὰ σιαχτῇ, καὶ νὰ συγκαιριστοῦνε
Τά ῾ργανα, σιγαλὰ
Τὰ λιανοτράγουδα ἄρχιζαν, τὰ γιαρεδάκια, ὁποῦ ῾ναι
Καθὼς τὰ προσανάμματα στὴ στιά.
Μὰ στὸ τραπέζι ὡς κάθουνταν, κι ἄνοιγεν ἡ φωνή σου,
Μεγάλε Μπαταριᾶ!
Στὸ τρίτο κρασοπότηρο, πουλιὰ τοῦ Παραδείσου
Ξυπνούσανε κι ἀηδόνια στὰ κλαδιά.
Καὶ λίγο λίγο ὡς γύριζες μὲς στὸ τραγούδι, ὢ θάμα!
Παλληκαριές, καϋμούς,
Τ᾿ ἀρματολίκι ἀνέβαζες καὶ τὴν ἀγάπη ἀντάμα,
Στ᾿ ἀστέρια, στὸ φεγγάρι, στοὺς Θεούς.
Κ᾿ ἐκεῖθε, ποὺ δὲν ἔφτανε κανένας, κ᾿ ἡ ἀνάσα
Πιάνονταν ὡς κι αὐτή,
Κ᾿ ἐκεῖθε ἀλέγρα, παίζοντας, σκαλὶ σκαλὶ τὰ μπάσα,
Κατέβαινε ἡ γαλιάντρα σου ἡ φωνή.
Κι ὅπως ἐτύχαινε συχνά, σὲ τέτοια γλέντια νά ῾ναι
Καλοκαιριοῦ χαρά,
Καὶ ὁ κόσμος ἔξω, τὰ νερὰ καὶ οἱ κάμποι νὰ εὐωδᾶνε
Κι ὅλα μαζὺ νὰ σπρώχνουν δυνατά,
Καὶ τὴν πιὸ λίγο ἀνάθαρρῃ, παρέκει νὰ πατήσει,
Ν᾿ ἀκούσει καὶ νὰ δεῖ, -
Δὲν ἔμενε εἰκοσόχρονη ποὺ νὰ μὴν ξεπορτίσει,
Καὶ χήρα νιὰ στὸ δρόμο νὰ μὴ βγεῖ.
Κι ὅσες ἀκόμα, οἱ ἄπλερες, δὲ βόλιε νὰ φτερίσουν,
Σὲ μάντρες καὶ σὲ αὐλές,
Τὰ κοχυλάκια αὐτάκια τους στυλῶναν νὰ γροικήσουν,
Τὰ μάτια τους νὰ ρίξουν σαϊτιές.
Καὶ τὰ τραγούδια, ἀέρηδες δροσιᾶς μαζὺ καὶ λαύρας,
- ὁ δόλιος ὁ σεβντᾶς!
Πότε τὶς φλόγες ἔφερναν, καὶ πότε μιᾶς ἀνάβρας
Τὸ ράντισμα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς.
Μὰ ἐκεῖ ποὺ πέλαγο ἡ φωνὴ σάλευε πιὰ τὰ φρένα,
Κι ὁ πλανταγμένος νοῦς,
Ποῦ πήγαινε, δὲν ἤξερε, μὲ τὰ φτερὰ χαμένα,
Σ᾿ ἀναθυμιὲς καὶ πόθους ὠκεανούς,
Καθὼς ἡ νύχτα ἐθάμπιζε, καὶ τῆς αὐγῆς ἡ χάρη
Σπίθιζ᾿ ἀντικρινά,
Ξάμωνε ὁ Μπαταριᾶς μὲ μιᾶς καὶ πέταε τὸ δοξάρι,
Μὲ τὸ στερνό του βόγκο, στὰ νερά.
Καὶ ἀσηκωμένος, γνεύοντας νὰ ἑτοιμαστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι
Καὶ σκύβοντας στοὺς τρεῖς
Νιόβγαλτους καλεστάδες του, πού ῾χανε τὸ κεφάλι
Γεμάτο ἀπὸ καπνοὺς ἀποβραδίς,
Τοὺς ἔλεγε, ξενέρωτους, πὼς δὲν ἦταν ἡ τάξη,
Πρωὶ καὶ Κυριακή,
Νὰ δοῦν παιδιὰ ποὺ τά ῾χανε μὴ βρέξει καὶ μὴ στάξει,
Μπλεγμένα στὰ βιολιὰ καὶ στὸ κρασί.
Κ᾿ ἐνῷ τοὺς ἔλεγαν αὐτά, κ᾿ οἱ γύρω παρωρίτες,
Σὰ σ᾿ ὑπνοφαντασιά,
Παίρναν τὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, οἱ ἀπανωπαζαρίτες,
Κι οἱ κάτω, τὰ ντερσέκια τὰ στενά,
Μέσα στ᾿ ἀνάφλογο τὸ φῶς, ἄρχιζαν κ᾿ οἱ καμπάνες,
Ποὺ φάνταζαν χρυσές,
Καὶ τὰ κορίτσια ἐμπαίνανε νὰ κοιμηθοῦν, κ᾿ οἱ μάνες
Ξαλλάζανε νὰ πᾶν στὶς ἐκκλησιές..
***********
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΥΘ.ΚΑΨΑΛΗΣ
ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ..
Σαν θάρθουνε οι μέρες της βροχής , οι ευλογημένες ,
στου παραθύρου , όπως πάντα , θα προσμένω το περβάζι ,
κι’ όλες μου οι σκέψεις οι παλιές , οι ξεχασμένες ,
σαν πεταλούδες , θα περνούν στο πρόσωπό μου με τ΄αγιάζι .
*
Της ρεματιάς τ’ αχνό σιγοκελάρισμα , το θρόισμα των φύλλων ,
η ανατριχίλα απ’ της βροχής το άγγιγμα , στ’ αγέρωχα κλαδιά ,
θα φτάνουν , λες , σαν ψιθυρίσματα , παλιών , χαμένων φίλων ,
μηνύματα , νοσταλγικά , που στέλναμε σαν ήμασταν παιδιά .
*
Σαν έρθουνε οι μέρες της βροχής , και δεν θα μ’ εύρουν ,
στου παραθύρου , το φθαρμένο το περβάζι ακουμπισμένο ,
ας προσπερνούν , το παραθύρι μου οι σταγόνες και ας..φεύγουν,
το αντάμωμά μας τούτο , να μη γίνει , ίσως να ΄τανε γραμμένο .- Κ.-
Αθήνα 20-2-08 .
" Τραγουδώντας στη Ζωή "
Λιδορίκι 2010
*************
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Μικρὸ Τραγούδι
Ὁ παλιός μας Ἔρωτας,
μὲ τὰ βάσανά του,
ὁ καλός μας Ἔρωτας,
ἦταν τοῦ θανάτου.
Δέκα χρόνια στὴ σειρά,
δίχως νὰ τὸ ξέρει,
δέκα χρόνια στὴ σειρά,
μᾶς κρατοῦσε ταίρι.
Μᾶς βαστοῦσε συντροφιά,
μᾶς κρατοῦσε ταίρι,
δέκα χρόνια στὴ σειρὰ
κι ἕνα καλοκαίρι...
Μὰ ὅπως ὅλα μᾶς περνοῦν
καὶ χαρὲς καὶ πόνοι,
νὰ μιὰ μέρα ποὺ κι αὐτός,
ἄρχισε νὰ λιώνει.
Κι ἕνα βράδυ σκοτεινό,
βράδυ πικραμένο,
καθὼς εἶχα κουραστεῖ
νὰ σὲ περιμένω,
δίχως λέξη νὰ μοῦ πεῖ,
γύρισε στὴ μπάντα,
῾σφάλισε τὰ μάτια του
κι ἔσβησε γιὰ πάντα...
ΝΑΠ.ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
******
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΥΘ. ΚΑΨΆΛΗΣ
ΣΤΟ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΑΙΪΚΟ ΚΑΠΗΛΕΙΟ
Ο γερο Θάνος ο Σκατής ,κι ο Παναγής ο Σκράπας,
γερονταδέρφια εργατικά ,μοχθοχαρακωμένα,
όταν ο ήλιος έγερνε,στον τελειωμό της στράτας,
πέρα στ’απόσκιο, κάμοντας τα βράχια χρυσωμένα,
κινάγαν τον κατήφορο , απ’ τα’ Άι Γιωργιού τ’αλώνι ,
για τ’ς..αγοράς το ταβερνιό , αρχιόντας να νυχτώνει .
* *
Στο Κουτσουμπαίϊκο μαγαζί , πάντα στο ίδιο μέρος ,
καθένας το..στασίδι του , πάντα ‘ χε κρατημένο ,
από παλικαρόπουλο , και τώρα πια ήταν γέρος ,
μα το..σιρίτι κράταγε , χρόνια το..βλογημένο .
* *
Ο Τσιαντομήτρος , στο ζερβί , αγνάντια ο Λουταντρέας ,
Παράμερα ο Μπακόϊαννος , κι’αντάμα ο Ταλτονίκος ,
κι’ όσο να καλομαζευτούν , κι’ οι άλλοι της παρέας ,
ξεπαστρευόταν ο μεζές , λες κι’ είχε πέσει ..λύκος ..
* *
Παρέκι , στο ξυλόπαγκο , οι αγκλίτσες ποστιασμένες ,
Με τα φεσάκια , κρεμαστά , μαζί με τα καπότια ,
Στης πόρτας τις μαυρόπροκες , που’τανε καρφωμένες ,
Χρόνια και χρόνια , στα γνωστά , τα ίδια κατατόπια .
* *
Και σαν η ώρα πέρναγε , κι’ αβγάταινε η παρέα ,
Μαλάμος , με το Καρατζιάν , μαζί κι’ ο Καπποθύμιος ,
Του σωματείου τ’ άλλα παιδιά , με τον Ελλαδαντρέα ,
Με τέτοια παρέα διαλεχτή , πώς να σε.πάρει ..ύπνος ..
* *
Και να ο..κατρούτσος , πήγαινε , και ‘ρχότανε γιομάτος ,
Αβέρτα τα ..κεράσματα , κι’ η ..φάμπρικα σπουδαία ,
Μ’ένα ποτήρ' μισαδειανό , που φαίνεταν ο..πάτος ,
Καβάντζωνε τον..κράσο της , όλη η παλιοπαρέα ..
* *
Παλιά , μα ωραία η ..μηχανή , τη δούλευαν ..ρολόι ,
Χρόνια και χρόνια , από παιδιά βγαλμένοι στο κουρμπέτι ,
Τους μουστερήδες της..νυχτός , τους παίζαν κομπολόϊ
Και μ’ένα φράγκο , μαναχά , βγαίναν σε.. σαλαμέτι .
* *
Κι’ αν πάγαινε καλά η δουλειά , και…πέρσευε ανάμα ..
Με του ματιού το..παίξιμο , γινότανε …καβάντζα ,
Κι’ έτσι το άλλο απόγιομα , ήταν απλό το..πράμα ,
Δεν χρειαζόταν ..μετρητό , γιατί γινόταν..σκάντζα..
* *
Παλιά μου τέχνη ..κόσκινο , την παίζανε ωραία ,
Κι’ έτσι περνάγαν οι βραδιές , χειμώνα καλοκαίρι ,
Κι’ από κρασί , δόξα ο..θεός , τη βόλευε η παρέα ,
Χωρίς στη τσέπη του κανείς , ποτέ , να βάζει…χέρι ..
Κωνσταντίνος Ευθ. Καψάλης
**************
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΑΙΜΙΛΙΑ ΔΑΦΝΗ
ΤΡΕΙΣ ΝΕΟΙ ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ
Ποίηση : Αιμιλία Δάφνη
Μουσική Γιάννης Σπανός
Τραγούδι Μιχάλης Βιολάρης
************
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΩΡΑ ΣΟΥ ΚΑΛΗ
Ποίηση Γ. Βιζυηνός
Μουσική Γιάννης Σπανός
Τραγούδι Γιάννης Πουλόπουλος
*********
ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ
ΛΙΓΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΑ
ΠΟΙΗΣΗ : Ναζίμ Χικμέτ
ΜΟΥΣΙΚΗ : Μάνος Λοίζος
ΤΡΑΓΟΥΔΙ : Μάνος Λοίζος
**************
ΑΠΑΓΓΕΛΙΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Η ΠΟΛΙΣ .
ΠΟΙΗΣΗ : Κ.Π.Καβάφης
ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ : Δημ. Χορν - Έλλη Λαμπέτη
***********
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
ΠΟΙΗΣΗ : ΟΔ.ΕΛΥΤΗΣ
ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ : ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ
*************
Ο ΔΗΜ. ΧΟΡΝ ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Ο ΥΠΝΟΣ …
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Καλό σας ξημέρωμα ….Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment