ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΗ ΠΑΛΙΑ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΗ ΖΩΗ…
Μιά όμορφη παλιο..Λιδορικιωτοπαρέα , Μπακόιαννος , Καρατζιάν , Μαλάμος , Σύρμω κι΄Αρματάκης , τους αναφέρω με τα..καλλιτεχνικά τους ..ψευδώνυμα , λιάζονται κουτσο..πίνοντας , έξω απ’ την ταβέρνα του Καπποθανάση .
Κάποτε , ο κουμπάρος μου ο Παν.Μαργέλλος ( Μπέσας ) ρωτούσε τον αδερφό μου Γιώργο να του εξηγήσει …γιατί οι Λιδορικιώτες σήμερα , που είναι χορτάτοι πλέον , δεν τραγουδάνε , ενώ προπολεμικά , που μας έδερνε όλους η φτώχεια κι’ η πείνα , γλεντούσαμε , τραγουδούσαμε και χορεύαμε ..
Σωστή κα δίκαιη η απορία του κουμπάρου μου , σήμερα τ’ άντερό μας “ έχει λιγδώσει “, ούτε “ κιχ “ δεν ακούγεται στις δυο , απ’ τις εννιά , ταβέρνες , που απόμειναν στο χωριό μας .
Έλειψαν βέβαια κι εκείνοι οι αλησμόνητοι τύποι των προπολεμικών χρόνων , τώρα τα πάντα εκμοντερνίστηκαν και συχνά βλέπεις ακόμα και γυναίκες , στα τραπέζια τους , με το τσιγαράκι στο χέρι , να τα σιγοπίνουν …( Αλλ’ αυτό είναι αλλουνού παπά ..Βαγγέλιο ).
Τότε , κάθε απόγευμα , κι’ αργά ως το βράδυ , η αδικεμένη εργατιά κι η ανυπόταχτη τσοπανούρα , καταστάλαζε κουρασμένη μέσα σ’ αυτές τις στοργικές κυψέλες της φτωχολογιάς , κουτσοπίνοντας το κρασάκι της ( ελάχιστες φορές ..καλό και τις πιο πολλές σκέτος..δυναμίτης ) και το..” ξερογαργάριζε “ ξεροσφύρι η με κάνα κοψίδι χιλιόχρονης “ παλιοτζιαούτας “ , καταπίνοντας “βαρναλικούς “ καημούς και φαρμάκια , μιας χαμοζωής γεμάτης σεκλέτια κι αναποδιές , μιζέρια , χωροφύλακες και δικαστικούς κλητήρες , αγροφύλακες και δικαστήρια και κυριακάτικα..αφοριστικά του παπα Τσονάκα !
Μέσα στο μισοσκόταδο του κρασοπουλειού , που του κάκου πάσχιζε να φωτίσει μια φτωχή και..τσιμπλιάρα λάμπα , και μέσα στους καπνούς και τα ..ντουμάνια , που άφημαν τα χοντρά και άγαρμπα στριφτά τσιγάρα των θαμώνων , από ..” λαθραίο “ καπνό , τυλιγμένο σε ..μπούλτσα η εφημερίδα , αχνο..διαγράφονταν οι γνωστές και γραφικές φιγούρες των ξωμάχων και των μεροκαματιάρηδων του χωριού μας , του Μπαζέ και του Κουλόπουλου , του Κλωσσοκώστα , του Διονονίκου , του Σαψαρή , του Λιάγκουρα , του Πισλή , του Μαλάμου , του Ελλάδα , του Βαρσοτάσιου , του Μπακίγιαννου , του Πλιάνου , του Καπποθύμιου , του Γκατζιάβελου , του Παπαρούκη , του Παναγαποστόλη , και άλλων πολλών , που τα κουτσόπιναν , με “ το..μαλακό “ στην αρχή , για να τ’ αγριέψουν στο τέλος , κι’ ύστερα να το ρίξουν στο τραγούδι . Τραγούδι ..αργό , συρτό , γιομάτο παράπονο , καημό και πίκρα , κατάρα κι ανάθεμα στη μαύρη φτώχεια και του “ ντουνιά την αδικία “ .
Αντηχούσαν οι γειτονιές και τα σοκάκια κάθε βράδυ , από τις φαλτσοφωνές των χαροκόπων αυτών , κι’ άκουγες στα ..” σουξέ “ τους τον Μπαζέ και τον Τάλτα , κάθε βράδυ , κι’ άνοιγε η καρδιά σου..
Ο Μπαζές με το “ τ’ακούς , μαυριδερούλα μου ..” κι’ ο Τάλτας με το “ τ’ έχεις , πουλί μου κόρακα..” ξεχώριζαν κι έδιναν ιδιαίτερο τόνο στην παρέα , όταν έφταναν σ’ ένα ..διονυσιακό κρεσέντο κεφιού . Άλλο αν ..αργότερα , γυρίζοντας σπίτια τους , '” στένευε “ το σοκάκι του Ντούμα για τον Μπαζέ , και για τον Τάλτα ο δρόμος για το Βαρούσι ..χανόταν , κι’ οι δυο τους δυσκολεύονταν να..προσανατολιστούν και να βρουν το δρόμο τους , απ’ την πολλή..θυσία τους στο..Βάκχο ..
Τη διάθεση όμως για τραγούδι , δεν την είχαν μονάχα οι μεγάλοι , όχι , της είχαμε και μεις τα παιδιά , που , παρέες – παρέες , γυρίζαμε άσκοπα στα σοκάκια τραγουδώντας τα σουξέ της εποχής , τα οποία κυκλοφορούσαν με τα γραμμόφωνα του Βζωνολιά , του Καπποθανάση , του Διαμαντή , και μερικών άλλων , που τα ‘χαν φέρει απ’ την Αμερική …
Δεκαετία του ‘30 , στην ταβέρνα του Γ.Πανάγου , στο Καρλονακέικο , τα ..θέματα έχουν τεθεί επί..τραπέζης , κοκορέτσι κρασί και ..ψωμί , καθιστοί απ’ αριστερά , Αλέκος Ταμβάκης – Κατσάρας , Θυμ.Κατσούρης , τρίτος , Κων. Πανάγος , τέταρτος , Θυμ.Πανάγος έκτος , Παν.Καλαπτσής έβδομος , όρθιοι , από αριστ, Τασ.Ταμβάκης , ο ταβερνιάρης , Χρ.Καλαπτσής , Ν.Πανάγος και ο Γεωργίου , από Σκαλούλα , οι μικροί είναι :στο παράθυρο , ο Γ.Κόκκινος , και δεξιότερα τα παιδιά του ταβερνιάρη , Δημ.και Ηλίας Πανάγος .
Ακόμα τα μαθαίναμε απ’ τις διάφορες “ κουμπανίες “ των λαϊκών οργανοπαιχτών , ιδίως των Κακοπουλαίων , απ’ τη Σκαλούλα , και ήταν τραγούδια με χρώμα Σμυρνέϊκο –γιάλα-γιάλα – κι’ όχι καθαρό δημοτικό , βουνίσιο .
(Θυμάμαι μια φορά την περίφημη Ρόζα Εσκενάζυ , στο ξενοδοχείο του Διαμαντή , που τραγούδαγε τη “ Δημητρούλα “ και κρατούσε το ρυθμό με..κουτάλια , κάτι που μας έκανε τρομερή εντύπωση ) .
Μαζί όμως με τα τραγούδια αυτά , που , λίγο – πολύ , είχαν λαϊκή προέλευση και τα τραγουδούσε ο πολύς κοσμάκης , υπήρχαν και τ’ άλλα , τα – ας τα πούμε – δημοτικοφανή .Τα τραγούδια αυτά ήταν ένα μπάσταρδο είδος ψευτοδημοτικών ΄κι Ευρωπαϊκών μέτρων , σα να πούμε ο..Μπαρμπαγιώργος με παπιγιόν και..βελάδα ! Παρ’ όλα αυτά , είχαν μεγάλη επιτυχία , γιατί ίσως θύμιζαν πολύ τον νεοέλληνα απ’ το χωριό του , που οι βιοτικές του ανάγκες τον ανάγκασαν να το εγκαταλείψει .
Ο “ άρτι εγκαταστημένος “ στην πρωτεύουσα “ τέως ορεσίβιος γεωργοποιμήν “ , έχοντας κρύψει ( ερχόμενος απ’ την Αθήνα ) κάτω από μια πέτρα της Ελευσίνας τα προγονικά του τσαρούχια , προσπαθούσε μετά της συμβίας του ( η οποία εν προκειμένω υπερθεμάτιζε ) να γίνει κι’ αυτός Αθηναίος , Ευρωπαίος , κοσμοπολίτης αποτάσσοντας το παρελθόν του , τη ρίζα , την παράδοσή του .
Άλλαξε βέβαια και τ’ όνομά του κι από..Μήτρος , Θύμιος , Παράσχω και ..Βασίλω , έγινε ..Μίμης , Μάκης , Βίβιαν και..Βίκυ ! Και , ψευτοβολεμένος στο αστικό του διαμέρισμα , έκρυβε , με τη μεγαλύτερη προσοχή , τη βουνίσια η τη νησιώτικη καταγωγή του , σα να ντρεπόταν γι’ αυτή..
Μα σαν άκουγε τέτοια τραγούδια , σαν το :” Μάρω-Μάρω “ , “ Διαμάντω “ , “ Χρυσαυγή “ , κι’ άλλα παρόμοιων τίτλων , στίχων και..δημοτικοφανών μέτρων , ξεχνούσε και την αστική του τοποθέτηση κι’ η καρδιά του πέταγε ψηλά , στις ρεματιές και στα λαγκάδια , με ψευτοειδυλλιακούς ήρωες παρέα .
Έδιναν κι’ έπαιρναν , λοιπόν , εκείνο τον καιρό αυτά τα τραγούδια , παράλληλα με τα λεγόμενα ευρωπαϊκά κι’ η μόδα αυτή του εξευρωπαϊσμού είχε φτάσει και στο προπολεμικό Λιδορίκι και είχε ..προσβάλλει τους νέους , ιδίως των κάτω μαχαλάδων .
Πέρα απ’ τα τραγούδια όμως , είχαμε και τους ..χορούς , γι’ αυτούς όμως ..άλλη φορά..
Η..ολοζώντανη , τρυφερή και..νοσταλγική αυτή ανάμνηση της παλιάς Λιδορικιώτικης Ζωής , του αξέχαστου Καφτανιαλέκου , δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ ΛΙΔΩΡΙΚΙ “ του αλησμόνητου Λιδορικιώτη Γιώργου Καψάλη , τον Αύγουστο του 1983 , αριθ.φύλλου 21 , πριν 27 περίπου χρόνια , μα είναι τόσο ..δροσερή , τόσο..φρέσκια και τόσο συγκινητική….
Kαλό Κυριακο…μεσήμερο
Απ’ το “ Λιδωρίκι “ με αγάπη ……..Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment