14.11.12

TA ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΑΖΙΣΤΙΚΗΣ ΘΗΡΙΩΔΙΑΣ ΕΙΧΑΝ ΟΝΟΜΑ ….

 

Τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας είχαν όνομα…

Μαλάθυρος, ένα όμορφο χωριό των Χανίων, Αύγουστος 1943. «…Στις 5 μ.μ. η ώρα, τους αράδιασαν στον δρόμο που κατηφορίζει προς το Βουλγάρο Καστέλι. (…) Άοπλος και πεινασμένος, εξασθενισμένος, ο ανδρικός κόσμος του χωριού και πίσω τα άλογα και γαϊδούρια με τα κλεψιμαίικα, και οπλισμένοι σαν αστακοί οι Γερμαναράδες, δεξιά και αριστερά, με σηκωμένα τα όπλα εναντίον εκείνων των δυστυχισμένων. (…)

Γυναικόπαιδα, όλοι σύσσωμοι, γρηές, νέες, παντρεμένες, μητέρες, αδελφές, γιαγιάδες, ακολούθησαν τον Γολγοθά των εσταυρωμένων έως την τοποθεσία Κάτω Φαράγγι, από λίγο μακριά, γιατί μας έδιωχναν τα σκυλιά και μας φοβέριζαν.
Βρήκαν κατάλληλο μέρος κοντά στο ποτάμι. Kαι άρχισαν να πολυβολούν, που βάσταξε μιαν ώρα. (…)
Ήτον σούρουπο που δεν έβλεπες τίποτα, μόνο άκουγες τους βρυχηθμούς των σκοτωμένων μέσα στα χαμόκλαδα και στην ακροποταμιά. (…)
Μείναμε στα υψώματα όλη νύχτα και το πρωί κατεβήκαμε πάλι στο χωριό γιατί ήτον μεγάλη δουλειά να κάμωμε.
Κατεβήκαμε στον τόπο της τραγωδίας, με άλογα, γαϊδούρια και φορτώσαμε τους σκοτωμένους στη μέση του σαμαριού μπρούμυτα, τα χέρια και το κεφάλι απ’ τη μια μεριά και τα πόδια απ’ την άλλη, χωρίς κλάματα, μόνο με τον αγώνα, σαν να κάναμε καμιά δουλειά που ήταν η ώρα της. Έκανε ζέστη, καταματωμένα τα ρούχα μας, ματωμένα και τα ζώα. Κουβαλήσαμε τους σκοτωμένους και μαζέψαμε κομμένα χέρια και πόδια και τα ταιριάξαμε πολύ προσεκτικά και τα θάψαμε. Στο τέλος πλύναμε και τα σαμάρια, που ήτον κι αυτά βουτηγμένα στο αίμα. (…)
Ούτε ξόδι, ούτε καφές, ούτε κρασί δόθηκε, όπως εμείς συνηθίζουμε στην Κρήτη. (…) Αλλά ύστερα από δυο μέρες άρχισαν κλαυθμοί και οδυρμοί σε όλο το χωριό που βάσταξε επί μήνες. Δεν μπορούσες πια να ζήσεις σ’ αυτό το όμορφο χωριό, που βασίλευε άλλοτε το γλέντι και η χαρά και η διασκέδαση, και το φλερτ στους νέους εχάθηκε, και συντροφιά δεν έβλεπες πουθενά, μόνο μαυροντυμένες γυναίκες και άντρες γέρους με μαύρα πουκάμισα. (…)
Θυμάμαι τον Μιχάλη Καρτσωνάκη τον ανάπηρο του ’22 με τα κομμένα πόδια. Τον Μανώλη Μπαμπουνάκη τον δάσκαλο. Τον Μανώλη Κουμάκη τον αγροφύλακα, τον φοιτητή Επαμεινώντα Κουμάκη, που ήταν γιος αξιωματικού που πολέμησε στη Μ. Ασία και πέθανε από τις κακουχίες. Τον Μιχάλη Μπαχαδάκη, ήταν φοιτητής, σπουδαγμένος και λεβέντης… Τον Στέλιο Τζανακάκη, που έπαιζε ωραίο λαγούτο κι ήτανε γλεντζές…
Δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου τη σημαδιακή εκείνη μέρα της 29ης Αυγούστου, εορτή του Αγίου Ιωάννου του Αποκεφαλιστή…».
Από τα «Κατοχικά» της Κούλας Ξηραδάκη
ΠΟΙΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ τον Στέλιο Τζανακάκη από τη Μαλάθυρο, «που έπαιζε ωραίο λαγούτο και ήτανε γλεντζές»; Τον γιατρό Χρήστο Καρβούνη από τη Σπάρτη, που, ενώ θα μπορούσε να εξαιρεθεί από τη λίστα του θανάτου, αρνήθηκε, ζητώντας να μην εκτελεστεί κανείς, και έπεσε μαζί με τους άλλους 118 που εκτελέστηκαν στο Μονοδέντρι στις 26 Νοέμβρη του ’43; Τους 400 σφαγιασμένους της Βιάννου; Τους 250 του Χορτιάτη; Τους 317 μακελεμένους στο Κομμένο;
Είχαν όνομα οι σφαγιασμένοι στο Δίστομο, στον Αλικιανό, στον Χορτιάτη, στο Δομένικο, στα Γιαννιτσά, στα Καλάβρυτα, οι αφανισμένοι στα στρατόπεδα, οι εκτελεσμένοι στην Καισαριανή, στην Κοκκινιά, στο Κούρνοβο, στο Χαϊδάρι, στου Αβέρωφ, στο Επταπύργιο, στου Χατζηκώστα. Ποιος το ξέρει; Ποιος ξέρει τον 17χρονο Μάθιο Πόταγα, που τo μεσημέρι 2 Μαΐου του ’41 οι Γερμανοί τού συνέθλιψαν με μια πέτρα το κεφάλι έξω από τη Βυτίνα, όταν ορθώθηκε να σταματήσει με γυμνά, προτεταμένα χέρια τη μηχανοκίνητη φάλαγγα; Tη μαθήτρια Ήβη Αθανασιάδου, που τη γάζωσε απρόκλητα ένας Γερμανός στο Παλαιό Φάληρο στις 12 Οκτωβρίου του ’44, τη μέρα που τα κατοχικά στρατεύματα εγκατέλειπαν την Αθήνα;
Με τα «Κατοχικά» της η Κούλα Ξηραδάκη σήκωσε το πέπλο της ανωνυμίας. Και, ψηφίδα – ψηφίδα, όνομα το όνομα, η τραγωδία της Κατοχής απόκτησε πρόσωπο, ταυτότητα. Η Ιστορία πέρασε σε δεύτερο πλάνο, έγινε το φόντο που πάνω του «έγραψαν» τα πορτραίτα «φαγιούμ» των ανθρώπων που πήγαν από βίαιο θάνατο, στο περιθώριο της «μεγάλης αφήγησης».
Η συγγραφέας άρχισε να μαζεύει στοιχεία παρορμητικά, χωρίς σχέδιο, ξεκινώντας από ένα απόκομμα εφημερίδας με την είδηση της πρώτης εκτέλεσης στην Αθήνα τον Ιούνιο του ’41. Η απόφασή της να συνεχίσει συστηματικά υπαγορεύτηκε από τη φρίκη της κατοχικής καθημερινότητας. Ύστερα, στα μετακατοχικά χρόνια των διώξεων και της φίμωσης των ιδεών, δεσμεύτηκε να αφοσιωθεί στην υπεράσπιση της Ιστορίας. Έτσι γεννήθηκαν μια αυτοδίδακτη ιστορικός και μια πλούσια εργογραφία.
65.000 φάκελοι
Τα «Κατοχικά» γεννήθηκαν όταν η Κ. Ξηραδάκη υπηρετούσε στο Ελεγκτικό Συνέδριο, από μια σημαδιακή σύμπτωση: Το 1951 πέφτει στα χέρια της, χαμένος μέσα σ’ έναν όγκο από 65.000 φακέλους του ταμείου των Τριατατικών, ο φάκελος ενός εκπαιδευτικού εκτελεσμένου στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του ’44. «Μου κόπηκε η ανάσα, η γλώσσα μου στέγνωσε» θα γράψει. Ύστερα από δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια, το 1966, άλλη αναπροσαρμογή των συντάξεων. Και ξαναβρέθηκε μπροστά της, τρυπωμένος μέσα σε μια στοίβα φακέλων άλλου ταμείου, ο φάκελος του «δημοδιδάσκαλου Μύρωνος Παπαδοπούλου, εκτελεσθέντος υπό των στρατευμάτων Κατοχής την 1ην Μαΐου 1944 εν τω Σκοπευτηρίω της Καισαριανής»! «Από κείνη την ημέρα άρχισα να ψάχνω σ’ ένα λαβύρινθο. Βρήκα 850 ονόματα εκτελεσθέντων, που τα δημοσίευσα στα “Κατοχικά” μου…».
Έτσι ξεκίνησαν τα «Κατοχικά». Για να πορευτούν, στη συνέχεια, σε τρεις χρονικές φάσεις, σε τρεις τόμους. Ο Α’ τόμος κυκλοφόρησε το 1975, o Β’ ακολούθησε το 1979. Το υλικό που συγκέντρωνε μέχρι τον θάνατό της, τον Μάιο του 2005, για έναν τελευταίο τόμο, δεν έφτασε στο τυπογραφείο όσο εκείνη ζούσε. Πρωτοδημοσιεύεται τώρα, συναπαρτίζοντας με τους δύο προηγούμενους έναν ενιαίο τόμο από τις εκδόσεις Κουκκίδα.
Συγκριτικά, ο τελευταίος τόμος υστερεί σε μέγεθος κι αυτό γιατί οι φορείς της ζωντανής μνήμης φεύγουν αλλά και επειδή, με τον καιρό, τα περασμένα ξεθωριάζουν, η ατομική μνήμη αδυνατίζει.
Η συλλογική μνήμη, από την άλλη, έχει τις δικές της αδυναμίες. Τα «Κατοχικά» ξεκίνησαν με τη μεταπολίτευση και κλείνουν τον κύκλο τους μαζί με τον δικό της. Τι θυμάται αυτή η τριακονταπενταετία από το παρελθόν της; Επώδυνα διχασμένη μέχρι τότε, η ελληνική κοινωνία έπρεπε, το 1974 και δώθε, να το αναστοχαστεί. Υπήρξε πόρισμα;
Μεταπολιτευτικά υπήρξε κάτι σαν «εκεχειρία μνήμης». Μόνο κάποιοι λίγοι και καχύποπτοι είδαν νωρίς την (ανα)τροπή που ερχόταν. Είδαν να προβάλλεται συστηματικά μια τάση στην εγχώρια ιστοριογραφία επαναπροσέγγισης της κατοχικής περιόδου, με ζητούμενο την αποκαθήλωση της μεταπολιτευτικά αποδεκτής / ανεκτής «αφήγησης». Αυτά που συμβαίνουν την τελευταία τριετία δικαιώνουν όσους πίσω από την επαναπροσέγγιση αυτήν είδαν κάτι περισσότερο από ερευνητικό ενδιαφέρον. Οι αναμοχλεύσεις, έλεγαν, της συλλογικής μνήμης υφαίνουν τον ιδεολογικό μανδύα μιας επερχόμενης ανακατανομής ισχύος στην κοινωνία. Αποδεικνύεται ότι είχαν δίκιο. Θα επιβεβαιωθεί άραγε και ο φόβος να βρεθούμε ξανά να κάνουμε, π.χ., απογραφή των θυμάτων της Κατοχής με πρωθύστερο κριτήριο την έκβαση του Εμφυλίου;
Στο φως των παραπάνω, έργα όπως τα «Κατοχικά» ανακτούν την αξία τους ως λυδία λίθος της α-λήθειας. Δεν είναι, βέβαια, Ιστορία, όμως, σαν «ονομαστική κατάθεση στο ταμείο της μνήμης», είναι το αποθεματικό από το οποίο αντλεί η απαραχάρακτη Ιστορία.
Υπολογισμοί ανεβάζουν τα θύματα της Κατοχής μεταξύ των αμάχων στις 600.000. Περισσότεροι; Λιγότεροι; Τι σημασία έχει, αφού, έτσι κι αλλιώς, η γλώσσα των «μεγάλων αριθμών» ακυρώνει το πραγματικό, μεταφέρει ψυχρή πληροφορία, δεν μεταγγίζει τον ιερό τρόμο που προκαλεί στον Άνθρωπο η απώλεια έστω μιας ανθρώπινης ζωής. Αυτό μόνο η θέρμη της ονομαστικής επίκλησης το μπορεί. Αυτό κάνουν τα «Κατοχικά».
Στη νέα έκδοση επιλέχτηκε η παρατακτική διαδοχή των τόμων. Η επιλογή της ενοποίησης του υλικού ίσως να προκριθεί όταν ποτέ αποφασιστεί η σύνταξη του Μεγάλου Βιβλίου των Θυμάτων από ερευνητές με επαρκή μέσα, πράγμα ευκταίο, αλλά που ξεπερνούσε τα περιθώρια της παρούσας έκδοσης. Η οποία, στο δεδομένο πλαίσιο, πήρε την ευθύνη να απαλείψει τις, ελάχιστες έτσι κι αλλιώς, αβλεψίες κ.λπ., να αναζητήσει έγκυρες πηγές εμπλουτισμού του ονοματολογίου και να προσθέσει υποσημειώσεις κ.λπ., που κρίθηκαν αναγκαίες – με όλο τον οφειλόμενο σεβασμό προς ένα ντοκουμέντο που δεν σηκώνει παραπανίσιο «ξένο» φορτίο.
Από ευτυχή συγκυρία, όταν ξεκινούσε η επιμέλεια, η Τασούλα Βερβενιώτη, ιστορικός με αναγνωρισμένη προσφορά στο θέμα της συμμετοχής των γυναικών στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο, η οποία αποδέχτηκε πρόθυμα να γράψει τον πρόλογο της νέας έκδοσης των «Κατοχικών», επεξεργαζόταν μια βιογραφία της Κούλας Ξηραδάκη. Είχαν γνωριστεί όταν η πρώτη αναζητούσε υλικό σχετικό με τη δουλειά της. Γεννήθηκε μια σχέση φιλίας και εμπιστοσύνης, που προϊόν της υπήρξαν δύο συνεντεύξεις της Κ. Ξηραδάκη. Με βάση αυτές και με υλικό παρμένο από το αρχείο της, η Τ. Βερβενιώτη συνέθεσε το βιογραφικό Κούλα Ξηραδάκη: «Εγώ δεν τα παράτησα», έναν μικρό τόμο που πάλλεται από τη δύναμη της προσωπικότητας και την αμεσότητα του λόγου μιας γυναίκας γεμάτης πάθος για ζωή και προσφορά.
Δύο βιβλία που «συνομιλούν» συναρπαστικά. Οι εκδόσεις Κουκκίδα φρόντισαν να πορευτούν μαζί στη συνάντησή τους με τον αναγνώστη.

Πηγή: topontiki.gr

No comments: