ΕΜΠΟΡΟΙ - ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ
Λιδορίκι μέσα δεκαετίας του 50 , ο Κώστας Λακαφώσης στο εμπορικό που διατηρούσε με τον γαμπρό του Δημ. Καντζιό , λίγο πιο πάνω απ' τη Βαθειά . Δείτε προϊόντα της εποχής εκείνης , αριστερά η " ΕΛΒΙΤΙΝΗ " απ' τα πρώτα προϊόντα μαργαρίνης , το " ΣΑΠΟΛ" μάρκα σαπουνιού της εποχής και σε πρώτο πλάνο η κλασσική μπακάλικη ζυγαριά .
Καλησπέρα Λιδορικιώτες …
Καλησπέρα στους φίλους του χωριού μας και της εφημερίδας μας ..
ΤΡΙΤΗ ΣΗΜΕΡΑ 24 ΜΡΤΙΟΥ 2015
Ανατολή Ήλιου: 06:20
Δύση Ήλιου: 18:41
Σελήνη 5 ημερών
- Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φυματίωσης
- Διεθνής Ημέρα για το Δικαίωμα στην Αλήθεια που Αφορά τις Καταφανείς Παραβι...
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
μ. Χ.
1821
Οι Ντρέδες -οι αρβανίτες της Άνω Μεσσηνίας- ξεσηκώνονται κατά των Τούρκων, με αρχηγό τον Γιαννάκη Μέλλιο.
1882
Ο γερμανός γιατρός Ρόμπερτ Κοχ ανακαλύπτει το βάκιλο της φυματίωσης. Για τη σημαντική αυτή ιατρική ανακάλυψη, που έσωσε και σώζει μυριάδες ζωές, η 24η Μαρτίου χαρακτηρίζεται ως Παγκόσμια Ημέρα κατά της Φυματίωσης.
1921
Στο Μόντε Κάρλο διοργανώνεται Ολυμπιάδα γυναικών, σε διαμαρτυρία για την εμμονή της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής να μην δέχεται γυναίκες αθλήτριες.
1971
Ο Παναθηναϊκός εξέρχεται ισόπαλος της Έβερτον με 0-0 και σε συνδυασμό με το 1-1 του Λίβερπουλ,προκρίνεται στην ημιτελική φάση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης (νυν Τσάμπιονς Λιγκ). Η ενδεκάδα του θριάμβου: Οικονομόπουλος, Τομαράς, Αθανασόπουλος, Καψής, Σούρπης, Καμάρας, Βλάχος, Φυλακούρης, Δομάζος, Γραμμός, Αντωνιάδης.
1992
Αεροσκάφος κάργκο των σουδανικών αερογραμμών προσκρούει στον Υμηττό από λάθους του πιλότου, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και οι επτά επιβαίνοντες.
1999
Το ΝΑΤΟ εξαπολύει βομβαρδισμούς εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, επειδή η τελευταία αρνείται να υπογράψει τη συμφωνία για το μέλλον του Κοσσυφοπεδίου. Οι αεροπορικές επιδρομές θα διαρκέσουν τρεις μήνες, έως ότου οι δυνάμεις της Γιουγκοσλαβίας αποσυρθούν από την περιοχή. Είναι η πρώτη επίθεση στην ιστορία της Συμμαχίας, κατά κυρίαρχου κράτους.
ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
74
Χάρι Χουντίνι, ούγγρος ταχυδακτυλουργός. (Θαν. 31/10/1926)
1874
Σίντνεϊ Ράιλι, ρωσοεβραίος τυχοδιώκτης και κατάσκοπος, το πρότυπο του Ίαν Φλέμινγκ για τον Τζέιμς Μποντ. (Θαν. 6/11/1925)
1926
Ντάριο Φο, ιταλός θεατρικός συγγραφέας. Τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997.
ΘΑΝΑΤΟΙ
μ. Χ.
1893
Θεόδωρος Αρεταίος, ιατρός, καθηγητής της Χειρουργικής (1864-1893), Πρύτανης (1879-1880) και μέγας ευεργέτης του Πανεπιστημίου Αθηνών(Αρεταίειο Νοσοκομείο). (Γεν. 2/8/1829)
1905
Ιούλιος Βερν, γάλλος συγγραφέας μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας. (Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες, 20.000 λεύγες υπό τη θάλασσα) (Γεν. 8/2/1828)
1934
Θεόφιλος, λαϊκός ζωγράφος. (Γεν. ?)
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/almanac/2403#ixzz3VJVis4ns
Θεόφιλος
1868 – 1934
Ο Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ) είναι ο πιο γνωστός έλληνας λαϊκός ζωγράφος. Γεννήθηκε μεταξύ 1868 και 1871 στη Βαρειά Μυτιλήνης. Ήταν το μεγαλύτερο από τα οκτώ παιδιά του Γαβριήλ και της Πηνελόπης Χατζημιχαήλ. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του κόρη αγιογράφου.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, λόγω της ισχνής του κράσης, αλλά και της αριστεροχειρίας του. Ο αριστερόχειρας εκείνη την εποχή εθεωρείτο μειονεκτικό άτομο και προκαλούσε αρνητικά σχόλια στον περίγυρό του. Οι γονείς, αλλά και οι δάσκαλοί του προσπάθησαν με καταπιεστικό και συχνά βίαιο τρόπο να του αλλάξουν χέρι γραφής και να τον κάνουν δεξιόχειρα. Ο μικρός Θεόφιλος κλείστηκε στον κόσμο του και βρήκε αποκούμπι στη ζωγραφική.
Πολύ νέος, ακόμη, δραπετεύει από τη Μυτιλήνη και φεύγει για τη Σμύρνη, την πόλη με τους χιλιάδες Έλληνες, που είναι το οικονομικό κέντρο της Μικράς Ασίας. Δουλεύει θυροφύλακας στο ελληνικό προξενείο και παράλληλα ζωγραφίζει. Στη Σμύρνη, ο Θεόφιλος θα διαμορφώσει την εικαστική του γλώσσα και το βασικό του θεματολόγιο, από τον κόσμο της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και της νεώτερης Ελλάδας. Τότε κάνει τη ζωγραφική επάγγελμά του.
Με το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου το 1897 φεύγει για την Ελλάδα, με την πρόθεση να καταταγεί εθελοντής. Πριν προλάβει να γνωρίσει τα πεδία των μαχών, ο πόλεμος τερματίζεται. Αποφασίζει να μείνει στον Βόλο, πλούσιο αγροτικό και βιομηχανικό κέντρο στις αρχές του 20ου αιώνα. Ζει μέσα στη φτώχεια και ζωγραφίζει για ψίχουλα στους τοίχους μαγαζιών του Βόλου και του Πηλίου. Παράλληλα, διασκεδάζει τους κατοίκους και γίνεται αντικείμενο αστεϊσμών με το παράξενο φέρσιμο, αλλά και τις φορεσιές του. Από νέος ακόμη, ο Θεόφιλος υιοθετεί τη φουστανέλα ως καθημερινό ένδυμα, ενώ τις Απόκριες του αρέσει να ντύνεται Μέγας Αλέξανδρος, με στολή δικής του επινοήσεως.
Τα οικονομικά του καλυτερεύουν κάπως, όταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας της Μαγνησίας, ο Γιάννης Κοντός, του αναθέτει το 1912 την τοιχογράφηση του σπιτιού του στην Ανακασιά. Ο Θεόφιλος ζωγραφίζει σκηνές από την Επανάσταση του '21, αρχαίους θεούς και τοπία. Σήμερα, η οικία Κοντού είναι το Μουσείο Θεόφιλου στον Βόλο.
Το 1927, μη μπορώντας να αντέξει ένα χοντρό αστείο που έγινε εις βάρος του, εγκαταλείπει τον Βόλο και επιστρέφει στη γενέτειρά του Μυτιλήνη. Λέγεται ότι κάποιος, για να διασκεδάσει τους θαμώνες ενός καφενείου, έριξε τον Θεόφιλο από μια σκάλα, όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.
Εν τω μεταξύ, ο ζωγράφος Γιώργος Γουναρόπουλος μιλά με ενθουσιασμό για το έργο του Θεόφιλου στον μυτιληνιό Στρατή Ελευθεριάδη σημαίνοντα τεχνοκριτικό στο Παρίσι με το γαλλικό όνομα Τεριάν. Ο Ελευθεριάδης είναι ο άνθρωπος που επιβάλλει τον Θεόφιλο και θα τον κάνει γνωστό, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Του αγοράζει χρώματα, πινέλα και πανιά και αναθέτει στον πατέρα του να του στέλνει στο Παρίσι όσα έργα ζωγραφίζει. Τότε παρατηρείται και μία στροφή στη θεματολογία του Θεόφιλου. Τα ιστορικά και ηρωικά θέματα δίνουν τη θέση τους στα πιο οικεία, τα καθημερινά, τα κοντινά.
Μόλις άρχισε να του χαμογελά η τύχη, ο Θεόφιλος βρέθηκε νεκρός στο άθλιο καμαράκι του, στις 24 Μαρτίου 1934. Η νεκροψία έδειξε ανακοπή καρδιάς.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1935 δημοσιεύεται συνέντευξη του /biographies/697Τεριάντ στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα», στην οποία χαρακτηρίζει τον Θόφιλο «μεγάλο έλληνα ζωγράφο». Ένα χρόνο αργότερα οργανώνεται έκθεσή του στο Παρίσι. Ο μεγάλος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ γράφει σε άρθρο του για τον Θεόφιλο «...Είναι ζωγράφος γεννημένος από το ελληνικό τοπίο. Μέσω του Θεόφιλου, ιδού το τοπίο και οι άνθρωποι της Ελλάδας: κοκκινόχωμα, πευκότοπος και ελαιώνας, θάλασσα και βουνά των θεών, άνθρωποι που λούονται σε μια τολμηρά επικίνδυνη ηρεμία….». Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Γιάννης Τσαρούχης εκφράζονται εγκωμιαστικά για την τέχνη του.
Στις 3 Ιουνίου 1961 ο Θεόφιλος περνά τις πύλες του Λούβρου για μία μεγάλη αναδρομική έκθεση. Σήμερα, έργα του υπάρχουν διάσπαρτα σε πολλά μουσεία (Βαρειάς στη Μυτιλήνη και Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης στην Αθήνα), καθώς και σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/166#ixzz3VJVzTbnO
Ιούλιος Βερν
1828 – 1905
Γάλλος συγγραφέας, ο παραμυθάς και οραματιστής που εισήγαγε στη λογοτεχνία το είδος της επιστημονικής φαντασίας. Μυθιστορήματα, όπως «20.000 λεύγες υπό τη θάλασσα», «Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες», «Από τη Γη στη Σελήνη», «Ταξίδι στο κέντρο της Γης» και η «Μυστηριώδης Νήσος», αποτελούν προσφιλή αναγνώσματα. Ήρωες, όπως ο Φιλέας Φογκ και ο Κάπτεν Νέμο. εξάπτουν τη φαντασία μικρών και μεγάλων.
Ο Ιούλιος Βερν (Jules Verne) γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1828 στη Ναντ, παραθαλάσσια πόλη της Γαλλίας στις ακτές του Ατλαντικού. Η γενέθλια πόλη του αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Βερν, όταν στα μικράτα του παρατηρούσε με τις ώρες τα καράβια να περνούν από τον ποταμό Λουάρ και να ξανοίγονται στο πέλαγος. Το 1848 αφήνει τη Ναντ και μετακομίζει στο Παρίσι για να σπουδάζει νομικά. Γρήγορα «τα φορτώνει στον κόκκορα» και δοκιμάζει να γράψει, παράλληλα με την απασχόληση του στο Χρηματιστήριο του Παρισιού για τα προς το ζην.
Η γνωριμία του με τον εκδότη Πιερ-Ζιλ Ετζέλ θα τον στρέψει ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία, «τη μόνη πηγή για την αληθινή ευτυχία», όπως έλεγε. Το 1863 υποβάλλει την παραίτησή του από το Χρηματιστήριο. Ο Ετζέλ ήξερε πώς να πλασάρει το συγγραφικό ταλέντο του Βερν στην αγορά. Πρώτα κυκλοφορούσε τα μυθιστορήματά του σε συνέχειες, μετά σε ολοκληρωμένη μορφή και τέλος σε πολυτελή χρυσοκόκκινη συσκευασία.
Η τεχνολογική έκρηξη του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα προμήθευσε στον Βερν το απαραίτητο υλικό για πολλά από τα έργα του. Στα μυθιστορήματά του μιλά για υποβρύχια, ιπτάμενες μηχανές, ουρανοξύστες, για την κατάκτηση της Σελήνης, εμπνέοντας σημαντικούς επιστήμονες της εποχής του. Η ικανότητά του να συνδυάζει την πραγματικότητα με τον μύθο και να τοποθετεί την ιστορία του σε εξωτικά μέρη, εκτόξευσαν τη φήμη του από πολύ νωρίς. Σήμερα, ο Ιούλιος Βερν θεωρείται από τους δέκα πιο πολυμεταφρασμένους συγγραφείς όλων των εποχών.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αμιένη της Βόρειας Γαλλίας, γενέτειρας της γυναίκας του Ονορέν. Το 1886 ο Ιούλιος Βερν βίωσε δύο τραγωδίες: τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι από πυροβολισμό του παρανοϊκού ανιψιού του Γκαστόν κι έχασε τον αγαπημένο του εκδότη, που έφυγε από τη ζωή. Έξι χρόνια μετά, ο καταρράκτης που τον ταλαιπωρούσε, μείωσε κατά πολύ την όρασή του και στις 24 Μαρτίου 1905 άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 77 ετών, υποφέροντας από διαβήτη και παράλυση. Ο Ιούλιος Βερν είχε ένα γιο, τον Μισέλ, ο οποίος επιμελήθηκε τα ημιτελή του μυθιστορήματα και συνέβαλε στη διάδοση του έργου του.
Βασική Εργογραφία στα Ελληνικά
- Ταξίδι στο Κέντρο της Γης
- Από τη Γη στη Σελήνη
- Ο Γύρος του Κόσμου σε 80 ημέρες
- 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα
- Ροβήρος ο Κατακτητής
- Μιχαήλ Στρογκώφ
- Η μυστηριώδης Νήσος
- Οι πειρατές του Αιγαίου
- Ο Δεκαπενταετής Πλοίαρχος
- Καίσαρ Κασκαμπέλ
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/243#ixzz3VJWNJT4y
Χάρι Χουντίνι
1874 – 1926
Ο θρυλικός μάγος Χάρι Χουντίνι (Harry Houdini) γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1874 στη Βουδαπέστη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Έριχ Βάις. Το 1878 η οικογένειά του μετανάστευσε στις ΗΠΑ και ο πατέρας του έγινε ο πρώτος ραβίνος του Άπλετον στο Ουισκόνσιν. Ο ίδιος, από μικρή ηλικία, συνεισέφερε οικονομικά, πουλώντας εφημερίδες και γυαλίζοντας παπούτσια.
Σε ηλικία δεκατριών ετών ακολούθησε τους γονείς του στη Νέα Υόρκη, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Εκεί έμαθε και το πρώτο του μαγικό κόλπο, ανακαλύπτοντας έναν νέο κόσμο που τον σαγήνευσε.
Το 1891 έγινε επαγγελματίας μάγος και άλλαξε το όνομά του σε Χάρι Χουντίνι, το οποίο το εμπνεύστηκε από τον διάσημο γάλλο μάγο Ζαν Εζέν Ρομπέρ Ουντέν. Ήδη ήταν γνωστός ως ο «Βασιλιάς της Τράπουλας». Το 1893 γνωρίστηκε με την τραγουδίστρια και χορεύτρια Μπέατρις «Μπες» Ράνερ, με την οποία παντρεύτηκε δύο εβδομάδες αργότερα. Ως το τέλος της καριέρας του, η Μπες αποτελούσε τη βοηθό του επί σκηνής. Μαζί περιόδευσαν για περισσότερα από 30 χρόνια σ’ όλη την Αμερική και την Ευρώπη.
Ο Χουντίνι έγινε θρύλος, ως ο άνθρωπος που δραπετεύει από ζουρλομανδύες, σχοινιά, χειροπέδες, αλυσίδες, ακόμα και από κελιά φυλακών. Το 1913 πραγματοποίησε ίσως το πιο γνωστό του νούμερο. Κατάφερε να απελευθερωθεί από έναν γυάλινο θάλαμο, γεμάτο με νερό, μέσα στον οποίο ήταν κρεμασμένος ανάποδα. Πέντε χρόνια αργότερα εξαφάνισε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των Νεοϋορκέζων έναν ελέφαντα 10 τόνων!
Το 1916 ο Χάρι Χουντίνι έκανε την πρώτη εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη. Μέσα σε επτά χρόνια πρωταγωνίστησε σε πέντε ταινίες του βωβού κινηματογράφου και απέκτησε το δικό του αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας, στο Χόλιγουντ.
Το 1926 ο Χάρι Χουντίνι επισκέφτηκε ένα τοπικό πανεπιστήμιο στο Μόντρεαλ του Καναδά, προκειμένου να δώσει μία διάλεξη για τον πνευματισμό. Ζήτησε από έναν εθελοντή να τον χτυπήσει στην κοιλιά για ν’ αποδείξει την αντοχή του στον πόνο. Πριν προλάβει να προετοιμαστεί, σωριάστηκε στο έδαφος από τη γροθιά ενός αθλητή του μποξ. Πολλοί πιστεύουν ότι ο πόνος του χτυπήματος κάλυψε αυτόν της σκωληκοειδίτιδας, η οποία δεν διεγνώσθη ποτέ. Ο θρυλικός μάγος πέθανε από περιτονίτιδα λίγες ημέρες αργότερα, στις 31 Οκτωβρίου, ανήμερα της γιορτής του Χάλογουιν.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/63#ixzz3VJWlvf1r
Επαμεινώνδας Γονατάς
1924 – 2006
Συγγραφέας και μεταφραστής, με ξεχωριστή θέση στα ελληνικά γράμματα. Ένας αυθεντικός δημιουργός, τελείως ιδιαίτερος, που άφησε πίσω του μόνο έξι μικρά βιβλία με αφηγήματα και λίγες μεταφράσεις. Την έλλειψη χρόνου, λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας, χρησιμοποιούσε o ίδιος για να εξηγήσει τα τόσο μικρά σε έκταση κείμενά του, όπως και το άγχος του για τη λευκή σελίδα.
Ο Επαμεινώνδας Γονατάς γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου του 1924 στην Αθήνα, αλλά η καταγωγή του ήταν από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Υπήρξε συμμαθητής με τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη, σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε επαγγελματικά με την δικηγορία.
Εμφανίστηκε στα γράμματα σε ηλικία 21 ετών με τον «Ταξιδιώτη» (1945), συνεργάστηκε με τον ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα στο περιοδικό «Πρώτη Ύλη» (1959-1964), έγραψε την «Κρύπτη» (1959), το «Βάραθρο» (1963), τις «Αγελάδες» (1963), τον «Φιλόξενο Καρδινάλιο» (1986) και την «Προετοιμασία» (1991).
Έπειτα από ένα διάλειμμα 15 χρόνων έγραψε τη συλλογή με αφηγήματα «Τρεις δεκάρες», που βρίσκεται στο τυπογραφείο και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Στιγμή», όπως άλλωστε και όλα τα έργα του. Το 1994 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης για την «Επιλογή από τα Voces» του Αντόνιο Πόρτσια.
Ο Ε. Χ. Γονατάς καλλιέργησε μια γραφή λακωνική και υπαινικτική, που ξεκινούσε από βιωμένες καταστάσεις, αλλά υπερέβαινε το ατομικό, για να συνδυάσει τον στοχασμό με το όνειρο, το καθημερινό με το ανοίκειο, το λογικό με το παράλογο, την πρόζα με την ποίηση. Επέλεξε την αφάνεια, επειδή δεν τον ενδιέφερε η δημοσιότητα, αλλά η επικοινωνία.
Πέθανε στις 24 Μαρτίου 2006, σε ηλικία 82 ετών.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/151#ixzz3VJXDY8lq
Χωρίς Στεφάνι
Κοινωνικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που πρωτοδημοσιεύτηκε στις 24 Μαρτίου 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις του Βλάσση Γαβριηλίδη. Εκτυλίσσεται στην Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα, με ηρωίδα μια κατατρεγμένη δασκάλα, τη Χριστίνα, θύμα του πελατειακού κράτους (δεν υπήρχε τότε μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων) και του εραστή της. Ο Παπαδιαμάντη μάς παρουσιάζει, επίσης, μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα -τις δούλες και τις παραμάνες- στις μεγάλες στιγμές της Ανάστασης και τάσσεται υπέρ της καθιέρωσης του πολιτικού γάμου!
Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.
Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της, καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται, και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα. Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα.
Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κι έβαπτε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φοραίς τ’ αλεύρι κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά της κουλούραις, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά. Και το βράδυ, όταν ενύχτωνε, δεν ετόλμα να πάγη ν’ ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας διά ν’ ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να ήτον τρόπος να κρυβή οπίσω από τα νώτα καμμιάς υψηλής και χονδρής, ή εις την άκραν ουράν όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχον, αλλ’ εφοβείτο μήπως γυρίσουν και την κοιτάξουν.
Την Μεγάλην Παρασκευήν όλην την ημέραν ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολογούσε τα νιάτα της, και τα φίλτατά της, όσα είχε χάσει, και ωνειρεύετο ξυπνητή, κι εμελετούσε να πάγη κι αυτή το βράδυ πριν αρχίση η Ακολουθία ν’ ασπασθή κλεφτά-κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη, της έλειπε το θάρρος, και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός.
Αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή, μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων εξήρχετο του ναού, εν μέσω ψαλμών και μολπών και φθόγγων, εναλλάξ της μουσικής των ορφανών Χατζηκώστα, και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής, ο επίτροπος, προέτρεχε να φθάση εις την οικίαν του, διά να φορέση τον μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον, και κρατών το ηλέκτρινον κομβολόγιόν του να εξέλθη εις τον εξώστην, με την ματαιουμένην από έτους εις έτος ελπίδα, ότι οι ιερείς θα απεφάσιζον να κάμουν στάσιν και ν’ αναπέμψουν δέησιν υπό τον εξώστην του. Τότε και η πτωχή αυτή, η Χρηστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρόν εις την γειτονιάν), εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου, εκράτει την λαμπαδίτσαν της, με το φως ίσα με την παλάμην της, κι έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού, και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του.
Και την Κυριακήν το πρωί, βαθειά μετά τα μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον, κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα της, και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους, κι έβλεπε κι εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι φρου-φρου από την εκκλησίαν, φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας έως το σπίτι, ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσι δι’ όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιε κι εμοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητά της.
Μόνον το απόγευμα της Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών δια την Αγάπην, την Δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν, αθορύβως και ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τον τοίχον-τοίχον, κολλώσα από τοίχον εις τοίχον, με σχήμα και με τρόπον τοιούτον ως να έμελλε να εισέλθη διά τι θέλημα εις την αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Και από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις την βόρειον πλευράν του ναού, και διά της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα.
Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είναι για τες κυράδες, η δευτέρα για τες δούλες. Η Χρηστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την Εκκλησίαν, μήπως την κοιτάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν, να μην την ιδούν. Διότι η κυράδες την εκοίταζαν, οι δούλες την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελε ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της.
Ωραίον και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν και παρδαλόν, ήτο το θέαμα. Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν.
Οι δούλες με τας κορδέλλας των και με τας λευκάς ποδιάς των, εμοίραζαν βλέμματα δεξιά και αριστερά, και εφλυάρουν προς αλλήλας, χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν ακολουθίαν. Οι παραμάννες ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κι έκαιον τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήσαν στολισμέναι, κι έπαιζαν κι εμάλωναν μεταξύ των, κι εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά τού προ αυτών ισταμένου παιδίου. Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός του ναού, και κατετρόμαζον τις δούλες. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τους εκυνηγούσε, αλλ’ αυτοί έφευγαν από την μίαν πλαγινήν θύραν, κι ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τους δίσκους κι έρραινον με ανθόνερον τις παραμάνες.
Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάννες, εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας. Τα μικρά ήνοιγον τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φως των λαμπάδων, των πολυελέων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος και το κόκκινον και πράσινον φως το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον, το ανεμίζον ράσον του εκκλησάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα-έξω εις διάφορα θελήματα, τα γένεια των παπάδων σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής, εις πάσαν κίνησιν των χειλέων, διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός ανέστη. Βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στριμμένα μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών, και τους στοίχους των άλλων παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω, παίζοντα με τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους.
Δύο οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον πλησίον μιας κολώνας, μόλις είδαν το έν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και συνήψαν σχέσεις, και το έν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε την μικράν απαλήν χείρα του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους.
Αλλ’ η φωνή του βρέφους ήτο λιγεία, και ηκούσθη ευκρινώς εκεί γύρω, και ο Γιαμπής ο επίτροπος δεν ηγάπα ν’ ακούη θορύβους. Εις όλας τας νυκτερινάς ακολουθίας των Παθών, πολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις, διά να επιπλήττη πτωχήν τινα μητέρα του λαού, διότι είχε κλαυθμυρίσει το τεκνίον της. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα, να επιτιμήση και αυτήν την πτωχήν μητέρα διά τους ακάκους ψελλισμούς του βρέφους της.
Τότε η Χρηστίνα η Δασκάλα, ήτις ίστατο ολίγον παρέκει, οπίσω από τον τελευταίον κίονα, κολλητά με τον τοίχον, σύρριζα εις την γωνίαν, εσκέφθη ακουσίως της -και το εσκέφθη όχι ως δασκάλα, αλλ’ ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον- ότι, καθώς αυτή ενόμιζε, κανείς, ας είναι και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα διά τους κλαυθμηρισμούς του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείση του ναού διότι έχει βρέφος θηλάζον. Καθημερινώς δεν μεταδίδουν την θείαν κοινωνίαν εις νήπια κλαίοντα; Και πρέπει να τα αποκλείσουν της θείας μεταλήψεως διότι κλαίουν; Έως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών;
Εκ του μικρού τούτου περιστατικού, η Χρηστίνα έλαβεν αφορμήν να ενθυμηθή, ότι προ χρόνων, μίαν νύκτα, κατά την ύψωσιν του Σταυρού, όταν επήγε να εκκλησιασθή εις τον ναΐσκον του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλην της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολον, όταν απήγγειλε τας λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», αίφνης, κατά θαυμασίαν σύμπτωσιν, από τον γυναικωνίτην έν βρέφος ήρχισε να ψελλίζη μεγαλοφώνως, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αναγνώστου. Και οποίαν γλυκύτητα είχε το παιδικόν εκείνο κελάδημα! Τόσον ωραίον πρέπει να ήτο το Ω σ α ν ν ά το οποίον έψαλλον το πάλαι οι παίδες των Εβραίων προς τον ερχόμενον Λυτρωτήν. «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν».
Τοιαύτα ανελογίζετο η Χρηστίνα, σκεπτομένη, ότι καμμία μήτηρ δεν θα ήτο τόσον αφιλότιμος ώστε να μη στενοχωρήται, και να μη σπεύδη να κατασιγάση το βρέφος της, και να μη παρακαλή ν’ ανοιχθή πλησίον της εις τον τοίχον, διά θαύματος, θύρα, διά να εξέλθη το ταχύτερον. Περιτταί δε ήσαν αι νουθεσίαι του επιτρόπου, πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον, και αφού προς βρέφος θηλάζον όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνη δε η μήτηρ είναι κάτοχος άλλων μέσων πειθούς, την χρήσιν των οποίων περιττόν να έλθη τρίτος τις διά να της υπενθυμίση. Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερον μυαλό από τας γυναίκας!
Ούτω εφρόνει η Χρηστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χριστίνα η Δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρόν. Παιδία δεν είχε διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε δεν ήτο σύζυγός της.
Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι.
Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα!
Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον.
Από τον καιρόν οπού είχεν ανάγκην από τας συστάσεις των κομματαρχών διά να διορίζεται δασκάλα, εις των κομματαρχών τούτων, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχεν εκμεταλλευθή. Άμα ήλλαξε το υπουργείον, και δεν ίσχυε πλέον να την διορίση, της είπεν:
-΄Έλα να ζήσουμε μαζύ, κι αργότερα θα σε στεφανωθώ.
-Πότε;
-Μετ’ ολίγους μήνας, μετά έν εξάμηνον, μετά ένα χρόνον.
Έκτοτε παρήλθον χρόνοι και χρόνοι, κι εκείνος ακόμη είχε μαύρα τα μαλλιά, κι αυτή είχεν ασπρίση. Και δεν την εστεφανώθη ποτέ.
Αυτή δεν εγέννησε τέκνον. Εκείνος είχε και άλλας ερωμένας. Κι εγέννα τέκνα με αυτάς.
Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε. Και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση. Και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν, και άλλας δυσμόρφους συντρόφους, και της τα έπαιρνεν από την αγκαλιάν της.
Τρία ή τέσσερα παιδία τής είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών. Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τα άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί. Εκείνος ουδέ λόγον της έκαμνε πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή.
Κι έπλυνε κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Την Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ’ αυγά τα κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.
Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισήρπεν εις τον ναόν, διά ν’ ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζί με τες δούλες και τες παραμάνες.
Αλλ’ Εκείνος, όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μ ν ή σ θ η τα ί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις τη βασιλείαν Του την αιωνίαν.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/anthology/11#ixzz3VJXY29L4
Βραδεμβούργια Κοντσέρτα
Από τις κορυφαίες στιγμές της μουσικής μπαρόκ είναι τα έξι κοντσέρτα του σπουδαίου Γερμανού συνθέτη Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685-1750), με αριθμό καταλόγου από 1046 έως 1051 (BWV 1046-1051), γνωστά και ως Βραδεμβούργια Κονσέρτα. Ο πρωτότυπος τίτλος του έργου, γραμμένος από τον Μπαχ στα γαλλικά, είναι Six Concerts à plusieurs instruments (Έξι Κοντσέρτα για πολλά έργα).
Ο τίτλος «Brandenburgische Konzerte» (Βραδεμβούργια Κοντσέρτα), που τελικά επικράτησε, δόθηκε πολύ αργότερα από τον Γερμανό μουσικολόγο και βιογράφο του Μπαχ, Φιλιπ Σπίτα (1841-1894), από την αφιέρωση που υπήρχε στις παρτιτούρες του έργου, προς τον Χριστιανό Λουδοβίκο, μαρκήσιο του Βρανδεμβούργου, με ημερομηνία 24 Μαρτίου 1721: «Έξι κοντσέρτα για πολλά όργανα, αφιερωμένα στη Βασιλική Του Υψηλότητα, κύριο Κρίστιαν Λούντβιχ, γραμμένα από τον ταπεινότατο και ευπειθέστατο υπηρέτη Του, Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ».
Τα έξι κοντσέρτα συνοδευόταν από επιστολή του συνθέτη στα γαλλικά και αναφερόταν, μεταξύ άλλων, στο ιστορικό της σύνθεσης του:
Κύριε
Πριν από μερικά χρόνια είχα την ευτυχία να με δεχθεί και να μ’ ακούσει η Βασιλική Σας Υψηλότητα. Σύμφωνα με τις εντολές που μου έδωσε τότε, παίρνοντας υπόψη Της τις μικρές δυνατότητες με τις οποίες με είχε προικίσει ο Θεός στη μουσική, είχε την καλοσύνη να μου παραγγείλει να Της στείλω μερικές συνθέσεις μου...
Εκτελώντας τις υψηλές Της εντολές πήρα το θάρρος να υποβάλω στη Βασιλική Σας υψηλότητα τα ακόλουθα κοντσέρτα γραμμένα για πολλά όργανα, παρακαλώντας Τη να μη με κρίνει αυστηρά για τις ατέλειές τους, με το λεπτό και υψηλό γούστο, που όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι διαθέτει στον τομέα της μουσικής, αλλά να τις κρίνει ευμενώς…
Ο Χριστιανός Λουδοβίκος (1677-1734) ήταν ένας ισχυρός παράγοντας στο κράτος της Πρωσίας και μάλιστα είχε συγγένεια από την πλευρά της δεύτερης γυναίκας του με τη δυναστεία των Γκλίξμπουργκ που κυβέρνησε την Ελλάδα (1862-1967). Ο Μπαχ επεδίωξε την εύνοιά του, όμως, τα έργα ήταν απαιτητικά και ο μαρκήσιος δεν μπορούσε να διαθέσει τον αναγκαίο αριθμό μουσικών για την ερμηνεία τους. Έτσι, αναγκάστηκε να απορρίψει την προσφορά του συνθέτη και να τοποθετήσει τις παρτιτούρες στη βιβλιοθήκη του. Πολύ αργότερα, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όταν ανακαλύφθηκε η αξία του Μπαχ από τον Φέλιξ Μέντελσον, τα έξι αυτά έργα αποτέλεσαν μία ενότητα υπό τον τίτλο Βραδεμβούργια Κοντσέρτα.
Τα έξι αυτά κοντσέρτα είναι πολύ διαφορετικά από τα προηγούμενα του Μπαχ, πλησιάζουν πολύ την ιταλική νοοτροπία στο είδος και διακρίνονται για τον ζωηρό και χαρούμενο χαρακτήρα τους. Η σολιστική τους γραφή είναι εξαιρετικά απαιτητική και φέρνει τα όργανα στα όρια των δυνατοτήτων τους. Ο Μπαχ κρατάει μία εξαιρετική ηχητική ισορροπία ανάμεσα στα κοντσέρτα: τρία από αυτά είναι ορχηστρικά σε χαρακτήρα, ενώ τα υπόλοιπα έχουν έντονα χαρακτηριστικά μουσικής δωματίου.
Τα Βραδεμβούργια Κοντσέρτα αποτελούνται από τα εξής επί μέρους έργα:
- Κοντσέρτο αρ. 1 σε φα μείζονα, BWV 1046, για 2 κόρνα, 3 όμποε, φαγκότο, βιολίνο πίκολο, έγχορδα και μπάσο κοντίνουο.
Τα μέρη:
1. (χωρίς ένδειξη)
2. Αντάτζιο
3. Αλέγκρο
4. Μενουέτο – Τρίο 1 – Μενουέτο ντα κάπο – Πολάκα – Μενουέτο ντα κάπο – Τρίο 2 – Μενουέτο ντα κάπο
- Κοντσέρτο αρ. 2 σε Φα μείζονα, BWV 1047, για τρομπέτα, βιολί, φλογέρα, έγχορδα και μπάσο κοντίνουο.
Τα μέρη:
1. (χωρίς ένδειξη)
2. Αντάντε
3. Αλέγκρο Ασάι
- Κοντσέρτο αρ. 3 σε σολ μείζονα, BWV 1048, για 3 βιολιά, 3 βιολιά, 3 τσέλα και μπάσο κοντίνουο.
Τα μέρη:
1. (χωρίς ένδειξη)
2. Αντάτζιο
3. Αλέγκρο
- Κοντσέρτο αρ. 4 σε σολ μείζονα, BWV 1049, για βιολί, φλογέρα, έγχορδα και μπάσο κοντίνουο.
Τα μέρη:
1. Αλέγκρο
2. Αντάντε
3. Πρέστο
- Κοντσέρτο αρ. 5 σε Ρε μείζονα, BWV 1050, για άρπα, βιολί, φλάουτο, έγχορδα και μπάσο κοντίνουο.
Τα μέρη:
1. Αλέγκρο
2. Αφετουόζο
3. Αλέγκρο
- Κοντσέρτο αρ. 6, σε Σι ύφεση μείζονα, BWV 1051, για 2 βιόλες, τσέλο, 2 βιόλες ντα γκάμπα, βιολόνε και μπάσο κοντίνουο.
Τα μέρη:
1. (Χωρίς ένδειξη)
2. Αντάτζιο μα νον τάντο
3. Αλέγκρο
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/609#ixzz3VJY00JMi
Σουίτα για Τζαζ Ορχήστρα Αρ. 1
Ανάλαφρη σύνθεση του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, από τα δημοφιλέστερα έργα του σημαντικού Ρώσου συνθέτη. Είναι γνωστή και ως «Τζαζ Σουίτα αρ. 1».
Γράφτηκε στις αρχές του 1934, όταν η Σοβιετική Ένωση της εποχής του Στάλιν ερχόταν σε επαφή με την αμερικανική τζαζ, μέσα από πολλά εμπόδια. Ο Σοστακόβιτς ενδιαφέρθηκε για το είδος και θέλησε να το αναβαθμίσει από τη μουσική για «καφέ», που πίστευε ότι βρισκόταν η σοβιετική τζαζ.
Το έργο αποτελείται από τρία μέρη:
- Βαλς
- Πόλκα
- Φοξτροτ
Είναι γραμμένο για 3 σαξόφωνα (σοπράνο, άλτο και τενόρο), 2 τρομπέτες, τρομπόνι, γούντμπλοκ, ταμπούρο, πιατίνια, γκλόκενσπιλ, ξυλόφωνο, μπάντζο, χαβανέζικη κιθάρα, πιάνο, βιολί και κοντραμπάσο. Διαρκεί γύρω στα 8 λεπτά και η πρεμιέρα του δόθηκε στο Λένινγκραντ (σημερινή Αγία Πετρούπολη) στις 24 Μαρτίου 1934.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/610#ixzz3VJYJMFfV
Ο ΑΥΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟ ΛΙΔΟΡΙΚΙ
Τετάρτη
25/3
02:00
8°C
87%
3 Μπφ Α
16 Km/h
ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟΣ
Μικρή πιθανότητα βροχής
08:00
7°C
86%
3 Μπφ BA
16 Km/h
ΑΣΘΕΝΗΣ ΒΡΟΧΗ
14:00
98%
3 Μπφ BA
16 Km/h
ΒΡΟΧΗ
20:00
8°C
100%
3 Μπφ BA
16 Km/h
ΒΡΟΧΗ
Λιδορίκι δεκαετία του '30 , ο Θανάσης Μπήλιος στην πόρτα του μαγαζιού του εξυπηρετεί τον πελάτη με την " πουκαμίσα ". Προσέξτε τα χειροποίητα τσουβάλια στην πόρτα και το δοοδείο στην πόρτα που γράφει " λίπασμα ΝΙΤΡΟΓΕΝ " ...
ΣΗΜ : Τις σημερινές μας φωτογραφίες θα τις βρείτε στην “ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ “ photolidoriki.blogspot.com
ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
ΠΕΡΙ..” ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΤΗΣ..ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ “ ….ΚΑΙ ΆΛΛΩΝ ΤΙΝΩΝ
Από χθες φίλοι μου ξανάρχισε ο θεσμός του Αστυνομικού της γειτονιάς , σε κάποιες περιοχές της Πατρίδας μας , δηλαδή μιλάμε για καθημερινή παρουσία αστυνομικών σε κάθε γειτονιά , βέβαια στο χωριό μας , δεν πρέπει να έχουμε τέτοιες ..” απαιτήσεις “, εμάς θα μας έφτανε και μια φορά το μήνα να βλέπαμε ένστολο να περιπολεί και να νοιώθουμε κάποια ασφάλεια , αλλά που τέτοια τύχη ; Κάποτε όμως δεν θα πρέπει να μπουν κάποια πράματα στη θέση τους ; Είναι δυνατόν να περνάει ένα ολόκληρο καλοκαίρι και να μην έχουμε δει ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΕΝΣΤΟΛΟ ΝΑ ΕΚΤΕΛΕΊ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ; Τι στο καλό ,όλοι οι αστυνομικοί μας είναι …” μυστικοί ; “
Θα μου πείτε σάμπως είναι το μόνο που μας λείπει στο Λιδορίκι ; Μήπως έχουμε καθαριότητα ; Μήπως έχουμε γιατρούς ; Θα μου πείτε όμως πως εμείς έχουμε “ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΒΟΟΕΙΔΉ “ , ΈΤΣΙΤΑ ΕΧΕΙ ΒΑΦΤΙΣΕΙ Ο ΔΗΜΟΣΕ ΜΑΣ , δίνοντας εμμέσως “ συγχωροχάρτι “ στα “ γνωστά “ αφεντικά τους , με αποτέλεσμα το χωριό να είναι γεμάτο ..γελαδοσβουνιές , που δεν τις καθαρίζουνε κιόλας …
Κατά τα άλλα , είμαστε ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΖΟΥΜΕ ΣΤΟ 2015 !!!!
Καλό σας απόγευμα και ΚΑΛΗ ΑΥΡΙΑΝΗ
Απ’ το “ Λιδωρίκι “ , με αγάπη ….Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment