Μοιράζει κανείς σπίτια; Όχι, βέβαια. Ένας λαχειοπώλης προσπαθεί να ξεγελάσει τους περαστικούς. Για να βγάλει: αυτός τον άρτον τον επιούσιον και ορισμένοι μεγαλόσχημοι της «Ενώσεως Συντακτών» το χαβιάρι τους το επιούσιο.
Και γιατί σπίτια κι όχι – ας πούμε – αποθήκες χρωμάτων; Αποθήκες χρωμάτων υπάρχουν αρκετές. Σε μια τέτοια αποθήκη, στον Κολωνό, τον περασμένο μήνα, κοιμόνταν δυο μικρά παιδιά. Η αποθήκη πήρε φωτιά. Τα δυο μικρά παιδιά κάηκαν ζωντανά. Και γιατί κοιμόνταν στην αποθήκη; (τι είναι αυτό που κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια;…) Κοιμόνταν στην αποθήκη γιατί δεν είχαν σπίτι. Δεν τους είχε τύχει ποτέ το λαχείο Συντακτών. Και κάηκαν ζωντανά. Ωστόσο, δεν αποκλείεται, στο μέλλον, να κέρδιζαν κι αυτά κάποτε ένα διαμέρισμα ….
Αποθήκες χρημάτων, λοιπόν, υπάρχουν αρκετές.
Σπίτια δεν υπάρχουν;
Τόση πολυκατοικία, τόσο κακό ….
Ας μας το πει η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, που είναι Εθνική και δεν έχει φόβο να της βγει το όνομα – πως είναι τάχα αντεθνική: «73.000 νοικοκυριά (250-350 χιλιάδες Έλληνες), στεγάζονται εντός κτιρίων μη αποτελούντων κανονικήν κατοικίαν (καταστήματα, αποθήκαι, αχυροκαλύβαι, σκηναί, σπήλαια, κλπ)».
Η είδηση βγαίνει από το τεύχος που έκδοσε η εν λόγω Εθνική Στατιστική Υπηρεσία για τις συνθήκες στέγασης του Ελληνικού λαού. Τα στοιχεία προέκυψαν από τη γενική απογραφή του 1961. Εκεί μέσα είμαστε χωρισμένοι σε νοικοκυριά και ανήκουμε όλοι σε «τοις εκατό». Εγώ ανήκω στο 61,4% του συνόλου των νοικοκυριών της χώρας που «στεγάζεται εις κατοικίας διαθετούσας δύο το πολύ δωμάτια». Ανήκω επίσης στο 29,3% των νοικοκυριών στα οποία «η πυκνότης οικήσεως είναι από δύο έως τέσσερα άτομα κατά δωμάτιον».
Η κυρά-Λένη η Καμά είναι σ’ άλλη κατηγορία. Για να την ξετρυπώσεις και να μάθεις την κατηγορία της πρέπει να ρωτήσεις πολλές φορές το δρόμο. Παίρνεις απ’ τον Πειραιά το λεωφορείο για τα Λιπάσματα. Κατεβαίνεις σε μια πλατεία. Ρωτάς. Ρωτάμε ένα γεράκο:
-«Πού είναι η Δραπετσώνα, παππούλη;»
-«Τι τη θέλετε τη Δραπετσώνα;» κάνει ο γέροντας με τη βαθειά ουλή στο μάγουλο. Κοιτάει το φωτορεπόρτερ με τα σύνεργά του. «Τέλος πάντων, ελάτε κοντά μου …», λέει.
Ανεβαίνουμε κάτι σκαλιά. Περνάμε μια γέφυρα στρωμένη με χοντρές λαμαρίνες. Από κάτω περνάει το τρένο για τη Λάρισα – Θεσσαλονίκη – Γερμανία. Κατεβαίνουμε τα σκαλιά απ’ την άλλη. Περνάμε ένα δρόμο. Δεξά-ζερβά, μικρομάγαζα και μικροπωλητές.
-«Δε μας αφήνετε στην ερημιά μας; συνεχίζει μόνος ο περίεργος γέρος.Όλο ερχόσαστε, ερχόσαστε …. Τι θέλετε από μας; Πότε η αστυνομία. Πότε οι δημοσιογράφοι. Πότε το Υπουργείο. Πότε οι εργολάβοι. Σαράντα χρόνια κακό. Αντήτε στην ευχή του Θεού, βλογημένοι μου. Αντήτε …. Στις παράγκες δεν πηγαίνετε; Εμπάτε από δω. Αντήτε, γεια σας …», λέει ξαφνικά.
Και φεύγει. Τον κοιτάμε για λίγο. Κοιτάμε την «Πύλη» που οδηγεί στον κόσμο της παράγκας. Στην είσοδο, ένα γυμνό παιδί έχει πέσει σε μια σουπιέρα και τρώει σαν τρελό. Κοιτάμε στη σουπιέρα. Μακαρονάκι κοφτό με ντομάτα. Κοιτάμε πίσω απ’ το παιδί. Δυο ξύλινα «σπίτια» που έχουν κάνει ενάμισι μέτρο χώρο για να περνάει ο κόσμος. Δυο σπίτια κουρελιασμένα, θα ‘λεγα.
Μπαίνουμε στον άλλο κόσμο. Δεξιά χτίζονται κυκλώπειες πολυκατοικίες. Αριστερά, ένα τσούρμο λιλιπούτεια χαμόσπιτα παρακολουθούν την ανοικοδόμηση χτισμένα σφιχτά το ένα κόντρα στο άλλο. Στην πόρτα του καθενός συνωστίζονται γλάστρες και ασβεστωμένοι ντενεκέδες με φυτά. Μέσα στα σπιτάκια συνωστίζονται, δεκαετίες τώρα, οι πρόσφυγες του έπους της Μικρασίας.
Μπαίνουμε στης κυρα-Λένης. Σ’ ένα τοίχο παρατηράω ένα λαϊκό ζωγραφικό πίνακα. Η Ελλάς δαφνοστεφανωμένη κρατάει τη σημαία μας. Ένας Έλληνας φαντάρος μπροστά της, της παρουσιάζει το όπλο. Ένας άγγελος έρχεται ολοταχώς απ’ τον ουρανό να στεφανώσει και τον φαντάρο. Στο βάθος ο Βόσπορος που τον διασχίζουν τα καράβια μας του Βασιλικού Ναυτικού. Στις στεριές, από κει κι από δω, μπουλούκια από οπλισμένους φαντάρους μας. Η Ελλάς δείχνει στο στρατιώτη ανατολικά. Από κάτω έχει μια επεξηγηματική λεζάντα. «Η Πατρίδα στα παιδιά της: Στον τρούλο της Αγια-Σοφιάς Να στήσεις το σταυρό μας …».
Από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία διευκρινίζεται ότι: «ως κανονική κατοικία ελήφθη κατά την απογραφήν η ευρισκομένη εντός μιας μονίμου κατασκευής με τοίχους και στέγην, η οποία διαθέτει ένα τουλάχιστον δωμάτιον ελαχίστης επιφανείας τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων (δύο μέτρα επί δύο), προοριζόμενον διά κατοικίαν».
Το δωμάτιο της κυρα-Λένης είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερο από δύο μέτρα επί δύο. Πρόκειται, δηλαδή, για κανονική κατοικία. Ζει μέσα σ’ αυτό κανονικά με τον σύζυγο, το γιο, ένα παληκάρι μέχρι δεκαοκτώ χρονών που δουλεύει σιδηρουργός, και το εγγόνι της. Που το φυλάει για να μπορεί η κόρη της να δουλεύει. Μέχρι πριν παντρευτεί, έμενε κι η κόρη της μαζί τους – πάντα κανονικά.
Οι δυο τοίχοι είναι γεμάτοι με φωτογραφίες και κάντρα. Από έναν ραγισμένο καθρέφτη κρέμεται μια κόκκινη φούντα. Στη φούντα είναι πιασμένη μια γερή τσατσάρα. Δεξιά υπάρχει μια έγχρωμη φωτογραφία του «Ολυμπιακού» σε κορνίζα. Από πολλές μεριές οι σουβάδες έχουν πέσει. Η σκεπή καλύπτεται με χαρτί. Ένα «μπαλωμένο» μπαούλο στηρίζεται σε τέσσερα τούβλα. Πάνω του, μισοκρυμμένα πίσω από ένα χρωματιστό σεντόνι, τα παπλώματα κι οι κουβέρτες φτιάχνουν το γιούκο. Πλάι, σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι κοιμάται ένας πιτσιρίκος.
-«Όταν μας κυνήγησαν απ’ τα μέρη μας κι ήρθαμε ‘δω, το εικοσιδύο, εγώ δεν το θυμάμαι», μας λέει η κυρά-Λένη. «Οι δικοί μου χτίσανε αυτό το καλύβι, όπως το βλέπεις, και μπήκαμε μέσα. Εγώ ήμουνα δυόμισι χρονών. Μετά μεγάλωσα. Παντρεύτηκα. Έκανα κόρη. Η κόρη μου έγινε δυόμισι χρονών. Μετά μεγάλωσε κι αυτή. Παντρεύτηκε. Έκανε γιο κι εγώ αγγόνι. Να ‘τονε που κοιμάται. Κι έγινε κι αυτός δυόμισι χρονών. Και τι θα γίνει δεν το ξέρω. Ξέρω να κάνω αιτήσεις. Ό,τι αίτηση να ‘ναι ξέρω και τήνε κάνω. Έχω γίνει ειδική από το φτιάξε αιτήσεις, φτιάξε αιτήσεις. Να δούμε κι αυτή τη φορά. Πλάι χτίζουμε τις πολυκατοικίες. Να δούμε …».
Περνάμε στην «κουζίνα». Μια τρύπα γεμάτη κατσαρόλια, μπουκάλια, κουτιά. Δεξιά, μια γκαζιέρα «Πίτσος». Αριστερά, στη γωνία, μια πλεξίδα σκόρδα. Πλάι, ένα μάτσο ρίγανη. Πάνω σε μια αθλητική εφημερίδα, ένα λεμόνι και ξεροκόμματα. Χώρος, ίσα να μπορείς να στέκεσαι και να γυρίζεις γύρω απ’ τον άξονά σου. Καθαριότητα όση δεν λέγεται.
«Αυτή τη φορά, τι λέτε κι εσείς, αυτή τη φορά θα μας δώσουνε σπίτι – έτσι δεν είναι;»
-«Υπομονή, κυρία μου. Όλα θα πάνε καλά», με προφταίνει ο φωτογράφος.
-«Δε μου λες, πού το ξέρεις;» τον ρωτάω βγαίνοντας.
-«Δεν το ξέρω, αλλά έτσι το ‘πα. Τι να πεις; Το αντίθετο; Πως, αν της μπαίνει μια αγκίθα στο νύχι, να λέει: Πάλι καλά που δεν μου μπήκε στο …μάτι;…»
Απέναντι, ένας λόχος από λαμαρινένια σπίτια. Ο ήλιος του μεσημεριού χτυπάει πάνω στις λαμαρίνες και σκορπίζεται εκτυφλωτικός. Λέμε λόχος γιατί τα ‘χουν στρατιωτικά παρατεταγμένα σε δυο μακριές σειρές. Είναι η στρατώνα των «λυομένων». Οχτακόσιοι περίπου άνθρωποι ζουν μέσα σ’ αυτά. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν σπίτια σαν της κυρα-Λένης στη μεριά που χτίζουν τις πολυκατοικίες. Πριν από τρία χρόνια τους έβγαλαν από εκεί, τους τα γκρέμισαν και τους χώσανε σ’ αυτά εδώ.
Χτυπάμε μια πόρτα. Μπαίνουμε. Μια ανυπόφορη ζέστη μας υποδέχεται αυθόρμητα. Μια γριά γυναίκα με υποψία:
-«Τι συμβαίνει;…»
-«Δημοσιογράφοι. Να κάτσουμε; …. Δε σκάτε εδώ μέσα μ’ αυτή τη ζέστη;»
-«Εδώ, παιδί μου, το καλοκαίρι γενόμαστε σαπούνι σαν τους Οβραίους και το χειμώνα παγωτό της ΕΒΓΑ».
Ένας άνθρωπος κάθεται αμίλητος σε μια καρέκλα. Γύρω-γύρω κρέμεται η περιουσία των νοικοκυραίων, τα ρούχα και τα τετζερέδια τους.
-«Άκου ‘δω, δημοσιογράφο…» αρχίζει ο άντρας.
-«Πάψε, γείτονα, να πω εγώ», τον κόβει η γερόντισσα.
Εκείνος σταματάει. Την κοιτάζει που θα μιλήσει. Το πρόσωπό της είναι ένα έργο τέχνης. Βαθειά και πυκνά χαραγμένο απ’ τα βάσανα και τον πόνο. Τριγυρισμένο από ένα στεφάνι ολόασπρα μαλλιά. Με μια ματιά που τρυπάει σα σφήνα. Με μια περηφάνια και μια αρχοντιά! Σα γερακίνα σκαλισμένη σε ξύλο ….
-«Άκου ‘δω, γιε μου. Πριν από τρία χρόνια είχαμε ακόμα τα σπίτια μας, τις ποντικοφωλιές μας. Δε θέλαμε να βγούμε. Τσακωθήκαμε, μαλώσαμε. «Σε λίγους μήνες θα σας βάλουμε σε πολυκατοικίες», μας λέγανε. Ποιος τους πίστευε; «Αλλού αυτά!», τους είπαμε. Πόλεμος έγινε. Μετά φέρανε τις μπουλντόζες και μας βγάλανε απ’ τα κονάκια μας με τη βία και με τη νοθεία, που λένε. Μας χώσανε ‘δω να τυραννιόμαστε σαν τους αμαρτωλούς στον κάτω κόσμο. Μην τα ρωτάς. Να. Μούσκεμα έχεις γίνει, στάζεις νερό απ’ τη ζέστα με μια στιγμούλα που μπήκες. Βάλε με το νου σου σ’ εμάς, τώρα ….
»Και πούντοι, για, οι λίγοι μήνες που λέγανε; Κακό μεγάλο μας ήβρε. Τρία χρόνια περάσανε κι ακόμα είμαστε στους «λίγους μήνες». Όλο ‘τοιμάζουνε τις πολυκατοικίες, όλο ‘τοιμάζουνε, κι όλο ανετοίμαστες είναι. Πότε θα μας βάνουνε μέσα, να δούμε μια στάλα δροσιά; Ο Θεός κι η ψυχή τους. Κανείς δεν το ξέρει….»
-«Άμα δεν αλλάξουν τα πράγματα, δεν αλλάζουμε κατοικία κυρα-Καλλιόπη. Αυτό να το ξέρεις», λέει ο μεσόκοπος άντρας. Και σε μένα: «Εμένα που με βλέπεις, εγώ, παλιά, ήμουνα παλικάρι, που λες. Εγώ ήμουνα….»
Στην πόρτα έχουν μαζευτεί πέντε-έξι γειτόνισσες και παρακολουθούν. Παρακολουθούν αμίλητες, τρία χρόνια τώρα, και τις πολυκατοικίες. Τρία χρόνια …. Το Γενάρη του 1959, στο Δουργούτι, παραδόθηκε στους δικαιούχους της μια προσφυγική πολυκατοικία σαν αυτές εδώ. Που χτιζόταν όμως επί είκοσι ακριβώς χρόνια. Η θεμελίωσή της είχε γίνει το 1939 ….
Μουσκεμένοι κυριολεκτικά απ’ τον ιδρώτα βγαίνουμε ν’ ανασάνουμε. Προχωράμε. Φτάνουμε στη μέση της γραμμής. Μια βρώμα ξεχύνεται γύρω. Εδώ,δεξιά κι αριστερά, είναι τα αφοδευτήρια. Τα ομαδικά αποχωρητήρια του «στρατώνα». Νερό δεν υπάρχει. Μύγες τριγυρίζουν παντού. Ένα κοριτσάκι κοιτάζει απ’ την άλλη γωνιά. Πίσω του και δεξιά, μέσα στις αναθυμιάσεις, είναι απλωμένα σεντόνια, πετσέτες και μωρουδίστικα ρούχα.
Δυστυχώς, φοβάμαι πως μπορεί κάποιες από τις συνθήκες αυτές να επιστρέψουν για κάποιους συνανθρώπους μας….Να, σήμερα ακούω για μια πολυκατοικία, που ετοιμάζονται να τη χρησιμοποιήσουν, για να στεγάσουν τους άστεγους που πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα….
Και πήρε το αυτί μου και για το κέντρο μεταναστών στο Λαύριο….Ούτε χλωρίνη δεν διαθέτουν, για τη στοιχειώδη απολύμανση και καθαριότητα!….
Πόσα χρόνια γυρνάμε πίσω! Μην μας ξενίσει, λοιπόν, η περιγραφή με την οποία ξεκινά το δεύτερο μέρος της ανταπόκρισης. Τουαλέτες, που οι νεότεροι, ίσως, δεν έχουν ακούσει να μιλούν γι’ αυτές….Κι αν δεν παρακολουθούν ντοκιμαντέρ αφιερωμένα στις συνθήκες ζωής του παρελθόντος ή των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου, ίσως πιστέψουν ότι όλα αυτά είναι παραμύθια….
Κι όμως ήταν μια σκληρή πραγματικότητα, που οι παλιότερες γενιές το έχουμε ζήσει, άλλοι σε μεγαλύτερο κι άλλοι σε μικρότερο βαθμό. Φυσικά, εννοώ τις οικογένειες που δεν αποτελούσαν την άρχουσα τάξη του τόπου μας ….
Προχωράμε να ξεφύγουμε απ’ τους καμπινέδες. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία λέει πως καμπινέδες «με υδραυλικήν εγκατάστασιν διαθέτουν τα 14,5% του συνόλου των νοικοκυριών». Εδώ η κάθε οικογένεια έχει από ένα δωμάτιο. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία λέει πως «465.400 νοικοκυριά, ήτοι το 19,6% του συνόλου των νοικοκυριών στεγάζονται εις ένα δωμάτιον». Επίσης, «χίλια νοικοκυριά διαμένοντα εις ένα δωμάτιον έχουν δέκα και άνω μέλη». Κι ακόμα, «71.500 οικογένειες με πέντε έως εννέα μέλη στεγάζονται ομοίως εις ένα δωμάτιον»….
—«Ελάτε κι από δω, σας παρακαλώ…», μάς φωνάζει κάποιος τρέχοντας.
Γυρνάμε. Τον ζυγώνουμε. Αξύριστος, μουτζουρωμένος, συμπαθής.
—«Εγώ, εμένα με λένε Τσιβγούλη. Έχω συνεργείο. Δηλαδή έχω άδεια συνεργείου και πληρώνω φόρο συνεργείου. Αλλά συνεργείο δεν έχω. Είχα και μου το γκρέμισαν το εξήντα μαζί με το σπίτι μου. Με φέρανε εδώ στα «λυόμενα». «Για λίγους μήνες», λέγανε. Τέλος πάντων. Ήρθαμε. Τους λέω, λοιπόν: «Εγώ είχα και μαγαζί. Είχα συνεργείο. Να μου δώσετε εδώ μια γωνιά να βάλω μέσα τα μοτοσακά μου και να δουλεύω για το φαΐ». «Εδώ απαγορεύεται», λένε. «Να μου δώσετε», εγώ. «Απαγορεύεται», εκείνοι. Τρία χρόνια τσακωμός. Τι έγινε; Τώρα μόνο μού δώσανε μια τρύπα. Να, τη βλέπεις; Τρύπα σου λέω…»
Ανοίγει το «μαγαζί». Ποδήλατα και εργαλεία το ‘να πάνω στο άλλο. Μια πρόστυχη ταμπέλα πάνω απ’ την πόρτα γράφει:
ΣΗΝΕΡΓΕΙΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟΝ
ΕΠΥΣΚΕΒΑΖΟ
ΚΓΑΖΙΕΡΕΣ ΚΑΙ
ΤΡΟΜΠΕΣ
ΤΣΙΒΓΟΥΛΗΣ
Το σπίτι μου είναι εκεί. Θα σας πήγαινα αλλά πλένεται η γυναίκα μου τώρα. Είναι όπως όλα. Δεν έχει ντους και τέτοια. Πλενόμαστε στη σκάφη…»
Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία: «Λουτρά ή ντους διαθέτουν τα 10,4% του συνόλου των νοικοκυριών της χώρας. Οι 90, δηλαδή, στους 100 Έλληνες πλένονται στη σκάφη, στα ποτάμια, στις θάλασσες. Στις θάλασσές μας..
Ένας ασπρομάλλης γέρος μάς τραβάει στο δωμάτιό του, απ’ την άλλη πλευρά της γραμμής. Ίδιο με τ’ άλλα. Απαράλλαχτο, τρία επί τέσσερα. Όχι. Κάτι περίεργο υπάρχει εδώ. Το τραπέζι είναι γεμάτο φρούτα. Καρπούζι, μπανάνες, σύκα, πορτοκάλια… Όλα τα καλά του κόσμου. Τα ζυγώνω σκουπίζοντας τον ιδρώτα που κατηφορίζει στα μάτια μου. Συνηθίσαμε και στη σκιά. Βλέπω καλύτερα. Αυτά τα καλά του κόσμου δεν τρώγονται. Είναι ψεύτικα. Φτιαγμένα με πηλό και βαμμένα με τα σωστά τους χρώματα. Τα φτιάχνει ο γέρος και τα πουλάει για να ζει τη φαμίλια. Ο γέρος λέγεται Στέλιος Καραπιπέρης.
Η γυναίκα του φίλου μας είναι μια εύθυμη νοικοκυρά. Οργισμένη όμως. Όχι οργισμένη νέα. Οργισμένη νοικοκυρά.
-«Είναι ντροπή. Ντροπή μας, καλό παιδί. Τα παιδιά μας μεγαλώσανε. Ο Σιδέρης μου έγινε δεκαοχτώ χρονών. Ο Νίκος μου δεκατεσσάρων. Δεν ξέρουμε πού να μαγειρέψουμε. Πού να φάμε. Πού να κοιμηθούμε. Δεν μπορώ να δω τον άντρα μου. Ντροπή μας. Ντροπή μας…»
-«Δηλαδή, όχι ντροπή μας, εμάς. Ντροπή τους, εκεινούς…», λέει μια γερόντισσα που ήρθε από δίπλα.
Παίρνουμε το λεωφορείο της «Χαραυγής» και κατεβαίνουμε σε μια στάση τυχαία. Παίρνουμε κι ένα δρόμο που κοιτάει προς τη θάλασσα, επίσης τυχαία. Ο δρόμος βγάζει σε μια κατηφόρα. Η κατηφόρα κατεβαίνει σε μια μεγάλη άσπρη λακκούβα. Δρόμοι, αυλές, κεραμίδια, όλα έχουν ένα χρώμα από άσπρη σκόνη.Από πάνω τα εργοστάσια λιπασμάτων. Κάτω, η άσπρη σκόνη στα σπίτια και στις παράγκες είναι λίπασμα. Έτσι, τα φυτά στις γλάστρες είναι εύρωστα. Επίσης, έτσι, τα παιδιά στους δρόμους δεν είναι καθόλου εύρωστα.
Στο Γηροκομείο, η Ρούλα και ο Νίκος Μ. θέλουν σώνει και καλά να παντρευτούν. Αν παντρευτούν, όμως, πρέπει – επίσης σώνει και καλά, – να μείνουν σ’ ένα σπίτι. Η κοπελιά είναι κόρη πρόσφυγα απ’ τη Μικρασία. Μένει με την αδερφή και τους γονείς της στα παραπήγματα. Που, όπως όλες οι δεκατρείς χιλιάδες οικογένειες προσφύγων Αθήνας – Πειραιά -Θεσσαλονίκης, είχαν φτιάξει για προσωρινά το σωτήριο έτος 1922 και που όμως, τελικά, δεν κατάφεραν να τα εγκαταλείψουν και να πάνε πρόσφυγες αλλού. Ο Νίκος, απ’ την άλλη, είναι «πρόσφυγας» απ’ την Πελοπόννησο. Η οικογένειά του ανήκει στο 7,7% που «η πυκνότης οικήσεως κατά δωμάτιον είναι τεσσάρων και άνω ατόμων». Τί γίνεται; Θα παντρευτούν; Δε θα παντρευτούν; Στο Βέλγιο ή στη Σ. Ένωση θά έπαιρναν σπίτι απ’ το κράτος. Εδώ, τέτοιες σκέψεις θεωρούνται αντεθνικές. Κατεύθυνση: το μέλλον. Ορατότης: μηδέν…
Εθνική Στατιστική Υπηρεσία: «4.200 νοικοκυριά δεν εδήλωσαν τρόπον, στεγάσεως». «Το 5,1% του συνόλου των νοικοκυριών στεγάζεται εις κατοικίας διαθετούσας πέντε δωμάτια». «Τα 2,2% των νοικοκυριών των διαμενόντων εις κανονικάς κατοικίας, δεν εδήλωσαν αριθμόν κατεχομένων δωματίων και πυκνότητα κατά δωμάτιον». «Τα 3,7% των νοικοκυριών διαμένουν εις κατοικίας διαθέτουσας εξ και άνω δωμάτια».
Η Μαρία και ο Άρης Μαν… γνωρίστηκαν στο Πανεπιστήμιο. Παραγνωρίστηκαν μάλιστα. Αγαπήθηκαν, που λένε. Στο τέλος είπαν «ή τάν ή επί τάς» και παντρεύτηκαν. Έπιασαν ένα μικρό διαμέρισμα στη μέση της οδού Ιπποκράτους. Δουλεύουν και οι δύο. Ο ένας για τα απαραίτητά τους. Ο άλλος για τα περιττά του σπιτονοικοκύρη. Για το νοίκι.
-«Ο γάμος είναι πολύ ωραίο πράγμα», λέει η Μαρία. «Αλλά όταν υπάρχει σπίτι. Όταν δεν υπάρχει, είναι και κρέμασμα, καθώς τον λένε».
Μιλάμε τόση ώρα για σπίτι, στην Αθήνα κυρίως. Κι ωστόσο, μια τελευταία έκθεση του Ο.Η.Ε. μάς πληροφορεί ότι «Αι Αθήναι έχουν τα 2/3 των ανεγερθεισών μετά τον πόλεμον νέων κατοικιών εν Ελλάδι».
Το κράτος προχώρησε δραστήρια στην ανοικοδόμηση των σεισμόπληκτων περιοχών. Τα τελευταία χρόνια καταστράφηκαν από σεισμούς 73.592 σπίτια. Το κράτος ξανάχτισε τα 70.539. Έχτισε, επίσης, πολλά ξενοδοχεία – χρήσιμα και άχρηστα (Σερρών, Μόν Παρνές και λοιπά). Έφτιαξε πλατείες – που μερικές απ’ αυτές τις χάλασε για να τις ξαναφτιάξει. Μελέτησε και το θέμα της στέγασης. Αλλά, το μελέτησε μόνο.
Μια επίσημη έρευνα της Α.Τ.Ε. το 1960 αναφέρει πως «στερούνται παντελώς στέγης 105.000 οικογένειες, ενώ έτεραι 109.200 διαβιούν εις ανεπαρκείς και ανθυγιεινάς κατοικίας». Περισσότερο, ίσως, ερευνητικός ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων, βρίσκει πως: «υπολογίζονται σε 300 χιλιάδες οι καλύβες – τρώγλες της υπαίθρου που αποτελούν παρωδία στέγης».
Από μια Έκθεση του Διευθυντή των Τεχνικών Υπηρεσιών της Αγροτικής Τράπεζας κ. Χρ. Βασματζίδη, κατά το 1960, παίρνουμε μερικά στοιχεία:
«…Το στεγαστικό πρόβλημα δημιουργείται εκ των εξής αιτίων:
α) Εκ της δημιουργίας νέων οικογενειών και της αδυναμίας των πατρικών οικογενειών όπως αποκαταστήσουν ταύτας στεγαστικώς.
β) Εκ της φθοράς και ενίοτε αχρηστεύσεως μεγάλου αριθμού οικιών, λόγω της προχείρου κατασκευής των, της πολυετούς χρήσεως και της μη συντηρήσεως τούτων.
γ) Εκ της αδυναμίας των παραγωγών όπως αντικαθιστούν εξ ιδίων, τας με την πάροδον του χρόνου φθειρομένας οικίας των, καθ’ όσον τα εισοδήματά των μόλις επαρκούν διά την συντήρησιν των οικογενειών των.
δ) Εκ της αποκαταστάσεως ακτημόνων εξ ορεινών χωρίων ή νομάδων κτηνοτρόφων εις μεταπολεμικώς απαλλοτριωθείσας εκτάσεις πεδινών περιοχών, διά τους οποίους δεν έχουν κατασκευαστεί οικήματα.
Το αποτέλεσμα των αιτίων αυτών είναι ότι εις όλας γενικώς τας περιπτώσεις ταύτας, είτε λαμβάνει χώραν στέγασις των νεοσυνιστωμένων οικογενειών με τας πατρικάς τοιαύτας, είτε συνεχίζεται η στέγασις εις ανεπαρκή οικήματα και υπό ανθυγιεινάς εν γένει συνθήκας, είτε, το και συνηθέστερον, λαμβάνουν χώραν ταυτοχρόνως συστέγασις οικογενειών περισσοτέρων της μιας υπό ανθυγιεινάς συνθήκας, είτε τέλος, εξασφαλίζεται η στέγασις εις πρόχειρα και ανθυγιεινά στέγαστρα και καλύβας.
…Εξ άλλου η έλλειψις ανέτου κατοικίας οδηγεί τους αγρότας εις την ανίαν του καφενείου και δεν είναι υπερβολή να σημειώσωμεν ότι τα περισσότερα των οικογενειακών δραμάτων της υπαίθρου, εκ των οποίων μόνον ολίγα έρχονται εις την δημοσιότητα διά των εφημερίδων, οφείλονται εις το ότι εις εν δωμάτιον ενδιαιτώνται και κοιμώνται αναμίξ όλα τα μέλη της αγροτικής οικογενείας.
Το πρόβλημα της κατοικίας των αγροτών αποτελεί εν δυσάρεστον γεγονός, το οποίον μέχρι τούδε ηγωνιζόμεθα να μη βλέπωμεν. Το κακόν είναι ότι ενώ υπάρχει η δυνατότης επιλύσεως του ζητήματος τούτου, εντούτοις, δεν υπάρχει εις τον αυτόν βαθμόν και η κοινωνική θέλησις προς αντιμετώπισιν του προβλήματος».
Κι αλήθεια. Το σωτήριο έτος 1939, αντιστοιχούσαν κατά μέσον όρο σε κάθε σπίτι 3,94 άτομα. Το ακόμα πιο σωτήριο – καθώς φαίνεται – έτος 1962, αντιστοιχούσαν κατά μέσον όρο σε κάθε σπίτι 4,19 άτομα…
Ανεβαίνω στο γραφείο ενός φίλου μου Ιπποκράτους 1…, Γιώργος κι αυτός.
Συζητάει μ’ ένα δικό του φίλο.
-«Ξέρεις Γιώργο, παντρεύομαι….» του λέει ο άλλος.
Και ο φίλος μου:
-«Τί λες ρε παιδάκι μου! Δε μου λες… σπίτι παίρνεις;
Του ανταποκριτή των «ΔΡΟΜΩΝ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ», Γιώργου Μανιάτη (1963)
No comments:
Post a Comment