«Ένα υπόγειον κατακομβοειδές, ένα ξύλινο χώρισμα, τρία τεφτέρια, τρείς ιερείς και ένα πολυποίκιλον πλήθος ανήκον και εις τα δύο φύλα, ιδού τι βλέπει κανείς και τι είνε το γραφείον αδειών γάμων και διαζυγίων της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Εις αυτό το υπόγειον ξεσπούν καθημερινώς οι πόθοι δεκάδων ανθρώπων, εις αυτό τρικυμίζουν αι επιθυμίαι δεκάδων άλλων, τα στήθη ογκώνονται από συγκίνησιν, τα μυαλά παίρνουν αέρα, τα χέρια τρέμουν από αγωνίαν, τα πρόσωπα πορφυρώνονται από την προσδοκίαν του μέλλοντος.
Εις αυτό όμως ακόμη δάκρυα τρέχουν από τα μάτια, όνειρα πλασμένα με την βοήθειαν της φαντασίας συντρίβονται εντός ολίγων δευτερολέπτων και η επιθυμητή ελευθερία σπάζει τα δεσμά του γάμου τα οποία την ίδιαν στιγμήν άλλοι σφυρηλατούν δια τους εαυτούς των.
Ω, αν ημπορούσεν ο καθείς να παρακολουθήση από κάποιαν γωνίαν του κατακομβοειδούς υπογείου την καθημερινήν κίνησιν θ’ αντίκρυζεν την ζωήν με τα δράματά της, την χαράν και την λύπην της.
Εις αυτήν καθισμένοι και μείς θ’ απεικονίσωμεν μερικά στιγμιότυπα από την κίνησιν των δύο τελευταίων ημερών, εις την ανάγνωσιν των οποίων οι μεν έγγαμοι θα δοκιμάσουν παλαιάς συγκινήσεις, οι δε άγαμοι θα πάρουν μερικά μαθήματα:
Εικών πρώτη.
Ο ιερεύς ο επι της εκδόσεως των αδειών γάμου, αληθινός τελετάρχης με τα γυαλιά εις την μύτην, τον κονδυλοφόρον εις το χέρι, το τεράστιον τεφτέρι εις το τραπέζι.
Μια μικρούλα, με μόλις δεκαεπτά Μαϊους επανθούντας εις τα μάγουλά της και ένας μαντράχαλος ως τριάντα, πλησιάζουν.
-Τι θέλετε; Ερωτά ο ιερεύς.
-Να παντρευτούμε, απαντά ο μαντράχαλος.
-Καλά εσείς, η μικρή πόσων ετών είνε; Ερωτά πάλιν ο ιερεύς.
Κομπιάσματα εδώ, ξερός βήχας, σιγή λίγων δευτερολέπτων.
-Μα λέγετε λοιπόν, πόσων ετών είνε; Βλέπετε ότι περιμένει τόσος κόσμος, λέγει έντονα ο ιερεύς.
-Δεκαεπτά, απαντά ο μελλόνυμφος.
-Αδύνατον να παντρευθήτε, είνε ανήλικος. Πρέπει να υπάρχη η συγκατάθεσις των γονέων ή του κηδεμόνος.
-Αλλ’ αυτοί δεν θέλουν.
-Τότε δεν ημπορείτε να παντρευθήτε. Και αν την απαγάγετε, προσθέτει κάτι υποψιαζόμενος ο ιερεύς, θα υποστήτε τας συνεπείας του νόμου.
Η μικρούλα κοκκινίζει εις την αρχήν, χλωμαίνει κατόπιν.
-Να μη παντρευτούμε λέγει, αυτό είνε αδύνατον.
Ο ιερεύς δεν προσέχει τους λόγους της μικρής. Αποτεινόμενος προς τον μαντράχαλον ερωτά:
-Και σεις δεν έχετε κανένα κώλυμα;
Η σειρά του μελλόνυμφου τώρα να κοκκινίση.
-Όχι απαντά διστακτικά.
-Όχι; Και όμως κάπου σας είδα. Πως ονομάζεσθε;
-Γεώργιος Δ….
Ο ιερεύς κάτι ψιθυρίζει εις ένα συνάδελφον του και μετ’ ολίγα δευτερόλεπτα αυτή η απάντησις διασαλπίζεται.
-Ο κ. Γεώργιος Δ…. έχει νυμφευθή δύο φοράς. Η πρώτη του γυναίκα απέθανε. Δια την δευτέραν είχεν υποβάλει αίτησιν διαζυγίου το οποίον δεν εξεδόθη ακόμη.
Ο ιερεύς της εκδόσεως αδειών γίνεται καταπόρφυρος διότι εζητήθη η εξαπάτησίς του. Η μικρούλα μόλις στέκεται εις τα πόδια της.
-Εγώ δεν ξεύρω τίποτα από όλα αυτά, ψιθυρίζει.
Σκεπάζει κατόπιν το πρόσωπόν της με τα χέρια και ξεσπά εις αναφυλλητά. Όλοι οι παριστάμενοι συμπάσχουν και συμπονούν.
Εν τω μεταξύ ο μαντράχαλος επωφελούμενος της αναμπουμπούλας εξαφανίζεται.
***
Την πνιγηράν αυτήν ατμόσφαιραν την διασκεδάζει η εμφάνισις ενός ομοιώματος γυναίκας. Δια να περάση χρησιμοποιεί τους αγκώνας και σε κάθε σπρώξιμο ανοίγει το κενόν ολόγυρά της. Αληθινόν κινούμενον κρεοπωλείον.
Καρφώνεται εμπρός εις το ξύλινον χώρισμα, σηκώνει τα μπράτσα, ενώ εις το μέτωπον της καταπίπτουν τούφες μαλλιών και φωνάζει:
-Λύτρωσε με, παπά μου, από τον αλιτήριο!
-Τι θέλεις κυρά μου; Ερωτά ο ιερεύς.
-Γλύτωσέ με από αυτόν τον παληάνθρωπο. Όσο για κείνη την αντροχωρίστρα ας πέση στα χέρια μου και θα καλοπεράση.
Και δεν θέλει κανείς να ξέρη πολλά δια να το φαντασθή. Αρκεί να ιδή τα μπράτσα της και θα το πιστεύση αμέσως.
-Από ποιόν θέλεις να σε γλυτώσουμε; Ερωτά πάλιν ο ιερεύς.
-Από αυτόν τον μασκαρά, τον άντρα μου. Τριάντα χρόνια ήμουν η κούκλα του, τώρα έγινα φώκια. Αμ’ ένοια σου και θα με θυμηθή εμένα που τον εκρατούσα στα χέρια.
Το θηρίον ετοιμάζεται να κλάψη, οι παριστάμενοι δαγκώνονται να μη γελάσουν. Οι ιερείς προσπαθούν να κρατήσουν την σοβαρότητά των.
-Πως λέγεσαι; Και τι θέλεις τώρα; Ερωτά ο επί της εκδόσεως των διαζυγίων.
-Λέγομαι Τριανταφυλλιά και θέλω να χωρίσω τον άντρα μου. Δεν θα του δώσω όμως διαζύγιο προτού μου κόψη τρείς χιλιάδες δραχμές διατροφή.
-Τρείς χιλιάδες;
-Και γιατί όχι; Φώκια δεν είμαι; Τόσα θέλω. Αμ’ πως για την φουρνάρισσα έχει. Να βρη και για μένα.
Και χωρίς να προσθέση τίποτε άλλο φεύγει φωνάζοντας:
-Ακούς; Φώκια!
***
Άνθος εις την κομβιοδόχην, γραβάτα με όλα τα χρώματα του ουρανίου τόξου, γκέτες γκρίζες, μονύελος εξαρτώμενος από μαύρο κορδόνι, σκληρό, εμφάνισις άψογος ανθρώπου κομψευομένου εις ηλικίαν εβδομήντα πέντε ετών, ως θ’ απεδεικνύετο σε λίγο. Τύπος ενί λόγου στεριλιζέ.
Εκείνη πρόσχαρη, εμφάνισις εξ ίσου κομψή και χαριτωμένη, ηλικίας μέχρι τριάντα ετών. Ζητούν άδειαν γάμου. Κώλυμα κανένα. Η άδεια δίδεται με τα ευλογίας της εκκλησίας αλλά και τα χατακτηριστικά χαμόγελα των παρισταμένων.
Ο στεριλιζέ τύπος παίζοντας τον μονύελο, κορδωμένος και υπερήφανος πλάι εις την μέλλουσαν σύζυγόν του, προχωρεί προς την έξοδον του υπογείου.
Τα χαρακτηριστικά βλέμματα τον συνοδεύουν μέχρι της στιγμής που ένας άνθρωπος του λαού παρατηρεί θυμοσόφως και όλοι ξεσπούν σε γέλια:
-Μα τι διάβολο! Δεν την ονόμαζε θετή του κόρη καλύτερα; Τι θα την κάνη την γυναίκα;».
(«Ακρόπολις», 1929, Χρ. Αγγελομάτης)
http://paliaathina.com/gr
Πίσω στα παλιά
No comments:
Post a Comment