14.10.09

Η “ ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ..”

 

           ΟΣΑ ..ΘΥΜΑΜΑΙ..

    099

   Οικογενειακή μας φωτογραφία της εποχής εκείνης , στην πόρτα του μαγαζιού μας , μετά την…καλλιτεχνική παρέμβαση του φίλου μας …

   Όμορφη , ονειρεμένη εκείνη η εποχή , και μιλάμε γιά τη δεκαετία του ‘50 , θες δεν ..θες , ο νους τριγυρνάει πάντα εκεί , με όλες τις δυσκολίες της , όλα τα βάσανά της , τη φτώχεια , τις στερήσεις , τον πόνο γιά τα χαμένα αγαπημένα πρόσωπα , της πολύχρονης ταλαιπωρίας , και τα σημάδια του …χαλασμού , να υπάρχουν παντού ..

  Τα κουφάρια απ’ τα καμένα σπίτια , φαντάσματα λες , μας φόβιζαν τις νύχτες , κι’ όμως ο νους πάντα γυρνάει εκεί , στα σκληρά , τα πονεμένα , τα δύσκολα χρόνια , με τα ..μπαλωμένα ντρίλινα ρούχα και το αχνό χαμόγελο που άρχιζε ν΄ανθίζει στα χιλιοπικραμένα χείλια των χωριανών , στα ..χείλια που γιά 10 χρόνια , γεύονταν το φαρμάκι της κατοχής και του εμφύλιου..σπαραγμού , κι’ όμως η Λιδορικιώτικη ψυχή ..άντεξε , δεν γονάτισε , με νύχια και με..δόντια κράτησαν ζωντανό το χωριό , που σιγά-σιγά άρχισε να ανασαίνει , να..ζει..

   Μετά τη λιγόχρονη περιπλάνησή μας , ξαναμαζευτήκαμε στο όμορφο , χωριό μας, στο..σπίτι μας , πυροπαθείς στην Αθήνα γιά κάποσο καιρό , σε μιά επιταγμένη βίλα στο Έδεμ , στο Παλιό Φάληρο , μαζί με άλλες ομοιοπαθείς οικογένειες απ’ όλη την Ελλάδα , Μακεδονία , Θράκη , Στερεά , κι’ αργότερα σε ένα κτίριο του ΦΙΞ , Λ.Συγγρού 82 , απέναντι απ’ το εργοστάσιο , όπου μείναμε περισσότερο καιρό .

   Πολλές ταλαιπωρημένες οικογένειες , πάλι απ’ όλη την Ελλάδα , θυμάμαι τους Θρακιώτες , δυσκολευόμασταν να συνεννοηθούμε , είχαν κΙ’ αυτές μικρά παιδάκια , που όταν παίζαμε , θυμάμαι , μας φώναζαν : Κόσια…κόσια , άντε να καταλάβουμε τι μας έλεγαν , βέβαια σιγά-σιγά ..μάθαμε , συνηθίσαμε , μέχρι που καμιά φορά , από..κεκτημένη ταχύτητα , φωνάζαμε και μεις..κόσια..κόσια , όταν θέλαμε να πούμε…τρέξε..τρέξε…

   Μετά το ..γκέτο λοιπόν των πυροπαθών , γυρίσαμε , κάπου στο 1949 , στο χωριό μας , καμένο ..ξεκαμένο το σπίτι μας , το ψευτομπαλώσαμε και χωθήκαμε μέσα , όπως άλλωστε και όλοι οι χωριανοί μας , ήμασταν όμως στο ..σπίτι μας , στο χωριό μας…

   Ο πατέρας μου ξανάνοιξε το Ζαχαροπλαστείο , στο Αλωνάκι , με το ίδιο , το παλιό όνομα : “ Η  ΔΩΡΙΣ “ , κι’ αρχίσαμε απ’ την αρχή , απ’ το μηδέν , γιά να μην πούμε ..κάτω απ’ το μηδέν , αλλά όπως είπαμε , ήμασταν πιά στο ..χωριό μας , στο σπίτι μας..

   Οι δυσκολίες πολλές , πάμπολλες , μα όλα ξεπεράστηκαν , σιγά-σιγά , και η ζωή μας άρχισε να παίρνει πάλι το ρυθμό της , αργά..αργά αλλά σταθερά , η Λιδορικιώτικη ζωή ..ξεκίνησε , τα μαγαζιά , τα περισσότερα , άνοιξαν και το χωριό μας ξαναζωντάνεψε…

   Οι επικοινωνίες όμως την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν..ανύπαρκτες , υπήρχε κάποια υποτυπώδης συγκοινωνία , με Αθήνα , Άμφισσα και Ναύπακτο , ο δε εφοδιασμός των καταστημάτων , εμπορικών κλπ , γινόταν με τον παλιό..καλό τρόπο , μέσω παραγγελιοδόχων , που έχονταν απ΄Αθήνα και Πάτρα , έπαιρναν τις σχετικές παραγγελίες , επέστρεφαν στις έδρες τους και μετά από λίγες μέρες , στέλνονταν τα πράγματα , με τα φορτηγά , του Σιώκου η του Κότταρη .

   Έτσι κάθε βράδυ στο Λιδορίκι , παρέμεναν και διανυκτέρευαν  , εκτός απ’ τους οδηγούς και τους εισπράκτορες των λεωφορείων , δυό ..τρεις και τέσσερις , καμιά φορά , παραγγελιοδόχοι , που έμεναν γιά μιά , το πολύ δυό νύχτες στο χωριό , και έφευγαν γιά να ξανάρθουν μετά από 15 μέρες , η και μήνα …

   Βέβαια , όλους τους παραγγελιοδόχους τους είχαμε μάθει πιά , αφού τους βλέπεμε τακτικά , ήταν οι Ασημακοπουλαίοι , απ’ τη Ναύπακτο , ο Παπαλεξανδράτος , απ’ την Πάτρα , ένας ευγενέστατος γεράκος , της σοκολατοποιίας “Γκλόρια “, απ΄την Αθήνα κι’ένα σωρό άλλοι , από όλους αυτούς κάθε βράδυ κάποιοι έμεναν στο χωριό , και επειδή το μαγαζί μας ήταν δίπλα στο πρακτορείο των λεωφορείων , μετά το τέλειωμα της δουλειάς τους , κάθονταν στο μαγαζί μας μέχρι αργά , έλεγαν διάφορες όμορφες ιστορίες , που εγώ τις..κατέγραφα στο παιδικό μου μυαλό , ήμουνα περίπου 7 χρόνων , και όταν πέρναγε η ώρα και ..πλησίαζε και το κλείσιμο του μαγαζιού , πήγαιναν γιά ύπνο στο ξενοδοχείο των Παπαδοπουλαίων , ακριβώς απέναντί μας ..

   Κάποιο βράδυ λοιπόν , εκτός απ’ τους …συνήθεις..πελάτες μας , ξέμεινε και ένας ..περίεργος τύπος , που η εμφάνισή του δεν είχε καμιά σχέση με των..παραγγελιοδόχων , αλλά και των..χωριανών μας ..

   Ήταν..παρδαλοντυμένος , με έντονα και φανταχτερά ρούχα και χρώματα , είχε μακριά σγουρά μαλλιά , που κρέμονταν έξω απ’ το μπλε μπερεδάκι που φορούσε , το πουκάμισό του παρδαλό κι’ αυτό , καρώ..πολύχρωμο , σαν αυτά που μοίραζε..η  ΟΥΝΡΑ , και εκείνο που μου ‘χε κάνει εντύπωση ήταν ένα ..χρωματιστό μαντήλι που είχε γύρω στο λαιμό , αργότερα έμαθα πως το λένε..φουλάρι …

   Κάποια στιγμή , οι παραγγελιοδόχοι , ίσως και κουρασμένοι , άρχισαν να..αποσύρονται γιά..ύπνο , και έμεινε τελευταίος ο παράξενος ..ξένος , που ήπιε κάποιο ποτό , συνήθως κονιάκ , παρότι ήταν άνοιξη προς,,καλοκαίρι , και όταν εγώ ανέλαβα τα..υψηλά …διευθυντικά μου καθήκοντα , το..σκούπισμα δηλαδή , η σκούπα βέβαια ήταν ..ψηλότερή μου , είδα τον ξένο να μιλάει στα καλά καθούμενα με τον πατέρα μου , λες και γνωρίζονταν από ..χρόνια ..και σε μιά στιγμή έδωσαν και τα..χέρια , όπως συνηθως κάνουν οι άνθρωποι όταν καταλήγουν σε κάποια συμφωνία ..

   Πράγματι , δεν είχα πέσει έξω , ο πατέρας μου είχε κλείσει με το φίλο μας μιά συμφωνία , που μου την είπε ο πατέρας μου όταν έφυγε κι’ ο ξένος και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε , ο παράξενος ..ταξειδιώτης , ήταν , λέει , ζωγράφος , καλλιτέχνης δηλαδή , που άμα..λάχαινε έφκιαχνε και επιγραφές , ταμπέλες σε μαγαζιά και ότι άλλο σχετικό , και επειδή το μαγαζί ήταν καινούριο ακόμα και δεν είχαμε τις..απαραίτητες επιγραφές , με τα προιόντα μας κλπ , τα συζήτησαν , τα βρήκαν και απ’ την άλλη μέρα θα άρχιζαν τα έργα..τα καλλιτεχνικά..

   Πράγματι το άλλο πρωί , ο ζωγράφος μας , εμφανίσθηκε με ρούχα..εργασίας , αλλά το..μπερεδάκι ..μπερεδάκι , όπως και το…φουλάρι φυσικά , είχε και τα πινέλα του και τα υπόλοιπα συμπράγκαλά του , ήπιε το καφεδάκι του , και ξαμολήθηκε γιά τις μπογιές και τα λοιπά απαραίτητα , και σε λίγο ξεκίναγαν οι εργασίες ….

Γιά των..γραφομένων μας το..αληθές , δείτε και τη σχετική φωτογραφία της ίδιας εποχής , μετά την..τοιχογράφηση..βεβαίως...

   Ξεκίνησε λοιπόν την άλλη μέρα η δουλειά , με τις απαραίτητες προπαρασκευαστικές εργασίες , συγκέντρωση των υλικών , πινέλα , μπογιές , κάτι περίεργες ..ρίγες ξύλινες και μαζί με όλα τα άλλα έφερε ο ζωγράφος και ένα παλιό στρατιωτικό σακίδιο , με διάφορα ..συμπράγκαλα ..

   Εγώ βέβαια ήμουνα στο σχολείο , και περίμενα πως και ..πως , να σχολάσουμε γιά να πάω να παρακολουθήσω τα..μπογιατίσματα , πράγματι , σχολώντας ούτε γιά φαί δεν πήγα , άφησα την τσάντα μου στο σπίτι και ..δρόμο γιά το μαγαζί .

   Ο ζωγράφος ήταν εκεί , αλλά δεν είδα τα ..εργαλεία και τις μπογιές , ο ίδιος ήταν σκαρφαλωμένος σε μιά ξύλινη σκάλα , και με μιά ρίγα και ένα χοντρό μολύβι , χαράκωνε στον τοίχο τα γράμματα που θα ζωγράφιζε και θα μπογιάτιζε , κατέβηκε γιά λίγο , ήπιε κάτι και μου είπε να τον βοηθήσω να φέρει απ’ το ξενοδοχείο του Παπαδόπουλου τα πράγματά του , γιατί θα έμενε κάτω απ’ το μαγαζί μας , σε ένα πατάρι σαν μεσοπάτωμα που είχαμε , και το χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκη .

   Πράγματι , φέραμε τα πράγματά του , έφερα κι’ απ’ το σπίτι μας ένα παλιό ράντζο που είχαμε , και το..υπνοδωμάτιο ήταν έτοιμο !! Στη μιά άκρη ήταν το κρεβάτι και τα πράγματα του ζωγράφου και στο υπόλοιπο πατάρι υπήρχαν δοχεία με γλυκά κουταλιού , κιβώτια με αναψυκτικά και διάφορα άλλα είδη ζαχαροπλαστικής ..

   Αφού τακτοποιήθηκε στον…ξενώνα , ανέβηκε γιά δουλειά , ο πατέρας μου του είχε δώσει σε ένα χαρτί τι ακριβώς θέλει να γράψει στον τοίχο , κι’ ο ζωγράφος υπολόγιζε το χώρο , μετρούσε με το μέτρο του , και άρχισε σιγά-σιγά να..χαρακώνει , σε λίγη ώρα η μεγάλη επικεφαλίδα ήταν έτοιμη γιά..χρωμάτισμα , βέβαια ήταν λίγο..μακριούλα η επιγραφή , και γιά να τη διαβάσεις έπρεπε να πάρεις και μιά βαθειά…ανάσα : ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ , και έπιανε απ’ τη μιά άκρη ως τη άλλη του τοίχου..

   Στη συνέχεια , κάτω απ’ τη μεγάλη επιγραφή , γράφτηκε το όνομα του πατέρα μου : ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΨΑΛΗ , και από κει και κάτω , θα γράφονταν όλα τα..προσφερόμενα προϊόντα , κανταίφια , πάστες , γλυκά κουταλιού , μπύρα και αναψυκτικά …πάγου , ούζο , λικέρ και ό,τι τέλος πάντων μπορούσε να πουλάει και να προσφέρει ένα ζαχαροπλαστείο , χωρίς βέβαια να παραλείψουμε και τα παραδοσιακά Λιδορικιώτικα γλυκά , κουραμπιέδες , μπακλαβάδες κλπ . Προς στιγμήν η δουλειά ..κόλλησε στα ..χρώματα που θα μπαίναν στα γράμματα , αλλά ξεπεράστηκε εύκολα και γρήγορα , και όλα προχωρούσαν όμορφα κι΄ωραία ..

   Βέβαια η όλη αυτή ιστορία της..τοιχογράφησης , άρχισε να μαζεύει..κόσμο , περαστικοί , περίεργοι , παιδιά και αργόσχολοι , μαζεύονταν γιά να δουν τι γίνεται στ΄Αλωνάκι , και κυρίως να ..χαζέψουν αυτόν που ήταν σκαρφαλωμένος πάνω στη σκάλα και ..χαράκωνε τον τοίχο…και πριν ακόμα ο ζωγράφος τελειώσει την πρώτη του εν..Λιδορικίω δουλειά , είχε ήδη βρει και δεύτερη , θα έκανε την ίδια δουλειά και στο διπλανό μας πρακτορείο των λεωφορείων .

160

Μιά όμορφη παλιά φωτογραφία , της εποχής εκείνης , στη πόρτα του μαγαζιού μας , με τον αγαπημένο φίλο , συμμαθητή αλλά και ξάδερφο , τον Μίμη τον Πίτσιο τον ..Μέγα , όπως τον λέγαμε..προσέξτε πάνω απ’ την πόρτα , τη διαφήμιση της…Γκλόρια …

   Το νερό , λοιπόν , είχε μπει γιά τα καλά ..στ’ αυλάκι , οργασμός ..εργασιών , ο καλλιτέχνης σκαρφαλωμένος πάνω στη ..ξυλόσκαλα , χαράκωνε..χαράκωνε , κατέβαινε κοίταζε από μακριά αυτά που ‘φκιαξε  και καμιά φορά έσβυνε και..ξαναχαράκωνε…

   Η ..αφεντιά μου , πέρα απ’ τα ..υψηλά καθήκοντα , του..γενικού διευθυντού του καταστήματος (..νεροκουβάλημα κλπ..) είχα αναλάβει και τη..διεύθυνση και οργάνωση της όλης..παραγωγής , έδινα τη ρίγα-χάρακα στο ζωγράφο , τα..μολύβια του και  ότι άλλο χρειαζούμενο , αλλά είχα πάρει όμως τη ρητή υπόσχεση , πως όταν τελειώσουν τα..χαρακώματα , κι’ αρχίσει το βάψιμο , θα έβαζα και γω τις..πινελιές μου , θα έπαιρνα λοιπόν το χρίσμα του..ζωγράφου..

   Ο ζωγράφος , έκανε συχνά ..διαλειμματάκια , πότε έπινε το ποτό του , κονιάκ συνήθως , αλλά και συχνά πυκνά το καφεδάκι του , πολλές φορές μαζί με τον πατέρα μου , τους καφέδες τους έφτιαχνα..αυτοπροσώπως..εγώ , σκέτοι κι’ οι δυό , και τα μεσημέρια τρώγανε , συνήθως , μαζί με τον πατέρα μου , φαγητό τους έφερνα απ’ το σπίτι , και ενδιαμέσως ο ζωγράφος έκανε και κάνα..μικροκολατσιό , με μεζεδάκια απ’ το μαγαζί…

   Κάποιες όμως φορές ο καλλιτέχνης ..χανόταν , εξαφανιζόταν , κατέβαινε κάτω στο..πατάρι , στο ..υπνοδωμάτιό του , και έκανε ώρα να ξαναγυρίσει , το ίδιο γινόταν και μετά το φαγητό , έφευγε γιά μιά ..δυό ώρες , και ξανάρχονταν να συνεχίσει τη δουλειά , ενώ πάντα τελείωνε νωρίς τ’ απόγευμα και μετά..χανόταν…

   Κάποια στιγμή λοιπόν , που ήταν ..σκαρφαλωμένος στη σκάλα , κατέβηκα λαθραία , στο πατάρι , δήθεν γιά ..δουλειά , και κει είδα πιά το λόγο που χανόταν ο..ζωγράφος , σε μιά γωνιά του παταριού , πίσω απ’ τους τενεκέδες με τα γλυκά κουταλιού και τις νταμουζάνες με τα ποτά , είδα ένα τελάρο με μισοζωγραφισμένο ένα γυναικείο πρόσωπο , με λουλούδια στα μαλλιά και δίπλα τα πινέλα και τις μπογιές του φίλου μας …

   Δεν έκανα καμιά σχετική συζήτηση , ούτε στο ζωγράφο αλλά ούτε και στον πατέρα μου , ύστερα είχε έρθει η μεγάλη …στιγμή , άρχιζε το…χρωμάτισμα των..γραμμάτων , όπου συμμετείχα ..ενεργά και γω…ποιός στη..χάρη μου , πράγματι , ο ζωγράφος , δουλεύοντάς με προφανώς , με κάλεσε λέγοντάς μου : κύριε ..διευθυντά , τώρα αρχίζει η ..σοβαρή δουλειά , δηλαδή το..μπογιάτισμα , έκανε μερικά δοκιμαστικά μικροβαψίματα , γιά να δει το χρώμα , αν ήταν όπως τθ ‘θελε , κάτι έβαλε στο κουβά με το χρώμα , ξαναδοκίμασε , και άρχισε πιά η μεγάλη…βαφή…

   Σε μένα ανέθεσε τις ..σοβαρές δουλειές , μπογιάτιζα κάποια σημεία , χαμηλά-χαμηλά , που το χρώμα του τοίχου ήταν χαλασμένο , κι’ αυτός με τη μπογιά και τα πινέλα του , σκαρφαλωμένος πάντα στη σκάλα , χρωμάτιζε τα γράμματα , αρχίζοντας πρώτα-πρώτα απ’ την κορυφή ..εγώ φυσικά τον παρακολουθούσα προσεκτικά , πως έβαζε τη ρίγα να ακουμπάει στον τοίχο και ακουμπώντας πάνω της , σταθερά , το χέρι μπογιάτιζε γρήγορα – γρήγορα , τα γράμματα , χωρίς να του ξεφεύγει η μπογιά έξω απ’ τις χαρακιές…

   Όλα προχωρούσαν μιά χαρά , σε λίγο τα πρώτα γράμματα ..ΚΑΦΕΓΑΛ..ήταν έτοιμα , και το χρώμα τους , φαινόταν υπέροχο , ένα ..κίτρινο σκούρο , μάλλον..μουσταρδί , φώναξε και τον πατέρα μου , που τα είδε και φχαριστήθηκε , τα βρήκε όμορφα , του άρεσαν..ήπιαν και τα ..καφεδάκια τους , και μέχρι το ΄μεσημεριανό φαγητό συνεχίστηκε η δουλειά , μετά έφαγαν κι’ ο ζωγράφος , κατέβηκε στο δωμάτιό του , γιά τη συνηθισμένη διακοπή …

   Το απόγευμα συνέχισε το μπογιάτισμα , είχε ήδη προχωρήσει πολύ η δουλειά , και μου ανακοίνωσε , πως αν όλα πάνε καλά , την άλλη μέρα τελειώνουμε , ενώ αμέσως μετά θα άρχιζε τις επιγραφές του πρακτορείου , δίπλα μας , γιά την οποία είχε κάνει συμφωνία ..ήδη είχα τελειώσει τα μεγάλα γράμματα της μεγάλης επιγραφής και είχαν απομείνει οι μικρές επιγραφούλες , στα κάθετα κομμάτια , ανάμεσα στα παράθυρα..

   Την άλλη μέρα όλα έγιναν όπως πάντα , και νωρίς ..νωρίς φτάσαμε στα..τελειώματα , ο ζωγράφος κάποια στιγμή , κατέβηκε , προχώρησε μερικά μέτρα προς τα πίσω , έφτασε στη μέση , σχεδόν , της πλατείας , καλοκοίταξε το..έργο του , έκανε κάποια..ψιλο..συμπληρώματα , και αφού ήπιαν τα καφεδάκια τους με τον πατέρα μου , ανακοίνωσε το τέλος των εργασιών , με το σχετικό..καλορίζικα…

  Ήταν πράγματι πολύ ωραία , και ήταν κάτι ..πρωτόγνωρο γιά το χωριό μας , μέχρι τώρα τα μαγαζιά είχαν αυτές τις μικρές ξύλινες ταμπέλες , που τις έφκιαχναν συνήθως μόνοι τους , αλλά όλος ο τοίχος πρώτη φορά γέμιζε με..γράμματα , βέβαια το..ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ , ήταν..απέραντο ..μακρυνάρι , και φαινόταν κάπως..περίεργο , αλλοιώτικο , γιά τα μέχρι τότε δεδομένα , πάντως ήταν πετυχημένος ο όλος συνδυασμός , των χρωμάτων , κι’ από μακριά φαινόταν πολύ όμορφο , ο δε ζωγράφος καμάρωνε , και εγώ φυσικά σαν..βοηθός …

   Το απόγευμα ο ζωγράφος καθυστέρησε πολύ ν’ ανέβη , είχε φαίνεται κουραστεί και ξεκουραζόταν , κάποια στιγμή , ανέβηκε κρατώντας ένα πράγμα τυλιγμένο σε..εφημερίδες , τότε είχαν μεγάλο σχήμα , μπήκε στο μαγαζί , και φώναξε τον πατέρα μου , λέγοντάς του να ‘ρθει γιά να δει κάτι , πράγματι ήρθε ο πατέρας μου , και τότε αργά-αργά και προσεκτικά ξετύλιξε το..δεματάκι και μας αποκάλυψε τη..ΔΩΡΙΚΗ  ..ΑΥΡΑ , τον πίνακα που έφτιαχνε κάτω στο πατάρι τις ώρες που νομίζαμε πως κοιμάται…

   Ήταν ο πίνακας που είχα δει και γω , αλλά τότε ήταν στις αρχές , τώρα ήταν τελειωμένος , ήταν το πορτραίτο μιάς πεντάμορφης ξανθιάς κοπέλας , με μακριά , σγουρά μαλλιά , ροδοκόκκινα μάγουλα και κόκκινα χείλια , λίγο ..παχουλή βέβαια , κατά τα τότε..πρότυπα , με λουλούδια στα μαλλιά της , πολύ-πολύ ωραία προσωπογραφία , που κάτω..κάτω έγραφε με κεφαλαία καλλιγραφικά γράμματα  : ..ΔΩΡΙΚΗ  ΑΥΡΑ …

   Τον πρόσφερε στον πατέρα μου , που συγκινημένος τον αγκάλιασε και τον ευχαρίστησε , και ο φίλος μας ο ζωγράφος , μας υπέδειξε και σε ποιό σημείο πρέπει να κρεμάσουμε το έργο του , τον όμορφο πίνακά του…

   Έτσι κι’ έγινε , τον κρεμάσαμε σε ένα στενό κομμάτι του τοίχου , ανάμεσα σε παράθυρα , πίσω ακριβώς απ’ τη βιτρίνα και το ταμείο , σε φωτεινό σημείο και κυρίως εμφανές , ήθελες δεν ..ήθελες έβλεπες τη ..” ΔΩΡΙΚΗ   ΑΥΡΑ “ , που γιά χρόνια μετά ήταν το σήμα κατατεθέν του μαγαζιού μας…

   Γιά δέκα χρόνια λοιπόν , περίπου , η ..ΔΩΡΙΚΗ  ΑΥΡΑ  , στόλιζε το μαγαζί μας , το..ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ…βέβαια μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία έγιναν πολλά , σκοτώθηκε ο πατέρας μου , εμείς τα παιδιά μεγαλώσαμε , ο Γιώργος , ο αδερφός μου , τελειώνοντας το Γυμνάσιο , ξεκίνησε άλλη σταδιοδρομία , στην Αθήνα , το μαγαζί όμως το διατηρούσαμε με τη μάνα μου , μέχρι που τελείωσα και γω το Γυμνάσιο , μπήκα στην ΠΑΝΤΕΙΟ , και κάπου στο τέλος του 1962 , αποφασίσαμε να πουλήσουμε το μαγαζί , και να κατέβουμε στην Αθήνα , όπου ήταν κι’ ο αδερφός μου , και εγώ θα πήγαινα φαντάρος ..

   Έτσι , πουλήθηκε το μαγαζί , το πήρε ο Βασ.Φαλίδας , απ’ το Σεβεδίκο , με όλα τα έπιπλα και τα εμπορεύματα , όπως ήταν , τα μόνα πράγματα που θα παίρναμε ήταν διάφορα προσωπικά μας αντικείμενα , και εγώ πήρα , έτσι γιά ενθύμιο , ένα μπουκάλι  λικέρ  ΠΙΠΕΡΜΑΝ ( ΜΕΝΤΑ ) και είχα πει πως θα πάρουμε και τον πίνακα , την..” ΔΩΡΙΚΗ  ΑΥΡΑ “ ..

   Δυστυχώς όμως , δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε , το μπουκάλι με τη..μέντα , που απ’ τα χρόνια έχει..αποπρασινιστεί , και είναι ..άχρωμη , το βρήκα και το έχω ακόμα , είναι παραγωγής 1952 , η ..πανέμορφη όμως ..Λιδορικιωτοπούλα , η..” ΔΩΡΙΚΗ  ΑΥΡΑ “  , δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε , ποτέ δεν την ξαναείδα , χάθηκε στη μεταφορά , δεν την πήραμε απ’ το μαγαζί φεύγοντας ; ..ποτέ δεν το ‘μαθα , όσο γιά το καλλιτέχνη φίλο μας , τον ..πατέρα της..Αύρας , ούτε αυτόν τον ξανασυνάντησα , όταν τέλειωσε κάποιες  άλλες δουλειές στο χωριό μας , χάθηκε..ξαφνικά , όπως και..εμφανίστηκε…αν ζει , να’ναι καλά , αν και θα ‘ναι πολύ-πολύ..γέρος , αφού η…Αύρα , από..κοπελίτσα ολόδροση , θα κοντεύει τώρα τα…εξήντα …

          Καλό  σας  βράδυ ……Κ.-

No comments: