Σπύρος Αραβανής, “Ο Μποστ και το ελληνικό τραγούδι”
“Πάμε στο άγνωστο για μάρκα με ελπίδα/ να ζητιανέψουμε σε τόπους μακρυνούς/ να ορθοποδήσουμε πριν έρθη καταιγίδα/ και αμνηστέβουμαι κε άλλους Γερμανούς/ Σκίσον πλοίον τας θαλάσας/ εις την Μπον να είμε φτάσας/ Σκίσον τα νερά προπέλαι/ Αραχνιάσαν αι μασέλε”.
Mποστ
«Η μεγαλύτερη δύναμη σε κάθε ιστορικό κίνημα μετριέται από την ικανότητά του να παράγει χιούμορ. Τελικά, εκεί που κατάντησε ο άνθρωπος, το μόνο που τον ξεχωρίζει από τα ζώα είναι η δυνατότητά του να γελά. Με την πολιτική και κοινωνική σάτιρα οι άνθρωποι και τα γεγονότα παίρνουν τις αληθινές τους διαστάσεις».
Αυτά έγραφε ο Μίκης Θεοδωράκης σε ένα σημείωμά του (1) για το δίσκο «Η Νήσος των Αζορών», που περιελάμβανε δύο σατιρικά τραγούδια τα οποία συνέθεσε στο Λονδίνο, το 1960 και ηχογράφησε στο studio της Columbia, ένα χρόνο αργότερα, με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και με τον Μανώλη Χιώτη στο μπουζούκι. Η ικανότητα του ανθρώπου να παράγει χιούμορ. Σε δύσκολες συνθήκες. Σε τομές της ιστορίας. Πώς, λοιπόν, να μη ξαναθυμηθούμε, σήμερα, τον Χρύσανθο (Μέντη) Μποσταντζόγλου ή αλλιώς τον περίφημο σκιτσογράφο, καυστικό και επιτηδευμένα ανορθόγραφο (η γλώσσα του ένα μείγμα επίσημης καθαρεύουσας και νεωτεριστικής δημοτικής) γελοιογράφο, θεατρικό συγγραφέα, ζωγράφο, στιχουργό (και άλλα πολλά) Μποστ, από το θάνατο του οποίου φέτος συμπληρώνονται δεκαπέντε χρόνια; Οι τρεις γνωστότεροι ήρωες των γελοιογραφιών του, η αρχαιοπρεπής αλλά εξαθλιωμένη Μαμά- Ελλάς, ο μικρός ρακένδυτος μα περήφανος ως Έλλην Πειναλέων και η χαρούμενη Ανεργίτσα φαντάζουν ζωντανοί περισσότερο από ποτέ μολονότι από την πρώτη εμφάνισή τους έχουν περάσει 52 χρόνια!.
Τα κείμενα και οι γελοιογραφίες του «φωτογράφιζαν» μεταξύ των άλλων τον ξενομανή, ημιμαθή και νεόπλουτο –για αυτό και οσονούπω νεόπτωχο- Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, τη διαχρονική εξάρτηση της Ελλάδας από τους ξένους παράγοντες, την εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων αλλά και την τότε παράταξη της Αριστεράς –μολονότι άνηκε και αγωνίστηκε για αυτή-. «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν» που λέει και το τραγούδι…
Η σχέση του Μποστ με το ελληνικό τραγούδι είναι πολυεπίπεδη. Ξεκινάει με την υπογραφή του ως στιχουργός, (σύμφωνα με αυτοβιογραφικά του) στα Κάλαντα που τραγούδησε στους τραυματίες μαχητές του ΕΛΑΣ, το Δεκέμβρη του 1944, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου,. Συνεχίζεται με τη γνωριμία του με τον Μίκη Θεοδωράκη, το 1952 (με τον οποίο τον συνδέουν και έξω-μουσικοί αγώνες, καθώς μεταξύ των άλλων ο Μποστ ήταν μέσα στους 20 Ιδρυτές της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων Γρηγόρης Λαμπράκης, με πρόεδρο τον Θεοδωράκη). Ακολουθεί η φιλοτέχνηση των εξωφύλλων των δίσκων του συνθέτη, «Επιτάφιος» (στη δεύτερη ηχογράφησή του, το Σεπτέμβρη του 1960 και στην τρίτη, το 1963), «Αρχιπέλαγος» (στη δεύτερη ηχογράφησή του τον Οκτώβριο του 1960), «Λιποτάκτες», (1960), «Πολιτεία» (1961), «Επιφάνια» (1962). Τέλος κορυφώνεται με τη συνεργασία τους στην παράσταση «Όμορφη Πόλη», που ανέβηκε στο Θέατρο «Παρκ», το καλοκαίρι του 1962 (ο Μποστ υπέγραφε τα κείμενα της παράστασης συν τους στίχους δυο τραγουδιών, τη «Σερενάτα» και το «Μπουρνάζι») και ολοκληρώνεται με το 45αρι, «Η νήσος των Αζορών» (περιελάμβανε το ομότιτλο τραγούδι και τη «Ρομβία»). Με τον Θεοδωράκη, μάλιστα, συνεργάστηκαν και στη λειτουργία του κέντρου διασκέδασης «Η ΜΥΡΤΙΑ» στο Καλαμάκι, εκεί που όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο συνθέτης «έγιναν ομηρικοί καυγάδες» εξαιτίας της άρνησης του Μπιθικώτση να τραγουδήσει τους σατιρικούς στίχους του Μποστ «με αποτέλεσμα να χαλάσουν οι σχέσεις Μποστ-Μπιθικώτση και ο τελευταίος να μη συμπεριλάβει τα τραγούδια στο πρόγραμμά του». Τελικά, με εντολή της εταιρείας, της παντοδύναμης τότε Columbia, ο Μπιθικώτσης τραγούδησε εξαναγκαστικά τα τραγούδια στο δίσκο για αυτό και «για να εκδικηθεί, έβαλε όσο μπορούσε πιο πολύ το σοβαρό του ύφος, συμβάλλοντας άθελά του στην επιτυχία της ερμηνείας που απαιτούσε σοβαροφάνεια…». Έτσι ακούγεται στο δίσκο, η στιβαρή φωνή του Μπιθικώτση να τραγουδά: «Κατηραμένη νήσος, νήσος των Αζορών/ που καταστρέφεις νέους και θάπτεις των κορών» καθώς και «Η ρομβία αφιχθέντος και σταθέντος στη γωνιά/ μελωδίας μας παράγει ευφρανθείς στη γειτονιά.». Στο περίγραμμα του περίφημου εξωφύλλου του δίσκου
το σκίτσο ασφαλώς του Μποστ, υπάρχουν και άλλοι στίχοι, περιληπτικοί της ιστορίας που αφηγείται στη Νήσο. Τους παραθέτουμε εδώ: «Εγύρισα πολά νησιά κέ χώρας/ Κέ είχα γίνη τόσον εφτιχής/ αλά γνορίζων τα νησιά κε τας αζόρας/ έγινα αποτόμος διστιχής./ Εκεί εχάθη ένας νέος με μια κόρη/ κε απολέσθισαν τα δύο τα πεδιά/ καθιστερίσαντος να φθάση το βαπόρι/ που το περίμεναν σ’ αφτή την αμουδιά/ Τόρα το κίμα μεταφέρη αφρισμαίνον/ τας τελεφτέας των θελήσεις μακριά/ διά να τους θάψουν κε τους δυο ανγκαλιαζμένων/ κε χερετίσματα να πούνε στη γριά./ Η γρέα μύτηρ με τον γρέοντα πατέρα/ λαβών ειδήσεις δισαρέστους προσεχός/ πρέπει να ξέρουν πώς ο νέος εκεί πέρα/ την εσεβάσθη κε δεν έμηνεν λεχώς». Το τραγούδι «Η νήσος των Αζορών» ακούστηκε στην ταινία «Έκλεψα τη γυναίκα μου», του 1964, στην οποία εμφανίζεται και ο ίδιος ο Μπιθικώτσης, να τραγουδά στη «Πράσινη Γωνιά», ένα νυχτερινό κέντρο της εποχής. Ανάμεσα στα πλάνα εμφανίζονται μάλιστα και σκίτσα του Μποστ. Η σχέση Μποστ-Μπιθικώστη έχει όμως και άλλο ένα πολύ γνωστό επεισόδιο. Το Μάρτη του 1961, πραγματοποιείται η περίφημη πια συναυλία του Θεοδωράκη στο Θέατρο Κεντρικόν, κατά την οποία ως γνωστόν ο Μπιθικώτσης λόγω του άγχους του μετά την πρώτη στροφή του τραγουδιου «Σε πότισα ροδόσταμο», σταματάει. Ο Μποστ σατιρίζει το γεγονός παρωδώντας του στίχους του «Επιταφίου», στο σκίτσο του με τον τίτλο «Ανωμαλίε εις τας συναβλίε»:
Λέει, λοιπόν, ο Θεοδωράκης στο πρώτο δίστιχο: «Τι έπαθες Γρηγόρη μου, τι έχεις, που μ’ αφίνης;/ θέλης να φέρω το γιατρό ή θες νερό της κρήνης» και απαντά ο ξαπλωμένος Μπιθικώτσης: «Γυιέ μου, εγώ δε χάθικα, θα κσαπλοθό λιγάκη,/ το μεσιμέρη έφαγα Ισπανικό λαδάκι…». (2)
Για τον έτερο μεγάλο μας συνθέτη Μάνο Χατζιδάκι, γίνεται αναφορά στο αυτοβιογραφικό του κείμενο «Ολίγα λόγια δια τον καλλιτέχνη», το οποίο υπάρχει στο βιβλίο του «Το λέφκομά μου», που κυκλοφόρησε το 1960 (3). Εκεί γράφει με το γνωστό του ύφος μιλώντας για τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο: «Mε τον τομέα της μουσικής πάλιν, δεν εύρεν τον καιρόν να ασχοληθή ακόμη. Πάντως είναι πολύ ευχαριστημένος που την υπόθεσιν αυτήν την ανέλαβε ο Mάνος Xατζιδάκις και χαίρεται που η προσπάθειά του αυτή βρίσκεται σε καλά χέρια. «Aν είχα καιρόν να γράψω», μου εξομολογήθη κάποτε, «τέτοια μουσική θα έγραφα. Ό,τι γράφει αυτός, μ’ αρέσει. Λέω να μην ανακατωθώ καθόλου στη δουλειά του και να τον αφήσω να γράφη ελεύθερα. Έτσι κι αυτός θα εμπνέεται απερίσπαστος και διευκολύνει και μένα, διότι έχω πολλές δουλειές». Βεβαίως από τη συνήθειά του να παραφράζει στίχους στα σκίτσα του δεν θα του ξεφύγει και το γνωστό τραγούδι του Χατζιδάκι, «Ο Ιλισσός»: Σε μια γελοιογραφία του κάποιος Τούρκος στρίβει μερακλίδικα το μουστάκι και, τραγουδώντας, στέλνει το γάτο του να μεταφέρει το μήνυμα: «Πώς τόν λέν, πώς τόν λέν τόν κουνηστόν; Ουϊνστών, Ουϊνστών. Νά του πης ένα νέον βιαστικόν, μυστικόν, μυστικόν…».
Χαρακτηριστικές -και εξαιρετικά επίκαιρες- είναι άλλες δύο γελοιογραφίες του. Στο περίγραμμα της πρώτης που έχει τον τίτλο « ΑΙ ΛΑΙΚ ΤΣΙΜΠΟΛΟΓΑΙΚ/ ΕΙΜΕΘΑ ΠΑΝΙ ΜΕ ΠΑΝΙ», (στη σειρά των «Γραμματοσήμων» του)
παραφράζει το γνωστό τραγούδι «Πάμε στο άγνωστο» γράφοντας: «Πάμε στο άγνωστο για μάρκα με ελπίδα/ να ζητιανέψουμε σε τόπους μακρυνούς/ να ορθοποδήσουμε πριν έρθη καταιγίδα/ και αμνηστεύουμαι κε άλλους Γερμανούς…».
Στη δεύτερη, με τον τίτλο «Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΑΓΩΝ ΔΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΚΩΝ» (4)
αναφέρεται και πάλι στην περίοδο του 1960, όταν η Ελλάδα θέλοντας να πουλήσει περισσότερα καπνά, να συνάψει δάνεια, να συνδεθεί με την Κοινή Αγορά και να πάρει κάποιες αποζημιώσεις για τα θύματα του ναζισμού ζητά μάρκα από τους Γερμανούς οι οποίοι όμως κρατούν σφιχτά κλειστό το χέρι τους… Εκεί σκαρώνει δικούς του στίχους: «Τ’ άλογο, τ΄άλογο ήρθε στη Βόνη/ Κανέλος έφτασε, το δίσκο απλόνη…) (5).
Ως στιχουργός θα υπογράψει ελάχιστα ακόμα τραγούδια. Το 1965 θα συνεργαστεί με τον Γιάννη Μαρκόπουλο στο σουρεαλιστικό τραγούδι: «Οι Νεκροθάπται», που τραγούδησε ο Γιώργος Ζωγράφος: «Εις το φέρετρον θα έμπω/ Και στο μνήμα της θα μπω/ Να με θάψουν νεκροθάφται/ Με αυτήν που αγαπώ/ Η κακούργος κοινωνία/ που μας χώρισε σκληρά/ Να χαρεί και να απολαύσει/ Δύο πτώματα νεκρά». Το 1972, γράφει τα κείμενα και τους στίχους στο θεατρικό έργο «Τα χρυσά φτερά», σε μουσική του Βασίλη Δημητρίου. Στην παρουσίαση μάλιστα του έργου, στο Αρχαίο Θέατρο του Πειραιά, με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, πρωτοεμφανίστηκε και ερμήνευσε τα τραγούδια του έργου μαζί με τη Χαρούλα Αλεξίου ο Κοσμάς Σμοκοβίτης. (6) Ο Βασίλης Δημητρίου θα μελοποιήσει στίχους του Μποστ και στα δυο πιο γνωστά θεατρικά του έργα, την «Μήδεια» και τη «Φαύστα» (παραστάσεις του θεάτρου Στοά) και θα κυκλοφορήσει το δίσκο το 1994. Το 1989, ο Νότης Μαυρουδής μελοποιεί το τραγούδι «Πόλη Κωνσταντινούπόλη»: «Πόλη Κωνσταντινούπολη πατρίδα μου χαμένη/ Βασίλισσα των πόλεων χιλιοτραγουδισμενη» (ο Μποστ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη) το οποίο τραγούδησε η Μαρία Φαραντούρη και εμπεριέχεται στην επανέκδοση του δίσκου «Ανθολογία Παιδικού Τραγουδιού» που κυκλοφόρησε το 2009, με τη συμμετοχή της Παιδικής Χορωδίας του Δημήτρη Τυπάλδου. Πολύ πρόσφατα, (2010) το συγκρότημα Mode Plagal κυκλοφόρησε τη νέα του δισκογραφική δουλεια με τον τίτλο “Στην κοιλιά του κήτους”, δανειζόμενοι για το εξώφυλλό τους ένα σκίτσο του Μποστ και μελοποιώντας δύο αποσπάσματα από τη “Φαύστα” του.
Κρατήσαμε για το τέλος, την αναφορά στο διήγημα του Μποστ, «Μια νύχτα στο Αιγάλεω», ένα απολαυστικό πραγματικά κείμενό του στο οποίο περιγράφει μια βραδιά στο νυκτερινό κέντρο «Όασις», όπου είχε πάει μαζί με την παρέα του για να απολαύσει τον «βασιλέα των νότων Γρηγόρην Μπιθικώτσην!». Μέσα στο (φανταστικό;) αυτό διήγημα παρελαύνουν σημαντικά πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Νίκος Γκάτσος, ο διευθυντής της Columbia, Τάκης Λαμπρόπουλος αλλά και άλλα γνωστά πρόσωπα της εποχής. Με το γνωστό καυστικό και αυτό-ειρωνικό του τρόπο σχολιάζει και σατιρίζει πρόσωπα και καταστάσεις (από τη σχέση του Θεοδωράκη με τον Χατζιδάκι, τις υψηλές τιμές και το φαγητό του κέντρου, μέχρι τους εφοπλιστικούς κύκλους της εποχής ). Έτσι κλείνουμε με τον επίλογο αυτού του διηγήματος δια χειρός βεβαίως Μποστ:
«Kατά τις 4 παρά τέταρτο ακούστηκε μακρινός πετεινός και το πρώτο χασμουρητό. Πληρώθηκαν οι λογαριασμοί. Tελείωσε το γλέντι, τελείωσαν τα λεφτά, τελείωσαν τα τσιγάρα, τα πάντα. Πλησίασα τον Mεγάλο μου φίλο Mίκη και ζήτησα σαν φτωχό σπουργιτάκι προστασίαν υπό τα δυνατά του πτερά:
Kυπαρίσσι της Mουσικής και Πλάτανε των πτωχών, μήπως έχεις τίποτα ψιλά να πάρουμε τσιγάρα; Kαι τα “κλείνουμε” με κανένα “εξώφυλλο”.
Kαι αυτός μου έδωσε.
Mου αγόρασε επίσης και σπίρτα, ένα ολόκληρο καινούργιο κουτί, να το κάνω ό,τι θέλω.
Στον Yμηττό χάραζε. Bγήκαμε από το Kέντρο, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και σε λίγο φτάσαμε. Kι όταν φτάσαμε, ανοίξαμε, βγήκαμε, μπήκαμε και κοιμηθήκαμε.»
No comments:
Post a Comment