ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ..ΦΩΤΙΣΗ
Καλημέρα Λιδορικιώτες …
ΤΡΙΤΗ ΣΗΜΕΡΑ 6 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2015
Ανατολή Ήλιου: 07:39
Δύση Ήλιου: 17:22
Σελήνη 16 ημερών
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
μ. Χ.
1449
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στέφεται στον Μυστρά αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
1821
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αποβιβάζεται στην Καρδαμύλη της Μάνης για να προετοιμάσει την εξέγερση των υπόδουλων Ελλήνων.
1828
Φτάνει στο Ναύπλιο ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας.
1919
Το Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ελλάδος, μετέπειτα ΚΚΕ, κάνει την πρώτη ανοιχτή συγκέντρωσή του στην Αθήνα.
1948
Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ διαπιστώνει ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έχουν αποτύχει στην προσπάθειά τους να εξοντώσουν τις κομουνιστικές δυνάμεις, επιδεικνύοντας «έλλειψη επιθετικού πνεύματος και κακή καθοδήγηση». Προτρέπει τον πρόεδρο Τρούμαν να αποστείλει στρατεύματα στην Ελλάδα και να αυξήσει την οικονομική βοήθεια.
1992
Η Βουλή των Σκοπίων εγκρίνει τροποποιήσεις στο Σύνταγμα, μία εκ των οποίων αναφέρει ότι η Δημοκρατία αυτή δεν έχει καμία εδαφική διεκδίκηση απέναντι στις γειτονικές χώρες.
ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
Χ.
1412
Ζαν Ντ’ Αρκ, (Ιωάννα της Λωραίνης), εθνική ηρωίδα της Γαλλίας και Αγία της καθολικής εκκλησίας. (Θαν. 30/5/1431)
1706
Βενιαμίν Φραγκλίνος, αμερικανός πολιτικός και εφευρέτης. (Θαν. 17/4/1790)
1822
Ερρίκος Σλίμαν, γερμανός αρχαιολόγος. (Θαν. 26/12/1890)
ΘΑΝΑΤΟΙ
. Χ.
1884
Γκρέγκορ Μέντελ, τσέχος μονάχος, που ανακάλυψε τους νόμους της κληρονομικότητας. (Γεν. 20/7/1822)
1918
Γκέοργκ Κάντορ, γερμανός μαθηματικός, εισηγητής της θεωρίας των συνόλων (Γεν. 3/3/1845)
1993
Ντίζι Γκιλέσπι, αμερικανός τρομπετίστας της τζαζ, από τους δημιουργούς του επαναστατικού μουσικού ρυθμού της δεκαετίας του '20 be-bοp. (Γεν. 21/10/1917)
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/almanac/0601#ixzz3O2EY1FIB
Τα Θεοφάνεια
Μεγάλη εορτή του Χριστιανισμού, σε ανάμνηση της Βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο (ή Βαπτιστή). Γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 6 Ιανουαρίου και είναι η τρίτη και τελευταία εορτή του Δωδεκαημέρου, που ξεκινά με τα Χριστούγεννα. Λέγεται, επίσης, Επιφάνεια και Φώτα.
Το όνομα της εορτής προκύπτει από τη φανέρωση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, που σύμφωνα με τις Γραφές συνέβη κατά τη Βάπτιση του Ιησού. Στις Δυτικές Εκκλησίες, τα Θεοφάνια είναι περισσότερο συνδεδεμένα με την προσέλευση και την προσκύνηση των Τριών Μάγων στη Φάτνη της Γέννησης του Ιησού.
Ιστορικό
Όταν ο Ιησούς έγινε 30 ετών βαπτίστηκε στον Ιορδάνη Ποταμό από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, που ήταν έξι μήνες μεγαλύτερός του και ασκήτευε στην έρημο, κηρύσσοντας το βάπτισμα της μετανοίας. Τη στιγμή της Βάπτισης, κατέβηκε από τον ουρανό το Άγιο Πνεύμα υπό μορφή περιστεράς στον Ιησού και ταυτόχρονα ακούσθηκε φωνή εξ ουρανού που έλεγε: «Ούτος εστί ο Υιός του Θεού ο αγαπητός, δια του οποίου ευδόκησε ο Θεός να σώσει τους αμαρτωλούς». Το γεγονός αυτό έχουν καταγράψει οι τρεις από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ο Μάρκος, ο Ματθαίος και ο Λουκάς. Αυτή δε είναι η πρώτη και μοναδική εμφάνιση στη Γη της Αγίας Τριάδας, σύμφωνα με τις Γραφές.
Το πότε καθιερώθηκε να εορτάζονται τα Θεοφάνεια δεν είναι γνωστό με βεβαιότητα. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρει ότι κάποιοι αιρετικοί Γνωστικοί γιόρταζαν από τις αρχές του δεύτερου αιώνα τη Βάπτιση του Ιησού, κατ' άλλους μεν στις 6 Ιανουαρίου, κατ' άλλους στις 10 Ιανουαρίου. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος παραδέχεται και περιγράφει την εορτή ως αρχαία πανήγυρη στην Αντιόχεια τη Μεγάλη και ότι από εκεί την παρέλαβαν οι Γνωστικοί. Κατά τον τέταρτο αιώνα, η εορτή των Θεοφανίων γιορτάζεται πλέον με λαμπρότητα σε όλη την Εκκλησία ως εορτή του φωτισμού της ανθρωπότητας δια του Αγίου Βαπτίσματος, απ' όπου και το όνομα «Τα Φώτα», εορτή «των Φώτων».
Τελετές
Δύο είναι οι κυριότερες τελετές των Θεοφανίων:
- Ο Μέγας Αγιασμός, που λαμβάνει χώρα εντός των Εκκλησιών.
- Η Κατάδυση του Τιμίου Σταυρού, που ακολουθεί τον Μεγάλο Αγιασμό.
Η Ανέλκυση του Σταυρού
Ο Σταυρός καταδύεται σε θαλάσσιο χώρο εντός λιμένων, σε όχθες ποταμών ή λιμνών και στην ανάγκη σε δεξαμενές νερού, όπως στην Αθήνα, κατά μίμηση της Βάπτισης του Θεανθρώπου. Η εκδήλωση αυτή στη χώρα μας έχει και πολιτικό χαρακτήρα, καθώς παρίστανται οι Αρχές της κάθε περιοχής. Στην πρωτεύουσα, η επίσημη κατάδυση ορίστηκε να γίνεται από το 1900 στον Πειραιά έναντι της παλαιάς βασιλικής αποβάθρας ή του παλιού Δημαρχείου, σήμερα μπροστά από τον Ναό του Αγίου Σπυρίδωνα. Παρόμοιες τελετές γίνονται σε όλους τους νομούς της χώρας.
Ο εκκλησιαστικός ύμνος που κυριαρχεί την ημέρα και βρίσκεται στα χείλη κάθε πιστού είναι το Απολυτίκιο των Θεοφανίων:
Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε
η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις
του γαρ Γεννήτορος η φωνή προσεμαρτύρει Σοι
αγαπητόν Σε Υιόν ονομάζουσα
και το Πνεύμα εν είδει περιστεράς
εβεβαίου του λόγου το ασφαλές
Ο επιφανής Χριστέ ο Θεός
Και τον κόσμον φωτίσας δόξα Σοι.
Έθιμα
- Κάλαντα των Φώτων. Ψάλλονται από τα παιδιά την παραμονή της εορτή σε πολλές παραλλαγές. Οι περισσότερες αρχίζουν με τους στίχους:
«Σήμερα είν' τα Φώτα και ο φωτισμός / και χαρά μεγάλη και αγιασμός…» - Ανέλκυση του Σταυρού (το «πιάσιμο του Σταυρού») από κολυμβητές, τους λεγόμενους Βουτηχτάδες, κατά την τελετή της Κατάδυσης του Τιμίου Σταυρού. Νεαρά, κυρίως, άτομα βουτούν στα παγωμένα νερά για να πιάσουν πρώτα τον Σταυρό και να λάβουν την ευλογία του ιερωμένου, αλλά και να δεχθούν τις τιμές και τις ευχές των συντοπιτών τους. Στον Πειραιά απαγορεύτηκε από τα προπολεμικά χρόνια η ανέλκυση του Σταυρού από βουτηχτές, έπειτα από μια θανάσιμη συμπλοκή μεταξύ τους. Στις μέρες μας, η ανέλκυση γίνεται από τον Επίσκοπο με την κορδέλα που φέρει ο Σταυρός.
- Αγιασμός των οικιών από τους ιερείς. Στην Ελλάδα ο αγιασμός γίνεται για πρώτη φορά την παραμονή των Θεοφανίων και λέγεται «Μικρός Αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση». Με την Πρωτάγιαση, ο ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια και με το Σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών για να φύγει μακριά κάθε κακό. Παλαιότερα, οι λαϊκές δοξασίες συνέδεαν τον φωτισμό των σπιτιών με την εξαφάνιση των καλικάντζαρων, τους οποίους φαντάζονταν να φεύγουν περίτρομοι με την έλευση του ιερέα, κραυγάζοντας: «Φύγετε να φύγουμε κι έφτασε ο τρουλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του!»
Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει άλλωστε και πολλές εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. Ο Αγιασμός στη χώρα μας έχει και την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, καθώς και της απαλλαγής του από την επήρεια των δαιμονίων. Η τελευταία αυτή έννοια δεν είναι αυστηρά χριστιανική, αλλά έχει τις ρίζες της στην αρχαία λατρεία.
Η κατάδυση του Σταυρού, κατά τη λαϊκή πίστη, δίνει στο νερό καθαρτικές και εξυγιαντικές ικανότητες. Οι κάτοικοι πολλών περιοχών μετά τη κατάδυση τρέχουν στις παραλίες ή στις όχθες ποταμών και λιμνών για να πλύνουν τα αγροτικά τους εργαλεία, ακόμη και εικονίσματα. Κατά τη λαϊκή δοξασία, ακόμη και τα εικονίσματα με το πέρασμα του χρόνου χάνουν την αρχική δύναμη και αξία τους, που την αποκτούν όμως εκ νέου από το αγιασμένο νερό. Αυτή ακριβώς η διαδικασία δεν αποτελεί παρά επιβίωση της αρχαίας αθηναϊκής γιορτής των «Πλυντηρίων».
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/199#ixzz3O2EnhdBe
Ζαν Ντ’ Αρκ
1412 – 1431
Αγία της Καθολικής Εκκλησίας, εθνική ηρωίδα και προστάτιδα της Γαλλίας. Η Ζαν Ντ’ Αρκ (Jeanne d'Arc), γνωστότερη στην Ελλάδα ως Ιωάννα της Λορένης, γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1412 στο χωριό Ντονρεμί της βορειοανατολικής Γαλλίας, στα σύνορα της Καμπανίας και της Λορένης. Μεγάλωσε στο αγρόκτημα της οικογένειάς της, χωρίς να μάθει ποτέ γραφή και ανάγνωση.
Ήταν μόλις 12 ετών όταν άρχισε για πρώτη φορά ν’ ακούει φωνές, που την καλούσαν να σώσει τη Γαλλία από τη διάλυση. Όπως υποστήριζε, οι Άγιοι Μιχαήλ και Γεώργιος και η Αγία Κατερίνα της είπαν ότι ήταν Θεία αποστολή να απελευθερώσει τη χώρα της από τους Άγγλους και να βοηθήσει τον διάδοχο του γαλλικού χρόνου, Κάρολο, να στεφθεί βασιλιάς. Της είπαν να κόψει τα μαλλιά της κοντά, να ντυθεί σαν άντρας και να πάρει τα όπλα.
Το 1429 οι Άγγλοι, με τη βοήθεια των συμμάχων τους από τη Βουργουνδία, κατέλαβαν το Παρίσι και όλες τις γαλλικές περιοχές βόρεια της Λορένης. Η αντίσταση που συνάντησαν ήταν ελάχιστη, λόγω της έλλειψης ηγεσίας και της ηττοπάθειας που διακατείχε τους Γάλλους. Ο Ερρίκος ΣΤ της Αγγλίας απαιτούσε το γαλλικό θρόνο.
Παρότι αρχικώς δεν την έπαιρνε κανένας στα σοβαρά, η Ζαν Ντ’ Αρκ επέμεινε και τελικά -με τη βοήθεια και κάποιων θεϊκών σημαδιών- κατάφερε να πείσει τον Κάρολο να της δώσει στρατεύματα για ν’ αντιμετωπίσει τον εχθρό. Στη μάχη της Ορλεάνης το Μάιο του 1429 πέτυχε μια θαυμαστή νίκη έναντι των άγγλων εισβολέων, τους οποίους συνέχισε να καταδιώκει κατά μήκος της Λορένης. Η φήμη της έγινε τόσο τρομακτική, ώστε συχνά οι εχθροί τρέπονταν σε φυγή πριν ακόμα πολεμήσουν.
Στις 17 Ιουλίου 1429, ο Κάρολος στέφθηκε βασιλιάς της Γαλλίας. Κατά την ενθρόνιση, στη Ζαν Ντ’ Αρκ δόθηκε μία τιμητική θέση δίπλα στον βασιλιά, ενώ αργότερα της απονεμήθηκε κι ένας τίτλος ευγενείας για τις υπηρεσίες της στη χώρα.
Ένα χρόνο αργότερα συνελήφθη από τους Βουργούνδιους, ενώ υπερασπιζόταν την Καμπανία, κοντά στο Παρίσι. Πωλήθηκε στους Άγγλους και δικάστηκε από εκκλησιαστικό δικαστήριο ως μάγισσα και αιρετική. Κύριο επιχείρημα υπήρξε η ανδρική ενδυμασία της, κάτι που θεωρείτο έγκλημα ενάντια στο Θεό. Καταδικάστηκε σε θάνατο και στις 30 Μαΐου1431 κάηκε στην πυρά. Ο βασιλιάς Κάρολος δεν έκανε καμία προσπάθεια να τη σώσει.
Το 1456 η υπόθεση επανεξετάστηκε και το δικαστήριο την έκρινε αθώα. Στις 18 Απριλίου 1909 η Ζαν Ντ’ Αρκ οσιοποιήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και στις 19 Μαΐου 1920 ανακηρύχθηκε Αγία από τον Πάπα Βενέδικτο τον 15o.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/120#ixzz3O2F4PcRK
Ο Σημαδιακός
Το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Ο Σημαδιακός πρωτοδημοσιεύτηκε με τον υπότιτλο «Ανάμνησις της εορτής των Φώτων» στην εφημερίδα Εφημερίς της 6ης Ιανουαρίου 1889. Το διήγημα είναι βγαλμένο από τις παιδικές αναμνήσεις του συγγραφέα.
Από της σμικροτάτης νήσου Δασκαλειού ή από λέμβου εν τω λιμένι θεώμενός τις, τὴν ἑσπέραν τῆς 5 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1867, θα έβλεπε ποικίλα φῶτα διασχίζοντα καθ᾿ όλας τας διευθύνσεις τας οδούς τῆς πολίχνης Σκιάθου.
Δεν ήτο τίποτε έκτακτον. Ζεύγη παιδίων, μετά φανών καὶ δάδων, περιερχόμενα τας οἰκίας, την ἑσπέραν της παραμονής, έψαλλον τα Φώτα.
Δυο μειράκια, πρωτεξάδελφοι εκ μητρός, ο Σωτήρος και ο Αλέκος, ανέβαινον το λιθόστρωτον της παραθαλάσσιας οδού, το υπερκείμενον αποτόμου κρημνώδους βράχου καὶ φέρον εις την άνω ενορίαν.
Ο Σωτήρος ήτο δωδεκαετής, ὁ Αλέκος δεκαετής. Ο πρώτος έφερε το νησιώτικον ένδυμα, ο δεύτερος ήτο «φράγκος», δηλαδή εφόρει κακόζηλα στενὰ εξ εγχωρίου υφάσματος, καὶ κασκέτον. Ούτος εκράτει μόνον λεπτὴν ράβδον, ο δε Σωτήρος ήτο κάσσα, εκράτει δε και τον φανόν.
Καθ᾿ όλον το έτος οι δυο εξάδελφοι ήσαν πάντοτε μαλωμένοι μεταξύ των. Τας παραμονάς των Χριστουγέννων όμως επήρχετο η συνδιαλλαγή, περιῆρχοντο κατὰ τας τρεις εορτάς «τας συγγενικὸς οικίας», ετραγώδουν τα συνήθη άσματα, εμάζευον ολίγα λεπτά, έκαμνον μερίδιον... και πάλιν μετά τα Φώτα ἐμάλωναν.
Και την εσπέραν εκείνην είχον περιέλθει όλας τας «συγγενικάς οικίας», δηλ. τὸ ήμισυ της πολίχνης, ως τελευταίαν δε εκδρομήν επεφύλαττον πάντοτε την δια του ολισθηρού λιθοστρώτου άνοδον. Ήτο ήδη ογδόη ώρα της εσπέρας. Εκ της ανόδου εκείνης κατήρχοντο πάντοτε μὲ βαρύτερα τα θυλάκια. Διότι ο καπετάν-Θανασός, ο θείος των, ήτο μεν απαιτητικός, ιδιότροπος αλλὰ καὶ λίαν ελευθέριος.
Ο καπετάν-Θανασός, εύπορος ναυτικός, πεντήκοντα καὶ πέντε ἐτῶν, απολαύων ήδη τα θέλγητρα της εστίας, παραχωρήσας την πλοιαρχίαν εις τους δυο πρεσβυτέρους υιούς του, κατώκει την μεγάλην σχετικώς οικίαν, μετ᾿ ευρυχώρου προαυλίου καὶ κήπου, εις ην έμελλον να εισέλθωσιν ήδη οι δυο νέοι.
Μόλις απεῖχον δέκα βήματα της αυλείου θύρας, και σκιά τις προβαίνει εκ τίνος κόγχης της γείτονος οικίας, της συνεχομένης με το προαύλιον της οικίας του καπεταν-Θανασού.
Μία χειρ ήρπασε τον Σωτήρον από του βραχίονος.
- Τί θέλεις, μπάρμπα; έκραξεν έντρομος ο νέος. Τα λεπτά μας... πάρε τα...
-Δὲν θέλω λεπτά, βρε ἄτιμε!... απήντησε βραχνὴ και λαρυγγώδης φωνή.
Ο Αλέκος μετὰ της ράβδου του είχε τραπή, εννοεῖται, εις φυγήν.
Αλλὰ μόλις απεμακρύνθη ολίγα βήματα, καὶ εστάθη ενδοιάζων αν έπρεπε να βάλη φωνὰς ή να λάβη μάλλον λίθους να ρίψη κατά του επιδρομέως.
- Στοπ! μωρέ... τω εφώνει ο παράδοξος άνθρωπος, όταν είχε σταματήσει ήδη.
- ΄Αφσε τον, μπάρμπα! τί σοῦ κάνει;... εφώνει μακρόθεν ο Αλέκος.
Ο αλλόκοτος άνθρωπος εφόρει ιδιόρρυθμον όλως κόκκινον σαρίκιον περὶ την κεφαλήν, όπερ ετρόμαξε τους δυο νέους και δεν τον ανεγνώρισαν κατ᾿ αρχάς. Ούτω του κατέβη την εσπέραν εκείνην να φορέση το ζωνάρι του σαρίκι. Άλλοτε πάλιν είχεν άλλας ιδιοτροπίας. Εφόρει ταις κάλτσαις ως χειρόκτια.
Εκ της φωνής όμως τον ανεγνώρισαν παρευθὺς και οι δυο. Ήτο « Ελόγου του».
Τοιούτον έφερε σκωπτικὸν επίθετον ο εικοσαοκταετής νέος Μανουὴλ Προυσαλής, εθελόκομψος αντιπαθητικὸς εργολάβος, εις την μικράν εκείνην φιλοσκώμμονα κοινωνίαν, όπου πας άνθρωπος προς τω οικογενειακώ ονόματι, όπερ μόνον εις τους επισήμους καταλόγους της δημαρχίας απαντάται, προικίζεται τουλάχιστον με δυο ή τρία προσωνύμια.
- Δεν θέλω τα λεπτά σου, βρε... επανέλαβεν Ελόγου του, στρίβων υπερηφάνως τον μικρὸν πυρρὸν μύστακά του... Μη φοβάσαι, άκουσε... να, τι θέλω.
Και τω έτεινε μικρὸν επιστόλιον, εντός χρυσίζοντος διηνθισμένου φακέλλου.
- Να το δώσης, επάνω που θα πας, είπε.
- Τίνος να το δώσω;
- Στο Μπραϊνάκι, βρε... δεν ξέρεις που μ᾿ αγαπάει;
- Αλήθεια; είπε μετὰ προσποιητού θαυμασμού ο Αλέκος, όστις είχε πλησιάσει εν τω μεταξύ.
- Σένα δεν σου μιλώ, είπεν αυστηρώς Ελόγου του.
- Καλά, το δίνω, απήντησεν ο Σωτήρος ευχαριστημένος διότι θα εγλύτωνε.
- Μα θέλω να μου φέρης καὶ σημάδι, προσέθηκεν Ελόγου του.
- Τί σημάδι;
- Αυτὴ ξέρει.
Καὶ ἐπανέλαβε·
-Το διαβάση δεν το διαβάση, θέλω να μου φέρης σημάδι απόψε.
-Καλά.
-Κρατώ αμανάτι το φέσι σου, και σε περιμένω εδώ τριγύρω. Ακοῦς;
Και απέσπασεν αυθαιρέτως το φέσι από της κεφαλής του Σωτήρου.
- Δός του το φέσι του! ανέκραξεν ὁ Ἀλέκος.
- Σούτ, ἐσύ!...
Ο Σωτήρος δεν παρεπονέθη τίποτε καὶ ένευσε προς τον σύντροφόν του να τον ακολουθήση έσω του προαυλίου.
- Τώρα πως θα πάω απάνου χωρὶς φέσι; είπεν ο Σωτήρος εντὸς της αυλής.
- Φορεί ὁ Σπύρος φέσι; παρετήρησεν ο Αλέκος.
Ο Σπύρος ήτο συνηλικιώτης και αχώριστος φίλος του Σωτήρου, φιλομαθέστατος, ευφυής, πρωτόσχολος της εποχής του, όστις ηρέσκετο τότε να μη έχη άλλο κάλυμμα της κεφαλής ειμὴ την πλουσίαν λινόχρουν και φαιὰν κόμην του.
Φευ! οι δυο εκεῖνοι συμμαθηταί, τους οποίους ουχὶ άνευ παιδικῆς κακεντρεχείας προσήγγιζεν ούτως ο Αλέκος, έμελλον μετά δεκαετίαν να κατέλθωσιν εκ Γερμανίας με υψηλούς πίλους και με ξένα έξοδα doctores philosophiae et omnium rerum... και ο πτωχός Αλέκος, όστις ούτε διδάσκαλος κατώρθωσε να γίνη, αν καὶ ενεγράφη ποτὲ εις την Φιλοσοφικὴν σχολήν, έμελλε να μείνη ξεσκούφωτος καὶ άσημος... συρράπτης ἐπιφυλλίδων!...
- Ο Σπύρος, απήντησε ο Σωτήρος, δεν φορεί πάντοτε.
- Και συ μη φορὴς μια φορά.
Είτα ευθὺς τω ήλθεν άλλη ιδέα.
- Στάσου, βάζω κι εγὼ το κασκέτο μου στην τσέπη, και παρουσιαζόμεθα και οι δυὸ ξεσκούφωτοι.
Και έκαμεν ως είπε.
- Τώρα, θα το δώσης το ραβασάκι; ηρώτησε και πάλιν ο Αλέκος.
- Αυτό δεν το κάνω εγὼ ποτέ, απήντησεν ο φρόνιμος Σωτήρος.
- Αυτό ήθελα να σου πω κι ἐγὼ· για να διαβάσουμε τι γράφει μέσα.
- Όχι δα... κι αυτὸ δεν πρέπει... είπεν ααστηρώς ο Σωτήρος.
- Γιατί;
- Και τί θα διαβάσης; Δὲν ξέρεις τί γράφει μέσα; Δὲν διάβασες ποτέ σου τὸν «Σκανδαλώδη Έρωτα» και την «Φιλομειδὴ Ἀφροδίτην»;
-Ναι.
- Εγὼ να σου πω τι θα γράψη. «Ψυχή μου, μάτια μου, καρδιά μου, συκώτι μου», και ύστερα θα έχη κάτι στίχους απὸ τα βιβλία που σου είπα: «Είσαι καρπός του Έρωτος, παιδὶ της Αφροδίτης», ή «Έχεις ανάστημα μικρόν, αλλὰ ψυχὴν μεγάλην, ως άρωμα πολύτιμον εις πάγχρυσον φιάλην», και ύστερα θα λέγη: «Απὸ τα μπεντένια πέφτω, πέφτω για να σκοτωθώ, κι η αγάπη μου φωνάζει, πιάστε τον, για το Θεό!». Αὐτὰ θὰ γράφη.
Ο Σωτήρος εμνημόνευσεν ανωτέρω δυο συλλογάς του Γαλατᾶ, ἐξ ἐκείνων αίτινες τοιαύτα δίστιχα περιέχουν τω όντι, ων πολλά μεν κακόζηλα, πλείστα δε ανόητα καὶ όλα γελοῖα.
Και όμως η περιέργεια του Αλέκου δεν ανεπαύετο.
Παρά την εστίαν πατριαρχικώς καθήμενος ο μπαρμπα-Θανασός, έχων αντικρύ την πιστήν συμβίαν του, και περιστοιχούμενος υπό των τεσσάρων θυγατέρων του και των τεσσάρων νεωτέρων υιών του, διότι οι δυο πρεσβύτεροι έλειπον με το καράβι, ως ανωτέρω είπομεν, απήλαυε της μακάριας ηδονής του οίκου, ην μόνος ο επί μακρόν στερηθείς αυτης είναι δυνατόν να εκτιμήση.
Ο καπεταν-Θανασὸς δεν είχε μετρίας απαιτήσεις. Ήθελε πλην του κοινού άσματος των Φώτων, εν δι’ εαυτόν, εν δια την σύζυγόν του, εν δια το καράβι, ανά εν δια τους εξ υιούς του, ανά εν δια τας τρεις θυγατέρας του, και δυο δια την τρίτην κόρην του, τὸ Μπραϊνάκι, το όλον δεκαπέντε ᾄσματα.
Ποῦ να τα ορμαθιάσουν τόσα οι δυο αυτοσχέδιοι μελωδοί;
Εφέτος είχον αντλήσει εκ των ακένωτων πηγών της μνήμης της γηραιᾶς μάμμης, και κατώρθωσαν σχεδὸν να φθάσωσι τον αριθμόν.
Είναι αληθές ότι ο καπετάν-Θανασὸς παρέτασσεν επί της εστίας τόσα εικοσιπενταράκια τούρκικα ή ἑλληνικὰ του Όθωνος, όσα ήταν και τα παρ᾿ αυτού απαιτούμενα άσματα, και έλεγεν: «Αυτὸ για μένα, αυτὸ για την καπετάνισσα, αυτὸ για το καράβι... αυτό για τον Κωνσταντή, για τον Γιάννη, για τον Παναγή, για το Βασίλη, για τον Ανδρέα, για τον Γιωργή... αυτὸ για την Φλωρού, για τη Σινιωρίτσα... αυτὰ τα δυο για το Μπραϊνάκι... κι αυτὸ για το Γηρακώ...»
Η σύζυγος του καπεταν-Θανασού ερρέμβαζε παρά το πτερύγιον της εστίας. Οι λογισμοί της ίπταντο προς τους δυο υιούς της, οίτινες εταξίδευον εφέτος «χειμωνιάτικα». Όλα σχεδὸν τα πλοία ήσαν δεμένα, περιμένοντα τὴν αύριον «νὰ φωτισθοῦν τὰ νερά» και είτα ν’αποπλεύσωσι. Το ιδικόν των το πλοίον ήτο «πρωτοτάξιδο», είχε καθελκυσθῆ τον παρελθόντα Αύγουστον, τον Σεπτέμβριον είχεν εκπλεύσει, και φυσικώς δεν ηδύνατο να παραχειμάση εις τον λιμένα «πρώτη χρονιά».
Αλλ᾿ εκεῖνο όπερ έφερεν εις τους οφθαλμούς της δάκρυα ήτο το εξής άσμα, οφειλόμενον εις την μνήμην της μάμμης, και όπερ ετραγούδησαν οι δυο νέοι:
Κυρά μου, τα παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ακριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στο πέλαγο αρμενίζουν
και με τ᾿ αφέντη την ευχή γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν·
κι ο κὺρ Βοριάς τα κύματα φυσάει και τα σπρώχνει.
Σπρῶχνε, Βοριά, τα κύματα, να μόρθη το παιδί μου,
τ’ αγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ανάθρεμμα της αγκαλιᾶς, της ξενητειᾶς λουλούδι!
Ενθουσιών ο καπεταν-Θανασὸς ηγέρθη αυτομάτως και ελθών προσεκόλλησε σφάντζικον επὶ του μετώπου του Σωτήρου, μειδιώντος και ανεχομένου· το αυτὸ ηθέλησε να κάμη και εις τον Αλέκον, αλλ᾿ οὗτος φοβερῶς μορφάσας, απέστρεψε το πρόσωπον και είπε·
- Δὲν είμ᾿ εγὼ βιολιτζής, μπάρμπα.
Αφού εκαλονύκτισαν την οικογένειαν, το Μπραϊνάκι έλαβε λυχνίαν και ηθέλησε να προπέμψη μέχρι της αυλείου θύρας τους δυο εξαδέλφους της. Κατόπιν αυτῶν έτρεχεν καὶ η οκταέτις Γηρακώ.
- Μη μας πας απ᾿ την έξω σκάλα, τη είπε τότε μυστηριωδώς ο Σωτήρος, μη μας πας απ᾿ τη μεγάλη πόρτα.
- Γιατί;
- Άνοιξε την κλαβανὴ που σου λέγω.
Είχον εξέλθει εις τον πρόδομον. Το Γηρακώ, εις εν νεύμα της αδελφής της, ήνοιξε την καταπακτήν και κατήλθον εις το ισόγειον.
- Τί τρέχει; γιατί ἀλήθεια, είσαι χωρίς φέσι;...
- Τ᾿ άφησα στὸ σπίτι.
- Του επήραν το φέσι του! ανέκραξε μη κρατηθεὶς ο Αλέκος.
Ο Σωτήρος συνωφρυώθη.
- Γηρακώ, είπε, ξέχασα να ρωτήσω τον πατέρα σου· σύρε μια στιγμή... να τον ρωτήσης τί ώρα συνεννοήθηκαν οι πίτροποι με τους παπᾶδες να σημάνουν τὸ πρωί.
- Και τι ώρα θ᾿ απολύση η λειτουργία... και τι ώρα θα ψαλή ο αγιασμός... και τι ώρα θα ρίξουν το Σταυρὸ στη θάλασσα... είπεν ο Αλέκος.
Όλα ταύτα τα «τί ὥρα» ήσαν τόσον δυσμήχανα δια την μικρὰν Γηρακώ, όσον καὶ τα δεκαπέντε άσματα δια τους δυο νέους.
- Πώς να πω; πώς να πώ; ηρώτησε το Γηρακώ.
- Τρέξε γλήγορα! επανέλαβε κτυπούσα δια του ποδὸς το έδαφος η αδελφή της.
Η Γηρακὼ ανήλθε την κλίμακα.
Το Μπραϊνάκι έμεινε μόνη με τους δυο νέους.
Τὸ Μπραϊνάκι ήτο δεκατετραέτις κόρη, αρκετά ανεπτυγμένη ήδη το ανάστημα, ξανθή, ύπωχρος καὶ λεπτοφυής. Οἱ δυο μακροὶ πλόκαμοί της, κρεμάμενοι επὶ των νώτων, έφθανον κάτω της οσφύος. Εφόρει λευκοτάτην πάντοτε εσθήτα, μετά τοσαύτης ιδιορρύθμου χάριτος, ώστε δεν υπήρχε ναύτης επιστρέφων εκ μακρού ταξιδίου, όστις να μη της κάμη πατινάδα, και δεν υπήρχε μαθητής του ελληνικού σχολείου, όστις εν μέσω των τετραδίων και των βιβλίων του να μη αναπολή την εικόνα της.
- Θα μου πης τί τρέχει; επανέλαβεν αύτη.
- Να, μας ηύρεν Ελόγου του, είπεν ο Σωτήρος.
- Ποιός; ο Διπλοκαημός;
Διπλοκαημὸς ήτο το δεύτερον παρωνύμιον του Ελόγου του, όπερ τω είχον δώσει τα κοράσια, διότι αυτός πάντοτε ώρθριζε μέχρι του λυκαυγούς τραγουδών υπό τα παράθυρά των την γνωστήν επωδόν: «Ξύπνα, που δεν εχόρτασες - διπλὸς καημός - αχ! τον ύπνο να κοιμάσαι», καὶ είχε την καλωσύνην να τας εξυπνά αείποτε το πρωὶ δια της παραπλησίας με γκάϊδα φωνῆς του...
- Και τι σας είπε; επανέλαβε το Μπραϊνάκι.
Ο Σωτήρος διηγήθη εν ολίγοις την σκηνήν, εφυλάχθη μόνον να μη αναφέρῃ τι περὶ της ερωτικής επιστολῆς.
- Μας είπεν ότι καίεται ο άνθρωπος για σένα.
Εκάγχασαν και οι τρεις.
- Και μας είπε να του στείλης και σημάδι, προσέθηκεν ο Σωτήρος.
- Σημάδι; Γουού!
Καὶ είτα ἐπανέλαβε:
- Σημάδι έχει απ᾿ το θεό, καὶ σημαδιακὸς κι αταίριαστος είναι.
Ηνίττετο τὴν βλάβην, ην είχεν εκ γενετής ο Ελόγου του εις τον αριστερὸν οφθαλμόν.
Και πάλιν προσέθηκε με τόσην χάριν, ώστε δεν εφαίνετο καν το χυδαίον της εικόνος.
- Δεν έχω δω το γάιδαρό μου να βγάλω καμπόσες τρίχες απ᾿ την ουρά του, να του στείλω σημάδι.
- Εκείνος δεν χρειάζεται τρίχες, χρειάζεται τριχιές, είπεν ο Αλέκος, όστις θα είχεν ακούσει από πρεσβυτέρους το δημώδες τούτο λογοπαίγνιον.
- Γι᾿ αυτό ήθελα να του στείλω τρίχες, για να κάμη τριχιές, απήντησε μεθ᾿ ετοιμότητος η παιδίσκη.
- Μας είπεν πως τον αγαπάς, είπεν πάλιν ο Αλέκος.
- Πα να χαθή! ο στερεμένος, ο λοχεμένος, ήρχισε να καταράται το Μπραϊνάκι εις το γυναικείον ιδίωμα. Κακὸ χρόν’νάχῃ, δυὸ ναν᾿ οι ώρες του!..
Αποτεινομένη δε προς τον Σωτήρον ἠρώτησε·
- Τώρα πώς θα πας, αρέ, στην εκκλησιά χωρὶς φέσι;
- Στην εκκλησιά θα είναι χωρὶς φέσι, είπεν ο Αλέκος.
- Να σου φέρω ένα παλιὸ του Παναγή, σου κάνει τάχα;
Ο Σωτήρος απεποιήθη.
Επέστρεψε τότε και το Γηρακώ. Κανεὶς δεν επρόσεξεν εις τας απαντήσεις, τας οποίας εκόμιζε.
- Να σας βγάλω απ᾿τη μικρὴ πόρτα.
Εξῆλθον δια του ισογείου αθορύβως, αφού το Μπραϊνάκι έσβεσε τον λύχνον, και ο Σωτήρος εκράτει τον φανὸν υπὸ το επανωφόρι του. Τούτο δια να είναι απαρατήρητος έξωθεν.
Η νέα κόρη ήνοιξεν αψοφητὶ την μικράν θύραν της αυλῆς.
- Ήσυχα κάμετε, να κοιτάξω, μην το πήρε πονηρὰ ο Διπλοκαημός και κάνει καρτέρι απὸ κάτω.
Οι δυο δρομίσκοι έφερον τω όντι προς μικρὸν όχθον γης, κάτωθεν του οποίου εσχηματίζετο αποτόμως κατωφερής χείμαρρος. Περιπατών τις επί του μέρους εκείνου ηδύνατο να επιτηρή και τας δυο θύρας.
- Να σας δώσω συνοδεία; είπε τὸ Μπραϊνάκι. Θέλετε ναρθούν μαζὺ και τ᾿ αδέρφια μου;
- Δεν είν᾿ ανάγκη, είπεν ο Σωτήρος. Δεν πρέπει να γίνη λόγος στο σπίτι. Και ποιός τον φοβάται!
Το Μπραϊνάκι προέβαλε την κεφαλήν δια της θύρας, μόλις διανοιγείσης.
Πράγματι Ελόγου του το επῆρε πονηρά, καθὼς είπεν η νέα.
Εσουλατσάριζεν Ελόγου του υπὸ τους τοίχους της παρακειμένης οἰκίας, επιβλέπων αμφοτέρας τας θύρας της αυλῆς.
- Γηρακώ, είπε τότε το Μπραϊνάκι, πάρε το φανάρι, σήκωσε το ψηλά, να πας να χτυπήσης με βρόντο τη μεγάλη πόρτα, και να φωνάξης τρεις φορές: Καληνύχτα, καληνύχτα, καληνύχτα σας!
Το Γηρακώ, χωρὶς να εννοή τίποτε, εξετέλεσε πιστώς την παντομίμαν και το λογύδριον.
Ελόγου του εξαπατηθείς, έτρεξε προς την μεγάλην θύραν, βέβαιος περὶ του θηράματος.
- Τώρα άμοιρος να γένης, αρέ! είπεν εις το γυναικείον ιδίωμα το Μπραϊνάκι.
Οι δυο νέοι ετράπησαν δια της μικράς θύρας εις φυγήν, κερδίσαντες εκατὸν βήματα τουλάχιστον δια του στρατηγήματος τούτου, και έχοντες ασυγκρίτως ελαφρότερους τους πόδας από τον Ελόγου του.
Την πρωίαν ο Αλέκος, όστις ήτο υπνοφάγος, αργά υπήγεν εις την εκκλησίαν, αλλ᾿ ο Σωτήρος, «της ευχής το παιδί», ως τον εκάλει η μήτηρ του, υπήγε, συγχρόνως μετά του νεωκόρου προ των ψαλτών και του καπεταν-Θανασοῦ, όστις ήτο ἐπίτροπος.
Μετά την λειτουργίαν και τον αγιασμόν, η ιερὰ πομπὴ εξῆλθε προς την αποβάθραν, όπου έμελλε να τελεσθή η κατάδυσις του Τιμίου Σταυροῦ.
Μέγα ενέπνεεν ενδιαφέρον η εορτὴ αύτη. Όχι τόσον δια το μεγαλείον της ιεράς πομπής, όχι τόσον δια το τις θ᾿ αναλάβη τον Σταυρὸν από του κύματος, όσον δια το... τις θ᾿ αρπάση τον Σταυρόν από των χειρών του πρώτου λαβόντος, διότι ούτος μεν απεκλείετο, εκείνος δε, ο ευτυχής, έμελλε ν᾿ αργυρολογήση και να μεθοκοπήση ἐπὶ δυὸ ἡμέρας.
Δυο ήσαν οι ήρωες της ημέρας. Ο Φτίκας και ο Σοροκᾶς. Ούτοι διηγωνίζοντο κατ᾿ έτος περὶ του γέρατος.
Και έφερον πασίδηλα τα ίχνη της μακροετούς ταύτης πάλης. Ο μεν Φτίκας είχεν επτά δακτύλους εις τας δυο χείρας του, ο δε Σοροκάς ένα οφθαλμόν ολιγώτερον των λοιπών ανθρώπων.
Δωδεκάς λέμβων ίστατο πλησίον της αποβάθρας. Αύται περιείχον το πλήρωμα των δυο μπουλουκιών, διότι ο Φτίκας και ο Σοροκάς είχαν μπουλούκια, σχεδὸν πολεμάρχαι.
Άλλαι πολυάριθμοι λέμβοι ίσταντο απωτέρω, φέρουσαι μόνον θεατάς. Και όλη η αποβάθρα, και όλη η παραθαλάσσιος αγορά, και όλοι οι εξώσται και τα παράθυρα πλήρη κόσμου. Ομιλούμεν σχετικώς, διότι η πολίχνη μας δεν έχει πλείονας ή τέσσαρας χιλιάδας κατοίκων.
Ο Σωτήρος και ο Αλέκος ίσταντο πλησίον του εερέως κα εκοίταζον να ίδωσι που τον Ελόγου του.
Ο Τίμιος Σταυρὸς έπεσε τέλος εις το κύμα και η μάχη ήρχισεν. Ευτυχώς υπήρξε σύντομος κατά το έτος τοῦτο.
Ὁ μπουλουκτσής του Φτίκα, όστις ήρπασε πρώτος τον Σταυρόν, ευρίσκετο αρκετὰ πλησίον της λέμβου του, και είχεν αρκετὴν επιδεξιότητα, ώστε ουδεὶς των ανθρώπων του Σοροκά επρόφθανε να του κόψη τα δάκτυλα ή να του δοκιμάση τον γρόνθον, δια να του τον αποσπάση.
Άμα πατήσας εις λέμβον, ευρίσκετο εις οὐδέτερον έδαφος ή μάλλον ευρίσκετο εις την οικίαν του και δεν επετρέπετο πλέον μάχη.
Το μπουλούκι του Φτίκα ηλάλαξεν εν θριάμβω. Ήτο τέταρτον έτος τούτο, αφότου κατά σειράν ενίκα. Ο Φτίκας ήτο άνθρωπος ευτυχὴς την εμέραν εκείνην.
Και όμως ήτο τις ευτυχέστερος του Φτίκα, επὶ δέκα λεπτά της ώρας τουλάχιστον. Ήτον Ελόγου του.
Όταν επέστρεφεν εις τον ναόν η πομπή, ο Σωτήρος, όσον και αν εβάδιζε πλησίον του ιερέως, ευρέθη αντιμέτωπος του νυκτερινού επιδρομέως του.
Ο Σωτήρος είχε σχεδιάσει να κλείση το επιστόλιον του Ελόγου του, το οποίον δεν κατεδέχθη ν᾿ ανοίξη, εις άλλον φάκελλον, να κάμη επιγραφὴν προς τον Διπλοκαημόν, διά λεπτής επιτηδευμένης γραφής, ήτις να φαίνεται ως γραφὴ κορασίου, να τον εξαπατήση δίδων αυτώ τον φάκελλον ως απάντησιν τάχα της νεαράς κόρης, και να λάβη οπίσω το φέσι του.
Ταύτα εσκέπτετο να πράξη μετά το τέλος της ιεράς πομπής.
Όταν όμως ευρέθησαν ήδη πλησίον αλλήλων, ο Αλέκος, όστις έβλεπε την τσέπην του μικρού μασσαλιωτικού επενδύτου του Ελόγου του κάπως φουσκωμένην, υπεψιθύρισε προς τον Σωτῆρον·
- Στην τσέπη το έχει τὸ φέσι του.
Ο Σωτήρος εσκέφθη ότι αυτὴ ήτο η καλλιτέρα ευκαιρία, καὶ ας έλειπεν ὁ δεύτερος φάκελλος, διότι εν μέσω τόσου κόσμου ο Διπλοκαημὸς δεν θα ήνοιγεν αμέσως τὸ γράμμα.
Ελόγου του εκοίταζε προκλητικώς τον Σωτήρον. Εφαίνετο περιμένων ακόμη το σημάδι.
Ο Σωτήρος εξήγαγε του κόλπου του το ερωτικόν επιστόλιον, το εδίπλωσε με τέχνην, με την επιγραφὴν έσωθεν, το εσκέπασε καλώς με την παλάμην καὶ είπε εις τον Ελόγου του·
- Να, πάρε την απάντηση. Δόσ’ μου τὸ φέσι μου.
Ελόγου του ήρπασε το επιστόλιον, το ώθησεν αμέσως εις το θυλάκιον του περιστηθίου και τω έδωκε το φέσι.
Καὶ ούτως έλαβεν εκάτερος το ίδιον εαυτού πράγμα. Ο Σωτήρος το φέσι του και ὁ Διπλοκαημὸς την επιστολήν του.
Μετ᾿ ολίγας ημέρας, τώρα μετά την κατάδυσιν του Σταυρού, θ’ απέπλεεν Ελόγου του και ο Σωτήρος δεν τον εφοβείτο πλέον.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/anthology/305#ixzz3O2FZFtgQ
Τα Ραγκουτσάρια
Τριήμερο καρναβαλικών εκδηλώσεων στην πόλη της Καστοριάς, από τις 6 έως τις 8 Ιανουαρίου. Πρόκειται για ένα έθιμο που χάνεται στα βάθη των αιώνων και αποτελεί αναβίωση των αρχαίων διονυσιακών τελετών.
Τα «Ραγκουτσάρια» αρχίζουν στις 6 Ιανουαρίου, την ημέρα των Θεοφανίων, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα στην πόλη της Καστοριάς, η οποία αποκτά ένα ξεχωριστό χρώμα. Άντρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι οργανώνονται σε «μπουλούκια», το καθένα με τη δική του παραδοσιακή ορχήστρα, και γλεντούν με χιλίων λογιών μεταμφιέσεις στους δρόμους της πόλης, μέσα σ' ένα αληθινό πανζουρλισμό.
Το έθιμο κορυφώνεται στις 8 Ιανουαρίου, την Πατερίστα, όπως τη λένε οι ντόπιοι, ημέρα του εορτασμού της Αγίας Δομινίκης, με τη μεγάλη παρέλαση των καρναβαλιστών. Νωρίς το απόγευμα παρελαύνουν όλα τα «μπουλούκια», που χορεύοντας σατιρίζουν πρόσωπα και γεγονότα με πηγαία εφευρετικότητα. Τα καλύτερα από αυτά βραβεύονται από τον Δήμο Καστοριάς, που έχει όλη την ευθύνη της διοργάνωσης του τριημέρου. Τα «μπουλούκια» και ο κόσμος καταλήγουν στο Ντολτσό, παλιά μεσαιωνική πλατεία, που έπαιξε σημαντικό ρόλο επί Τουρκοκρατίας στην ενότητα του λαού και τη διατήρηση των εθίμων, όπου μέσα σε ένα οργιαστικό ξεφάντωμα, συναγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιο θα καλύψει το άλλο με τη μουσική του.
Το όνομα και η καταγωγή αυτού του εθίμου εντοπίζονται στην κλασική αρχαιότητα, από την οποία μέσω Ρώμης και Βυζαντίου μεταφέρθηκε στις μέρες μας. Είναι πολύ πιθανό το όνομα να προέρχεται από τη λατινική λέξη «rogatores», που σημαίνει ζητιάνοι, και η οποία πολύ εύστοχα ορίζει την ιδιότητα αυτού που συμμετέχει στην ομάδα των μεταμφιεσμένων. Υπάρχει, δηλαδή, η συνήθεια οι μεταμφιεσμένοι να ζητούν διάφορα δώρα από τα σπιτικά που επισκέπτονται σε ανταπόδοση της συνεισφοράς τους στην απομάκρυνση των κακών πνευμάτων.
Το τριήμερο των «Ραγκουτσαρίων» αποτελεί ένα από τα τουριστικά αξιοθέατα της Καστοριάς, που κάθε χρόνο συγκεντρώνει όλο και περισσότερους επισκέπτες.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/589#ixzz3O2GBfYA2
Η γιορτής της Μπεφάνα
Την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανίων γίνεται στην Πιάτσα Ναβόνα της Ρώμης ένα πανηγύρι, που θυμίζει πολύ τα αντίστοιχα δικά μας. Είναι το επίκεντρο της γιορτής της Μπεφάνα, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις και οι πάγκοι των μικροπωλητών με παιγνίδια, ζαχαρωτά και γλυκά.
Σύμφωνα με την ιταλική παράδοση, η Μπεφάνα (η λέξη προέρχεται από την ελληνική Επιφάνεια) είναι μία κακάσχημη γριά, που τριγυρίζει πάνω σ’ ένα σκουπόξυλο και μοιράζει δώρα στα παιδιά για να επανορθώσει ένα λάθος της. Ο μύθος λέει ότι τη νύχτα που γεννήθηκε ο Χριστός, οι Τρεις Μάγοι επισκέφθηκαν τη Μπεφάνα στο σπίτι της, όπου τους φιλοξένησε. Όταν έφευγαν της πρότειναν να πάει μαζί τους για να προσκυνήσουν το Χριστό και να του δώσουν δώρα. Αυτή, όμως, αρνήθηκε. Μετά το μετάνιωσε κι ένιωσε τύψεις. Από τότε, κάθε χρόνο πετάει με τη σκούπα της και μοιράζει δώρα σε όλα τα παιδιά, ελπίζοντας ότι κάποιο από αυτά είναι ο Χριστός. Γεμίζει τις κάλτσες των καλών παιδιών με δώρα, ενώ τις κάλτσες των «κακών» παιδιών με κάρβουνο, που στην πραγματικότητα είναι ένα γλυκό σε σχήμα κάρβουνου.
Ο σπουδαίος ιταλός συνθέτης Οτορίνο Ρεσπίγκι (1879 - 1936) εμπνεύστηκε από το πανηγύρι της Πιάτσα Ναβόνα τη σύνθεση «La Befana» («H Μπεφάνα»), την οποία ενέταξε ως φινάλε στο συμφωνικό ποίημα «Feste Romane» («Ρωμαϊκές Γιορτές»), που ολοκλήρωσε το 1926.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/874#ixzz3O2GeVJAJ
Συμφωνία Αρ. 60 του Χάιντ
Ορχηστρικό έργο του σπουδαίου αυστριακού συνθέτη Γιόζεφ Χάιντν, η πρεμιέρα του οποίου δόθηκε ανήμερα των Θεοφανίων του 1776 στη Βιέννη.
Το 1774 ο Χάιντν έγραψε τη μουσική για το θεατρικό έργο του Ζαν Φρανσουά Ρενιάρ «Ο αφηρημένος» (Le Distrait). Στη συνέχεια, μέρη της μουσικής αυτής χρησιμοποίησε στη Συμφωνία αρ. 60, η οποία είναι γνωστή με την ιταλική επωνυμία του έργου «Il Distratto». Πιο γνωστή, όμως, είναι για ένα μουσικό αστείο που επιφύλαξε στους ακροατές του ο συνθέτης στο φινάλε, με το κούρδισμα των βιολιών κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου.
Η συμφωνία αυτή του Χάιντν, που διαρκεί γύρω στη μισή ώρα, αποτελείται από έξι μέρη:
- Αντάτζιο
- Αντάντε
- Μενουέτο-Τρίο
- Πρέστο
- Αντάτζιο
- Φινάλε: Πρεστίσιμο
Είναι ενορχηστρωμένη για δύο όμποε, δύο κόρνα, δύο τρομπέτες (προαιρετικά), τύμπανα και έγχορδα.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/875#ixzz3O2H8ud1d
Ο ΑΥΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ
Τετάρτη
7/1
02:00
51%
3 Μπφ B
16 Km/h
ΚΑΘΑΡΟΣ

08:00
57%
2 Μπφ B
9 Km/h
ΚΑΘΑΡΟΣ
14:00
1°C
35%
2 Μπφ NA
9 Km/h
ΚΑΘΑΡΟΣ
20:00
53%
2 Μπφ Α
9 Km/h
ΛΙΓΑ ΣΥΝΝΕΦΑ

Καλό σας μεσημέρι ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΦΩΤΙΣΗ
Απ’ το “ Λιδωρίκι “ με αγάπη ….Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment