Κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα έγινε προσπάθεια για ανασυγκρότηση του Αστυνομικού Σώματος. Δημιουργήθηκε λοιπόν στην Αθήνα και στον Πειραιά η Διοικητική Αστυνομία, η οποία είχε ως αποστολή την πάταξη της εγκληματικότητας αλλά και τη διάλυση αντιμοναρχικών διαδηλώσεων που – όσο κι αν φαίνεται περίεργο – γίνονταν στην πρωτεύουσα κυρίως από τους φοιτητές. Οι αστυνόμοι και οι «αστυνομικοί κλητήρες» (έτσι λέγονταν τότε οι αστυφύλακες) ήταν φουστανελοφόροι, ενώ οι δεύτεροι κρατούσαν ρόπαλα, βαμμένα με τα εθνικά χρώματα και με την επιγραφή «Ισχύς του νόμου». Στα ρόπαλα αυτά στηριζόταν εν πολλοίς η εφαρμογή των νόμων. Όσοι πολίτες τους παρέβαιναν «γνώριζαν» για τα καλά την υλική δύναμη του Κράτους.
«Επειδή όμως η αρχή «πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται» είναι παλαιοτάτη [.], και οι πολίται ωπλίσθησαν κατ’ απομίμησιν (των αστυνομικών ροπάλων) με οζώδεις (= με ρόζους) μαγκούρας. Η μαγκούρα χωρίς να φέρη καμμίαν διακριτικήν επιγραφήν αντετάσσετο εις το αστυνομικόν ρόπαλον και τότε ηδύναντο να μαρτυρήσουν αι κεφαλαί των αστυνομικών κλητήρων κατά τινα τρόπον οι συνταγματικοί πολίται υπεστήριζον τα δικαιώματά των» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 10ης Αυγούστου 1925).
Για το λόγο αυτό στα τέλη της δεκαετίας του 1860 ή στις αρχές της δεκαετίας του 1870 η Διοικητική Αστυνομία αναδιοργανώθηκε, για να γίνει πιο αποτελεσματική στην επιτέλεση του έργου της. Ο μεταρρυθμιστής της ήταν ο Αστυνομικός Διευθυντής Δημοσθένης Βρατσάνος. Αυτός καθιέρωσε την ερυθρά στολή των αστυνομικών οργάνων και έδωσε έτσι «ευρωπαϊκή» μορφή στο Αστυνομικό Σώμα. Αλλά, επειδή «το ράσο δεν κάνει τον παπά», η ερυθρά στολή δεν μετέβαλε πολύ τα ήθη της Αστυνομίας. «Ούτω το κρέμασμα με την κεφαλήν προς τα κάτω, η τοποθέτησις ζεστών αυγών υπό τας μασχάλας, η βάσανος της δίψης και το μπερντάχι, ως εκαλείτο ο βουρδουλισμός, ήσαν εν κοινή χρήσει εις τα κρατητήρια. Ο Τύπος φυσικά διεμαρτύρετο· αι συνεδριάσεις της Βουλής κατηναλίσκοντο προς διεκτραγώδησιν των αστυνομικών υπερβασιών, αλλά ταύτα πάντα είχον θεωρητικήν σημασίαν και εχρησίμευον μόνον προς ρητορικήν άσκησιν των νεαρών πολιτευομένων. Συνήθειαι πολυχρόνιοι δεν ηδύναντο να μεταβληθώσιν ως εκ μαγείας διά της αλλαγής μόνον της στολής» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 10ης Αυγούστου 1925).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1880 (το γνωρίζουμε από ένα σατιρικό ποίημα του Σουρή χρονολογούμενο από το 1883) ανέλαβε αστυνομικός διευθυντής ο Κοσσονάκος. Επί των ημερών του η Διοικητική Αστυνομία Αθηνών άρχισε να χρησιμοποιεί ένα νέο «όπλο»: τον «Λουκούμη». Ήταν ένας ρωμαλέος σκύλος που ανήκε στον αστυνόμο Κωνσταντίνο Αλεξανδρόπουλο. Ακολουθώντας το αφεντικό του ο «Λουκούμης» ξημεροβραδιαζόταν στο κτίριο της Αστυνομικής Διεύθυνσης, κοντά στην πλατεία Κλαυθμώνος. Έτσι εξοικειώθηκε με τους αστυνομικούς κλητήρες και σταδιακά έγινε απαραίτητο όργανό τους. Όταν αυτοί καταδίωκαν λωποδύτες, χαρτοπαίχτες ή άλλα κακοποιά στοιχεία, ηγείτο της καταδίωξης ο «Λουκούμης». Τους δάγκωνε, τους ξέσκιζε τα ρούχα και τους ακινητοποιούσε. Έτσι «κατήντησεν ο επικινδυνωδέστερος ανιχνευτής των ατάκτων στοιχείων της πόλεως. Οι αστυνομικοί κλητήρες τον εσυνήθισαν να πηδά και να αρπάζη τις σταχτιές ρεπούμπλικες από τας κεφαλάς των οδηγουμένων εις το Τμήμα χαρτοπαικτών και των τραμπούκων εκείνων, οίτινες χωρίς να είναι χαρτοπαίκται έφερον επίσης σταχτιές ρεπούμπλικες αλλά με πένθος(= με μαύρη κορδέλα στη βάση της ρεπούμπλικας). Ακόμη τον είχαν διδάξει να συλλαμβάνη από το αυτί περιπλανωμένους γαϊδάρους ή κατσίκες και να τους οδηγή εις το αστυνομικόν τμήμα, να επιπίπτη δε κατά των κανταδόρων, όταν διετάρασσαν τον νυκτερινόν ύπνον αγαθών γονέων ερωτευμένων θυγατέρων. Υπερέβαινε την σφαίραν των καθηκόντων του, διότι εις τον βούρδουλαν των κλητήρων προσέθετε και αυτός τα δόντια του, άνευ απολύτου ανάγκης» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, ό. π.).
Όλα αυτά είχαν κάνει τον «Λουκούμη» διάσημο. Οι εφημερίδες της εποχής γέμιζαν από εξιστορήσεις των κατορθωμάτων του. Ο Σουρής έγραψε κατ’ επανάληψη στο «Ρωμηόν» του στίχους γι’ αυτόν, ενώ στη Βουλή είχε αναφερθεί το όνομά του.
Αργότερα (στα τέλη του 19ου αιώνα) η Διοικητική αντικαταστάθηκε από τη Στρατιωτική Αστυνομία, η διεύθυνση της οποίας ανατέθηκε στον Μπαϊρακτάρη. Αυτός κήρυξε αμείλικτο «πόλεμο» στους κουτσαβάκηδες, οι οποίοι είχαν γίνει μάστιγα για τους κατοίκους της Αθήνας. Όμως έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο κατά τη διάλυση λαϊκών – κυρίως φοιτητικών – διαδηλώσεων δίνοντας εντολή στους αστυφύλακες να κάνουν χρήση τωνπιστολιών τους (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 16ης Ιανουαρίου 1897) και χρησιμοποιώντας ως μέσα καταστολής ίλες ένοπλων ιππέων ακόμη και πυροσβεστικές αντλίες (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 3ης Νοεμβρίου 1926).
No comments:
Post a Comment