28.5.14

Α’ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τάφοι Εργα Τέχνης και το..Φάντασμα του Νεκροταφείου
http://rip-people.blogspot.com

Περνώντας κανείς την πύλη του Α’ Νεκροταφείου της Αθήνας είναι σαν να εισέρχεται σε έναν παράξενο και συναρπαστικό κόσμο όπου η τέχνη και η φύση δημιουργούν ένα αρμονικό περιβάλλον κατάνυξης, κατάλληλο για περισυλλογή, ανάκληση της μνήμης και ονειροπόληση.
Στο Νεκροταφείο έχουν ταφεί αγωνιστές του 1821, ξένοι μόνιμοι κάτοικοι της Αθήνας από την εποχή του Όθωνα και άλλες προσωπικότητες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της Αθήνας του 19ου αλλά και του 20ου αιώνα.
Το Α΄Νεκροταφείο αποτελεί τη μεγαλύτερη παρακαταθήκη έργων γλυπτικής του τόπου μας. Ο κύριος όγκος των έργων αποτελείται από έργα Τηνιακών μαρμαρογλυπτών, με πιο συνηθισμένο τύπο μνημείων, τις επιτύμβιες στήλες.
Σχεδόν όλοι οι γλύπτες, που δραστηριοποιούνταν την περίοδο από τη σύσταση του κοιμητηρίου το 1834 μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα έχουν φιλοτεχνήσει ταφικά μνημεία, δραστηριότητα η οποία αποτελούσε το κύριο μέσο βιοπορισμού τους.
Η μελέτη των χαραγμένων ονομάτων πάνω στους τάφους αποκαλύπτει ποιοί επώνυμοι είχαν τη δυνατότητα να παραγγείλουν ένα μνημείο, αφου τα ταφικά μνημεία πολύ συχνά αποτελούσαν πεδίον ανταγωνισμού μεταξύ των οικογενειών.

Καλή πλοήγηση

Ο φαρδύς δρόμος που ανεβαίνει την Αρδηττού σε προϊδεάζει για την ησυχία του τόπου: οδός Αναπαύσεως. Στο τελείωμα της η μεγάλη πύλη τουΑ` Νεκροταφείου Αθηνών. Για πολλούς το άκουσμά του και μόνο δηλώνει την «μεταθανάτια πολυτέλεια». Μαρμάρινές προτομές, ναοσχήματοι τάφοι, και εκατοντάδες συνθέσεις το καθιστούν σήμερα ως το μεγαλύτερο γλυπτικό πάρκο της χώρας.

Η δημιουργία του Α` Νεκροταφείου συνδέεται με την καθιέρωση της Αθήνας ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Η θεσμοθέτησή του ως μοναδικού χώρου ενταφιασμού στην Αθήνα έγινε επί δημαρχίας Γ. Σκούφου (1857- 1861). Τότε ο χώρος εξωραΐζεται, οριοθετούνται οι θέσεις των τάφων και τοποθετούνται τα πρώτα μνημεία.

Οι συνθήκες εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές για την δημιουργία επιτύμβιας τέχνης. Ήδη είχε αρχίσει η διδασκαλίας της γλυπτικής στο λεγόμενο Σχολείο Τεχνών με το Πολυτεχνείο να θεσμοθετεί καλλιτεχνικούς αγώνες. Παραγγελίες τότε ανατίθενται από πλούσιους αθηναίους αλλά και από το κράτους που επιθυμεί να επαναφέρει το αρχαίο κλέος στην σύγχρονη πρωτεύουσα. Μαρμαρογλυφεία μαζί με ξακουστούς τηνιακούς μάστορες ανοίγουν τότε στην Αθήνα. Οι νέοι δημιουργοί αισθάνονται ότι τους βαραίνει το χρέος του παρελθόντος και προσπαθούν μια επανασύνδεση της γλυπτικής του αρχαίου νεκροταφείου Κεραμεικού με αυτήν του σύγχρονου κοιμητηρίου.

Στην Αθήνα καταφθάνει εκείνον τον καιρό και ο τήνιος Γιαννούλης Χαλεπάς που δέχεται μαθήματα από τον ελληνοβαυαρό καλλιτέχνη Λεωνίδα Δρόση. Ο ίδιος υπήρξε παιδί φημισμένων μαρμαρογλυπτών, με παραρτήματα της οικογενειακής επιχείρησης στη Σμύρνη, το Βουκουρέστι και τον Πειραιά. Η θέλησή του όμως ήταν να ασχοληθεί με την τέχνη και όχι με τις επιχειρήσεις. Έτσι μετά τα πρώτα μαθήματα στην Αθήνα φεύγει με υποτροφία στο Μόναχο όπου γοητεύτηκε από το ρεαλιστικό κύμα της εποχής.

Ένα έργο του Χαλεπά στο πρώτο νεκροταφείο έμελλε να αποτελέσει το καθοριστικό για τον ίδιο αλλά και το πιο συγκινησιακά φορτισμένο για τον χώρο. Συγκλονισμένοι οι γονείς της Σοφίας Αφεντάκη παραγγέλνουν το 1877 στον Γ. Χαλεπά μια γλυπτική σύνθεση για το μνήμα της κόρης τους. Η κοπέλα είχε πεθάνει σε ηλικία δεκαοχτώ χρόνων από φυματίωση. Η αστική οικογένειά της ήταν μια από τις γνωστότερες στη Κίμωλο.

Παρά τις έντονες ψυχικές διαταραχές που αρχίζει να έχει εκείνη την περίοδο ο καλλιτέχνης καταφέρνει να ολοκληρώσει την «Κοιμωμένη» του. Η νεκρή κοπέλα εμφανίζεται στην σύνθεση αναπαυμένη. Δεν περιμένει τον θάνατο. Η μορφή της μισοκαθισμένη με τα λυτά μαλλιά στο προσκέφαλο και τα πόδια της ανήσυχα διπλωμένα. Οι πτυχώσεις του σεντονιού ολοκληρώνουν τις αναμφισβήτητες πλαστικές αρετές που θέλησε να δώσει ο καλλιτέχνης στο έργο του. Οι μεταγενέστεροί του θεωρούν ότι με την «Κοιμωμένη» ο Χαλεπάς υπερβαίνει τη παράδοση. Δίνοντας γόνιμα ερεθίσματα και στις επόμενες συνθέσεις.

Το τελευταίο έναυσμα για το θάνατο του Χαλεπά ήταν όταν ονειρεύτηκε το «Άγαλμα της Κοιμωμένης». Τότε διαπίστωσε ότι είχε κάνει κατά τον ίδιο ένα φοβερό λάθος. Τα πόδια της κοπέλας στο άγαλμα είναι ελαφρώς λυγισμένα. Όταν όμως αυτά τεντωθούν, τότε προεξέχουν από το κρεβάτι της. Είχε προηγηθεί μια παρατήρηση της μητέρας Αφεντάκη στον καλλιτέχνη σχετικά με το σχήμα του προσώπου του αγάλματος. Θεωρούσε ότι δεν ταυτίζεται με τη νεκρή. Η παρατήρηση αυτή πριν ακόμα τελειώσει το έργο εξόργισε τόσο πολύ τον καλλιτέχνη που έσπασε το κεφάλι του αγάλματος, το οποίο και ξαναέφτιαξε στη συνέχεια.

Η τελειομανία που διέκρινε τον Χαλεπά δεν κατάφερε να τον ηρεμήσει για τα τεχνικά λάθη που αντιλήφθηκε ότι είχε κάνει στην «Κοιμωμένη». Αυτό το λάθος ήταν που τον ανάγκασαε να πραγματοποιήσει  αυτοκτονία για να τερματιστεί η ζωή του.

Η αποκαλούμενη «Κοιμωμένη του Χαλεπά» παραμένει ένα από τα σημαντικότερα γλυπτά που βρίσκονται στο πρώτο νεκροταφείου. Για πολλούς η «Κοιμωμένη» αποτελεί αλληγορική απεικόνιση της ίδιας της χώρας, η οποία μπορεί να αναπαύεται αλλά δεν πεθαίνει.

Με αφορμή αρχιερατικό μνημόσυνο για τα 100 χρόνια από το θάνατο της Σοφίας Αφεντάκης τον Δεκέμβρη του 1973 ο Π. Παλαιολόγος είχε γράψει στο «Βήμα»:

«Αγέραστη μένει η Κοιμωμένη. Δεν αφυπνίζεται, αλλά και δεν γερνά. Λυτρωτικό το μάρμαρο, προστατεύει τον ύπνο και τη νεότητα της κόρης. Κόρη στα 118 της. Καλά το είπε ο ποιητής: όποιον αγαπά ο Θεός, πεθαίνει νέος. Τα νιάτα της μαρμάρωσε ο καλλιτέχνης και, νεκρός αυτός, παρατείνει την ξένη νεότητα όσο παρατείνεται και η ζωή του μαρμάρου».

ΤΟ ΦΆΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΊΟΥ.

Πρόκειται για το περιβόητο φάντασμα του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών,μια ιστορία που πολλοί φραγκοφόροι συζητάνε με δέος,άλλοτε ως αστείο για χαβαλέ,και άλλοτε στα σοβαρά... Μα πολύ σοβαρά!
Πρόκειται για την ιστορία εμφανίσεως ενός φαντάσματος ενός παλιού πεθαμένου πλέον φραγκοφόρου, ο οποίος πέθανε κουβαλώντας ένα πένθιμο στεφάνι στον ώμο του

Αφού η Αθήνα είχε ελευθερωθεί από την Τουρκοκρατία και αποφασίστηκε να γίνει η πρωτεύουσα της Ελλάδας,φτιάχτηκε το πρώτο (ιστορικά) νεκροταφείο της Αθήνας,το οποίο αποκαλείται ως ''Πρώτο Νεκροταφείο'' εως και σήμερα.

Σε αυτό το νεκροταφείο που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας,έχει αναφερθεί πολλές φορές η παρουσία ενός φαντάσματος ηλικιωμένου άντρα ντυμένου με μαύρα, (κλασσική ενδυμασία φραγκοφόρου) να κουβαλάει ένα στεφάνι,και να το πηγαίνει βόλτα.

Υποτίθεται πως είναι το φάντασμα ενός από τους πρώτους φραγκοφόρους της Αθήνας,του Νικολάου Μπάτσαρη,απόγονου της γνωστής οικογένειας Κλεφτών Μπάτσαρη. Ο Νικόλαος Μπάτσαρης ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε φτωχό,και από το Κλέφτικο περιβάλλον που ζούσε,έμαθε να αποκτά το χρήμα πάση θυσία.Μόνο που αυτός ήταν κάτι παραπάνω από κλέφτης.Αγαπούσε τα λεφτά όσο τίποτα στο κόσμο.
Στην Αθήνα εκείνης της εποχής που ήταν σχεδόν κατεστραμμένη αλλά ελεύθερη,ο Μπάτσαρης γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί,και σε ηλικία πολύ μικρή άρχισε να δουλεύει ως ένας από τους πρώτους φραγκοφόρους της Αθήνας.

Κάθε μέρα ευχόταν να πεθάνει κόσμος,για να έχει περισσότερους να θάψει,και όταν μια μέρα είχε να θάψει λιγότερους από 3 νεκρούς βλασφημούσε συχνά και ήταν κακόκεφος.
Ήταν ύπουλος και συχνά έκανε σαμποτάζ στους συναδέλφους του και τους ρουφιάνεβε,ενώ έγλυφε πάντα τους εργολάβους των κηδειών.

Συχνά όταν έβλεπε πως η οικογένεια του θανόντα δεν ήταν στον νεκροθάλαμο,πήγαινε μέσα και άνοιγε το καπάκι του φέρετρου και μίλαγε και χάιδευε τους νεκρούς με στοργή,ευχαριστώντας τους,επειδή θα του δίναν μεροκάματο.
Με το καιρό και με πολύ δουλειά κατάφερε και αγόρασε εκτάσεις στην τότε πάμφθηνη και άδεια Αθήνα τις οποίες και νοίκιαζε,αποκτώντας μεγάλη περιουσία.

Αλλά παρά τα κέρδη του και τη περιουσία του,συνέχιζε να δουλεύει καθημερινά και σκληρά,πάντα κάνοντας ρουφιανιές και σαμποτάζ στους συναδέλφους του.
Όταν έφτασε σε ηλικία συνταξιοδότησης,σταμάτησε να εργάζεται επίσημα ως φραγκοφόρος και να κουβαλάει κάσες,και συνέχισε να έρχεται στο νεκροταφείο για να κουβαλάει στεφάνια.
Καθόταν από το πολύ πρωί εως αργά το απόγευμα στο νεκροταφείο,το οποίο για αυτόν είχε γίνει το δεύτερο του σπίτι,και καθ' όλη την διάρκεια της ημέρας έμενε νηστικός,ενώ και στο σπίτι του όταν έμενε δεν έτρωγε σχεδόν καθόλου.Αγαπούσε τόσο πολύ το χρήμα που δεν ήθελε να το αποχωριστεί,και έτσι με το ζόρι σπαταλούσε αρκετά λεφτά για να εξακολουθεί να ζει,με το ζόρι για τα απαραίτητα,ενώ ήταν από τους πιο ευκατάστατους Έλληνες της εποχής.

Κι όμως,ο Νικόλαος ήταν εκεί κάθε μέρα,νηστικός και σκελετωμένος να παρακαλάει για να σηκώσει τώρα πλέον ένα στεφάνι για να βγάλει 8 δραχμές.
Άμα δεν υπήρχαν αρκετά στεφάνια για να σηκώσει και αυτός,πήγαινε σε αυτούς που σηκώνανε και τους παρακάλαγε να το παν μισό-μισό,δηλαδή στα μισά της διαδρομής που κάνει το φέρετρο από την εκκλησία ως τον τάφο να του το δώσουν,για να πληρωθεί το μισό μισθό,δηλαδή 4δρχ.

Υπήρχαν και παιδιά από πολύ φτωχές οικογένειες που δεν είχαν να φάνε,και πηγαίναν για να σηκώσουν στεφάνια για να μπορέσουν να πάρουν μια ή δυο φρατζόλες ψωμί.
Όμως ο Μπάτσαρης τα έβλεπε και αυτά σαν εχθρούς.Και όταν ένα παιδί νεαρό πήγαινε να σηκώσει ένα στεφάνι,του το έπαιρνε από τα χέρια με τη βία,σπρόχνοντας βρίζοντας και φωνάζοντας.Έτσι το παιδί θα πήγαινε σπίτι χωρίς μεροκάματο και θα έμενε νηστικό για μια ή δύο ημέρες,ενώ ο Μπάτσαρης θα έπαιρνε άλλες 8 δραχμές.

Οι 8 δραχμές όμως ήταν ασήμαντο ποσό για τα χρήματα που έβγαζε αυτός ο κύριος από την είσπραξη ενοικίων που αθροιζόντουσαν σε πολλές χιλιάδες δραχμές.
Μερικοί λένε ότι ο Μπάτσαρης ήταν ο δεύτερος Έλληνας που αγόρασε αυτοκίνητο,μετά από τον Βασιλέα της Ελλάδας.
Πριν σηκωθεί η κηδεία,ο Μπάτσαρης καθόταν δίπλα από τα στεφάνια και όπως έκανε παλαιότερα με τους νεκρούς,έτσι και τώρα με τα στεφάνια είχε μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης. Στεκόταν όλη την ώρα δίπλα τους,τους μιλούσε,τα χάιδευε,και τους έκανε παρέα,μέχρι να χρειαστεί να σηκώσει ένα για να το πάει στο τάφο και μετά να πληρωθεί.

Όταν οι άλλοι φραγκοφόροι τον ρωτούσαν τι τα κάνει τόσα χρήματα,έλεγε πως "Άμα ξανάρθουν οι Τούρκοι και τουρκέψει η Αθήνα θα δεις" και άλλοτε "Τα μαζεύω για τα γεράματα μου".Τελικά πέθανε σε ηλικία 90 ετών κουβαλώντας ένα στεφάνι.
Από τότε λέγεται πως βρυκολάκιασε και πως το φάντασμα του στοιχειώνει το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών,και εμφανίζεται αρκετά συχνά τόσο σε άλλους φραγκοφόρους όσο και στους νυχτερινούς φύλακες.

Το φάντασμα του δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την ύπαρξη των ανθρώπων γύρω του,και συνήθως εμφανίζεται ή εκεί που ακουμπάν τα στεφάνια οι φραγκοφόροι,να μιλάει και να χαιδεύει τα στεφάνια,είτε σε κάποιο διάδρομο του νεκροταφείου να κουβαλάει το τελευταίο του στεφάνι.

Η εμφάνιση του φαντάσματος αλλά και η ιστορία της ζωής του,έχει αποκτήσει διαστάσεις αστικού θρύλου ανάμεσα σε νεκροθάφτες,γραφεία κηδειών και φραγκοφόρους,ενώ λέγεται πως μερικές φορές εμφανίζεται στα όνειρα κάποιων φραγκοφόρων απειλώντας τους και ζητώντας τους να μη σηκώσουν τον νεκρό ή το στεφάνι,για να το σηκώσει αυτός.

A Νεκροταφείο Αθηνών - Τάφοι Εργα Τέχνης και το..Φάντασμα του Νεκροταφείου
http://rip-people.blogspot.com

Περνώντας κανείς την πύλη του Α’ Νεκροταφείου της Αθήνας είναι σαν να εισέρχεται σε έναν παράξενο και συναρπαστικό κόσμο όπου η τέχνη και η φύση δημιουργούν ένα αρμονικό περιβάλλον κατάνυξης, κατάλληλο για περισυλλογή, ανάκληση της μνήμης και ονειροπόληση.
Στο Νεκροταφείο έχουν ταφεί αγωνιστές του 1821, ξένοι μόνιμοι κάτοικοι της Αθήνας από την εποχή του Όθωνα και άλλες προσωπικότητες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της Αθήνας του 19ου αλλά και του 20ου αιώνα.
Το Α΄Νεκροταφείο αποτελεί τη μεγαλύτερη παρακαταθήκη έργων γλυπτικής του τόπου μας. Ο κύριος όγκος των έργων αποτελείται από έργα Τηνιακών μαρμαρογλυπτών, με πιο συνηθισμένο τύπο μνημείων, τις επιτύμβιες στήλες.
Σχεδόν όλοι οι γλύπτες, που δραστηριοποιούνταν την περίοδο από τη σύσταση του κοιμητηρίου το 1834 μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα έχουν φιλοτεχνήσει ταφικά μνημεία, δραστηριότητα η οποία αποτελούσε το κύριο μέσο βιοπορισμού τους.
Η μελέτη των χαραγμένων ονομάτων πάνω στους τάφους αποκαλύπτει ποιοί επώνυμοι είχαν τη δυνατότητα να παραγγείλουν ένα μνημείο, αφου τα ταφικά μνημεία πολύ συχνά αποτελούσαν πεδίον ανταγωνισμού μεταξύ των οικογενειών.

Καλή πλοήγηση

Ο φαρδύς δρόμος που ανεβαίνει την Αρδηττού σε προϊδεάζει για την ησυχία του τόπου: οδός Αναπαύσεως. Στο τελείωμα της η μεγάλη πύλη τουΑ` Νεκροταφείου Αθηνών. Για πολλούς το άκουσμά του και μόνο δηλώνει την «μεταθανάτια πολυτέλεια». Μαρμάρινές προτομές, ναοσχήματοι τάφοι, και εκατοντάδες συνθέσεις το καθιστούν σήμερα ως το μεγαλύτερο γλυπτικό πάρκο της χώρας.

Η δημιουργία του Α` Νεκροταφείου συνδέεται με την καθιέρωση της Αθήνας ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Η θεσμοθέτησή του ως μοναδικού χώρου ενταφιασμού στην Αθήνα έγινε επί δημαρχίας Γ. Σκούφου (1857- 1861). Τότε ο χώρος εξωραΐζεται, οριοθετούνται οι θέσεις των τάφων και τοποθετούνται τα πρώτα μνημεία.

Οι συνθήκες εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές για την δημιουργία επιτύμβιας τέχνης. Ήδη είχε αρχίσει η διδασκαλίας της γλυπτικής στο λεγόμενο Σχολείο Τεχνών με το Πολυτεχνείο να θεσμοθετεί καλλιτεχνικούς αγώνες. Παραγγελίες τότε ανατίθενται από πλούσιους αθηναίους αλλά και από το κράτους που επιθυμεί να επαναφέρει το αρχαίο κλέος στην σύγχρονη πρωτεύουσα. Μαρμαρογλυφεία μαζί με ξακουστούς τηνιακούς μάστορες ανοίγουν τότε στην Αθήνα. Οι νέοι δημιουργοί αισθάνονται ότι τους βαραίνει το χρέος του παρελθόντος και προσπαθούν μια επανασύνδεση της γλυπτικής του αρχαίου νεκροταφείου Κεραμεικού με αυτήν του σύγχρονου κοιμητηρίου.

Στην Αθήνα καταφθάνει εκείνον τον καιρό και ο τήνιος Γιαννούλης Χαλεπάς που δέχεται μαθήματα από τον ελληνοβαυαρό καλλιτέχνη Λεωνίδα Δρόση. Ο ίδιος υπήρξε παιδί φημισμένων μαρμαρογλυπτών, με παραρτήματα της οικογενειακής επιχείρησης στη Σμύρνη, το Βουκουρέστι και τον Πειραιά. Η θέλησή του όμως ήταν να ασχοληθεί με την τέχνη και όχι με τις επιχειρήσεις. Έτσι μετά τα πρώτα μαθήματα στην Αθήνα φεύγει με υποτροφία στο Μόναχο όπου γοητεύτηκε από το ρεαλιστικό κύμα της εποχής.

Ένα έργο του Χαλεπά στο πρώτο νεκροταφείο έμελλε να αποτελέσει το καθοριστικό για τον ίδιο αλλά και το πιο συγκινησιακά φορτισμένο για τον χώρο. Συγκλονισμένοι οι γονείς της Σοφίας Αφεντάκη παραγγέλνουν το 1877 στον Γ. Χαλεπά μια γλυπτική σύνθεση για το μνήμα της κόρης τους. Η κοπέλα είχε πεθάνει σε ηλικία δεκαοχτώ χρόνων από φυματίωση. Η αστική οικογένειά της ήταν μια από τις γνωστότερες στη Κίμωλο.

Παρά τις έντονες ψυχικές διαταραχές που αρχίζει να έχει εκείνη την περίοδο ο καλλιτέχνης καταφέρνει να ολοκληρώσει την «Κοιμωμένη» του. Η νεκρή κοπέλα εμφανίζεται στην σύνθεση αναπαυμένη. Δεν περιμένει τον θάνατο. Η μορφή της μισοκαθισμένη με τα λυτά μαλλιά στο προσκέφαλο και τα πόδια της ανήσυχα διπλωμένα. Οι πτυχώσεις του σεντονιού ολοκληρώνουν τις αναμφισβήτητες πλαστικές αρετές που θέλησε να δώσει ο καλλιτέχνης στο έργο του. Οι μεταγενέστεροί του θεωρούν ότι με την «Κοιμωμένη» ο Χαλεπάς υπερβαίνει τη παράδοση. Δίνοντας γόνιμα ερεθίσματα και στις επόμενες συνθέσεις.

Το τελευταίο έναυσμα για το θάνατο του Χαλεπά ήταν όταν ονειρεύτηκε το «Άγαλμα της Κοιμωμένης». Τότε διαπίστωσε ότι είχε κάνει κατά τον ίδιο ένα φοβερό λάθος. Τα πόδια της κοπέλας στο άγαλμα είναι ελαφρώς λυγισμένα. Όταν όμως αυτά τεντωθούν, τότε προεξέχουν από το κρεβάτι της. Είχε προηγηθεί μια παρατήρηση της μητέρας Αφεντάκη στον καλλιτέχνη σχετικά με το σχήμα του προσώπου του αγάλματος. Θεωρούσε ότι δεν ταυτίζεται με τη νεκρή. Η παρατήρηση αυτή πριν ακόμα τελειώσει το έργο εξόργισε τόσο πολύ τον καλλιτέχνη που έσπασε το κεφάλι του αγάλματος, το οποίο και ξαναέφτιαξε στη συνέχεια.

Η τελειομανία που διέκρινε τον Χαλεπά δεν κατάφερε να τον ηρεμήσει για τα τεχνικά λάθη που αντιλήφθηκε ότι είχε κάνει στην «Κοιμωμένη». Αυτό το λάθος ήταν που τον ανάγκασαε να πραγματοποιήσει  αυτοκτονία για να τερματιστεί η ζωή του.

Η αποκαλούμενη «Κοιμωμένη του Χαλεπά» παραμένει ένα από τα σημαντικότερα γλυπτά που βρίσκονται στο πρώτο νεκροταφείου. Για πολλούς η «Κοιμωμένη» αποτελεί αλληγορική απεικόνιση της ίδιας της χώρας, η οποία μπορεί να αναπαύεται αλλά δεν πεθαίνει.

Με αφορμή αρχιερατικό μνημόσυνο για τα 100 χρόνια από το θάνατο της Σοφίας Αφεντάκης τον Δεκέμβρη του 1973 ο Π. Παλαιολόγος είχε γράψει στο «Βήμα»:

«Αγέραστη μένει η Κοιμωμένη. Δεν αφυπνίζεται, αλλά και δεν γερνά. Λυτρωτικό το μάρμαρο, προστατεύει τον ύπνο και τη νεότητα της κόρης. Κόρη στα 118 της. Καλά το είπε ο ποιητής: όποιον αγαπά ο Θεός, πεθαίνει νέος. Τα νιάτα της μαρμάρωσε ο καλλιτέχνης και, νεκρός αυτός, παρατείνει την ξένη νεότητα όσο παρατείνεται και η ζωή του μαρμάρου».

ΤΟ ΦΆΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΊΟΥ.

Πρόκειται για το περιβόητο φάντασμα του Πρώτου Νεκροταφείου Αθηνών,μια ιστορία που πολλοί φραγκοφόροι συζητάνε με δέος,άλλοτε ως αστείο για χαβαλέ,και άλλοτε στα σοβαρά... Μα πολύ σοβαρά!
Πρόκειται για την ιστορία εμφανίσεως ενός φαντάσματος ενός παλιού πεθαμένου πλέον φραγκοφόρου, ο οποίος πέθανε κουβαλώντας ένα πένθιμο στεφάνι στον ώμο του

Αφού η Αθήνα είχε ελευθερωθεί από την Τουρκοκρατία και αποφασίστηκε να γίνει η πρωτεύουσα της Ελλάδας,φτιάχτηκε το πρώτο (ιστορικά) νεκροταφείο της Αθήνας,το οποίο αποκαλείται ως ''Πρώτο Νεκροταφείο'' εως και σήμερα.

Σε αυτό το νεκροταφείο που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας,έχει αναφερθεί πολλές φορές η παρουσία ενός φαντάσματος ηλικιωμένου άντρα ντυμένου με μαύρα, (κλασσική ενδυμασία φραγκοφόρου) να κουβαλάει ένα στεφάνι,και να το πηγαίνει βόλτα.

Υποτίθεται πως είναι το φάντασμα ενός από τους πρώτους φραγκοφόρους της Αθήνας,του Νικολάου Μπάτσαρη,απόγονου της γνωστής οικογένειας Κλεφτών Μπάτσαρη. Ο Νικόλαος Μπάτσαρης ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε φτωχό,και από το Κλέφτικο περιβάλλον που ζούσε,έμαθε να αποκτά το χρήμα πάση θυσία.Μόνο που αυτός ήταν κάτι παραπάνω από κλέφτης.Αγαπούσε τα λεφτά όσο τίποτα στο κόσμο.
Στην Αθήνα εκείνης της εποχής που ήταν σχεδόν κατεστραμμένη αλλά ελεύθερη,ο Μπάτσαρης γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί,και σε ηλικία πολύ μικρή άρχισε να δουλεύει ως ένας από τους πρώτους φραγκοφόρους της Αθήνας.

Κάθε μέρα ευχόταν να πεθάνει κόσμος,για να έχει περισσότερους να θάψει,και όταν μια μέρα είχε να θάψει λιγότερους από 3 νεκρούς βλασφημούσε συχνά και ήταν κακόκεφος.
Ήταν ύπουλος και συχνά έκανε σαμποτάζ στους συναδέλφους του και τους ρουφιάνεβε,ενώ έγλυφε πάντα τους εργολάβους των κηδειών.

Συχνά όταν έβλεπε πως η οικογένεια του θανόντα δεν ήταν στον νεκροθάλαμο,πήγαινε μέσα και άνοιγε το καπάκι του φέρετρου και μίλαγε και χάιδευε τους νεκρούς με στοργή,ευχαριστώντας τους,επειδή θα του δίναν μεροκάματο.
Με το καιρό και με πολύ δουλειά κατάφερε και αγόρασε εκτάσεις στην τότε πάμφθηνη και άδεια Αθήνα τις οποίες και νοίκιαζε,αποκτώντας μεγάλη περιουσία.

Αλλά παρά τα κέρδη του και τη περιουσία του,συνέχιζε να δουλεύει καθημερινά και σκληρά,πάντα κάνοντας ρουφιανιές και σαμποτάζ στους συναδέλφους του.
Όταν έφτασε σε ηλικία συνταξιοδότησης,σταμάτησε να εργάζεται επίσημα ως φραγκοφόρος και να κουβαλάει κάσες,και συνέχισε να έρχεται στο νεκροταφείο για να κουβαλάει στεφάνια.
Καθόταν από το πολύ πρωί εως αργά το απόγευμα στο νεκροταφείο,το οποίο για αυτόν είχε γίνει το δεύτερο του σπίτι,και καθ' όλη την διάρκεια της ημέρας έμενε νηστικός,ενώ και στο σπίτι του όταν έμενε δεν έτρωγε σχεδόν καθόλου.Αγαπούσε τόσο πολύ το χρήμα που δεν ήθελε να το αποχωριστεί,και έτσι με το ζόρι σπαταλούσε αρκετά λεφτά για να εξακολουθεί να ζει,με το ζόρι για τα απαραίτητα,ενώ ήταν από τους πιο ευκατάστατους Έλληνες της εποχής.

Κι όμως,ο Νικόλαος ήταν εκεί κάθε μέρα,νηστικός και σκελετωμένος να παρακαλάει για να σηκώσει τώρα πλέον ένα στεφάνι για να βγάλει 8 δραχμές.
Άμα δεν υπήρχαν αρκετά στεφάνια για να σηκώσει και αυτός,πήγαινε σε αυτούς που σηκώνανε και τους παρακάλαγε να το παν μισό-μισό,δηλαδή στα μισά της διαδρομής που κάνει το φέρετρο από την εκκλησία ως τον τάφο να του το δώσουν,για να πληρωθεί το μισό μισθό,δηλαδή 4δρχ.

Υπήρχαν και παιδιά από πολύ φτωχές οικογένειες που δεν είχαν να φάνε,και πηγαίναν για να σηκώσουν στεφάνια για να μπορέσουν να πάρουν μια ή δυο φρατζόλες ψωμί.
Όμως ο Μπάτσαρης τα έβλεπε και αυτά σαν εχθρούς.Και όταν ένα παιδί νεαρό πήγαινε να σηκώσει ένα στεφάνι,του το έπαιρνε από τα χέρια με τη βία,σπρόχνοντας βρίζοντας και φωνάζοντας.Έτσι το παιδί θα πήγαινε σπίτι χωρίς μεροκάματο και θα έμενε νηστικό για μια ή δύο ημέρες,ενώ ο Μπάτσαρης θα έπαιρνε άλλες 8 δραχμές.

Οι 8 δραχμές όμως ήταν ασήμαντο ποσό για τα χρήματα που έβγαζε αυτός ο κύριος από την είσπραξη ενοικίων που αθροιζόντουσαν σε πολλές χιλιάδες δραχμές.
Μερικοί λένε ότι ο Μπάτσαρης ήταν ο δεύτερος Έλληνας που αγόρασε αυτοκίνητο,μετά από τον Βασιλέα της Ελλάδας.
Πριν σηκωθεί η κηδεία,ο Μπάτσαρης καθόταν δίπλα από τα στεφάνια και όπως έκανε παλαιότερα με τους νεκρούς,έτσι και τώρα με τα στεφάνια είχε μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης. Στεκόταν όλη την ώρα δίπλα τους,τους μιλούσε,τα χάιδευε,και τους έκανε παρέα,μέχρι να χρειαστεί να σηκώσει ένα για να το πάει στο τάφο και μετά να πληρωθεί.

Όταν οι άλλοι φραγκοφόροι τον ρωτούσαν τι τα κάνει τόσα χρήματα,έλεγε πως "Άμα ξανάρθουν οι Τούρκοι και τουρκέψει η Αθήνα θα δεις" και άλλοτε "Τα μαζεύω για τα γεράματα μου".Τελικά πέθανε σε ηλικία 90 ετών κουβαλώντας ένα στεφάνι.
Από τότε λέγεται πως βρυκολάκιασε και πως το φάντασμα του στοιχειώνει το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών,και εμφανίζεται αρκετά συχνά τόσο σε άλλους φραγκοφόρους όσο και στους νυχτερινούς φύλακες.

Το φάντασμα του δείχνει να μην αντιλαμβάνεται την ύπαρξη των ανθρώπων γύρω του,και συνήθως εμφανίζεται ή εκεί που ακουμπάν τα στεφάνια οι φραγκοφόροι,να μιλάει και να χαιδεύει τα στεφάνια,είτε σε κάποιο διάδρομο του νεκροταφείου να κουβαλάει το τελευταίο του στεφάνι.

Η εμφάνιση του φαντάσματος αλλά και η ιστορία της ζωής του,έχει αποκτήσει διαστάσεις αστικού θρύλου ανάμεσα σε νεκροθάφτες,γραφεία κηδειών και φραγκοφόρους,ενώ λέγεται πως μερικές φορές εμφανίζεται στα όνειρα κάποιων φραγκοφόρων απειλώντας τους και ζητώντας τους να μη σηκώσουν τον νεκρό ή το στεφάνι,για να το σηκώσει αυτός.

 πίσω στα παλιά

No comments: