Ξεκινώντας φίλοι μου το οδοιπορικό αναμνήσεων του Αλωνακιού , καλό θα είναι να αναφέρουμε την πρώτη ιστορική καταγραφή του Επαχτίτη Λογοτέχνη - ιστορικού Γιάννη Βλαχογιάμμη , όπου περιγράφει γλαφυρότατα το αντάμωμα ΕΞΟΔΙΤΩΝ ΚΑΙ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΩΝ...
Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ “ ΑΝΤΡΕΙΩΜΕΝΩΝ “
ΜΕ ΤΟΥΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΕΣ ΣΤΟ ΛΙΔΟΡΙΚΙ
Του Γιάννη Βλαχογιάννη
Η πλατεία “ Αλωνάκι “ όπως ήταν το 1950
* *
" Το Μεσολόγγι μένει πίσω πια , στη χαλασιά , στην αλαλιά του . Νους και καρδιά το διώχνουν και το σπρώχνουν μ' αποστροφή της λησμονιάς τα σαραντάβαθα , στ' αβασίλευτα σκοτάδια του χαμού .
Φαρμάκι είναι στα χείλη τ' όνομά του . Κι' αυτό αραχνιασμένο , γυρίζει πίσω μ' όλα του τα σάβανα , κι' ορθώνεται στα μάτια σαν ξαναζωντανεμένος νεκρός . Αν τόσα στήθια , για το Μεσολόγγι , κάστρο πυργωθήκανε σκληρότερο απ' τ' ατσάλι , τα στήθια αυτά και τα κορμιά καπνός γενήκανε και στάχτη τώρα , και χαθήκανε στον άνεμο και παν .
Το ίδιο , ας ήτανε και μπορετό να' χε χαθεί , ποτέ μην είχε γεννηθεί το Μεσολόγγι το πικρό . Ας του'πεφτε κακιά αστραπή να το'καιγε , πριν απόνα λιμνοχώρι ταπεινό ξεβγεί στον κόσμο και φανεί ψηλότερο απ' τον Όλυμπο , κι' αστράψει και βροντήσει .
Και τώρα , που είναι του Μεσολογγιού η φωτιά η μεγαλωμένη και που η βροντή ; Αφού έτρεξε γοργό το δρόμο της και σκόρπισε το χαλασμό , χαλάστηκε κι' η ίδια . Κι' απόμεινε μιας σπιθαμής μαύρη καπνιά στρωμένη , δυο ζευγαριών καψαλισμένος τόπος , εκεί που πρώτα πυκνό ρουμάνι από δεντρόκορμη παλληκαριά , δρυμός παρθένος απ'τη μοίρα της Ελλάδας φυτρωμένος , έδειχνε της ομορφιάς τον πιο αγνό ανθό , τα πιο ακριβά του κόσμου δώρα , την ιδέα , την πίστη , την αγάπη .
Της φρουράς τ' απομεινάρια ακολουθάνε την ανηφοριά , του δρόμου το κυμάτισμα , σα συμπεθερικό βουβό , ξένο απ'τη χαρά του γάμου . Της φωτιάς τ' αποκαϊδια , άντρες και γυναίκες λιγοστές , πεντ' έξι , ντυμένες τ' αντρικά τους , σκυφτά κορμιά μισόγυμνα , στήθια στυμμένα , αρμοί και κατακλείδια αχνά ξεπεταγμένα , μάτια βαθουλά , δεν κοιτάζουν την κατάντια τους , δεν μιλάνε και δεν νοιάζονται τη συντροφιά τους γύρω , άχαρη συντροφιά σε γάμο καλεσμένη , που δε στάθηκε ποτέ .
Κούφια κουφάρια από την πείνα χορτασμένα , γονατισμένα από τη συφορά ,πάνε στο δρόμο τους συρτά μεθυσμένα , και δεν ξέρουν ούτε τ' ανοιξιάτικο ξεφάντωμα ,που χύνεται τριγύρω , ίσως για χαρά δική τους , ούτε την απίστευτή τους λευτεριά , που ξαναβρήκανε μονάχοι αυτοί , κι' όχι άλλοι , τίποτε δεν βάνουνε στο νου .
Τ' άγιο ψωμάκι μοναχά παρακαλάνε κάπου λίγο να βρεθεί . Δε νοιώθουν πια ούτε αν υπάρχει και χαρά , ούτε και κόσμος αν υπάρχει . Μονάχα το ψωμί .. Κανένας τους δεν θέλει πίσω αγναντεύσει τι δρόμο άφησε , τι δρόμο πήρε . Το ξέρουν , είναι κααταπόδι τους ο οχτρός , Τούρκος είναι κι' ο Χάρος . Όμως αν χτυπάει αυτός , χέρια δεν έχουνε , μήτε άρματα ν'αποκριθούν . Αλύπητος ο οχτρός , το ξέρουν κι ας χτυπάει .
Μοιάζουνε σα να'χασαν το δρόμο τους , του δρόμου το σκοπό , κάτι χειρότερο , σαν αποξενωμένοι μοιάζουν απ' της ζωής το σύνορο , σε σκοτεινή ερημιά ριγμένοι , που τη διαγουμάνησαν αθώρητα θεριά . Στο δρόμο , έρημα , αρπαγμένα και χαμένα τα χωριά , τα σπίτια ολάνοιχτα σαν άδειοι τάφοι , χωρίς τον ίσκιο ζωντανής ψυχής , χωρίς ακόμα και τ' ορνιθολάλημα , και του σκυλιού το γαυγητό . Έτσι δέχονται το ξένο συμπεθερικό , και τ' αγναντεύουν που περνάει . Οι χωριανοί , όσοι ξαναμείναν , πιάσαν τα βουνά , αιώνια καταφύγια , να γλυτώσουν . Και δεν είναι τώρα πουθενά ένα χέρι σπλαχνικό να δώσει το ψωμάκι , την αρρώστεια και τη λιγοψυχιά να λεημονηθεί .
Ένας - ένας ,όσοι ακούν τη σπίθα τη στερνή να τρεμοσβήνει στην καρδιά , μένουν πίσω και ξαπλώνονται στις ξώπορτες που χορταριάσανε , στα παραγώνια που για χρόνια τη φωτιά τους χάσανε , κι' εκεί , κατάχαμα , γυρεύουνε και βρίσκουν την ανάπαψη . Κι' οι άλλοι παν . Και πιό πολλοί είναι που απομένουν πίσω , στα μονοπάτια τα τραχιά , παρά οι ζωντανοί που προχωράν . Έτσι , όσο πάει λιγοστεύει το λιγόζωο συμπεθερικό . Της Έξοδος τ' αντίβροντο γέμισε των βουνών τα κάρκαρα , λιάκουρες και κλεισούρες αντιβουίσαν , κι' οι κρυμμένοι χωριανοί βγήκανε τέλος από τους κρυψώνες τους και τρέξαν από πίσω στο συμπεθερικό , σα διψασμένα αγρίμια , να ρωτήσουν και να μάθουν . Τους προφτάσανε πολλοί στο Λιδωρίκι . Εκεί , μπρος στ' αχνισμένα λείψανα , που δείχνουν της ζωής τη φλόγα μεσ΄τα μάτια τους να θαμποσβήνει σα μακρυσμένο απόβραδο , οι χωριανοί λησμονήσαν και το ρώτημα και το άκουσμα .
Άλλοι λειψό ψωμί ζυμώσαν , άλλοι ψήσαν αρνάκι τρυφερό , άλλοι ξετρυπώσαν τ' αντιψύχι του παλιού κρασιού και στρώσαν το τραπέζι , όλο δαφνόμυρτα , και μοίρασαν το φαί , λίγο από..λίγο , κι' ενώ τους βλέπουνε να τρώνε , μένουν αυτοί γονατιστοί και κλαίνε .
Δες όμως και τι θάμα ήταν αυτό . Όχι σαν ηλιοβασίλεμα που φεύγει , μα σαν κοντινή ανατολή η ζωή γυρίζει στη ματιά τους .Το χαμόγελό τους μοιάζει με του Αυγερινού το πρωτοχάραμα , και ξαφνικά λάμπει στο μέτωπό τους τ' άγιο αστέρι το λαμπρό . Είναι του Μεσολογγιού η θύμηση η γλυκειά που ξαναγύρισε κι' έφεξε γύρω . Σηκώνονται απ' το τραπέζι το΄λιτό . Άντρες - γυναίκες σιάζουν τ' αχτένιστα μαλλιά , σφίγγουν τη μέση , χεροπιάνονται όλοι νιάτα , από θείο πιοτό γεμάτη την καρδιά .
Ένας σουλιώτης , που' κρυβε στα στήθια τη σημαία του Μεσολογγιού , την ξετυλίγει , την κρεμάει απ' ένα κλάδο . Δεν είναι πια σημαία του πολέμου αυτή , φλάμπουρο είναι γάμου , και κάνει τη χαρά του το λυπημένο συμπεθερικό , και παίρνει τη λαχτάρα της ζωής για νύφη , νύφη μια και μόνη .
Ο λόγος ο στοματικός , που φύλαξε του θείου αυτού χορού το θάμα , λησμόνησε για το τραγούδι να μας πει , που είπαν οι χορευτάδες . Μα θα'πρεπε τέτοιο τραγούδι στόμα ανθρώπου να μη το ξανατραγουδήσει . Θα ' πρεπε μονάχα σ' άγιο βήμα , που δεν τό'χτισε χέρι ανθρώπινο , εκεί που προσκυνιέται κι΄ο ήχος του να μοιράζεται σαν από δισκοπότηρο, με τη σταλαματιά , σα γάργαρο νερό μαργαριτάρι σε φρυγμένα στόματα ."
Ολοζώντανη , η περιγραφή του ανταμώματος των χιλιοβασανισμένων Εξοδιτών του Μεσολογγιού , που με χίλιες στερήσεις και ταλαιπωρίες έφτασαν στο Λιδορίκι , όπου οι χωριανοί τους πρόσφεραν ψωμί , φαί , κρασί και νερό , κι απάνω στο κορύφωμα του πόνου και της απελπισιάς , ξαλαφρωμένοι , έπιασαν το χορό στο Αλωνάκι , το χορό των..." αντρειωμένων " ....
Έτσι κατέγραψε το “ αντάμωμα “ Εξοδιτών και Λιδορικιωτών , ο Επαχτίτης λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης ..
Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ....
H πρώτη σημαντική αλλα και τραγική αναμνησή μιυ εκείνης της εποχής , είναι φίλοι μου , απ' τη βραδιά της 18-4-49 , που οι αντλαρτες προσπάθησαν να μπουν στο Λιδορίκι και φυσικά να το κάψουν , ήμουν τότε μόλις 6 χρόνων και κάτι μηνών ..
Διαβάστε φίλοι μου τις λεπτομέρειες που έχει " καταγράψει " το παιδικό μου μυαλό, ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΠΟΣΤΕΥΤΕΣ ...
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ ΑΠ ΤΗΝ 18-4-1949
Ο συγγραφέας , ο..μπάρμπα Θανάσης Ευσταθίου , ζούσε και ..βασίλευε στο Νιού Τζέρσυ των Ηνωμένων πολιτειών , μέχρι πριν 2-3 χρόνια , ήταν δε πρωτοξάδελφος του μπάρμπα Θανάση Ευσταθίου , που είχε το καφενείο στη Βαθιά .
Η ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ 18ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1949
Όπως την έζησα , παιδί 6 χρόνων και 3 μηνών .
Πολλές λεπτομέρειες για τα γεγονότα της βραδιάς εκείνης , για όσα δηλαδή διαδραματίσθηκαν πριν και κατά την είσοδο των ανταρτών στο χωριό μας , δεν θυμάμαι , για ένα απλό , απλούστατο λόγο :διότι δεν ήταν δυνατό ένα παιδί 6 χρόνων ,και σε τέτοια κατάσταση που επικρατούσε , να κυκλοφορεί στο δρόμο , αλλά έχω χαραγμένες ολοκάθαρα στο μυαλό μου , με την ευκρίνεια της παιδικής μνήμης , όλα όσα έγιναν μέσα στο χώρο που είχαμε μαζευτεί , η οικογένειά μου , και μερικοί γείτονες , για να μπορέσουμε να σωθούμε .
Όπως έχω αναφέρει , το κτίριο που στεγαζόταν , τότε , η Αστυνομία , ήταν της οικογενείας μου , είναι τριώροφο απ' την κάτω μεριά , λόγω της κλίσης του εδάφους , και ισόγειο απ' την πάνω , στο δημόσιο δρόμο . Ήταν λιθόχτιστο και είχε χτιστεί τελευταία , μετά το 1940 , και είχε ένα πολύτιμο , για την περίσταση , πλεονέκτημα , δεν είχε κεραμοσκεπή , αλλά ταράτσα , πλάκα..μπετόν αρμέ , και μάλιστα τόσο γερή , που όταν πρόσφατα , πέρσι , φκιάχνοντας κεραμοσκεπή , πάνω απ' την πλάκα , προσπαθήσαμε να ..κόψουμε ένα εξέχον κομμάτι ( κεφαλόσκαλο ) ο μάστορας..δεινοπάθησε , δεν κοβόταν με ..τίποτα , παρ' ότι ήταν ηλικίας άνω των 50 χρόνων , και φυσικά φκιαγμένη με ..υλικά και..τεχνολογία της εποχής εκείνης .
Στην ταράτσα λοιπόν , που έχει εμβαδόν , γύρω στα 170 τ.μ. , και στις τέσσερις γωνίες της , είχαν χτιστεί τέσσερα πολυβολεία , λιθόχτιστα , και με τσιμέντινες ενισχύσεις ( ..σενάζι ) καθώς και στέγες , όλα είχαν το κλασσικό στρογγυλό σχήμα , έχοντας πολεμίστρες ολόγυρα . Επίσης είχε χτιστεί περιμετρικά , σ' όλοκληρη την ταράτσα , ένα πέτρινο τειχίο , ενισχυμένο με ζώνες μπετόν αρμέ , ύψους περίπου ενός μέτρου , που κάλυπτε τη μετακίνηση των πολεμιστών , από πολεμίστρα σε..πολεμίστρα , αλλά και σε όλες τους γενικά τις κινήσεις .
Το κτίριο αυτό , ήταν φκιαγμένο απ' τον πατέρα μου στις αρχές της δεκαετίας του '40 , και χρησιμοποιούνταν σαν μαγαζί , Ζαχαροπλαστείο -Εστιατόριο , όταν όμως η κατάσταση έγινε..έκρυθμη , επιτάχθηκε απ' την Αστυνομία και έγιναν όλα αυτά τα έργα που αναφέραμε και έκτοτε , ακόμα και σήμερα , το σπίτι μας αναφέρεται " Αστυνομία ".
Στον πάνω-πάνω όροφο , ισόγειο στο ..δρόμο , β' όροφος απ' την κάτω μεριά , ήταν τα γραφεία της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής , γραφείο Διοικητού , Γραμματεία , δωματιάκι Διαβιβάσεων , ασυρμάτου , τηλ/νου κλπ , και γραφεία των υπολοίπων ανδρών . Στον από κάτω όροφο , που είχε , και έχει , μόνο εξωτερική επικοινωνία , ήταν το μαγειρείο , χώρος εστιάσεως ( τραπεζαρία ) , και στο βάθος ήταν ο θάλαμος ύπνου των ανδρών , χώρος φύλαξης των όπλων και πίσω-πίσω , προς το δρόμο , υπήρχε και ένα..κρατητήριο , ..ιστορικό , πια αυτό για τα χρόνια εκείνα .
Σας δίνουμε , σε..επανάληψη , το σχεδιάγραμμα του φίλου του Τάκη Παπαδόπουλου , στο οποίο έχουμε κάνει μια..μικρούλα ..παρέμβαση , σημειώνοντας με ..ημικύκλια τις θέσεις των πολυβολείων , στις τέσσερις γωνιές της ταράτσας , και με ένα ..βέλος προσδιορίζουμε την απόσταση μεταξύ της Αστυνομίας , έτσι το λέγανε πάντα το σπίτι μας , και ακόμα κάποιοι το λένε , και του Ευσταθαίικου σπιτιού , που βρίσκεται λοξά απέναντι στο δρόμο , και σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των 20 μ .
Τα πολυβολεία , ήταν έτσι , κατάλληλα προσανατολισμένα για να καλύπτουν όλο το γύρω χώρο , όπως βλέπουμε το σχεδιάγραμμα , απ' τα δυο , προς το δρόμο , πολυβολεία το δεξιό , είχε την κυριότερη... αποστολή , γιατί είναι λοξά απέναντι με το Παλιόραγκο , το λόφο πάνω απ' τον Άγιο Ευθύμιο , τοποθεσία που είχε ελεύθερη διέξοδο , προς τα πίσω , την Γκιώνα , και από εκεί ολμοβολούσαν και..πολυβολούσαν οι αντάρτες , που σκοπό , πάντα , είχαν να..κατεδαφίσουν την Αστυνομία , κάτι που ποτέ δεν κατάφεραν , διότι αν το είχαν καταφέρει , η εξέλιξη της μάχης του Λιδορικίου θα ήταν τελείως διαφορετική , και οι συνέπειες ..τραγικές ...
Απ' τα δύο μπροστινά πολυβολεία , λοιπόν το ένα όπως είπαμε κάλυπτε , την πλευρά προς τον Παλιόραγκο , ελέγχοντας ταυτόχρονα το κέντρο του χωριού , Αλωνάκι , Βαθειά καθώς και την κάτω και δεξιά του Παλιόραγκου περιοχή , τον Γυφτομαχαλά , το άλλο μπροστινό κάλυπτε την περιοχή προς τα σχολεία και το δρόμο προς Ναύπακτο , βέβαια η ορατότητά του ήταν περιορισμένη , αν και τότε πολλά σημερινά σπίτια δεν υπήρχαν .
Απ' τα άλλα δυο πολυβολεία , της πίσω πλευράς , κάλυπταν , τη ρεματιά , το..Σκατόρεμα , όπως το λέμε , μέχρι κάτω μακριά , τον Κούστη και το νεκροταφείο , καθώς και όλη την πέρα πάντα μέχρι τον Αντώνη , το ρουμάνι και το δρόμο προς Καρούτες .
Η φωτογραφία αυτή φίλοι μου , είναι βγαλμένη το 1953 , απ' το Σερεντέλη και καλύπτει το κομμάτι από το Αλωνάκι μέχρι και το Δημοτικό σχολείο , όπως επίσης και το παλιό Γυμνάσιο , τωρινό Δημοτικό , και κομμάτι του Ψαλά . Στο κέντρο , σχεδόν , της φωτογραφίας , φαίνεται ολοκάθαρα το κτίριο της Αστυνομίας , το Καψαλαϊικο όπως λέμε , και ολοκάθαρα φαίνονται τα δυο , τουλάχιστον πολυβολεία , που ακόμα δεν έχουν γκρεμιστεί , και μάλλον η φωτογραφία , είναι βγαλμένη κατά το διάστημα που ..καθαρίζαμε την ταράτσα μας γιατί κρατούσε νερά , με τα πολυβολεία και το τειχίο , και αν ζουμάρετε στην φωτογραφία , θα έχετε μπροστά σας το..αμυντικό σύστημα του χωριού μας , της τότε εποχής , σε συνδυασμό δε με την επόμενη φωτογραφία , που είναι παρμένη , πρόσφατα όμως , απ' τον Παλιόραγκο , και έχει μπροστά και κάτω ..πιάτο το Λιδορίκι , θα βγάλετε συμπέρασμα για την πλεονεκτική θέση των ανταρτών όταν επιχειρούσαν από κει .
Όπως βλέπετε το χωριό μας είναι..εκτεθειμένο στα ..μάτια του Παλιόραγκου , όπως επίσης και το Βαρούσι και ο Γυφτομαχαλάς , που στη φωτογραφία δεν φαίνονται .
Η Αστυνομική δύναμη της εποχής , απ' όσο θυμάμαι θα πρέπει να ήταν , συνολικά , γύρω στα 10-15 , άτομα , διοικητής ήταν ο Γεώργιος Παπαγεωργίου , Μοίραρχος , που αργότερα παντρεύτηκε στο χωριό μας , την πρωτοξαδέρφη μου Παρασκευή ( Τσιβούλα ) Φαλίδα .
Επειδή λοιπόν η Αστυνομία , είχε ταράτσα , που πρόσφερε μεγαλύτερη σιγουριά και ασφάλεια , εκείνο το βράδυ είχαμε μαζευτεί εκεί , στο χώρο του υπνοθαλάμου και του μαγειρείου , η οικογένειά μου , ο πατέρας μου ήταν στην Αθήνα , και πολλοί γείτονες ,γυναικόπαιδα μόνο , Κουτσαυταίοι κλπ , μαζί μας δε ήταν κι' ένας συγγενής μας απ' τη Σώταινα , ο Χαραλ.Φάκος , που ήταν παλιότερα χωροφύλακας , και αν θυμάμαι καλά , πρέπει να ήταν κι' ο μάγειρας της χωροφυλακής , Γιώργος Κολοκύθας , μάλλον , απ' το Λούτσοβο , και βέβαια ήταν και οι μόνοι που είχαν όπλα .
Πολλά , πάρα πολλά , είναι ..καταγραμμένα στη παιδική μου μνήμη , απ' τα γεγονότα της τραγικής εκείνης βραδιάς , τα περισσότερα όμως , που αφορούσαν στα ..διαδραματιζόμενα , έξω στο χωριό , και κυρίως στον χώρο του Αλωνακιού , είναι καθαρά..ηχητικά ντοκουμέντα , απ' τις σκληρές μάχες ανταρτών , στρατιωτών , και χωροφυλακής , όπως επίσης και οι διάφοροι ήχοι , απ' τα..χωνιά των ανταρτών , τις φωνές των χωροφυλάκων αλλά και των λίγων στρατιωτών που αμύνονταν στο κοντινό , σε απόσταση 20 μέτρων ..Στρατηγείο , που είχε έδρα στο Ευσταθαίικο σπίτι .
Κάτι όμως που δεν θα ξεχάσω ποτέ , και πως θα ήταν δυνατό κάτι τέτοιο , είναι το ότι ο ξάδερφός μου ο Χαραλ.Φάκος , εκτός απ' το όπλο του , είχε δίπλα και ένα κιβώτιο με χειροβομβίδες , για υστάτη..άμυνα αλλά και..εν ανάγκη...αυτοκαταστροφή...
Αυτή ήταν η αστυνομική δύναμη της εποχής , τέταρτος απ' αριστερά ο Διοικητής της Υποδιοίκησης , Γ.Παπαγεωργίου , ο πέμπτος είναι ο Κώστας Παναγιώτου , έκτος ο..Νιόνιος , που μας έκανε ..αστεία , ο έβδομος , πρέπει να είναι ο Γιάννης Κουμιανάκης , απ' το Ηράκλειο Κρήτης κι ο μεσαίος απ' τους καθιστούς είναι ο Σωτήρης Γιαλαμάς , που παντρεύτηκε , κι' αυτός Λιδορικιώτισσα ,τώρα όμως που καλοκοιτάζω τη φωτογραφία , έχω την εντύπωση η..μάλλον την πεποίθηση ..βέβαια ..βέβαια .., ο πρώτος απ' αριστερά όρθιος , είναι ..σίγουρα ο Μανώλης ο Αγγελάκης , λεβεντόπαιδο , Κρητικός που κι' αυτός έπεσε..θύμα της Λιδορικιώτικης ..ομορφιάς , παντρεύτηκε τη χωριανή και αγαπημένη φίλη , Δήμητρα Λουτσόβου , και έφυγε , δυστυχώς , πριν δυο χρόνια . Στους εικονιζόμενους προσθέστε και κάνα..δυο ίσως ακόμα για να 'χετε όλη την αστυνομική δύναμη...
Ο Σωτήρης Γιαλαμάς , πάει λίγος καιρός που έφυγε απ’ τη ζωή , αυτός θα μπορούσε ίσως , να μας δώσει κάποιες πληροφορίες για την επίμαχη..εποχή..αλλά δυστυχώς δεν προλάβαμε ..
Βραδιά κι' εκείνη ...εφιάλτης πραγματικός .εξήντα χρόνια πέρασαν κι' ακόμα είναι ..ολοζώντανη μέσα στο νου , υπάρχουν μάλιστα φορές που ..πετιέμαι στον ύπνο μου , νοιώθοντας να με...πνίγει ή ..έντονη μυρωδιά οινοπνεύματος , το γιατί θα το πούμε παρακάτω..
Ας θυμηθούμε όμως τα τραγικά γεγονότα της βραδιάς εκείνης...
Μαζεμένοι , κυριολεκτικά , ..κουβαριασμένοι , εκεί στο μεσοπάτωμα της Αστυνομίας , εμείς κι' οι γείτονες , στο πηχτό σκοτάδι , ακούγαμε , ριπές , εκρήξεις , βρισιές και τις φωνές των ανταρτών , με τα ..χωνιά , να ..καθησυχάζουν τους Λιδορικιώτες , λέγοντας , δήθεν , πως δεν θα πειράξουν κανένα , κι' ότι θέλουν μόνο ψωμί , ενώ γινόταν ..κυριολεκτικά ..χαμός..
Εγώ ήμουνα χωμένος στην ποδιά , στην αγκαλιά της μάνας μου , που την ένοιωθα να ..σπαρταράει σαν ψάρι , απ' το φόβο , και φυσικά ήμουνα ..κατατρομοκρατημένος , μουτζόκλαιγα , κι' η έρμη η μάνα μου μου ‘φραζε το στόμα , λες και θα μας άκουγαν με τον πανζουρλισμό που γινόταν έξω...
Κάποιες στιγμές , γινόταν ησυχία , τότε ..ανασαίναμε όλοι με ανακούφιση , ελπίζαμε πως όλα τέλειωσαν , πως τέλειωσαν τα βάσανά μας , αλλά να που σε λίγο ξανάρχιζε το...πανηγύρι , ..σαούρα πάλι εμείς...κολλημένοι όλοι , ο ένας πάνω στον άλλον , φοβο..χαρακωμένοι , σκόρπιοι απ' το φόβο , το φόβο που μας είχε ..παραλύσει...
Σε κάποια στιγμή , έγιναν απανωτές εκρήξεις κοντά μας , πολύ-πολύ..κοντά μας , τρελαθήκαμε , η μάνα μου λιπόψυχη όπως ήταν λιποθύμησε , η θεια Σοφία η Κουτσιαύταινα , μάλλον , η κάποια άλλη απ' τις γειτόνισσες , είχε πρόχειρα οινόπνευμα , και προσπάθησε , είτε απ' τον πανικό της είτε γιατί έτσι πίστευε πως έπρεπε να κάνει , να της τρίψει το πρόσωπο , έλα όμως που απ' την τρομάρα της έριξε το οινόπνευμα στο δικό μου πρόσωπο ; ..ε..αυτό ήταν , εγώ..πνίγηκα κυριολεκτικά , μου κόπηκε η ανάσα , έβαλα τα κλάματα , προσπαθώντας ν' ανασάνω , η μάνα μου η καημένη , τι να κάνει ; προσπαθούσε να μου σταματήσει το κλάμα , βουλώνοντας το στόμα μου , και κάνοντάς με να ..πνίγομαι περισσότερο..τραγικές στιγμές...
Από τότε φαίνεται , αγαπημένοι μου φίλοι , απ' τη βραδιά εκείνη , και το πάθημά μου αυτό , με το οινόπνευμα , δεν έχω ποτέ , ΠΟΤΕ , χρησιμοποιήσει οινόπνευμα , αφού παιδί , όταν αρρώσταινα , δεν δεχόμουνα ποτέ να μου κάνει η μάνα μου εντριβή , κι' ακόμα , μετά από τόσα χρόνια , πνίγομαι στη μυρωδιά του οινοπνεύματος , κόβεται η ανάσα μου...πεθαίνω..
Δίπλα μας , ακριβώς , ήταν ο ξάδερφός μου ο Χαράλαμπος ο Φάκος , με το όπλο του αγκαλιά , και δίπλα του ένα κασονάκι με χειροβομβίδες , κάποια μάλιστα στιγμή που τα πράγματα είχαν ..δυσκολέψει πολύ-πολύ , αφού οι θόρυβοι , ακούγονταν πολύ κοντά μας , είπε χαμηλόφωνα : Εδώ έχω χειροβομβίδες , άμα φτάσουν ως εδώ , και προσπαθήσουν να μπούνε μέσα , θα σας δώσω από μία , καλύτερα να ανατιναχτούμε όλοι μαζί με τους αντάρτες παρά να μας πιάσουνε , θα μας σφάξουνε ....
Πείτε μου τώρα , με όση..ψυχραιμία μπορείτε να έχετε , θα μπορούσατε ποτέ , όσες..ζωές κι'αν ζούσατε , να σβήσετε απ' τη μνήμη , απ ‘ το' νου , απ' το..μυαλό σας , όλα αυτά ; Δεν ξέρω αν εσείς θα το μπορούσατε , προσωπικά δεν μπόρεσα ..
Κάποια στιγμή ακούσαμε και πυροβολισμούς κι' απ' την άλλη πλευρά της Αστυνομίας , πίσω μας , προς τα Πετραίικα και το Καλαπτσαίικο , που ήταν και η αποθήκη με τρόφιμα του στρατού , πυροβολισμοί..αλαλαγμοί , φωνές , βρισιές και τα ..χωνιά το..βιολί τους , εκεί όλοι πιστέψαμε πως όλα πια τέλειωσαν...ευτυχώς όμως , γιατί σε κάμποση ώρα , επικράτησε ..ησυχία , σποραδικοί οι πυροβολισμοί , φωνές ..μακρινές , τα χωνιά..σώπασαν , ο εφιάλτης μας είχε ..τελειώσει ..ηρεμήσαμε κάπως και περιμέναμε να ξημερώσει .
Αργότερα , κατέβηκαν κάποιοι χωροφύλακες , μας καθησύχασαν , αφού είδαν τα..χάλια μας , και μας είπαν πως , δόξα τω Θεώ , όλα τέλειωσαν , όλα πήγαν καλά...σωθήκαμε , για άλλη μια φορά ..γλυτώσαμε...
Βέβαια , μετά από τόση ταλαιπωρία , τόσο..φόβο , τρόμο και..ψυχοπλάκωμα , ούτε να..χαρούμε δεν είχαμε κουράγιο , δεν είχαμε τη δύναμη...η ψυχή μας είχε πέσει στο...κενό...
Το τελευταίο κομμάτι , αυτής της ..τραγικής παιδικής μου ανάμνησης , έχει και τα...γλυκά της σημεία , όσο κι' αν σας φανεί περίεργο , τα έχει...
Σαν ξημέρωσε λοιπόν , καλά-καλά , άρχισαν οι χωριανοί να..ξεμυτάνε , δειλά..δειλά και επιφυλακτικά , ο φόβος βλέπεις υπήρχε ακόμα , ούτε ήξερε κανένας τι μπορεί να μας..περιμένει , η ηρωική ...παρέα , σκόρπισε , όλοι τράβηξαν για τα σπίτια τους , με την αγωνία του τι θα...βρουν , κι' αν θα υπάρχουν ..όρθια ...
Κάποια στιγμή , βγήκα κι' εγώ , σίγουρος πως θα βρω και τ' άλλα παιδιά , τους φίλους μας , τα..γειτονόπουλα και τους συμμαθητές μου , και δεν έπεσα έξω , την ίδια σκέψη είχαν κάνει και τα άλλα παιδιά , μας έτρωγε βλέπεις και η..περιέργεια ..
Βγαίνοντας στο δρόμο , που ήταν έρημος από κόσμο , είδαμε , στην αριστερή μεριά , προς τα σχολεία , σκορπισμένα τρόφιμα , κονσέρβες , κομμάτια σοκολάτας , και...κονσέρβες ..πουτίγκας , μάλιστα , πουτίγκας , προφανώς Εγγλέζικες , η πόρτα της αποθήκης , στο Καλαπτσαίϊικο , της θειας της Ευδοξίας , ήταν σπασμένη , πεταμένη στο δρόμο , και χάμω ήταν ..σπαρμένα , σκόρπια , αλεύρια , ζάχαρες , μακαρόνια , και διάφορα άλλα , τρόφιμα , στο μέρος που είναι μπροστά απ' το Τσανταίικο σπίτι , που τότε φυσικά δεν υπήρχε , που ήταν άχτιστο οικόπεδο , όπως άχτιστο ήταν και το σπίτι του Χορταριά , κι' εκεί ήταν το οικόπεδο κατηφορικό , μια μικρή...σάρα , πάνω δε στην κορφή , πλάι στο δρόμο , που ήταν όπως είπαμε γεμάτος από σκόρπια τρόφιμα κλπ , υπήρχε ένα βαρέλι μεταλλικό , που ήταν ..πυροβολημένο και κάτι ..έτρεχε απ' τις τρύπες ..
Πλησιάσαμε , όλοι οι..παλιόφιλοι , κάποιος πήρε με το δάχτυλό του , λίγο απ' το ..παχύρρευστο άχρωμο υγρό που..σιγόσταζε , το δοκίμασε και μας είπε : ρε...είναι μέλι , είναι...γλυκό σαν μέλι...έτσι ο ένας με τον άλλο , το μαθαν όλα τα παιδιά και πέρασαν όλα να πάρουν το...γλυκό τους , και με ..κατσαρολάκια παρακαλώ...
Όταν μάλιστα έπαψε να ..στάζει , γιατί κατέβηκε η στάθμη , όλοι μαζί το ..ανασηκώσαμε , του βάλαμε...τάκο και συνεχίσαμε το...άρμεγμα του...μελιού , που μετά μάθαμε , απ' τη μάνα μου το ήξερε , λόγω ..ζαχαροπλαστικής..ιδιότητας , πως ήταν...γλυκόζη , σιγά ..τ'αυγά , εμείς πάντως για μέλι το ...τρώγαμε , κι' ήταν και..γλυκό-γλυκό...
Έτσι λοιπόν , γλυκά..γλυκά τέλειωσε αυτή η ..πικρή , θλιβερή και τραγική βραδιά της 18ης Απριλίου του 1949 , ο τίτλος της ..αφήγησης θα μπορούσε να είναι : " Το γλυκό..τέλος μιας ..ολόπικρης..νύχτας !!! "...
ΣΗΜ : Στο επόμενο , μάλλον αύριο , θα συνεχίσουμε σχολιάζοντας κάποια σημεία της αφήγησης του συγγραφέα του βιβλίου " Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΙΔΟΡΙΚΙΟΥ " Αθαν.Ευσταθίου , που μας έκαναν ξεχωριστή εντύπωση .
Σχολιάζοντας , λοιπόν, φίλοι μου , την αφήγηση του χωριανού μας και παρόντα σ' όλα τα γεγονότα της βραδιάς εκείνης , Αθαν.Ευσταθίου , σταθήκαμε σε μερικά σημεία , που και μας έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση , αλλά και ταίριαζαν ( μερικά ) με τα όσα είχαμε καταγραμμένα στη μνήμη μας .
Θα σταθούμε στη σύλληψη του ταξίαρχου Μαρκόπουλου και στον τραγικό θάνατο του άτυχου λοχαγού Γάσπαρη , γιατί , κακά τα ψέματα , όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο σημείωμά μας , όσα έχουν γραφτεί σε κάποια σχετικά βιβλία , που έχουμε δημοσιεύσει , δεν..κολλάνε , δεν έχουν..λογικο.. φάνεια , δεν ...στέκουν , όπως λέμε , έχοντας μάλιστα υπόψη τα όσα λεχθήκανε την εποχή εκείνη , και εξακολουθούν να είναι πεποίθηση των χωριανών μας , έρχονται σε ευθεία..αντίθεση , θα μπορούσαμε να πούμε .
Απ' τις γραπτές μαρτυρίες , που έχουμε υπόψη μας , μόνο η αφήγηση του κ.Ευσταθίου , δένει..ταιριάζει με τα όσα ξέρουν , η έχουν ακούσει οι Λιδορικιώτες , γράφει π.χ , ο συγγραφέας , πως λίγο πριν το μακελειό φτάσει στο αποκορύφωμά του , είχε επισκεφτεί το γραφείο του Ταξίαρχου , όπου υπήρχαν αδιάψευστα ..σημάδια χρήσης ..αλκοόλ , και αργότερα ο συγγραφέας , στη συνέχεια της αφήγησής του , εμμέσως πλην σαφώς , αναρωτιέται (;) , μήπως αυτό ήταν και η αιτία της αναιτιολόγητης εξόδου του Ταξίαρχου απ' το Ευσταθαίϊκο σπίτι , μόνος , να κάνει τι ; αυτό δεν μπορεί κανένας να το ..εξηγήσει , λογικά τουλάχιστον .
Κανένας δεν μπορεί να ξέρει σε ποιά ψυχική κατάσταση ήταν τις στιγμές εκείνες ο άτυχος Ταξίαρχος , ούτε φυσικά μπορούμε να γνωρίζουμε την ποσότητα του αλκοόλ που καταναλώθηκε , ούτε ακόμα αν ήταν ..συστηματικός πότης , και μέχρι ποιού σημείου , απ' την άλλη όμως μεριά , δεν υπάρχει , όπως προαναφέραμε , καμιά , μα καμιά εξήγηση και δικαιολογία που να δίνει κάποια απάντηση στο ερώτημα : γιατί κατέβηκε κάτω , όντας σε πλήρη εξέλιξη η μάχη με τους αντάρτες , και μάλιστα απροφύλαχτος , μόνος , προσωπικά , η αναφορά , ο...υπαινιγμός , έστω και..έτσι όπως γίνεται απ' το συγγραφέα , μου επιβεβαιώνει όλα όσα έχουν μείνει επί 60 χρόνια στην μνήμη μου , και χωρίς βέβαια να είναι ..ευχάριστο αυτό , δίνει όμως μια λογικοφανή απάντηση στα ..αναπάντητα ερωτηματικά...
Άλλο σημείο πάλι που μας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση , είναι η αναφορά του συγγραφέα , στις γυναίκες - αντάρτισσες -αιχμαλώτους της βραδιάς εκείνης , μέσα στις οποίες υπήρχαν και ανήλικες κοπελίτσες . Όταν , λέει , τις ανακρίνανε , διαβάστε προσεκτικά , όσες είχαν χάσει την παρθενιά τους , δεν αναφέρει βέβαια αριθμό , έκαναν ..ευνοϊκές ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΤΑΡΤΕΣ καταθέσεις , ενώ όσες τη...διατηρούσαν , καταθέσανε ..δυσμενώς , για τους αντάρτες , εδώ βέβαια θα ήταν πολύ-πολύ χρήσιμο να ξέραμε , ποιές , απ' τις δυο κατηγορίες είχαν μπει στο αντάρτικο , με τη ..θέλησή τους και ποιές όχι , βέβαια ...μαντεύουμε , αλλά καλό θα ήταν να έχουμε και τις ανάλογες ..μαρτυρίες...κι' ακόμα να είχαμε κάποιες προσωπικές πληροφορίες για τα δύστυχα αυτά κορίτσια . Τέλος δεν σας κρύβω πως στο διάβασμα αυτού του κομματιού ...ανατρίχιασα , φέρνοντας στο νου μου , την όλη διαδικασία ανάκρισης και κυρίως αφήνοντας τη ..φαντασία μου να...καλπάζει στους , πιθανούς ..τρόπους διαπίστωσης της ..ύπαρξης η μη της παρθενιάς αυτών των άμοιρων ..κοριτσιών .
Τελειώνοντας το σχόλιό μας θα σταθούμε για λίγο στις εκτελέσεις του Ασημακόπουλου και του Ευσταθίου , και κυρίως σε κάποιες αναφορές του συγγραφέα . Ο κ. Ευσταθίου χρησιμοποιεί , σημειολογικά πιστεύουμε , τον όρο .." Νεολιδορικιώτες " , δείχνοντας , ίσως , προς κάποια ..κατεύθυνση , σωστή η λάθος , δεν μπορούμε να πούμε , αν όμως λάβουμε υπόψη και την αναπτυχθείσα τότε και μεταγενέστερα ..φημολογία , μπορούμε να..προσεγγίσουμε το όλο θέμα , όχι φυσικά με απόλυτη...σιγουριά ....
Το γεγονός όμως είναι , πως ο συγγραφέας , δίνει κάποιες συγκεκριμένες πληροφορίες , έστω και λίγο..καμουφλαρισμένες , κι' ο καθένας μας ας σχηματίσει την ..άποψή του ..
Μας απομένει ακόμα αδέρφια , η..συναρμολόγηση και δημοσίευση της σφήγησης του Βασ.Αποστολόπουλου , για να ολοκληρώσουμε , τις , περί την ..μάχην του Λιδορικίου , περιγραφές , που ..διαθέτουμε , έχουμε όμως και σε..εξέλιξη , τις προσωπικές μαρτυρίες κάποιων Λιδορικιωτών , που μπορεί να μην ήταν..αυτόπτες μάρτυρες , αλλά έζησαν τα γεγονότα , και ήταν σε ηλικία , τότε , που μπορούν να μας δώσουν κάποιες ..ασφαλείς και..αξιόπιστες (όσο είναι αυτό …δυνατό ) πληροφορίες , βέβαια , πάντα , φοβάμαι , πως θα υπάρχει ο φόβος , η κάθε αφήγηση να είναι και ελαφρώς…χρωματισμένη , χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι το..ιδιαίτερο , και δεν σας κρύβω αδέρφια , πως μετά την τμηματική δημοσίευση , της αφήγησης του Αθαν.Ευσταθίου , και σε σχετική συζήτηση , με χωριανό μας , μου είπε ακριβώς : “…Ξέρεις βέβαια , πως αυτός , ο Ευσταθίου δηλαδή , ήταν…δεξιός !!!!!!! “ …
Κατακαημένη …Ελλάδα..!!!
Η δεκαετία του '50 , αγαπημενοι μου φίλοι , ήταν για το Λιδορίκι και φυσικά και για το Αλωνάκι πολύ σημαντική , έγιναν πολλά έργα , ύδρευση , ασφαλτότρωση . και κάποια ..ανοικοδομηση , αφού όπως είναι γνωστό , εκτός όλων των άλλων ταλαιπωριών , το χωριό μας κάηκε ολοσχερώς απ' τους Γερμανούς στις 29-8-1944 .
Για το κάψιμο φίλοι μου θα έχετε την ευκαιρία να ενημερωθείτε από σχετικά ολοκληρωμένα κείμενά μας που θα δημοσιευτούν αύριο και μεθαύριο , εμείς στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με κάποια γεγονότα αποκλειστικά του Αλωνακιού που τα ζήσαμε προσωπικά ...
Ο ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ , ΟΙ ΜΟΥΡΙΕΣ
..ΚΑΙ Η " ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ "...
Όπως έχουμε ξαναπεί , το μαγαζί μας ήταν..οικογενειακό , με την προσθηκη στο..προσωπικό ενός μικρού παιδιού , που μόλις τελείωνε το δημοτικό σχολείο και δεν συνλεχιζε στο Γυμνάσιο , όπως ο Ταξιάρχης Κωστοπαναγιώτου , γειτονάκι και φίλος , που πήγε μετά στην Αμερική , ο Μήτσος Μάρκου , απ' τον Κονιάκο , που τώρα είναι ψάλτης και ο Γιάννης Πανοβασίλης , εγγονός του Ταλαμάγκα , που απ' ότι έμαθα έφυγε πολύ νωρίς απ' τη ζωή .
Το Αλωνάκι όπως θα δείτε , ήταν σχεδόν γυμνό από δέντρα και ο πατέρας μου , αποφάσισε να φυτέψει μερικές μουριές , κάτι που όλοι σχεδόν όταν το άκουσαν και ειδικά οι συνήθεις ..αντιρρησίες , δήλωναν κατηγορηματικά πως ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΠΙΑΣΟΥΝ , ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΉΤΑΝ ΣΚΛΗΡΌ ΣΑΝ ΤΣΙΜΈΝΤΟ ΚΑΙ ΑΚΌΜΑ ΔΕΝ ΥΠΉΡΧΕ ΝΕΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΠΟΤΙΣΤΟΥΝ ...
Τελικά οι μουριές , 4 ή πέντε , φυτεύτηκαν και δόξα τω Θεώ " έπιασαν " και φούντωσαν και τις έχουμε σήμερα , όχι φυσικά όλες..
Για το πότισμά τους όμως μου έβγααινε εμένα η πίστη καθημερινά , να κουβαλάω νερό απ' τη Βαθιά με τη...στάμνα
Διαβάστε παρακάτω και μια..περιπέτειά μου ..
Ο ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΗΣ..ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΗΣ..ΣΤΑΜΝΑΣ..
Tο πρώτο Ζαχαροπλαστείο του χωριού μας , φυσικά... " Η ΔΩΡΙΣ " το άνοιξαν δυο νέοι άγαπημένοι φίλοι , ο Τάσος Καντάς , απ' το Κροκύλειο , και ο Θύμιος . Γεωργίου . Καψάλης ( αχ..αυτό το Γεωργίου...) , εν έτει 1932 , μαζί ξεκίνησαν , παιδιά , καλφόπουλα στο μεγάλο Ζαχαροπλαστείο των Αθηνών , του πατριώτη μας ΖΑΒΟΡΙΤΗ , και έμειναν πάντα ..αγαπημένοι....
Όλοι οι παλιοί Λιδορικιώτες , γνώριζαν και θυμούνται , καλά-καλά , τον αξέχαστο άνθρωπο , συγγενή , φίλο , χωριανό , το γιατρό Παπαβασίλη , όπως όλοι τον λέγαμε . Δύσκολα , πολύ δύσκολα τα χρόνια εκείνα , κι'η ζωή ακόμα πιό δύσκολη , η ανθρωπιά , στον ρημαγμένο τόπο μας την περίοδο εκείνη , ήταν βάλσαμο στις βασανισμένες ψυχές των χωριανών μας , ήταν το μοναδικό στήριγμά τους , τ' αποκούμπι τους , αν έλειπε κι' αυτή...
Είχε όμως , ο Μπαρμπα Βασίλης , Βασίλειος Παπαβασιλείου το όνομά του , σαν γνήσιος..Λοιδορικιώτης το χούι του πειράγματος , δεν άφηνε τίποτα απείραχτο , πάντα όμως με καλή προαίρεση , με το χαμόγελο και την παιδική ψυχή του .
Η αδυναμία του ήταν τα παιδιά , μας αγαπούσε παθολογικά , ατελείωτα κι' όσο μας αγαπούσε άλλο τόσο μας πείραζε μας..παίδευε , δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά δεν πέρναγαν απ' τη Βαθειά , γιατί εκεί ακριβώς μπροστά στον πλάτανο είχε..στασίδι ο ΜπαρμπαΒασίλης και γιά να περάσης έπρεπε να περάσεις κι' από ..σαράντα ..κύματα , αυτός ήταν ο γιατρός ο Παπαβασίλης , αγνός , καλόψυχος , συντρεχτικός , απλός και πάνω απ' όλα άριστος άνθρωπος και γιατρός .
Γυρνάμε , στη δεκαετία του 50 , σκληρή η ζωή , σκληρή εποχή μα κι' αβάσταχτα νοσταλγική κι' ανθρώπινη , μ' αυτό τον πόνο το γλυκό που σε κατατρώει , αλλά τον θέλεις , τον ζητάς ....
Είμαστε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας , το χωριό μας ερειπωμένο , κουρελιασμένο , προσπαθεί , με χίλια ...βάσανα να σταθεί ..στα πόδια του , και κούτσα-κούτσα τα καταφέρνει , εφτάψυχο..οι χωριανοί μας , πέρασαν τόσα , μα δεν τόβαλαν κάτω , η ζωή τράβαγε..μπροστά , ανηφόρα μεγάλη αλλά...μπροστά , χαρά στο κουράγιο τους...
Η οικογένειά μου , μετά από.. περιπλάνηση μερικών χρόνων στην Αθήνα ( λόγω της κατάστασης ) επέστρεψε στο Λιδορίκι , κι' ο πατέρας μου άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Αλωνάκι , νοίκιασε το μαγαζί του Θαν. Λατσούδη , που ήταν και κουμπάρος μας , και ξεκίνησε σιγά-σιγά η ζωή μας να μπαίνει σε σειρά , να βρίσκει το ρυθμό της , ένα ρυθμό ..αργό μεν αλλά..σταθερό , η καρδιά του χωριού μας άρχισε πάλι να χτυπάει , με πολλές-πολλές ..αρυθμίες , έφτανε όμως το ότι ζούσαμε , μετά απ' το χαλασμό , μετά την καταιγίδα...
Στο μαγαζί , ζαχαροπλαστείο , δουλεύαμε όλοι , και η μάνα μου και ο αξέχαστος αδερφός μου ο Γιώργος , 12-13 χρόνων , και φυσικά η ταπεινότης μου , 7-8 χρόνων , την εποχή εκείνη στο Λιδορίκι υπήρχε σοβαρότατο πρόβλημα νερού , στα σπίτια δεν είχαμε ακόμη νερό και όλο το χωριό εξυπηρετούνταν απ' τη Βαθειά , που πάντα έβγαζε λίγο νερό , απ' τον Αντώνη και απ' τα διάφορα πηγάδια που υπήρχαν , λέγαμε , πραγματικά , το νερό...νεράκι , όσο γιά τα μαγαζιά..εκεί ήταν το μεγάλο πρόβλημα , ένα άτομο έπρεπε να ασχολείται μόνο με το ...κουβάλημα του νερού , νεροκουβαλητής ..που λέμε , κι'αυτός στο μαγαζί μας ήμουν...φυσικά εγώ , ο μικρότερος , βέβαια γιά μου ρίξουν ..στάχτη στα μάτια με είχαν ..ανακηρύξει..ατύπως.... Διευθυντή του καταστήματος , κι' έτσι όλα δούλευαν..ρολόι , ο καημένος ο... Διευθυντής με τον τενεκέ η με τη στάμνα πέρα-δώθε , Αλωνάκι-Βαθειά , όλη τη μέρα...
Έλα όμως που εκτός απ' το... νεροκουβάλημα και την ταλαιπωρία είχα και τον Παπαβασίλη στη Βαθειά που όλο και με πείραζε , α..ρε ανηψιέ ..πάλι εσένα στείλαν γιά νερό , αχ..καημένε Κώστα ...κορόιδο σε πιάνουνε..και δώστου και πάρτου , δεν μ'άφηνε σε..χλωρό κλαρί...και φυσικά μόλις γύρναγα στο μαγαζί , έκανα και τη..μικροεπανάστασή μου , δεν ξαναπάω γιά νερό , να πάει κι' οΓιώργος , όλο εμένα στέλνετε , χαμάλης είμαι ; οι διαμαρτυρίες μου γίνονταν πάντα στη μάνα μου , που ήταν και ξαδέρφη του μπάρμπα Βασίλη και τον αγαπούσε πολύ , και η μάνα μου η καημένη..προσπαθούσε να..μπαλώση τα..αμπάλωτα , άντε βρε χαζέ ..σε πειράζει , αστεία τα λέει...
Καλμάριζα εγώ γιά λίγο , αλλά την άλλη μέρα ..πάλι τα ίδια και τα ίδια , ώσπου μιά μέρα , κάνοντας το..κανονικό μου δρομολόγιο με τη στάμνα μου , έκανα το χαζό κοιτώντας απ' την άλλη μεριά , γιά ν' αποφύγω τον μπαρμπα Βασίλη , έλα όμως που αυτός είχε ..άλλα κατά νου...
Οπότε ακούω..Κώστα , Κώστα έλα που σε θέλω λίγο...εμένα βέβαια μου κοπήκανε τα γόνατα αλλά τι να κάνω ..με βαρειά καρδιά..ανέβηκα το..Γολγοθά μου , πήγα ...βρέ καλώς τον ανηψιό , τι γίνεται , πως τα πας ; πάλι εσένα στείλαν γιά νερό...α..ρε Κώστα , πάλι τα ίδια...δε μου λες ..εσύ τι ρόλο παίζεις στο μαγαζί ; ε ; δεν το σκέφτηκα καθόλου , και του απαντάω..εγώ είμαι..ο..Διευθυντής του..καταστήματος , με ύφος..θριαμβεφτικό , τώρα τον ρούμπωσα , σκέφτηκα...
Διευθυντής...σκατά είσαι...τίποτα δεν είσαι...σ' έχουνε μόνο γιά νεροκουβαλητή...
Εγώ βέβαια επέμεινα...όχι μπάρμπα Βασίλη , Διευθυντής είμαι...
Αχ..βρε Κώστα , εγώ σε είχα γιά έξυπνο..αλλά εσύ....δε μου λες , αφού είσαι διευθυντής όπως λες ..τότε γιατί δεν έχουνε και το δικό σου το όνομα έξω στη ταμπέλα του μαγαζιού...ξέρεις τι γράφει η ταμπέλα ; Ευθύμιος και Γεώργιος Καψάλης , Κώστας δεν λέει πουθενά..γιά πήγαινε να δεις....
Αυτό ήταν , η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι , αρπάζω τη στάμνα , άδεια όπως ήταν και δρόμο γιά το μαγαζί , έπρεπε να ξεκαθαρίσω μιά και καλή την κατάσταση , τώρα αμέσως...
Τρέχοντας , με τη στάμνα , έφτασα στο μαγαζί απέξω , με είδε η μάνα μου έτσι όπως ήμουνα ...αλαφιασμένος κι' ανησύχησε , τι έχεις ; μου λέει , γιατί γύρισες γρήγορα , δεν πήρες νερό ;
Όχι , απάντησα κι' ούτε θα ξαναπάω , αν δεν γράψετε και το δικό μου το όνομα στην ταμπέλα και δίνω μιά στη στάμνα και την κάνω ..κομμάτια...
Βρε παιδάκι μου τι είναι αυτά που λες ;
Τι γράφετε στην ταμπέλα ; Ευθύμιος και Γεώργιος Καψάλης , Κώστας λέει πουθενά ; ε ; εγώ είμαι το κορόιδο για να κουβαλάω νερό ; δεν ξαναπάω γιά νερό ,να με κοροιδεύει κάθε μέρα ο Παπαβασίλης , γράψτε και τ' όνομά μου αν θέλετε νερό....
Η μάνα μου η καημένη , βέβαια , κατάλαβε τι είχε συμβεί , βρε παιδάκι μου ο μπαρμπαΒασίλης αστεία τα είπε , σ' αγαπάει , σε πειράζει ..αστειεύεται...
Εγώ ..δεν έκανα πίσω με τίποτα , σηκώθηκα κι' έφυγα...και γιά μιά δυό μέρες δεν πήγα γιά νερό...βέβαια μετά δόθηκαν οι...σχετικές ..εξηγήσεις και εγώ επανήλθα στην ..θέση του ..νεροκουβαλητού Διευθυντού ....το όνομά μου όμως..δεν μπήκε ποτέ..στην ταμπέλα που εξακολουθούσε γιά πολλά-πολλά χρόνια να γραφει : " ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ
Η ΔΩΡΙΣ " . Ευθυμίου . Γεωργ. Καψάλη....
Είχε όμως , ο Μπαρμπα Βασίλης , Βασίλειος Παπαβασιλείου το όνομά του , σαν γνήσιος..Λοιδορικιώτης το χούι του πειράγματος , δεν άφηνε τίποτα απείραχτο , πάντα όμως με καλή προαίρεση , με το χαμόγελο και την παιδική ψυχή του .
Η αδυναμία του ήταν τα παιδιά , μας αγαπούσε παθολογικά , ατελείωτα κι' όσο μας αγαπούσε άλλο τόσο μας πείραζε μας..παίδευε , δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά δεν πέρναγαν απ' τη Βαθειά , γιατί εκεί ακριβώς μπροστά στον πλάτανο είχε..στασίδι ο ΜπαρμπαΒασίλης και γιά να περάσης έπρεπε να περάσεις κι' από ..σαράντα ..κύματα , αυτός ήταν ο γιατρός ο Παπαβασίλης , αγνός , καλόψυχος , συντρεχτικός , απλός και πάνω απ' όλα άριστος άνθρωπος και γιατρός .
Γυρνάμε , στη δεκαετία του 50 , σκληρή η ζωή , σκληρή εποχή μα κι' αβάσταχτα νοσταλγική κι' ανθρώπινη , μ' αυτό τον πόνο το γλυκό που σε κατατρώει , αλλά τον θέλεις , τον ζητάς ....
Είμαστε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας , το χωριό μας ερειπωμένο , κουρελιασμένο , προσπαθεί , με χίλια ...βάσανα να σταθεί ..στα πόδια του , και κούτσα-κούτσα τα καταφέρνει , εφτάψυχο..οι χωριανοί μας , πέρασαν τόσα , μα δεν τόβαλαν κάτω , η ζωή τράβαγε..μπροστά , ανηφόρα μεγάλη αλλά...μπροστά , χαρά στο κουράγιο τους...
Η οικογένειά μου , μετά από.. περιπλάνηση μερικών χρόνων στην Αθήνα ( λόγω της κατάστασης ) επέστρεψε στο Λιδορίκι , κι' ο πατέρας μου άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Αλωνάκι , νοίκιασε το μαγαζί του Θαν. Λατσούδη , που ήταν και κουμπάρος μας , και ξεκίνησε σιγά-σιγά η ζωή μας να μπαίνει σε σειρά , να βρίσκει το ρυθμό της , ένα ρυθμό ..αργό μεν αλλά..σταθερό , η καρδιά του χωριού μας άρχισε πάλι να χτυπάει , με πολλές-πολλές ..αρυθμίες , έφτανε όμως το ότι ζούσαμε , μετά απ' το χαλασμό , μετά την καταιγίδα...
Στο μαγαζί , ζαχαροπλαστείο , δουλεύαμε όλοι , και η μάνα μου και ο αξέχαστος αδερφός μου ο Γιώργος , 12-13 χρόνων , και φυσικά η ταπεινότης μου , 7-8 χρόνων , την εποχή εκείνη στο Λιδορίκι υπήρχε σοβαρότατο πρόβλημα νερού , στα σπίτια δεν είχαμε ακόμη νερό και όλο το χωριό εξυπηρετούνταν απ' τη Βαθειά , που πάντα έβγαζε λίγο νερό , απ' τον Αντώνη και απ' τα διάφορα πηγάδια που υπήρχαν , λέγαμε , πραγματικά , το νερό...νεράκι , όσο γιά τα μαγαζιά..εκεί ήταν το μεγάλο πρόβλημα , ένα άτομο έπρεπε να ασχολείται μόνο με το ...κουβάλημα του νερού , νεροκουβαλητής ..που λέμε , κι'αυτός στο μαγαζί μας ήμουν...φυσικά εγώ , ο μικρότερος , βέβαια γιά μου ρίξουν ..στάχτη στα μάτια με είχαν ..ανακηρύξει..ατύπως.... Διευθυντή του καταστήματος , κι' έτσι όλα δούλευαν..ρολόι , ο καημένος ο... Διευθυντής με τον τενεκέ η με τη στάμνα πέρα-δώθε , Αλωνάκι-Βαθειά , όλη τη μέρα...
Έλα όμως που εκτός απ' το... νεροκουβάλημα και την ταλαιπωρία είχα και τον Παπαβασίλη στη Βαθειά που όλο και με πείραζε , α..ρε ανηψιέ ..πάλι εσένα στείλαν γιά νερό , αχ..καημένε Κώστα ...κορόιδο σε πιάνουνε..και δώστου και πάρτου , δεν μ'άφηνε σε..χλωρό κλαρί...και φυσικά μόλις γύρναγα στο μαγαζί , έκανα και τη..μικροεπανάστασή μου , δεν ξαναπάω γιά νερό , να πάει κι' οΓιώργος , όλο εμένα στέλνετε , χαμάλης είμαι ; οι διαμαρτυρίες μου γίνονταν πάντα στη μάνα μου , που ήταν και ξαδέρφη του μπάρμπα Βασίλη και τον αγαπούσε πολύ , και η μάνα μου η καημένη..προσπαθούσε να..μπαλώση τα..αμπάλωτα , άντε βρε χαζέ ..σε πειράζει , αστεία τα λέει...
Καλμάριζα εγώ γιά λίγο , αλλά την άλλη μέρα ..πάλι τα ίδια και τα ίδια , ώσπου μιά μέρα , κάνοντας το..κανονικό μου δρομολόγιο με τη στάμνα μου , έκανα το χαζό κοιτώντας απ' την άλλη μεριά , γιά ν' αποφύγω τον μπαρμπα Βασίλη , έλα όμως που αυτός είχε ..άλλα κατά νου...
Οπότε ακούω..Κώστα , Κώστα έλα που σε θέλω λίγο...εμένα βέβαια μου κοπήκανε τα γόνατα αλλά τι να κάνω ..με βαρειά καρδιά..ανέβηκα το..Γολγοθά μου , πήγα ...βρέ καλώς τον ανηψιό , τι γίνεται , πως τα πας ; πάλι εσένα στείλαν γιά νερό...α..ρε Κώστα , πάλι τα ίδια...δε μου λες ..εσύ τι ρόλο παίζεις στο μαγαζί ; ε ; δεν το σκέφτηκα καθόλου , και του απαντάω..εγώ είμαι..ο..Διευθυντής του..καταστήματος , με ύφος..θριαμβεφτικό , τώρα τον ρούμπωσα , σκέφτηκα...
Διευθυντής...σκατά είσαι...τίποτα δεν είσαι...σ' έχουνε μόνο γιά νεροκουβαλητή...
Εγώ βέβαια επέμεινα...όχι μπάρμπα Βασίλη , Διευθυντής είμαι...
Αχ..βρε Κώστα , εγώ σε είχα γιά έξυπνο..αλλά εσύ....δε μου λες , αφού είσαι διευθυντής όπως λες ..τότε γιατί δεν έχουνε και το δικό σου το όνομα έξω στη ταμπέλα του μαγαζιού...ξέρεις τι γράφει η ταμπέλα ; Ευθύμιος και Γεώργιος Καψάλης , Κώστας δεν λέει πουθενά..γιά πήγαινε να δεις....
Αυτό ήταν , η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι , αρπάζω τη στάμνα , άδεια όπως ήταν και δρόμο γιά το μαγαζί , έπρεπε να ξεκαθαρίσω μιά και καλή την κατάσταση , τώρα αμέσως...
Τρέχοντας , με τη στάμνα , έφτασα στο μαγαζί απέξω , με είδε η μάνα μου έτσι όπως ήμουνα ...αλαφιασμένος κι' ανησύχησε , τι έχεις ; μου λέει , γιατί γύρισες γρήγορα , δεν πήρες νερό ;
Όχι , απάντησα κι' ούτε θα ξαναπάω , αν δεν γράψετε και το δικό μου το όνομα στην ταμπέλα και δίνω μιά στη στάμνα και την κάνω ..κομμάτια...
Βρε παιδάκι μου τι είναι αυτά που λες ;
Τι γράφετε στην ταμπέλα ; Ευθύμιος και Γεώργιος Καψάλης , Κώστας λέει πουθενά ; ε ; εγώ είμαι το κορόιδο για να κουβαλάω νερό ; δεν ξαναπάω γιά νερό ,να με κοροιδεύει κάθε μέρα ο Παπαβασίλης , γράψτε και τ' όνομά μου αν θέλετε νερό....
Η μάνα μου η καημένη , βέβαια , κατάλαβε τι είχε συμβεί , βρε παιδάκι μου ο μπαρμπαΒασίλης αστεία τα είπε , σ' αγαπάει , σε πειράζει ..αστειεύεται...
Εγώ ..δεν έκανα πίσω με τίποτα , σηκώθηκα κι' έφυγα...και γιά μιά δυό μέρες δεν πήγα γιά νερό...βέβαια μετά δόθηκαν οι...σχετικές ..εξηγήσεις και εγώ επανήλθα στην ..θέση του ..νεροκουβαλητού Διευθυντού ....το όνομά μου όμως..δεν μπήκε ποτέ..στην ταμπέλα που εξακολουθούσε γιά πολλά-πολλά χρόνια να γραφει : " ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ
Η ΔΩΡΙΣ " . Ευθυμίου . Γεωργ. Καψάλη....
Αχ..αγαπημένε μου , αξέχαστε μπάρμπα Βασίλη , σε όλους έλειψες και λείπεις , σε μένα όμως περισσότερο , και ξέρεις γιατί ; μου άρεσες πολύ σαν άνθρωπος , μου αρέσει κι' έμένα βλέπεις το...πείραγμα , νάσαι αναπαυμένος , σε θυμόμαστε όλοι με πολλή-πολλή αγάπη......
'Oπως ξαναείπαμε αγαπημένοι μου φίλοι , το χωριό μας εκείνη την εποχή έμοιαζε με χωριό..φάντασμα , αφού τα περισσότερα σπίτια ηταν ακόμα κατεστραμμένα και όλα γύρω 'ηταν γεμάτα αποκαίδια και..μαυρισμένες πέτρες ..ερείπια ..όπως φαίνεται ολοκάθαρα στη φωτογραφία μας από κάποια Εθνική Γιορτή , που η πομπή μερνάει μπροστά στα ερείπια των σπιτιών στον κεντρικό δρόμο .
Την ίδια εποχή , παρέλαση των μαθητριών του Γυμνασίου μας, με τα ερέιπια και τα αποκαϊδια να φτάνουν μέχρι το δρόμο . Η διμοιρίτης , άγνωστη , πρώτη σειρά από αριστερά , Χριστίνα Μαραζιάρη , Τασία Δούκα , Ξένη Κανιού και ακριβώς πίσω της η Δήμητρα Τσίγκα .
Αρχείο Τασίας Δούκα
Αρχείο Τασίας Δούκα
Όπως καταλάβατε όλα τότε ήταν κατεστραμμένα και η δεκαετία του '50 ήταν η εποχή της μεγάλης προσπάθειας για την αποκατάσταση της Λιδορικιώτικης ζωής ..πολύ χαρακτηριστικό είναι 'ενα μικρό βίντεο , από επίκαιρα της 15-3-1955 , απ' την θεμελίωση τπυ καινούργιου τότε , Γυμνασσίου μας που θα αναρτήσουμε αργότερα .
Την εποχή εκείνη , όπως ξαναείπαμε , είχαμε και ένα άλλο σημαντικό περιστατικό στο μαγαζί μας , γράφτηκε στον τοίχο η ταμπέλα του μαγαζιού . " ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΊΟΝ " η ΔΩΡΙΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ Γ. ΚΑΨΆΛΗ , ΚΑΙ ΒΈΒΑΙΑ ΓΡΆΦΤΗΚΑΝ ΑΠΌ ΕΙΔΙΚΌ..ΚΑΛΛΙΤΈΧΝΗ ΚΑΙ ΌΛΑ ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΠΟΥ ΔΙΈΘΕΤΕ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ..
Από εκεί φίλοι μου προέκυψε και ο τίτλος " ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ "
ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΟ ΚΕΊΜΕΝΟ ....
" ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ ..."
ΟΣΑ ..ΘΥΜΑΜΑΙ..
Οικογενειακή μας φωτογραφία της εποχής εκείνης , στην πόρτα του μαγαζιού μας , μετά την…καλλιτεχνική παρέμβαση του φίλου μας …
Όμορφη , ονειρεμένη εκείνη η εποχή , και μιλάμε για τη δεκαετία του ‘50 , θες δεν ..θες , ο νους τριγυρνάει πάντα εκεί , με όλες τις δυσκολίες της , όλα τα βάσανά της , τη φτώχεια , τις στερήσεις , τον πόνο για τα χαμένα αγαπημένα πρόσωπα , της πολύχρονης ταλαιπωρίας , και τα σημάδια του …χαλασμού , να υπάρχουν παντού ..
Τα κουφάρια απ’ τα καμένα σπίτια , φαντάσματα λες , μας φόβιζαν τις νύχτες , κι’ όμως ο νους πάντα γυρνάει εκεί , στα σκληρά , τα πονεμένα , τα δύσκολα χρόνια , με τα ..μπαλωμένα ντρίλινα ρούχα και το αχνό χαμόγελο που άρχιζε ν΄ανθίζει στα χιλιοπικραμένα χείλια των χωριανών , στα ..χείλια που για 10 χρόνια , γεύονταν το φαρμάκι της κατοχής και του εμφύλιου..σπαραγμού , κι’ όμως η Λιδορικιώτικη ψυχή ..άντεξε , δεν γονάτισε , με νύχια και με..δόντια κράτησαν ζωντανό το χωριό , που σιγά-σιγά άρχισε να ανασαίνει , να..ζει..
Μετά τη λιγόχρονη περιπλάνησή μας , ξαναμαζευτήκαμε στο όμορφο , χωριό μας, στο..σπίτι μας , πυροπαθείς στην Αθήνα για κάποσο καιρό , σε μια επιταγμένη βίλα στο Έδεμ , στο Παλιό Φάληρο , μαζί με άλλες ομοιοπαθείς οικογένειες απ’ όλη την Ελλάδα , Μακεδονία , Θράκη , Στερεά , κι’ αργότερα σε ένα κτίριο του ΦΙΞ , Λ.Συγγρού 82 , απέναντι απ’ το εργοστάσιο , όπου μείναμε περισσότερο καιρό .
Πολλές ταλαιπωρημένες οικογένειες , πάλι απ’ όλη την Ελλάδα , θυμάμαι τους Θρακιώτες , δυσκολευόμασταν να συνεννοηθούμε , είχαν κΙ’ αυτές μικρά παιδάκια , που όταν παίζαμε , θυμάμαι , μας φώναζαν : Κόσια…κόσια , άντε να καταλάβουμε τι μας έλεγαν , βέβαια σιγά-σιγά ..μάθαμε , συνηθίσαμε , μέχρι που καμιά φορά , από..κεκτημένη ταχύτητα , φωνάζαμε και μεις..κόσια..κόσια , όταν θέλαμε να πούμε…τρέξε..τρέξε…
Μετά το ..γκέτο λοιπόν των πυροπαθών , γυρίσαμε , κάπου στο 1949 , στο χωριό μας , καμένο ..ξεκαμένο το σπίτι μας , το ψευτομπαλώσαμε και χωθήκαμε μέσα , όπως άλλωστε και όλοι οι χωριανοί μας , ήμασταν όμως στο ..σπίτι μας , στο χωριό μας…
Ο πατέρας μου ξανάνοιξε το Ζαχαροπλαστείο , στο Αλωνάκι , με το ίδιο , το παλιό όνομα : “ Η ΔΩΡΙΣ “ , κι’ αρχίσαμε απ’ την αρχή , απ’ το μηδέν , για να μην πούμε ..κάτω απ’ το μηδέν , αλλά όπως είπαμε , ήμασταν πια στο ..χωριό μας , στο σπίτι μας..
Οι δυσκολίες πολλές , πάμπολλες , μα όλα ξεπεράστηκαν , σιγά-σιγά , και η ζωή μας άρχισε να παίρνει πάλι το ρυθμό της , αργά..αργά αλλά σταθερά , η Λιδορικιώτικη ζωή ..ξεκίνησε , τα μαγαζιά , τα περισσότερα , άνοιξαν και το χωριό μας ξαναζωντάνεψε…
Οι επικοινωνίες όμως την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν..ανύπαρκτες , υπήρχε κάποια υποτυπώδης συγκοινωνία , με Αθήνα , Άμφισσα και Ναύπακτο , ο δε εφοδιασμός των καταστημάτων , εμπορικών κλπ , γινόταν με τον παλιό..καλό τρόπο , μέσω παραγγελιοδόχων , που έχονταν απ΄Αθήνα και Πάτρα , έπαιρναν τις σχετικές παραγγελίες , επέστρεφαν στις έδρες τους και μετά από λίγες μέρες , στέλνονταν τα πράγματα , με τα φορτηγά , του Σιώκου ή του Κότταρη .
Έτσι κάθε βράδυ στο Λιδορίκι , παρέμεναν και διανυκτέρευαν , εκτός απ’ τους οδηγούς και τους εισπράκτορες των λεωφορείων , δυο ..τρεις και τέσσερις , καμιά φορά , παραγγελιοδόχοι , που έμεναν για μια , το πολύ δυο νύχτες στο χωριό , και έφευγαν για να ξανάρθουν μετά από 15 μέρες , η και μήνα …
Βέβαια , όλους τους παραγγελιοδόχους τους είχαμε μάθει πια , αφού τους βλέπαμε τακτικά , ήταν οι Ασημακοπουλαίοι , απ’ τη Ναύπακτο , ο Παπαλεξανδράτος , απ’ την Πάτρα , ένας ευγενέστατος γεράκος , της σοκολατοποιίας “Γκλόρια “, απ΄την Αθήνα κι’ένα σωρό άλλοι , από όλους αυτούς κάθε βράδυ κάποιοι έμεναν στο χωριό , και επειδή το μαγαζί μας ήταν δίπλα στο πρακτορείο των λεωφορείων , μετά το τέλειωμα της δουλειάς τους , κάθονταν στο μαγαζί μας μέχρι αργά , έλεγαν διάφορες όμορφες ιστορίες , που εγώ τις..κατέγραφα στο παιδικό μου μυαλό , ήμουνα περίπου 7 χρόνων , και όταν πέρναγε η ώρα και ..πλησίαζε και το κλείσιμο του μαγαζιού , πήγαιναν γιά ύπνο στο ξενοδοχείο των Παπαδοπουλαίων , ακριβώς απέναντί μας ..
Κάποιο βράδυ λοιπόν , εκτός απ’ τους …συνήθεις..πελάτες μας , ξέμεινε και ένας ..περίεργος τύπος , που η εμφάνισή του δεν είχε καμιά σχέση με των..παραγγελιοδόχων , αλλά και των..χωριανών μας ..
Ήταν..παρδαλοντυμένος , με έντονα και φανταχτερά ρούχα και χρώματα , είχε μακριά σγουρά μαλλιά , που κρέμονταν έξω απ’ το μπλε μπερεδάκι που φορούσε , το πουκάμισό του παρδαλό κι’ αυτό , καρό.πολύχρωμο , σαν αυτά που μοίραζε..η ΟΥΝΡΑ , και εκείνο που μου ‘χε κάνει εντύπωση ήταν ένα ..χρωματιστό μαντήλι που είχε γύρω στο λαιμό , αργότερα έμαθα πως το λένε..φουλάρι …
Κάποια στιγμή , οι παραγγελιοδόχοι , ίσως και κουρασμένοι , άρχισαν να..αποσύρονται για..ύπνο , και έμεινε τελευταίος ο παράξενος ..ξένος , που ήπιε κάποιο ποτό , συνήθως κονιάκ , παρότι ήταν άνοιξη προς,,καλοκαίρι , και όταν εγώ ανέλαβα τα..υψηλά …διευθυντικά μου καθήκοντα , το..σκούπισμα δηλαδή , η σκούπα βέβαια ήταν ..ψηλότερή μου , είδα τον ξένο να μιλάει στα καλά καθούμενα με τον πατέρα μου , λες και γνωρίζονταν από ..χρόνια ..και σε μια στιγμή έδωσαν και τα..χέρια , όπως συνήθως κάνουν οι άνθρωποι όταν καταλήγουν σε κάποια συμφωνία ..
Πράγματι , δεν είχα πέσει έξω , ο πατέρας μου είχε κλείσει με το φίλο μας μια συμφωνία , που μου την είπε ο πατέρας μου όταν έφυγε κι’ ο ξένος και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε , ο παράξενος ..ταξειδιώτης , ήταν , λέει , ζωγράφος , καλλιτέχνης δηλαδή , που άμα..λάχαινε έφκιαχνε και επιγραφές , ταμπέλες σε μαγαζιά και ότι άλλο σχετικό , και επειδή το μαγαζί ήταν καινούριο ακόμα και δεν είχαμε τις..απαραίτητες επιγραφές , με τα προϊόντα μας κλπ , τα συζήτησαν , τα βρήκαν και απ’ την άλλη μέρα θα άρχιζαν τα έργα..τα καλλιτεχνικά..
Πράγματι το άλλο πρωί , ο ζωγράφος μας , εμφανίσθηκε με ρούχα..εργασίας , αλλά το..μπερεδάκι ..μπερεδάκι , όπως και το…φουλάρι φυσικά , είχε και τα πινέλα του και τα υπόλοιπα συμπράγκαλά του , ήπιε το καφεδάκι του , και ξαμολήθηκε για τις μπογιές και τα λοιπά απαραίτητα , και σε λίγο ξεκίναγαν οι εργασίες ….
Για των..γραφομένων μας το..αληθές , δείτε και τη σχετική φωτογραφία της ίδιας εποχής , μετά την..τοιχογράφηση..βεβαίως...
Ξεκίνησε λοιπόν την άλλη μέρα η δουλειά , με τις απαραίτητες προπαρασκευαστικές εργασίες , συγκέντρωση των υλικών , πινέλα , μπογιές , κάτι περίεργες ..ρίγες ξύλινες και μαζί με όλα τα άλλα έφερε ο ζωγράφος και ένα παλιό στρατιωτικό σακίδιο , με διάφορα ..συμπράγκαλα ..
Εγώ βέβαια ήμουνα στο σχολείο , και περίμενα πως και ..πως , να σχολάσουμε για να πάω να παρακολουθήσω τα..μπογιατίσματα , πράγματι , σχολώντας ούτε για φαί δεν πήγα , άφησα την τσάντα μου στο σπίτι και ..δρόμο για το μαγαζί .
Ο ζωγράφος ήταν εκεί , αλλά δεν είδα τα ..εργαλεία και τις μπογιές , ο ίδιος ήταν σκαρφαλωμένος σε μια ξύλινη σκάλα , και με μια ρίγα και ένα χοντρό μολύβι , χαράκωνε στον τοίχο τα γράμματα που θα ζωγράφιζε και θα μπογιάτιζε , κατέβηκε για λίγο , ήπιε κάτι και μου είπε να τον βοηθήσω να φέρει απ’ το ξενοδοχείο του Παπαδόπουλου τα πράγματά του , γιατί θα έμενε κάτω απ’ το μαγαζί μας , σε ένα πατάρι σαν μεσοπάτωμα που είχαμε , και το χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκη .
Πράγματι , φέραμε τα πράγματά του , έφερα κι’ απ’ το σπίτι μας ένα παλιό ράντζο που είχαμε , και το..υπνοδωμάτιο ήταν έτοιμο !! Στη μια άκρη ήταν το κρεβάτι και τα πράγματα του ζωγράφου και στο υπόλοιπο πατάρι υπήρχαν δοχεία με γλυκά κουταλιού , κιβώτια με αναψυκτικά και διάφορα άλλα είδη ζαχαροπλαστικής ..
Αφού τακτοποιήθηκε στον…ξενώνα , ανέβηκε για δουλειά , ο πατέρας μου του είχε δώσει σε ένα χαρτί τι ακριβώς θέλει να γράψει στον τοίχο , κι’ ο ζωγράφος υπολόγιζε το χώρο , μετρούσε με το μέτρο του , και άρχισε σιγά-σιγά να..χαρακώνει , σε λίγη ώρα η μεγάλη επικεφαλίδα ήταν έτοιμη για..χρωμάτισμα , βέβαια ήταν λίγο..μακριούλα η επιγραφή , και για να τη διαβάσεις έπρεπε να πάρεις και μια βαθειά…ανάσα : ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ , και έπιανε απ’ τη μια άκρη ως τη άλλη του τοίχου..
Στη συνέχεια , κάτω απ’ τη μεγάλη επιγραφή , γράφτηκε το όνομα του πατέρα μου : ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΨΑΛΗ , και από κει και κάτω , θα γράφονταν όλα τα..προσφερόμενα προϊόντα , κανταίφια , πάστες , γλυκά κουταλιού , μπύρα και αναψυκτικά …πάγου , ούζο , λικέρ και ό,τι τέλος πάντων μπορούσε να πουλάει και να προσφέρει ένα ζαχαροπλαστείο , χωρίς βέβαια να παραλείψουμε και τα παραδοσιακά Λιδορικιώτικα γλυκά , κουραμπιέδες , μπακλαβάδες κλπ . Προς στιγμήν η δουλειά ..κόλλησε στα ..χρώματα που θα μπαίναν στα γράμματα , αλλά ξεπεράστηκε εύκολα και γρήγορα , και όλα προχωρούσαν όμορφα κι΄ωραία ..
Βέβαια η όλη αυτή ιστορία της..τοιχογράφησης , άρχισε να μαζεύει..κόσμο , περαστικοί , περίεργοι , παιδιά και αργόσχολοι , μαζεύονταν για να δουν τι γίνεται στ΄Αλωνάκι , και κυρίως να ..χαζέψουν αυτόν που ήταν σκαρφαλωμένος πάνω στη σκάλα και ..χαράκωνε τον τοίχο…και πριν ακόμα ο ζωγράφος τελειώσει την πρώτη του εν..Λιδορικίω δουλειά , είχε ήδη βρει και δεύτερη , θα έκανε την ίδια δουλειά και στο διπλανό μας πρακτορείο των λεωφορείων .
Μια όμορφη παλιά φωτογραφία , της εποχής εκείνης , στη πόρτα του μαγαζιού μας , με τον αγαπημένο φίλο , συμμαθητή αλλά και ξάδερφο , τον Μίμη τον Πίτσιο τον ..Μέγα , όπως τον λέγαμε..προσέξτε πάνω απ’ την πόρτα , τη διαφήμιση της…Γκλόρια …
Το νερό , λοιπόν , είχε μπει για τα καλά ..στ’ αυλάκι , οργασμός ..εργασιών , ο καλλιτέχνης σκαρφαλωμένος πάνω στη ..ξυλόσκαλα , χαράκωνε..χαράκωνε , κατέβαινε κοίταζε από μακριά αυτά που ‘φκιαξε και καμιά φορά έσβηνε και..ξαναχαράκωνε…
Η ..αφεντιά μου , πέρα απ’ τα ..υψηλά καθήκοντα , του..γενικού διευθυντού του καταστήματος (..νεροκουβάλημα κλπ..) είχα αναλάβει και τη..διεύθυνση και οργάνωση της όλης..παραγωγής , έδινα τη ρίγα-χάρακα στο ζωγράφο , τα..μολύβια του και ότι άλλο χρειαζούμενο , αλλά είχα πάρει όμως τη ρητή υπόσχεση , πως όταν τελειώσουν τα..χαρακώματα , κι’ αρχίσει το βάψιμο , θα έβαζα και γω τις..πινελιές μου , θα έπαιρνα λοιπόν το χρίσμα του..ζωγράφου..
Ο ζωγράφος , έκανε συχνά ..διαλειμματάκια , πότε έπινε το ποτό του , κονιάκ συνήθως , αλλά και συχνά πυκνά το καφεδάκι του , πολλές φορές μαζί με τον πατέρα μου , τους καφέδες τους έφτιαχνα..αυτοπροσώπως..εγώ , σκέτοι κι’ οι δυο , και τα μεσημέρια τρώγανε , συνήθως , μαζί με τον πατέρα μου , φαγητό τους έφερνα απ’ το σπίτι , και ενδιαμέσως ο ζωγράφος έκανε και κάνα..μικροκολατσιό , με μεζεδάκια απ’ το μαγαζί…
Κάποιες όμως φορές ο καλλιτέχνης ..χανόταν , εξαφανιζόταν , κατέβαινε κάτω στο..πατάρι , στο ..υπνοδωμάτιό του , και έκανε ώρα να ξαναγυρίσει , το ίδιο γινόταν και μετά το φαγητό , έφευγε για μια ..δυο ώρες , και ξανάρχονταν να συνεχίσει τη δουλειά , ενώ πάντα τελείωνε νωρίς τ’ απόγευμα και μετά..χανόταν…
Κάποια στιγμή λοιπόν , που ήταν ..σκαρφαλωμένος στη σκάλα , κατέβηκα λαθραία , στο πατάρι , δήθεν για ..δουλειά , και κει είδα πια το λόγο που χανόταν ο..ζωγράφος , σε μια γωνιά του παταριού , πίσω απ’ τους τενεκέδες με τα γλυκά κουταλιού και τις νταμουζάνες με τα ποτά , είδα ένα τελάρο με μισοζωγραφισμένο ένα γυναικείο πρόσωπο , με λουλούδια στα μαλλιά και δίπλα τα πινέλα και τις μπογιές του φίλου μας …
Δεν έκανα καμιά σχετική συζήτηση , ούτε στο ζωγράφο αλλά ούτε και στον πατέρα μου , ύστερα είχε έρθει η μεγάλη …στιγμή , άρχιζε το…χρωμάτισμα των..γραμμάτων , όπου συμμετείχα ..ενεργά και γω…ποιός στη..χάρη μου , πράγματι , ο ζωγράφος , δουλεύοντάς με προφανώς , με κάλεσε λέγοντάς μου : κύριε ..διευθυντά , τώρα αρχίζει η ..σοβαρή δουλειά , δηλαδή το..μπογιάτισμα , έκανε μερικά δοκιμαστικά μικροβαψίματα , για να δει το χρώμα , αν ήταν όπως τθ ‘θελε , κάτι έβαλε στο κουβά με το χρώμα , ξαναδοκίμασε , και άρχισε πια η μεγάλη…βαφή…
Σε μένα ανέθεσε τις ..σοβαρές δουλειές , μπογιάτιζα κάποια σημεία , χαμηλά-χαμηλά , που το χρώμα του τοίχου ήταν χαλασμένο , κι’ αυτός με τη μπογιά και τα πινέλα του , σκαρφαλωμένος πάντα στη σκάλα , χρωμάτιζε τα γράμματα , αρχίζοντας πρώτα-πρώτα απ’ την κορυφή ..εγώ φυσικά τον παρακολουθούσα προσεκτικά , πως έβαζε τη ρίγα να ακουμπάει στον τοίχο και ακουμπώντας πάνω της , σταθερά , το χέρι μπογιάτιζε γρήγορα – γρήγορα , τα γράμματα , χωρίς να του ξεφεύγει η μπογιά έξω απ’ τις χαρακιές…
Όλα προχωρούσαν μια χαρά , σε λίγο τα πρώτα γράμματα ..ΚΑΦΕΓΑΛ..ήταν έτοιμα , και το χρώμα τους , φαινόταν υπέροχο , ένα ..κίτρινο σκούρο , μάλλον..μουσταρδί , φώναξε και τον πατέρα μου , που τα είδε και φχαριστήθηκε , τα βρήκε όμορφα , του άρεσαν..ήπιαν και τα ..καφεδάκια τους , και μέχρι το ΄μεσημεριανό φαγητό συνεχίστηκε η δουλειά , μετά έφαγαν κι’ ο ζωγράφος , κατέβηκε στο δωμάτιό του , για τη συνηθισμένη διακοπή …
Το απόγευμα συνέχισε το μπογιάτισμα , είχε ήδη προχωρήσει πολύ η δουλειά , και μου ανακοίνωσε , πως αν όλα πάνε καλά , την άλλη μέρα τελειώνουμε , ενώ αμέσως μετά θα άρχιζε τις επιγραφές του πρακτορείου , δίπλα μας , για την οποία είχε κάνει συμφωνία ..ήδη είχα τελειώσει τα μεγάλα γράμματα της μεγάλης επιγραφής και είχαν απομείνει οι μικρές επιγραφούλες , στα κάθετα κομμάτια , ανάμεσα στα παράθυρα..
Την άλλη μέρα όλα έγιναν όπως πάντα , και νωρίς ..νωρίς φτάσαμε στα..τελειώματα , ο ζωγράφος κάποια στιγμή , κατέβηκε , προχώρησε μερικά μέτρα προς τα πίσω , έφτασε στη μέση , σχεδόν , της πλατείας , καλοκοίταξε το..έργο του , έκανε κάποια..ψιλο..συμπληρώματα , και αφού ήπιαν τα καφεδάκια τους με τον πατέρα μου , ανακοίνωσε το τέλος των εργασιών , με το σχετικό..καλορίζικα…
Ήταν πράγματι πολύ ωραία , και ήταν κάτι ..πρωτόγνωρο γιατο χωριό μας , μέχρι τώρα τα μαγαζιά είχαν αυτές τις μικρές ξύλινες ταμπέλες , που τις έφκιαχναν συνήθως μόνοι τους , αλλά όλος ο τοίχος πρώτη φορά γέμιζε με..γράμματα , βέβαια το..ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ , ήταν..απέραντο ..μακρυνάρι , και φαινόταν κάπως..περίεργο , αλλιώτικο , για τα μέχρι τότε δεδομένα , πάντως ήταν πετυχημένος ο όλος συνδυασμός , των χρωμάτων , κι’ από μακριά φαινόταν πολύ όμορφο , ο δε ζωγράφος καμάρωνε , και εγώ φυσικά σαν..βοηθός …
Το απόγευμα ο ζωγράφος καθυστέρησε πολύ ν’ ανέβη , είχε φαίνεται κουραστεί και ξεκουραζόταν , κάποια στιγμή , ανέβηκε κρατώντας ένα πράγμα τυλιγμένο σε..εφημερίδες , τότε είχαν μεγάλο σχήμα , μπήκε στο μαγαζί , και φώναξε τον πατέρα μου , λέγοντάς του να ‘ρθει για να δει κάτι , πράγματι ήρθε ο πατέρας μου , και τότε αργά-αργά και προσεκτικά ξετύλιξε το..δεματάκι και μας αποκάλυψε τη..ΔΩΡΙΚΗ ..ΑΥΡΑ , τον πίνακα που έφτιαχνε κάτω στο πατάρι τις ώρες που νομίζαμε πως κοιμάται…
Ήταν ο πίνακας που είχα δει και γω , αλλά τότε ήταν στις αρχές , τώρα ήταν τελειωμένος , ήταν το πορτραίτο μιας πεντάμορφης ξανθιάς κοπέλας , με μακριά , σγουρά μαλλιά , ροδοκόκκινα μάγουλα και κόκκινα χείλια , λίγο ..παχουλή βέβαια , κατά τα τότε..πρότυπα , με λουλούδια στα μαλλιά της , πολύ-πολύ ωραία προσωπογραφία , που κάτω..κάτω έγραφε με κεφαλαία καλλιγραφικά γράμματα : ..ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ …
Τον πρόσφερε στον πατέρα μου , που συγκινημένος τον αγκάλιασε και τον ευχαρίστησε , και ο φίλος μας ο ζωγράφος , μας υπέδειξε και σε ποιό σημείο πρέπει να κρεμάσουμε το έργο του , τον όμορφο πίνακά του…
Έτσι κι’ έγινε , τον κρεμάσαμε σε ένα στενό κομμάτι του τοίχου , ανάμεσα σε παράθυρα , πίσω ακριβώς απ’ τη βιτρίνα και το ταμείο , σε φωτεινό σημείο και κυρίως εμφανές , ήθελες δεν ..ήθελες έβλεπες τη ..” ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ “ , που για χρόνια μετά ήταν το σήμα κατατεθέν του μαγαζιού μας…
Για δέκα χρόνια λοιπόν , περίπου , η ..ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ , στόλιζε το μαγαζί μας , το..ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ…βέβαια μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία έγιναν πολλά , σκοτώθηκε ο πατέρας μου , εμείς τα παιδιά μεγαλώσαμε , ο Γιώργος , ο αδερφός μου , τελειώνοντας το Γυμνάσιο , ξεκίνησε άλλη σταδιοδρομία , στην Αθήνα , το μαγαζί όμως το διατηρούσαμε με τη μάνα μου , μέχρι που τελείωσα και γω το Γυμνάσιο , μπήκα στην ΠΑΝΤΕΙΟ , και κάπου στο τέλος του 1962 , αποφασίσαμε να πουλήσουμε το μαγαζί , και να κατέβουμε στην Αθήνα , όπου ήταν κι’ ο αδερφός μου , και εγώ θα πήγαινα φαντάρος ..
Έτσι , πουλήθηκε το μαγαζί , το πήρε ο Βασ.Φαλίδας , απ’ το Σεβεδίκο , με όλα τα έπιπλα και τα εμπορεύματα , όπως ήταν , τα μόνα πράγματα που θα παίρναμε ήταν διάφορα προσωπικά μας αντικείμενα , και εγώ πήρα , έτσι για ενθύμιο , ένα μπουκάλι λικέρ ΠΙΠΕΡΜΑΝ ( ΜΕΝΤΑ ) και είχα πει πως θα πάρουμε και τον πίνακα , την..” ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ “ ..
Δυστυχώς όμως , δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε , το μπουκάλι με τη..μέντα , που απ’ τα χρόνια έχει..αποπρασινιστεί , και είναι ..άχρωμη , το βρήκα και το έχω ακόμα , είναι παραγωγής 1952 , η ..πανέμορφη όμως ..Λιδορικιωτοπούλα , η..” ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ “ , δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε , ποτέ δεν την ξαναείδα , χάθηκε στη μεταφορά , δεν την πήραμε απ’ το μαγαζί φεύγοντας ; ..ποτέ δεν το ‘μαθα , όσο για το καλλιτέχνη φίλο μας , τον ..πατέρα της..Αύρας , ούτε αυτόν τον ξανασυνάντησα , όταν τέλειωσε κάποιες άλλες δουλειές στο χωριό μας , χάθηκε..ξαφνικά , όπως και..εμφανίστηκε…αν ζει , να’ναι καλά , αν και θα ‘ναι πολύ-πολύ..γέρος , αφού η…Αύρα , από..κοπελίτσα ολόδροση , θα κοντεύει τώρα τα…εξήντα …
Σ Υ Ν Ε Χ Ι Ζ Ε Τ Α Ι.....
Καλό σας βράδυ..
www.lidoriki.com
No comments:
Post a Comment