Αρχές δεκαετίας του '50 , το Λιδορίκι είναι ακόμα γεμάτο ερείπια , ο κόσμος περνάει πολύ δύσκολα , υπάρχουν χωριανοί μας που έχουν ανάγκη από βοήθεια . Έτσι ιδρύθηκε τότε ο Φιλανθρωπικός Σύλλογος Λιδορικίου , στον οποίο μετείχαν Λιδορικιώτισσες αλλά και γυναίκες Δημ. Υπαλλήλων που υπηρετούσαν στο Λιδορίκι. Περόεδρος την εποχή της φωτογραφίας ήταν η Καίτη Τσαντίλη σύζυγος του Μοίραρχου Χωροφυλακής Ν. Τσαντίλη και οι δύο με καταγωγή απ' το Γαλαξίδι . Από αριστερά , Σταθούλα Κάππου , Τριάδα ( Ρίτσα ) Ευσταθίου , Αγγελική Καψάλη , Καίτη Τσαντίλη , ...Πρεζαλή , Βούλα Καντζιού και ΄Έλλη Σφέτσου . Αρχείο Κ.Καψάλη
Μέλη του Φιλανθρωπικού Συλλόγου με τον παπα Κοράκη , στη θεβμελίωση της εκκλησίας του Αγλιου Ευθυμίου στον Παλιόραγκο , στα 1954 , πάνω σειρα Ευθ. Παπαβασιλέιου , του γιατρού , παπα Κοράκης , Έλλη Σφέτσου , Βούλα Καντζιού και κάτω , Αγγελική Καψάλη και Μαρία Καρυδάκη - Γουσίου Αρχείο Κ.Καψάλη
Oι φωτογραφίες είναι παρμένες απ' την ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ - photolidoriki.blogspot.com , στείλτε και σεις Λιδορικιώτικες φωτογραφίες στην ΤΡΑΠΕΖΑ , για να μείνουν αιώνια , επικοινωνείστε μαζί μας
********
Καλησπέρα Λιδορικιώτες όλου του κόσμου .. Καλησπέρα αγαπημένοι φίλοι του χωριού μας
Ολοκληρώνεται
η Εγίρα, δηλαδή η μετοικεσία του προφήτη Μωάμεθ από τη Μέκκα στη
Μεδίνα, με αφορμή την αποκήρυξη των ιδεών του από τους συντοπίτες του, κατά το
«ουδείς προφήτης στον τόπο του». Αυτή η χρονιά αποτελεί το έτος 1 του
μουσουλμανικού ημερολογίου.
1828 Ο
Ιωάννης Καποδίστριας
οργανώνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα Ταχυδρομική Υπηρεσία, με γραφεία στο Άργος,
στην Τρίπολη, στην Επίδαυρο και τη Σύρο.
1869 «Μαύρη
Παρασκευή» στις ΗΠΑ, μία από τις χειρότερες μέρες στην ιστορία του αμερικανικού
χρηματιστηρίου. O Τζέι Γκουλντ και ο Τζέιμς Φισκ επιχειρούν να ελέγξουν την
αγορά χρυσού, η κυβέρνηση την απελευθερώνει και ακολουθεί πανικός στη Wall
Street, με κατακόρυφη πτώση στην τιμή του χρυσού.
1948 Ο
γιαπωνέζος μηχανικός Σοϊτσίρο Χόντα ιδρύει την εταιρεία Honda. Αρχικώς
κατασκευάζει μοτοσικλέτες, στη συνέχεια όμως θα επεκταθεί και στα
αυτοκίνητα.
2002 Η
προερχόμενη από την Ανατολική Γερμανία Άνγκελα Μέρκελ αναλαμβάνει
την προεδρία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας.
ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
μ.Χ.
1886 Έντουαρντ Μπαχ, άγγλος
γιατρός της εναλλακτικής ιατρικής, γνωστός για μία σειρά θεραπείες με
εκχυλίσματα φυτών (Ανθοϊάματα Μπαχ). (Θαν. 27/11/1936)
1951 Πέδρο
Αλμοδόβαρ, ισπανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου.
ΘΑΝΑΤΟΙ
μ.Χ.
1920 Πέτερ Καρλ Φαμπερζέ, ρώσος
κοσμηματοπώλης, γνωστός και τα ομώνυμα διαμαντένια αυγά. (Γεν.
18/5/1846)
1966 Αριστείδης
Πρωτοπαπαδάκης, έλληνας πολιτικός, ο οποίος υπέγραψε το 1961 τη συμφωνία της
Ελλάδας με την ΕΟΚ.(Γεν.
1903)
2002 Τζορτζ
Τζόρτζες, (Γιώργος Γεωργούρας), ομογενής πρώην ομοσπονδιακός γερουσιαστής της
Αυστραλίας και πρώτος πολιτικός ελληνικής καταγωγής που εξελέγη στο κοινοβούλιο
της Αυστραλίας. (Γεν. 15/4/1920)
Αλέξιος Β’ Κομνηνός
1169 – 1183
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου, που βασίλεψε για τρία χρόνια (1180 - 1183), αλλά
δεν κυβέρνησε ποτέ. Ανήκε στη δυναστεία των Κομνηνών.
Ο Αλέξιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Σεπτεμβρίου 1169 και ήταν
γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού και της δεύτερης συζύγου του Μαρίας,
κόρης του γάλλου πρίγκηπα της Αντιοχείας Ραϊμούνδου του Πουατιέ. Στις 2 Μαρτίου 1180 και για λόγους
πολιτικής του πατέρα του, ο δεκαετής Αλέξιος παντρεύτηκε την οκταετή πριγκίπισσα
Αγνή, κόρη του φράγκου βασιλιά Λουδοβίκου του 7ου, η οποία έλαβε το όνομα Άννα.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 24 Σεπτεμβρίου 1180, ο Μανουήλ
Α' πέθανε και τον διαδέχθηκε ο εντεκάχρονος γιος του, Αλέξιος. Επειδή ήταν
ανήλικος τον κηδεμόνευε η βασιλομήτωρ Μαρία, η οποία γρήγορα τον παραγκώνισε,
αναθέτοντας την εξουσία στον εραστή της Αλέξιο Πρωτοσέβαστο, εξάδελφο του
αυτοκράτορα Αλέξιου Β'. Η απροκάλυπτα φιλοδυτική στάση της Μαρίας και του
ευνοούμενού της, καθώς και η ασυδοσία των λατίνων εμπόρων (Γενουατών και
Πισατών) που κυριαρχούσαν στο θαλάσσιο εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές
δραστηριότητες στην αυτοκρατορία, προκάλεσαν την έξαρση των αντιδυτικών
αισθημάτων του λαού και την αντίδραση της οικογένειας των Κομνηνών. Η ετεροθαλής
αδελφή του ανήλικου αυτοκράτορα Μαρία Κομνηνή ή Πορφυρογέννητη και ο φράγκος
σύζυγός της Καίσαρ Ιωάννης (Ρενιέ ντε Μονφερά, το γαλλικό όνομά του),
προσπάθησαν να ξεσηκώσουν τον λαό της Κωνσταντινούπολης κατά του μισητού ζεύγους
της Μαρίας και του Αλέξιου, αλλά απέτυχαν.
Τότε φάνηκε δυναμικά στο προσκήνιο ο Ανδρόνικος Κομνηνός, εξάδελφος του
αποθανόντος αυτοκράτορα, που είχε πέσει σε δυσμένεια επί Μανουήλ Α', ως
σφετεριστής του θρόνου και είχε απομακρυνθεί στον Πόντο. Με την προτροπή της
Μαρίας Κομνηνής, την άνοιξη του 1182 στρατοπέδευσε στη Χαλκηδόνα (σημερινό
Καντίκιοϊ), στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, προκαλώντας στάση μέσα στη
Βασιλεύουσα.
Ο Αλέξιος Πρωτοσέβαστος εγκαταλείφθηκε από τους υποστηρικτές του,
αιχμαλωτίστηκε από τους στασιαστές και τυφλώθηκε. Παράλληλα, ξεκίνησε ένα
πογκρόμ κατά των ρωμαιοκαθολικών ή λατίνων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, που
ανέρχονταν σε περίπου 60.000 και αποτελούνταν από εμπόρους και τις οικογένειές
τους. Ανεξακρίβωτος αριθμός λατίνων κατεσφάγη από το μαινόμενο πλήθος, ενώ
τουλάχιστον 4.000 πουλήθηκαν ως σκλάβοι στους Σελτζούκους Τούρκους. Οι
διασωθέντες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Στις 3 Μαΐου 1182 ο
Ανδρόνικος Κομνηνός εισήλθε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη ως προστάτης του
ανήλικου ανηψιού του. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να δηλητηριάσει την Άννα Κομνηνή
και τον σύζυγό της Καίσαρα Ιωάννη. Ακολούθως, συνέλαβε τη βασιλομήτορα Μαρία,
την οποία υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια και ανέθεσε τον στραγγαλισμό της στον
σωματοφύλακά του Κωνσταντίνο Τρίψυχο.
Ο Ανδρόνικος στέφθηκε συναυτοκράτορας και στις 24 Σεπτεμβρίου 1183 με διαταγή
του δολοφονήθηκε ο 14χρονος αυτοκράτορας Αλέξιος Β' Κομνηνός. Τον στραγγάλισαν
με τη χορδή ενός τόξου. Ο Ανδρόνικος αναγορεύθηκε σε αυτοκράτορα του Βυζαντίου
ως Ανδρόνικος Α' Κομνηνός και για να νομιμοποιήσει την εξουσία του παντρεύτηκε
τη χήρα του Αλέξιου Β', παρότι αυτός ήταν 65 ετών και η Άννα μόλις 13.
Τη δυναστική διαμάχη στο Βυζάντιο επί Αλεξίου Β' εκμεταλλεύτηκαν οι γείτονες
της αυτοκρατορίας. Ο βασιλιάς των Ούγγρων Μπέλα ο 3ος, κατέλαβε περιοχές της
Κάτω Πανονίας (σημερινή Βόρεια Σερβία και Βοσνία), η Βενετία τη Δαλματία και ο
σουλτάνος των Σελτζούκων Τούρκων Κιλίτζ Αρσλάν ο 2ος προωθήθηκε δυτικότερα στη
Μικρά Ασία, καταλαμβάνοντας το Κοτύαιον (σημερινή Κιουτάχεια) και τη Σωζόπολη
της Πισιδίας.
Κοντσέρτο για ροκ γκουπ και
ορχήστρα
Στα τέλη της δεκαετίας του '60 πολλά ροκ συγκροτήματα φλέρταραν με την
κλασσική μουσική. Ένα από αυτά ήταν οι Deep Purple, οι πρωτεργάτες του σκληρού
ροκ με το εμβληματικό τραγούδι Smoke on the Water. Θέλησαν να
αποδείξουν ότι μπορούσαν να δοκιμάσουν τις αντοχές τους σε ένα μουσικό είδος που
προφανώς ξεπερνούσε τις δυνάμεις τους. Το εγχείρημα ανέλαβε ο οργανίστας του
συγκροτήματοςΤζον Λορντ,
ένας μουσικός με κλασσική πιανιστική παιδεία.
Το αποτέλεσμα ήταν η σύνθεση «Κοντσέρτο για ροκ γκρουπ και ορχήστρα», που
παρουσιάσθηκε και ηχογραφήθηκε ζωντανά στις 24 Σεπτεμβρίου του 1969 στο
Royal Albert Hall του Λονδίνου. Τους Deep Purple εκείνο το βράδυ συνόδευε η
Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου, υπό τη διεύθυνση του Μάλκολμ
Άρνολντ.
Το έργο αγνοήθηκε από τους φανς του συγκροτήματος και λοιδωρήθηκε από τους
κλασσικόβιους. Από πλευράς φόρμας είναι κάτι μεταξύ κοντσέρτο γκρόσο,
συμφωνίας κοντσερτάντε και κοντσέρτου για ορχήστρα. Οι επιρροές του ανιχνεύονται
στις μουσικές των Ραχμάνινοφ, Σιμπέλιους, Μάλερ και στα κινηματογραφικά
σάουντρακ των Φραντς Γουάξμαν και Ντμίτρι Τιόμκιν. Αποτελείται από τρία
μέρη:
Α. Moderato-Allegro
Β. Andante
Γ. Vivace-Presto
Στη διαδρομή του χρόνου, το συμφωνικό αυτό έργο των Deep Purple ξεχάστηκε.
Ίσως να οφείλεται και στην απώλεια της παρτιτούρας, μετά από μια εκτέλεση του
στο Λος Άντζελες.
Τριάντα χρόνια μετά, ο ολλανδός συνθέτης Μάρκο Ντε Χούι ανασυνέθεσε την
παρτιτούρα και στις 25
Σεπτεμβρίου οι Deep Purple ανέβηκαν και πάλι στη σκηνή του Ρόγιαλ Αλμπερτ
Χολ για να το παρουσιάσουν σε ένα νεώτερο κοινό. Αυτή τη φορά τούς συνόδευσε η
Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, υπό τη διεύθυνση του Πολ Μαν. Έκτοτε, το έργο
γνωρίζει μια νέα άνθηση και έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές.
Βούλα Ζουμπουλάκη
1924 – 2015
Σημαντική ελληνίδα ηθοποιός, που διακρίθηκε κυρίως για τις θεατρικές
ερμηνείες της.
Η Βούλα Ζουμπουλάκη γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου στις 24 Σεπτεμβρίου του 1924.
Θέλοντας να κάνει το χατήρι της οικογένειάς της εισήχθη στη Νομική Σχολή Αθηνών,
ενώ παράλληλα σπούδαζε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή
Μονωδίας του Εθνικού Ωδείου, καθώς από πολύ μικρή είχε δείξει ιδιαίτερη κλίση
στο τραγούδι.
Πρωτοεμφανίστηκε στη Λυρική Σκηνή το 1950, στην όπερα του Βέρντι «Χορός
μεταμφιεσμένων». Γρήγορα, όμως, άλλαξε κατεύθυνση και με την προτροπή του
σπουδαίου έλληνα ηθοποιού Δημήτρη Μυράτ, τον οποίο
παντρεύτηκε στο Κάιρο το 1951, μεταπήδησε στο θέατρο.
Η Μαρτίριο από το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα» του Λόρκα είναι ο πρώτος της
σημαντικός ρόλος, στο θέατρο Κοτοπούλη, σε σκηνοθεσίαΑλέξη Μινωτή. Στο ίδιο
θέατρο, διευθυντής του οποίου ήταν ο Δημήτρης Μυράτ, θα συνεχίζει με παραστάσεις
όπως: «Φαύλος κύκλος» τουΔημήτρη Ψαθά, «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ, «Επτά χρόνια
φαγούρα» του Τζορτζ Άξελροντ, «Η δικηγορίνα» του Λουί Βερνέιγ, «Λυσσασμένη γάτα»
του Τένεσι Γουίλιαμς κ.ά.
Από το 1957 πρωταγωνιστεί στο θίασο του Δημήτρη Μυράτ στην «Υπόθεση
Ντρέιφους» του Μανώλη Σκουλούδη, «Το φως της καρδιάς» του Τένεσι Γουίλιαμς, τους
«Δίκαιους» του Αλμπέρ Καμί και στη θρυλική παράσταση «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του
Λουίτζι Πιραντέλο (1961), στην οποία ερμηνεύει το τραγούδι «Πέτρα» του Μάνου Χατζιδάκι.
Από το 1968 το θεατρικό σχήμα γίνεται «Θίασος Μυράτ - Ζουμπουλάκη» και
συνεχίζουν με έργα όπως: «Εσθήρ» του Ρακίνα, «Απαγορευμένο τετράδιο» της Άλμπα
ντε Τσέσπεντες, «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, «Διάλογοι» του Πλάτωνα, «Εκάβη» του
Ευριπίδη, «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Λουίτζι Πιραντέλλο κ.ά. Μετά το θάνατο
του Δημήτρη Μυράτ (1991), συνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο, και με το Μοντέρνο
Θέατρο του Γιώργου Μεσσάλα.
Σκηνή από τη «Στέλλα», με τη Β. Ζουμπουλάκη ανάμεσα στη Μ. Μερκούρη και την
Σ. Βέμπο
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίζεται το 1955 στη«Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη.
Ερμηνεύει το ρόλο της Αννέτας και τη θυμόμαστε να τραγουδά το «Εφτά τραγούδια θα
σου πω» του Μάνου Χατζιδάκι. Δέκα χρόνια αργότερα πρωταγωνιστεί στην ταινία του
Γρηγόρη Γρηγορίου «Όχι… κύριε Τζόνσον» και τραγουδά τα «Παλικάρια» του Γιάννη
Μαρκόπουλου.
Το 1961 και το 1965 τιμήθηκε με το βραβείο Μαρίκας Κοτοπούλη ως η
καλύτερη θεατρική ηθοποιός, το 1966 με το Α' βραβείο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
για το ρόλο της στην ταινία «Σύντομο διάλειμμα» του Ντίνου Κατσουρίδη, ενώ το
1990 απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Ποιότητας για τη ερμηνεία της στη ταινία του
Γιάννη Αλεξάκη «Αθηναίοι».
Στις ελάχιστες τηλεοπτικές εμφανίσεις της ανήκει και η τηλεοπτική σειρά
«Πορφύρα και αίμα» του Νίκου Φώσκολου (1978).
Η Βούλα Ζουμπουλάκη πέθανε στις 7 Σεπτεμβρίου 2015 στην Αθήνα,
σε ηλικία 90 ετών.
Σύμφωνα με τον γνωστό θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο, «η Ζουμπουλάκη
διακρίθηκε σε ρόλους δραματικούς και κωμικούς. Είναι ηθοποιός με σκηνική άνεση,
αίσθηση του σκηνικού χρόνου και αντίληψη των αποχρώσεων του χαρακτήρα που
υποδύεται με κριτήριο πάντα το μέτρο και εφόδιο την ψυχολογία του βάθους».
Φιλμογραφία
Στέλλα (1955)
Μόνο για μια νύχτα (1958)
Καραγκιόζης, ο αδικημένος της ζωής (1959)
Είμαι αθώος (1960)
Η Αθήνα τη νύχτα (1962)
Ίλιγγος (1963)
Διωγμός (1964)
Όχι, ...κύριε Τζόνσον (1965)
Σύντομο διάλειμμα (1966)
Αθηναίοι (1990)
Τηλεοπτικές σειρές
Η δικαιοσύνη μίλησε (1976, ΕΡΤ)
Πορφύρα και αίμα (1977, ΥΕΝΕΔ)
Η μεγάλη παρέλαση (1979, ΕΡΤ)
Από τη ζωή των ανθρώπων (1983, ΕΡΤ2)
Εμφανίσεις στο Εθνικό Θέατρο
Έργο
Συγγραφέας
Έτος
Ρόλος
Ένας ιδανικός σύζυγος
Όσκαρ Γουάιλντ
1991
Κυρία Τσιέβελι
Ιστορίες του βασιλιά Μίδα
Τζιάνι Ροντάρι
1995
Παραμάνα
Έντουαρντ Μπαχ
1886 – 1936
Άγγλος γιατρός της εναλλακτικής ιατρικής, γνωστός για μια σειρά θεραπείες με
εκχυλίσματα φυτών («ανθοϊάματα Μπαχ»), που βασίζονται στην παράδοση της
ομοιοπαθητικής.
Ο Έντουαρντ Μπαχ (η ορθή προφορά του επιθέτου του στα αγγλικά είναι Μπατς)
γεννήθηκε στις 24
Σεπτεμβρίου 1886 στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας. Σπούδασε ιατρική στο Λονδίνο
και ειδικεύτηκε στη χειρουργική. Το 1917 κι ενώ περιέθαλπε τραυματίες του Α' Παγκοσμίου
Πολέμουαντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Οι συνάδελφοί του διέγνωσαν
καρκίνο του σπλήνα και του αφαίρεσαν ένα κακοήθη όγκο. Δεν του έδιναν πάνω από
τρεις μήνες ζωής, αλλά ο Μπαχ επέζησε για άλλα 19 χρόνια.
Μετά την ανάρρωσή του αποφάσισε να ασχοληθεί με την εναλλακτική ιατρική,
ακολουθώντας τα διδάγματα του Ιπποκράτη και του ιδρυτή της Ομοιοπαθητικής Σάμουελ Χάνεμαν, ότι δεν
υπάρχουν ασθένειες αλλά ασθενείς. Ο Μπαχ πίστευε ότι η ασθένεια είναι αποτέλεσμα
της κακής συναισθηματικής και ψυχικής κατάστασης του ατόμου. Έτσι, αποφάσισε να
αφιερώσει τη ζωή του στην ανακάλυψη εκείνων των θεραπειών, που θα βοηθήσουν το
άτομο να αποκτήσει θετική νοοτροπία. Μετακόμισε στο Λονδίνο και άρχισε να
εργάζεται στο τοπικό Ομοιοπαθητικό Νοσοκομείο. Την περίοδο αυτή το όνομά του
έγινε γνωστό στην κοινότητα της εναλλακτικής ιατρικής, χάρη στα επτά
ομοιοπαθητικά εμβόλια που παρασκεύασε («Επτά Νοσώδη του Μπαχ»).
Το 1930 αποφάσισε να εγκαταλείψει την ομοιοπαθητική και να ασχοληθεί με την
ανθοθεραπεία. Περιδιαβαίνοντας τη βρετανική φύση την άνοιξη και το καλοκαίρι,
επέλεξε 38 φυτά και από τα σχετικά πειράματα που έκανε δημιούργησε ισάριθμα
ιάματα, που συνδυαζόμενα βοηθούν τον ασθενή να δυναμώσει συναισθηματικά και
ψυχικά. Τα ανθοϊάματα, που ανήκουν στις ενεργειακές θεραπείες, είναι τελείως
ακίνδυνα, χωρίς καμία παρενέργεια ή αλληλεπίδραση με άλλα φάρμακα ή ουσίες. Το
πιο γνωστό από τα ανθοϊάματα του Μπαχ είναι το «Ίαμα της Διάσωσης» (Rescue
Remedy), που ενδείκνυται για το άγχος, τη λιποθυμία, τις πρώτες βοήθειες σε
επείγοντα περιστατικά, τον πόνο, το τρακ, τον φόβο κλπ. Περιέχει εκχύλισμα
δαμασκηνιάς, κληματίδας, βαλσαμίνης, ηλιάνθεμου και ορνιθόγαλου.
Ο Έντουαρντ Μπαχ πέθανε στον ύπνο του στις 27 Νοεμβρίου 1936, σε ηλικία 50
ετών.
Πέτερ Καρλ Φαμπερζέ 1846 – 1920
Ρώσος χρυσοχόος και κοσμηματοποιός, διάσημος για τα διαμαντένια πασχαλινά
αυγά του («Αυγά Φαμπερζέ»).
Ο Πέτερ Καρλ Φαμπερζέ (Peter Carl Fabergé) γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη
στις 30 Μαΐου 1846 (18 Μαΐου με το Ιουλιανό Ημερολόγιο). Ο γερμανός
την καταγωγή πατέρας του, Γκούσταβ Φαμπερζέ, είχε εγκατασταθεί στην Αγία
Πετρούπολη το 1842 και ασχολείτο με τη σχεδίαση και κατασκευή διακοσμητικών
αντικειμένων, παράδοση που συνέχισε ο γιος του, όταν κληρονόμησε την
οικογενειακή επιχείρηση το 1872. Μητέρα του ήταν η δανέζα Σάρλοτ Γιούνγκνστεντ,
που προερχόταν από καλλιτεχνική οικογένεια.
Οι Φαμπερζέ κατάγονταν από τη Γαλλία και ήταν Διαμαρτυρόμενοι στο θρήσκευμα
(Ουγενότοι). Μετά τους διωγμούς των ομοθρήσκων τους από την καθολική Γαλλία στα
τέλη του 17ου αιώνα, κατέφυγαν στην ευρύτερη περιοχή του Βερολίνου και από το
1800 στην Εσθονία, την οποία κατείχε η τσαρική Ρωσία.
Ο Πέτερ Καρλ Φαμπερζέ, μετά τα πρώτα γράμματα στην Αγία Πετρούπολη, σπούδασε
στη Σχολή Τεχνών και Χειροτεχνημάτων της Δρέσδης στη Γερμανία, όπου είχε
εγκατασταθεί αρχικά η οικογένειά του το 1860 και στη συνέχεια στην Εμπορική
Σχολή Σλος (Schloss) του Παρισιού. Το 1872, μετά από ένα μεγάλο ταξίδι ανά την
Ευρώπη, επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη και νυμφεύθηκε την Αουγκούστα Γιούλια
Γιάκομπς. Τα επόμενα δέκα χρόνια μαθήτευσε κοντά στο συνεργάτη του πατέρα του
Πέτερ Πέντιν κι έμαθε σε βάθος την τέχνη του κοσμήματος. Την ίδια περίοδο, το
εργαστήριο Φαμπερζέ ανέλαβε να επισκευάζει εκθέματα του περίφημου μουσείου της
Αγίας Πετρούπολης «Ερμιτάζ».
Το 1881 η επιχείρηση επεκτάθηκε και μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερες εγκαταστάσεις,
όπου είναι και σήμερα, στην Οδό Μπολσάγια Μόρσκαγια της Αγίας Πετρούπολης. Η
αίθουσα του ισογείου, με τους κόκκινους γρανιτένιους στύλους, είναι και σήμερα
εκθεσιακός χώρος.
Μετά τον θάνατο του Πέντιν το 1882, ο Πέτερ Καρλ Φαμπερζέ ανέλαβε τη
διεύθυνση της οικογενειακής επιχείρησης και σύντομα αναγνωρίστηκε ως εξέχων
σχεδιαστής, αποκτώντας υψηλή πελατεία μεταξύ των ευρωπαϊκών βασιλικών Αυλών.
Άρχισε να φιλοτεχνεί περίτεχνα διακοσμητικά αντικείμενα, με πολύτιμα και
ημιπολύτιμα υλικά, όπως χρυσό, ασήμι, μαλαχίτη και νεφρίτη, εμπνευσμένα από τις
διακοσμητικές τέχνες που άκμασαν επί Λουδοβίκου 16ου στη Γαλλία.
Με τη βοήθεια των τεσσάρων γιων του, το εργαστήριο Φαμπερζέ έγινε σύντομα
διάσημο για τις πρωτότυπες δημιουργίες του, όπως ανθρώπινες φιγούρες, κορνίζες,
άνθη, κομψοτεχνήματα με ζώα και κυρίως τα περίφημα αυτοκρατορικά πασχαλινά αυγά,
φιλοτεχνημένα από πολύτιμα υλικά (μέταλλα και λίθους), που γοήτευσαν την τσαρική
και τις άλλες βασιλικές Αυλές της Ευρώπης.
Ο τσάρος Αλέξανδρος Γ' παρήγγειλε το πρώτο από αυτά τα αυγά για την τσαρίνα
Μαρία Φιοντόροβα το 1884, ενώ ο διάδοχός του Νικόλαος Β' συνέχισε την παράδοση,
παραγγέλλοντας στον Οίκο Φαμπερζέ δύο αυγά κάθε χρόνο, ένα για τη μητέρα του κι
ένα για τη σύζυγό του, αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε μέχρι
την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917), οπότε είχαν κατασκευαστεί 54 πασχαλινά αυγά
Φαμπερζέ, όλα διαφορετικά μεταξύ τους.
Από το 1882 έως το 1917, ο Οίκος Φαμπερζέ, με έδρα την Αγία Πετρούπολη και
ανεξάρτητα εργαστήρια στη Μόσχα, την Οδησσό, το Κίεβο και το Λονδίνο,
δημιούργησε γύρω στις 200.000 πολύτιμα μικροτεχνήματα. Στην ακμή της η εταιρεία
απασχολούσε 500 υπαλλήλους. Τον Οκτώβριο του 1918, ένα χρόνο μετά την έκρηξη της
Οκτωβριανής Επανάστασης, η εταιρεία εθνικοποιήθηκε. Οι Φαμπερζέ μόλις που
πρόλαβαν να διαφύγουν και μέσω Γερμανίας εγκαταστάθηκαν στη Λωζάνη, όπου ο Πέτερ
Καρλ πέθανε από τον καημό του στις 24 Σεπτεμβρίου 1920.
Παναγία η Μυρτιδιώτισσα
Κάθε χρόνο στις 24
Σεπτεμβρίου τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία η εικόνα της Παναγίας που
βρέθηκε στα Κύθηρα κατά τον 14ο αιώνα. Απέκτησε το προσωνύμιο Μυρτιδιώτισσα,
επειδή, όπως αναφέρεται στην παράδοση, τη βρήκε ένας βοσκός σε μια τοποθεσία
γεμάτη με μυρτιές. Την ημέρα αυτή γιορτάζουν η Μυρσίνη και η Μυρτώ.
Η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα είναι πολιούχος των Κυθήρων και της Πύλου.
Ο «ξεπεσμός» του Καποδίστρια
Μια μέρα, γινόταν λόγος στη ρωσική αυλή για τον Ιωάννη Καποδίστρια, που είχε
αφήσει την υψηλή του θέση στην κυβέρνηση της μεγάλης αυτής χώρας και είχε πάει
για να γίνει κυβερνήτης της μόλις απελευθερωθείσας μικρής πατρίδας του.
Ένας,
λοιπόν, είπε:
- Είναι κρίμα ότι βρίσκεται τώρα επί κεφαλής ενός τόσο μικρού
κράτους.
Τότε ό τσάρος Νικόλαος Α’ παρατήρησε:
- Νομίζω, ότι το έργο ενός
μεγάλου πολιτικού είναι πολύ πιο δύσκολο όταν κυβερνά ένα μικρό κράτος απ' ότι
αν κυβερνούσε ένα κράτος μεγάλο. Ο Καποδίστριας, να ‘στε βέβαιοι, ότι με τη
μετάβασή του στην Ελλάδα προήχθη, δεν ξέπεσε.
ΗΞΕΡΕΣ ΟΤΙ...
Το νερό
που πίνουμε έχει ηλικία 3 δισεκατομμυρίων ετών
Οι μάρτυρες και ο Μάρτυρας
Κατέθεταν στη δίκη τουΚολοκοτρώνη σειρά από
μάρτυρες κατηγορίας ο ένας πίσω από τον άλλο. Σαν τελείωσε ή σειρά τους κι ήρθε
η ώρα των μαρτύρων υπεράσπισης, μπήκε στην αίθουσα υποβασταζόμενος ένας ανάπηρος
οπλαρχηγός, με το σώμα γεμάτο τούρκικα βόλια. Τότε, ο συνήγορος είπε προς το
Δικαστήριο:
- Αυτή τη στιγμή δεν έρχεται ένας μάρτυς, αλλά ένας Μάρτυρας. Οι άλλοι
μίλησαν με το στόμα τους. Ο καπετάνιος θα μιλήσει με τις πληγές του.΄Έχετε
μπροστά σας μάρτυρες και Μάρτυρα. Επιλέξατε!
/www.sansimera.gr/
ΑΤΑΚΕΣ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ 1821 " Ή ΜΟΥ ΣΤΕΛΝΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΘΑΡΙ Ή ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΤΟ ΤΟΜΑΡΙ "....
Παναγιώτης Κάλας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Παναγιώτης Κάλας ή Τσοπανάκος (Δημητσάνα,
1789-1825) ήταν λαϊκός ποιητής που έδρασε κατά τον αγώνα
του 1821.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Παναγιώτης Κάλας ή Τσοπανάκος γεννήθηκε στην Δημητσάνα το
1789.[1]
Η καταγωγή του ήταν από την επαρχία Καρύταινας.
Κατά την επανάσταση δεν μπορούσε να κρατήσει όπλο λόγω σοβαρής σωματικής
αδυναμίας επειδή ήταν καμπούρης, κοντός και στραβοπόδης. Αν και ανάπηρος είχε
μεγάλο ζήλο για τον αγώνα και γιαυτό χρησίμευε στα στρατόπεδα και στις
πολιορκίες τρέχοντας και εμψυχώνοντας τους στρατιώτες. Έγραφε δε και στίχους
επαινετικούς στους στρατηγούς και τους καπεταναίους και τον λέγανε «ποιητή της
επαναστάσεως». Αγαπούσε πολύ να βλέπει τον στρατηγό Νικήτα
Σταματελόπουλο και όπου και αν πήγαινε κει έστεκε, τους στίχους που έγραφε
τους απήγγειλε πρώτα σ' αυτόν, και μετά πήγαινε και στους άλλους και τους
έψελνε. Βρέθηκε σε μία μάχη, στην οποία ο στρατηγός Νοταράς νίκησε και οι
στρατιώτες του πήραν πολλά λάφυρα και ζώα, ο Τσοπανάκος πήρε ένα άλογο το οποίο
του χάρισε ο Νικήτας για να το έχει να πηγαίνει καβάλα και να μην κουράζεται. Ο
Τσοπανάκος όμως, επειδή δεν είχε λεφτά για να το ταΐζει του έστειλε αυτό το
γράμμα:
Το δώρο σου Νικηταρά, άλογο χωρίς νουρά,
ή μου στέλνεις και κριθάρι, ή σου
στέλνω το τομάρι.
— Τσοπανάκος
Η Πελοποννησιακή
Γερουσία τον πλήρωνε τα έξοδά του.
Πέθανε όταν θέλησε να πάει στην Δημητσάνα την πατρίδα του καβάλα με το νέο
άλογο. Ο Φωτάκος
αναφέρει ότι στον δρόμο συνάντησε κορομηλιές που είχαν κορόμηλα και έφαγε πολλά
και πέθανε.
el.wikipedia.org/
Ο ΑΥΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΟ ΛΙΔΟΡΙΚΙ
03:00
11°C
85%
1 Μπφ BA 3 Km/h
ΛΙΓΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
09:00
14°C
54%
2 Μπφ B 9 Km/h
ΛΙΓΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
15:00
19°C
47%
2 Μπφ NA 9 Km/h
ΑΡΑΙΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑ
21:00
14°C
78%
ΑΠΝΟΙΑ
ΑΡΑΙΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑ
ΣΧΟΛΙΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
..ΒΟΛΤΑ ΣΤΗ ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
Μετά το χθεσινό ..βιαστικό σεργιάνισμα στον κόσμο των γαλακτοκομικών προϊόντων της Λιδορικιώτικης και όχι μόνο , αγοράς και πριν προχωρήσουμε στην αγορά των κρεάτων που παρουσιάζει , ειδικά για το χωριό μας , ξεχωριστό ενδιαφέρον , θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε για το " ΠΩΣ ΠΗΖΑΝ ΤΟ ΤΥΡΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΔΩΡΙΔΑΣ " δημοσιεύοντας ένα σχετικό κείμενο του μεγάλου Έλληνα Λαογράφου , του Δημ. Λουκόπουλου , απ' την Αρτοτίνα , αδερφή του οποίου είχε παντρευτεί ο γιατρός Δημ.Κυριαζής , ο Κυργιαζοδημ'τράκης όπως τον έλεγαν , πατέρας του γιατρού Σάκη Κυριαζή , το κείμενο έχουμε δημοσιεύσει και αλιότερα ..
ΠΩΣ ΠΗΖΟΥΝ ΤΟ ΤΥΡΙ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΔΩΡΙΔΑΣ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
Αγαπημένοι μας φίλοι , επειδή πολλοί αναγνώστες-φίλοι μας , μας ζήτησαν , αν είναι μπορετό , τις διάφορες ενότητες , λαογραφίας – ιστορίας κλπ , να τις δημοσιεύουμε ολοκληρωμένες , και ..έχουν δίκιο απόλυτο , ενοποιήσαμε το..πήξιμο του τυριού ,και το δημοσιεύουμε , ολίγη..ταλαιπωρία μεν , αλλά αξίζει γιά ..χάρη σας , το ίδιο θα κάνουμε και γιά όλες τις ενότητες που έχουμε δημοσιεύσει σε συνέχειες , και στο μέλλον , όλες πιά θα δημοσιεύονται έτσι , ενοποιημένες . Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε και να τονίσουμε πως η υπέροχη περιγραφή του..πηξίματος , ενήκει στον μεγάλο πατριώτη μας λαογράφο Δημ. Λουκόπουλο , απ’ την Αρτοτίνα , και έχει δημοσιευθεί στην εφημερίδα “ Λιδωρίκι “ , του Γιώργου Καψάλη το 1983 . Ελπίζουμε δε , πολύ σύντομα , να σας δώσουμε και κάποια βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα , Δημ. Λουκόπουλου , γιά ενημέρωσή σας .
Άρμεγμα στην Τσιαντέικη στρούγκα , στα Σπθάρια , έτος 1956...
Ήρθε η ώρα ..γι' άρμεγμα , αυτό κάνουν κι' οι χωριανοί μας , Ανδρ. Κάγκαλος , δίπλα του ο Θαν. Κάγκαλος - Σγάιας , κάπου στο Κόκκινο χούμα , το 1956 .
" Ύστερα απ' τ' Αι Γιωργιού , κι' όσο τα γάλατα ξακολουθάνε , τυροκόμοι γίνονται οι ίδιοι οι τσοπάνηδες . Κι' ας δούμε τώρα , πως τυροκομάνε . Είπαμε πως οι τσοπάνηδες κάνουν συντροφιές , δυό , τρεις και περισσότεροι ( κατά τα πρόβατα , πολλά τα πρόβατα , λιγότεροι οι συντρόφοι , λίγα , περισσότεροι ) κάνουν συντροφιά . Σμείγουν τα πρόβατά τους , γιά να τυροκομίσουν . Μιά κοπή τα γαλάρια , άλλη τα στέρφα , κάποτε κι' άλλη τα κριάρια , άλλη τ' αρνιά τα φετεινά . Κι έτσι ακούς , ο γαλάρης , ( που φυλάει τα γαλάρια ) , ο στερφτάρης , ο κριαράς κλπ.
Γιά να καταλάβεις , πως το σμείξιμο είναι κείνο . που βοηθάει την τυροκομία , βάλε στο νού σου τσοπάνη με 20 γαλάριες προβατίνες . Από 100 δράμια - στον καλό καιρό - η μία , θα πιάσεις πέντε οκάδες γάλα . Έλα πήξε τις αυτές τις πέντε οκάδες να βγάλεις τυρί ! Θα βγάλεις μιά οκά το πολύ , γιομίζεις ποτέ κάδη κάθε έτσι ; " ζεσταίνεις γωνιά " , που λέει ο λόγος ;
Τα ξέρουν αυτά οι τσοπάνηδες . Ανταμώνουν λοιπόν τα γαλάρια τους , ο ένας τα 20 , ο άλλος τα 30 , ο άλλος τα 50, ο άλλος τα 100 του . Παίρνει ο καθένας το γάλα αραδιάρικα , βάνουν σειρά , όπως λένε , και ιδές , τι σειρά έχουν . Στις πέντε προβατίνες παίρνει μιά καρδάρα γάλα ο καθένας , ανάλογα με τα γαλάρια πόχει . Η γαλαροκοπή , να πούμε , είναι 150 προβατίνες , οι σύντροφοι είναι τρεις , ο ένας έχει 30 γαλάριες , ο άλλος 50 κι ο τρίτος 70 . Αρμέγονται τα πρόβατα στη στρούγκα , όντας θενάρθει η ώρα . Πρώτη ημέρα είναι που έβαλαν σειρά , έπιασαν τρεις καρδάρες γάλα , θα τις πάρει και τις τρεις ο πρώτος , την άλλη αρμεξιά τα ίδια , τις έκαμε 6 . Επειδή που έχει 30 προβατίνες και κάνουν 6 πεντάρια , και σε κάθε πέντε θα παίρνει μιά καρδάρα στις δύο αρμεξιές , πήρε τις 6 καρδάρες , που του αναλογούσαν , πάει η αράδα του πρώτου , πήρε το γάλα του , έπηξε το τυρί .
Την τρίτη την αρμεξιά αρχίζει η αράδα του δεύτερου τσοπάνη . Αυτός είπαμε έχει 50 προβατίνες , μας κάνουν 10 πεντάρια , πρέπει λοιπόν να πάρει 10 καρδάρες . Αρμέγουν μιά , δυό , τρεις φορές ώσπού να συμποσωθεί το γάλα που πρέπει να πάρει . Το παίρνει κι' αυτός , πήζει το τυρί του , μπαίνει η αράδα του τρίτου. Έχει 70 γαλάριες προβατίνες μας κάνουν 14 πεντάρια , θα κάμουν τόσες αρμεξιές , όσες θ' αρκέσουν να πάρει κι' αυτός τις 14 καρδάρες , που του αναλογούν , πήζει κι' αυτός το τυρί του , πάει στη δουλειά του . Υστερώτερα γυρίζει το δεύτερο αράδι , έτσι λένε , το τρίτο , το τέταρτο , κι' έλα γύρω, κανένας δεν αδικιέται .
Όντας περάσει κάμποσος καιρός , και με τον καιρό λιγοστέυει το γάλα , τα πιάνουν στις δυό στις τρεις μέρες τα γαλάρια , τότε πιά πάνε τ' αράδια : " Χαλάει τ΄αράδι " , γάλα ίσια να τρώνε οι τσοπάνηδες είναι . Τα χωρίζουν , κάθε τσοπάνης οδηγεί τα δικά του , αυτό γίνεται από τέλος Αλωναριού και πέρα . Το πρώτο συστηματικό τυροκομείο στο Λιδορίκι , το ‘φκιαξε ο Θύμιος Δούκας , πρώτος από αριστερά , στον Αντώνη , απ’ όπου κι’ η φωτογραφία
Τώρα ας πούμε και πως πήζουν το τυρί οι τσοπάνηδες . Ένα λεβέτι ( μεγάλο καζάνι χαλκωματένιο ) δε λείπει από κάθε στρούγκα . Ε , λοιπόν ανάβουν φωτιά χύνουν το γάλα στο λεβέτι και τ' απιθώνουν στα κακαβολίθαρα , να ζεσταθεί λίγο . Αστράγγιγο ; Όχι , ξαπλώνουν μιά μάλλινη αγανή τσαντήλα από πάνω , και χύνουν το γάλα . Περνάει αυτό μένουν οι σαβούρες , τρίχες χάχαλα , κακαράντζες , ό,τι κι' αν είναι , στραγγισμένο έτσι ζεσταίνεται .
Ζεστάθηκε λίγο , το κατεβάζουν , παίρνουν την πιτυά απ' τον πιτολόο . Ένα βαζάκι παφιλένιο είναι αυτός ο πιτολόος ,που το κρατούν με κούπωμα καλά βουλωμένο . Πιτυές κρατούν απ' αρνάκια που τάσφαζαν μικρά , βυζαστάρια , η αγοράζουν κιόλας , αν τύχει και μη σφάξουν . Και τι είναι οι πιτυές ; η κοιλιούλα τ' αρνιού , του κατσικιού , σφάζοντάς τα , κρατούν αυτές τις κοιλιές γιομάτες , καθώς είναι , γαλατάκι , τις δένουν με σκοινί απ' το ένα μέρος όπου το άνοιγμα , και τις κρεμούν σε μέρος ξηρό να στεγνώσουν . Παρά δε τις βλέπεις κρεμασμένες πάνω από γωνία γιά να τις παίρνει η φωτιά η φωτιά και ο καπνός , να τις ξεραίνει . Με μιά καλή πιτυά κάνει τη δουλειά του ο τσοπάνης . Γι' αυτό τη βάνει , όπως είπαμε , σε πιτολόο , μέσα , που φυλάει σε κάποιο μασγάλι απ΄το κονάκι του .
Ανοίγει λοιπόν τον πιτολόο , όταν πρόκειται να πήξει τυρί , κόβει τη σακουλίτσα την ξερή , γβάνει ένα κομματάκι πιτυά και την τρίβει με τα χέρια στο λεβέτι πόχει το γάλα . Ανακατεύει κι' όλας με τον τρίφτη για να την αναλυγώσει και πάρει όλο το γάλα . Όλη η πετυχιά κρέμεται στη ζέστα που πρέπει νάχει το γάλα . Αν είναι πολύ ζεστό , δεν πήζει , γι' αυτό πριν ρίξει την πιτυά , ανακατεύει με τον τρίφτη , και χώνει το δάχτυλο μέσα , γιά να καταλάβει , πότε θάναι η ζέστη εκεί που πρέπει . Ανακατώματα λοιπόν και δοκίμασμα γίνεται γιά κάμποση ώρα και καταλαβαίνει , ας μην έχει και θερμόμετρο , πότε είναι η ώρα . Τότε πιτώνει το γάλα .
Σκεπάζει το λεβέτι με τσαντήλα , τ' αφήνει ακούνητο μιά δυό ώρες , το ξεσκεπάζει ύστερα , κοιτάζει , έχει πήξει το τυρί και πλέει κομμάτια κομμάτια μεσ' στο γάλα . Ξαρμίζεται , το παίρνει χούφτες χούφτεςκαι το βάζει στην τσαντήλα . Γεμίζει μιά , δυό τσαντήλες , όσες , τις δένει με τα σκοινιά , πόχουν στις άκρες και τις κρεμάει απ' τις κρεμάστρες , πόχει μπημένες στα τοίχια απ' το κονάκι η απ' τα τσαρπόλια στον κρεμανταλά .
Στραγγάει , στραγγάει , κάμποση ώρα , κάποτε βγάζει απ' την τσαντήλα χλωρό ( χλωροτύρι ) και τρώει , φιλεύει κιόλας . Όσο έχει γι' αλάτισμα , τ'αφήνει να ξυνίσει λίγο ( να ξυνοφέρνει ) . Ύστερα το παίρνει , απλώνει πισκίρι , τ' απιθώνει κεφάλια , κεφάλια καθώς τα βγάνει απ' την τσαντήλα . Το χαράζει με το μαχαίρι , το φλεγγιάζει , παίρνει φλέγγα , φλέγγα την αλατίζει και τη βάνει στην τυροκάδη . Ποστιάζει όσο που κρύβονται τα φουντώματα , κιαπέ ρίχνει μπόλικο αλάτι από πάνω . Βάνει άλλη πόστα , πάλι τα ίσια , έτσι σιγά-σιγά γεμίζει η κάδη του , χύνει μέσα και νερό γιά να γίνει άρμη και χώνει το τυρί , το πλακώνει με μιά στρογγυλή βαριά πέτρα από πάνω και τ' αφήνει να σφίξει . Γένεται τυρί , παίρνει άργαση απ' τ' αλάτι . Ένα..σύγχρονο , υπαίθριο..τυροκομείο , με ΟΛΑ ΤΟΥ ΤΑ…ΚΑΡΔΑΜΠΙΚΙΑ ..κρεμασμένα..
Απ' το ξυνισμένο τυρί φκειάνει και κοσμάρι ο τσοπάνης , να , πως , βάνει το τηγάνι στη φωτιά . Κι' αν δεν έχει τηγάνι , τον κούτουλα , παίρνει κάμποσο τυρί , το βάνει μέσα , ζεσταίνεται απ' τη φωτιά κι' απολάει . Λες λαι θα λειώσει όλο , μα αυτό δε λειώνει , μονάχα το βούτυρο ξεχωρίζει , σαν το λάδι , το βλέπεις να κιτρινίζει αποπάν' αποπάνω . Ο τσοπάνης με το ξυλοχούλιαρο όλη την ώρα όση ζεσταίνεται το τυρί ανακατεύει . Ανακατεύει , ανακατεύει , κι όντας κοντεύει να γίνει , το βλέπεις και μαστιχώνει . Γίνεται απαράλλαχτο σαν τη γλυκιά μαστίχα που πουλάν οι γυρολόγοι γλυκαντζήδες κόβοντας λίγο λίγο απ' το ξύλο πουβ την κρατάει . Έγινε το κοσμάρι , όντας κλωστιάσει το κατεβάζουν . Τρως κι ε'ιναι ..άλλο που να σου λέω κι' άλλο που να φας . Λίγο βαρύ στο στομάχι είναι μονάχα .
Βγήκαν τα..πράιτα στη βοσκή , Κόκκινο χούμα , 20 -6-1939 , στάνη Γ. Δούκα.. Mιά Λιδορικιώτικη τσελιγκοπαρέα στα Πειραιώτικα χειμαδιά , κάπου στα 1929-30 , τα κοπάδια τα πήγαιναν με καίκι απ' την Ερατεινή . Από αριστερά : Γ.Φωτόπουλος , Γιάννης Αλ. Πουρνιάς , τάσος Φωτόπουλος , με τ' αρνάκι αγκαλιά και Γιάννης Φωτόπουλος ( Μπακόιαννος ) , όλοι με ..επίσημη ποιμενική ενδυμασία της εποχής... Τσοπάνικο ..κονάκι , και μικρο..τυροκομειό..
Αν περάσεις σε προβατάρικη στρούγκα , τον καιρό που τυροκομάνε , θα φας κοσμάρι . Στους γιδαραίους δε βλογάει τέτοιο πράμα , γιατί αυτοί δεν φκειάνουν τυρί . Το πολύ-πολύ θα σου φκειάσουν τη μαμαλίγκα , θα πιείς και κάνα κούτλα ξυνόγαλο . Ξυνόγαλο είναι το αποβουτυρωμένο το γάλα , που απομένει ύστερα απ' το κοπάνισμα , προτού βγάλουν τη βοστίνα . Πίνεται φρέσκο κι' είναι η λεμονάδα που πίνεις στα ψηλά βουνά το καλοκαίρι . Αν τ' αφήσουν άβραστο κάνα δυό μέρες , γίνεται χοντρόγαλα κι είναι νόστιμο στο φαί . Τρίβουν , οι τσοπαναραίοι , μπομπότα και τρώνε .
Στους τσοπάνηδες της Ρούμελης θα βρεις και το σταλποτύρι η τσαλαφούτι , το τυρί που πήζει μόνο του , όντας χοντραίνει το γάλα . Χωρίς να βάλεις πιτυά , παρουσιάζεται κάτι σαν γιαούρτι , σαν τυρί , όπως θέλεις πάρτο , μα πολύ γλυκό . Το στραγγίζουν και δεν το διακρίνεις από τυρί .
Φκειάνουν και κατοίκι , είδος τυρικό λασπερό . Βράζουν το γάλα το τσακάν ( το ανακατεύουν ) με τον τρίφτη και τ' αφήνουν να κρυώσει . Πήζει κάπως , τ' αδειάζουν ύστερα σε σκόπουλο τρυπητό . Με βελόνι δηλαδή , κάνουν το τομάρι ρεμόνι από τρυπούλες . Στραγγάει... στραγγάει από κει , κι ύστερα τ' αλατίζουν . Τρως απ' αυτό κι' αιστάνεσαι μιά νοστιμάδα, που δε λέγεται . Να το κατοίκι .
Κάποτε φκειάνουν και σούρλιαγκο . Ανακατεύουν αυγά , αλεύρι , τυρί και το μείγμα το βράζουν .
Ανεμόγαλα λένε οι τσοπάνηδες , το γάλα π' αρμένε από γίδα στέρφη φέτος . Πέρσι είχε γάλα , ήταν γαλάρια , γέννησε , φέτος όχι . Το λίγο λοιπόν γάλα που πιάνει λέγεται ανεμόγαλα , είναι τ' άνεμου το γάλα .
Βούτυρο ούτε γιά δοκιμή δε βάζουν στο στόμα τους , δεν τόχουν γιά φαγί , ούτε και γιά φρούτο , όταν το βγάλουν φρέσκο . Κι αν δουν κανέναν να το τρώει αισθάνονται αηδία . Το βούτυρο αυτοί μονάχα γιά το άρτυμα του φαγιού το θεωρούν χρήσιμο , και τίποτες άλλο . Το διατηρούν πολύν καιρό φρέσκο με το νερό . Γεμίζουν ως την κορφή την κάδη και σκεπάζεται καλά το βούτυρο . Στις δυό, στις τρεις τ' αλλάζουν , χύνουν το παλιό νερό και βάνουν φρέσκο απ' τη βρύση. Έτσι διατηρείται όσο θέλεις , και το διατηρούν ωσπού να βρεθεί ο αγοραστής . Αν δεν πουληθεί στον καιρό του , τ' αλατίζουν στην κάδη , παίρνουν κουταλιά κουταλιά και βάνουν στο μαγείρεμα . Λειωτό βούτυρο δεν συνηθίζουν οι χωριάτες .
Αμελήδες κι ακατάστατοι τσοπάνηδες δεν αλλάζουν το νερό απ' το βούτυρο συχνά και γι' αυτό χαλάει , παίρνει μιά άσκημη μυρουδιά , την καταλαβαίνεις στη μύτη , μα και στη γλώσσα , έχει μιά καούρα . Μυρίζει λουτσίλας η τσαγγίλας , λένε τότε . Τρώγεται , μα κακοτρώγεται . Τηγανιστό με αυγά και τυρί δεν είναι να κάμεις από τσαγγισμένο βούτυρο . Εκεί διακράινετα που διακράινεται , στο φαί όχι και τόσο , τέτοια βούτυρα με το λειώσιμο διορθώνονται λίγο , αλλά τι το θέλεις , η μυρουδιά , η άσκημη δεν απολέιπει .
Τα τυριά διατηριώνται και στην κάδη χρονικής . Αρκεί νάχουν τ' ανάλογο αλάτι και την ανάλογη άρμη να τα σκεπάζει , επίσης και μιά βαριά πέτρα από πάνω να μη σηκώνει η άρμη το τυρί και το βλέπει ο αέρας , γιατί τότε παίρνει καούρα . Διατηρούν οι τσοπάνηδες όλον το χρόνο αυτό το τυρί της κάδης γιά τα σπίτια τους . Αλλά τα περισσότερα τυριά τα πουλάνε , καδίσια πούληση αυτή .
Όσοι τοιμάζουν όμως γιά τα παζάρια , τα δερματιάζουν . Κριαριακές , ζυγουριακές γίνονται τα καλύτερα τομάρια γιά δερμάτιασμα . Σε γιδιές σπάνιο είναι να δερματιάσουν . Το μαλλί τ' γιδιού μαδάει βλέπεις , και το τυρί θα γιομίσει από τρίχες . Όχι κι' όλο ένα !
Βρέχουν λοιπόν τα τομάρια , τα μαλακώνουν , παίρνουν το ψαλλίδι και τα κουρεύουν σύρριζα . Κλειούνε , διπλώνοντας , το μεγάλο άνοιγμα πόχει το τομάρι από πίσω , περνούν ανάμεσα τις δίπλες ξυλένιο σουβλάκι , και το δένουν σφιχτά με σπάγγο . Από το πολύ σφιξιμο νερό δεν περνάει . Δένουν και τα μπούνια , στο λαιμό αφήνουν τη γούλη ανοιχτή . Φυσάνε αέρα ώσπου να φουσκώσει καλά το τομάρι , ακι προσέχουν μην ακούσουν κάπου να ξεφυσαίνει , τρύπα είναι , λένε .
Φκειάνουν κόμπο βάνοντας πετραδάκι και τον σφίγγουν , άμα καταλάβουν πως το δερμάτι δεν ξεφυσαίνει πουθενά , το γυρίζουν , μέσα το κρέας , απόξω οι τρίχες . Παίρνουν μαχαιράκι , έρχονται στηξ βρύση , βάζουν το τομάρι φουσκωμένο κάτω απ' την τσουρνάρα της βρύσης , και ξύνουν ξύνουν με μαχαιράκι , ώσπου να ξεκολλήσουν οι τρίχες που είναι επόμενο να μαδήσουν . Αφού το πλύνουν καλά και παστρικά , το γυρίζουν τ' ανάποδα , μέσα οι τρίχες απόξω το κρέας . Βγάνουν έπειτα απ' την κάδη το τυρί και το δερματιάζουν .
Ανοίγουν τη γούλη και το χώνουν μέσα σφήνα τη σφήνα . Χύνουν και την ανάλογη άρμη , όντας γιομίσει το δερμάτι . Κάποτε , αντίς γιά άρμη χύνουν και βρασμένο γάλα , βαριαλατισμένο . Δένουν τη γούλη και πάει λέοντας . Απιθώνουν το τομάρι σε πέτρα απάνω , στεγνώνει απόξω και το φέρνουν στα παζάρια . Τουλουμίσιο τυρί , λέμε εμείς , που τ' αγοράζουμε . Τυρί Αγράφων , ακούς στα τυροπωλεία της Αθήνας . Έτσι τα κάνουν . Φλεβάρης 1931, μιά παρέα από Λιδορικιώτες και γείτονες τσοπάνηδες , ξαποσταίνουν..τιμώντας δεόντως και το ταψί με την πίτα , πρώτος από δεξιά ο Γιαν. Φωτόπουλος , Μπακόιαννος , τέταρτος απ' αριστερά , Γ.Πουρνιάς , Χοσιάδας , δίπλα η γυναίκα του και έβδομος ο Γιαν . Πουρνιάς , σε κάποια πλαγιά της Γκιώνας .
Το δερματιασμένο τυρί ποτέ δεν είνε φόβος να χαλάσει μεσ' τα χωριάτικα κατώγεια . Έχει τη δροσιά και την κρυάδα που χρειάζεται καλοκαίρι και χειμώνα . Από ποντίκι μονάχα είν' ο φόβος , γιατί πάει αυτό το μουτζωμένο το ζουλάπι και κόβει με τα δόντια το τομάρι . Κι' άμα τρυπήσει και παίρνει αέρα το τυρί , είναι γιά πέταμα . Αλλά οι χωριάτες ηύραν το γιατρικό γιά τα ποντίκια . Μαζεύουν καπνιές , κι' έχουν τα χωριάτικα σπίτια φορτώματα από δαύτες , πασαλείφουν το δερμάτι απ' έξω και το γλιτώνουν . Την πίκρα της καπνιάς δεν ανέχεται τι ποντίκι , και δε ζυγώνει .
Οι τσοπάνηδες δεν πάνε κάθε ώρα και στιγμή γιά τυρί στην κάδη , δεν πάει κάθε λίγο και λιγάκι κανένας στο κατώγι . Τι κάνουν λοιπόν ! Το τυρί , όπου τους χρειάζεται γιά μιά δυό μέρες , το βάνουν στο τυρολόι , μικρό τομαράκι απ' αρνιακό η κατσικαδερό , εύκολο είναι το φκειάσιμό του . Δένουν τη γούλη και τα μπούνια με σπάγκο , κι' αφήνουν ανοιχτή την καπουλιά , βάζουν μιά δυ'ο οκάδες τυρί μέσα , και τόχουν φρέσκο κάθε ώρα και στιγμή . Δεν υπάρχει τσοπάνος που να μη σέρνει το τυρολόι στο σακκούλι . Κάπου δωκι' εκεί ακούς και τυροπάνι , αλλά τούτο είναι τυρολόι από κερόπανο , φκειάνουν και τέτοια .
Γαλατόσκοπλο είναι τομαράκι , λίγο μεγαλύτερο από τυρολόι αργασμένο όμως , όπως ξέρουν να τ' αργάζουν οι τσοπάνηδες με πουρναρόριζες . Μ' αυτό μετακομίζουν γάλα φρέσκο η ξυνό . Το λεν και σκόπουλο , όντας το γεμίσεις φουσκώνει . Απ' αυτό πήραν και λένε : " την έκανε σκόπλο " , γιά έναν που παράφαγε .
Ποιός ξέρει απο που μας έρχεται κι' η παροιμία : " τον έβαλαν στο τουλούμι " γιά άνθρωπό που τον σκότωσαν με μπαμπεσιά . Ακούς και: " τον δερμάτισαν " - τον δολοφόνησαν . Και : " σαν κι να το βγαίνει απ' το τυρολόι " , γιά έναν που σου δίνει λίγο λίγο από κάτι .
Πρετζοτόμαρο είναι το δερμάτι που δερματιάζουν πρέντζα . Πολλές φορές πρέντζα και τυρί τα δερματιάζουν ανάκατα , και βγάζοντας κανείς τρώγει κι' απ' τα δυό. Είναι αυτό που λένε οι τσοπάνηδες πρεντζοτύρι , νόστιμο πολύ .
Και λένε ταλαριάζουν , όταν κάνουν το τυρί στο τάλαρο , λαινιάζουν , όντας βάνουν και σε λαίνια . Κάποτε γίνεται κι' αυτό , τυροβολιάζουν = το βάνουν στο τυρολόι . Τομαριάζουν , σκοπουλιάζουν το γάλα . Τουλουμιάζουν τυρί και..και... …Η..πραμάτεια , πάει γιά..πούλημα…με το υπερσύγχρονο μεταφορικό..ψυγείο !!!
Σε μερικά βουνά το τυρί πουλιέται στους χωριάτες και με την καρδάρα , πάω γω στα λειβάδια γιά να αγοράσω το τυρί της χρονιάς μου . Ζω βλέπεις στο χωριό και μου λείπει ο μπακάλης , αλλά κι' αν βρίσκεται κάνα κουτσομάγαζο κάθε άλλο πουλάει παρά τυρί . Ο καθένας λοιπόν πρέπει να κάνει το κουμάντο του , και " στον καιρό του το κάθε πράμα ". Το βούτυρό του , το τυρί του, την ελιά του, το φασούλι του , το πάσα ένα , που θέλει ένα σπίτι να κυλίσει τη χρονιά του .
Θέλω , λέω , ν' αγοράσω το τυρί της χρονιάς μου . Παίρνω το ζώο μου , παίρνω και χρήματα και πάω στις στάνες . Πιάνω ένα μουστερή , συμφωνάω , τόσες καρδάρες γάλα θα μου δώσεις , από τόσο θα σου την πλερώσω . Κλειούμε τη συμφωνία . Μιά καρδάρα έχει 15 οκάδες γάλα , ο αγοραστής το ρίχνει εφεκεί στα κονάκια ώσπου να συμποσωθεί το γάλα που συμφώνησε . Μιά αρμεξιά , δυό , τρεις , όσες αρκούνε . Ύστερα απ' την κάθε αρμεξιά το τυρί πήζεται και τσαντηλιάζεται , μένεις δυό τρεις μέρες με τους τσοπαναραίους , ωσπού να παραλάβεις τις καρδάρες σου . Τόσες καρδάρες προς τόσο η μία τελευταία , πλερώνεις , φορτώνεις τις τσαντήλες 50 , 60 , 70 οκάδες τυρί , πας στη δουλειά σου . Ώσπου να πας στο χωριό , στραγγίζει , το ξεροτσαντηλιάζεις , το ταλαριάζεις , τ' αλατίζεις , παίρνεις τις τσαντήλες , τις φορτώνεις στο μουλάρι σου , και ξαναπάς στη στάνη , τις δίνεις των τσοπάνηδων και ξαναγυρίζεις . Να έτσι γίνεται .
Αν τύχει χρονιά που έχουν πολιτεία ( πολλά ) τυριά στα λειβάδια , οι ίδιοι οι τσοπάνηδες ξεταλαριάζουν το τυρί τους , το σακιάζουν και το φέρνουν μόνοι τους στα χωριά και το πουλάνε στους χωριάτες . Χύμα τυρί .
Το βούτυρο πάλι οι γιδαραίοι το πουλάνε και στη στάνη , μα φέρνουν και στο σπίτι . Η πούληση γίνεται εκεί . Το πωλούν ανάλατο , το πωλούν και σπειραλατισμένο η ασπροκοκκιασμένο .
ΤΑ ΚΑΡΔΑΜΠΙΚΙΑ .
Όλα τα αγγεία τους οι τσοπάνηδες μ' ένα όνομα τα λένε " καρδαμπίκια " . Σκέφτηκα , αν ήταν πρέπο ν' αφιερώσω ξεχωριστό κεφάλαιο γιά τ' αγγεία του τσοπάνη , αφού γιά πολλά απ' αυτά έκαμα λόγο παραπάνω . Έτσι νομίζω πως ρίχνω περισσότερο φως , κι' ο αναγνώστης θα ξεκαθαρίσει ιδέα . Το προσωπικό , του πρώτου μας τυροκομείου ,με ..περίοικους και..περίεργους , και φυσικά με τον αξέχαστο Λούη , αριστερά με την ποδιά, μέσα στο..καζάνι , σε μιά αναμνηστική φωτογραφία στον Αντώνη , μετά των..Καρδαμπικίων , βεβαίως..βεβαίως..
Κι' αρχίζω απ' τον " τ σ ι π τ σ έ ". Είναι χαλκοματένιος , τρυπητός σαν κόσκινο κούτουλας , πάνω κάτω ένα σουρωτήρι . Τον βουτάει ο τσοπάνης και βγάζει απ' το λεβέτι τη μυζήθρα . Το τυρόγαλα πέφτει και στέκει αυτή , όπως στο κόσκινο πέφτει τ' αλεύρι και μένουν οι ζούρες .
" Κ ο ύ τ ο υ λ α ς " ( κούτλας ) είναι η χαλκωματένια γινωμένη με καλάι κατσαρόλα . Το σπουδαιότερο αγγείο , που δε λείπει από κανένα τσοπάνη . Αυτός είναι το ποτήρι του, πίνει νερό με τούτον . Είναι το τσουκάλι του , πάει στη βρύση και παίρνει νερό , μαγειρεύει κάποτες στη φωτιά , είναι το πρώτο του παραχέρι στο γάλα . Και τι δεν είναι ο κ ο ύ τ ο υ λ α ς η κ ο ύ τ λ α ς !
" Κ α ρ δ ά ρ α " , είναι καδί από ελατόδουγες η κεδρόδουγες και με ξυλοστέφανα δεμένη . Σ' αυτή αρμέγει , μ' αυτή μεταφέρει το γάλα από ένα μέρος σ' άλλο , πήζει το τυρί . Με την καρδάρα πάει και φέρνει νερό απ' τη βρύση βάνοντάς την στο κεφάλι του , όπως οι γυναίκες την ποτίστρα .
" Η Β ε δ ο ύ ρ α " ( και το " β ε δ ο ύ ρ ι " ) , είναι μικρή καρδάρα μ' αρβάλι ξυλένιο , σωστό κακάβι , συναρμωμένο από κεδρόγουγες και ξυλοστέφανα . Πήζει γιαούρτη μέσα ο τσοπάνης , βάνει βούτυρο και το μεταφέρει , βάνει μαγέρεμα , βάνει νερό και πίνει .
" Ο Π ι τ ο λ ό ο ς " η " π ι τ υ ρ ό ς " , είναι μικρό παφιλένιο βαζάκι .
" Ο Γ ι α ο υ ρ τ ο λ ό ο ς " , είναι επίσης μικρό βαζάκι . Κρατούν μέσα γιαούρτι να την έχουν γιά πιτυά . Βράζουν βλέπεις , το γάλα , τ' αδειάζουν στη βεδούρα γιά να πήξει , μα δεν πήζει , άμα δε βάλεις μέσα και λίγη πιτυά ( πτιά ) , δηλαδή παλιό γιαούρτι .
" Ο Κ ό φ τ η ς " , είναι μεγάλος τάλαρος , είκοσι και τριάντα οκαδών , γιά γάλα .
" Η Κ α ρ ά μ π α ", ξύλινο δοχείο , που στενεύει προς τα πάνω , χρησιμοποιείται γιά το βγάλσιμο του βούτυρου . Μέσα ρίχνουν το γάλα , και με ένα ειδικό ξύλο , το καραμπόξυλο , το χτυπάνε μέχρι να ξεχωρήσει το βούτυρο , που ανεβαίνει στην κορφή , το μαζεύουν , κι' αυτό που μένει είναι το ξυνόγαλο .
Αυτή είναι η υπέροχη περιγραφή του πηξήματος του τυριού , στα βουνά μας , μιά περιγραφή , πραγματικός Λαογραφικός θησαυρός , που μας άφησε κληρονομιά ο αξέχαστος Δημ. Λουκόπουλος , πατέρας της Λαογραφίας μας .
Το καλοκαίρι , αν είμαστε καλά , θα κάνουμε μιά προσπάθεια να συγκεντρώσουμε στοιχεία , πληροφορίες και κυρίως φωτογραφικό υλικό απ' τη ζωή , τις δουλειές των δικών μας τσοπάνηδων , στη Γκιώνα κυρίως , γιά να έχουμε και μιά εικόνα της Λιδορικιώτικης τσοπάνικης ζωής , επίσης θα προσπαθήσουμε να σας δώσουμε φωτογραφίες απ' τις στρούγκες , στάνες , την ενδυμασία και τα...Καρδαμπίκια , όπως τα λέει ο αξέχαστος Λουκόπουλος , τα τσοπάνικα ..τσουμπλέκια , τα συμπράγκαλα , κάντε λίγη υπομονή το καλοκαίρι..έφτασε...
To μπροστινό..αγγειό , ..καρδαμπίκ'..π' λένι , είναι η καράμπα , σ' αυτή " βαράνε " οι..τσοπαναραίοι το γάλα , με το " καραμπόξυλο " , που το βλέπετε χωμένο μέσα στην καράμπα , και βγαίνει το...βούτυρο...στα Άγραφα , και στη Ευρυτανία , την καράμπα τη λένε " μποτινέλο " , πίσω δεξιά στο βάθος , ένα άλλο..αγγειό τσοπάνικο , η " κάδη " , σ' αυτή μέσα βαζουν το τυρί , χλωρό όπως είναι .
Υποσχόμαστε , σύντομα , να σας έχουμε φωτο..ρεπορτάζ , με όλα τα.." Κ Α Ρ Δ Α Μ Π Ι Κ Ι Α " , αυτά τουλάχιστον που χρησιμοποιούν οι Λιδορικιώστες τσοπάνηδες... www.lidoriki.com
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Λιδορίκι,εκεί τέλειωσα και το Γυμνάσιο.Σπούδασα Πολιτική Επιστήμη στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εργάσθηκα στην Α.Τ.Ε , από το 1965 μέχρι το 1997 , οπότε και συνταξιοδοτήθηκα.
No comments:
Post a Comment