18.12.08

AΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΑ ΜΑΣ ΑΔΕΡΦΙΑ..

 
Ο ΖΩΝΤΑΝΟΣ Ο...ΧΩΡΙΣΜΟΣ....Β.'

 

Οκτώβριος 1958

   Το όνειρο όλων των Δωριέων , χρόνια και χρόνια μεγάλωνε και..φούντωνε , κι' ήρθαν τ' αδέρφια μας τα ξενητεμένα και το 'καναν πραγματικότητα..ΤΟ  ΓΥΜΝΑΣΙΟ  ΛΙΔΟΡΙΚΙΟΥ...χτισμένο με ..Δωρικό χώμα και..ιδρώτα των ξενητεμένων μας αδερφών..

 

Ξένοι , ολόξενοι , στην απεραντοσύνη της μοναξιάς τους , χωρίς γνώση της γλώσσας , σ'ένα εχθρικό περιβάλλον , πάλαιψαν , χτυπήθηκαν , ισοπεδώθηκαν , μα τα κατάφεραν , νίκησαν , στάθηκαν στα πόδια τους και πολλές φορές μεγαλούργησαν . Τη νίκη τους αυτή όμως , την πλήρωσαν ακριβά , πολλοί χάθηκαν αγνοημένοι , περιφρονημένοι , σακατεμένοι , αβοήθητοι , με το παράπονο της τύχης και τη λαχτάρα της επιστροφής .

   Πολλοί χωριανοί μας , έφυγαν απ' την πατρίδα , με το κρυφό όνειρο της καλύτερης ζωής , με τη λαχτάρα να δουλέψουν σκληρά και να βοηθήσουν τις οικογένειές τους , να παντρέψουν αδερφές , να σπουδάσουν αδέρφια , να κάνουν καλύτερη τη , μαύρη , ζωή των γονιών τους που πέθαιναν καθημερνά παλεύοντας με νύχια και με δόντια , στις ξελάστρες , να θρέψουν τη φαμελιά τους , κάποιοι τα κατάφεραν , άλλοι περισσότερο κι άλλοι λιγότερο , άλλοι πάλι κατάφεραν μόνο να ψευτοζήσουν , κι' από ντροπή δεν γύρισαν ποτέ στον τόπο τους και θάφτηκαν στην ξένη γη , αν΄νωνυμοι , ξεχασμένοι , μαζί με τ' όνειρό τους , κι ήταν πολλοί....

   Τύχη η ατυχία , δεν ξέρω , με 'φερε να δω σκηνές αποχωρισμών , εκεί στ' Αλωνάκι , τη δεκαετία του 50 , μικρό παιδί ακόμα κι ένοιωσα σαν σε σκηνή αρχαίας τραγωδίας , μιά μάνα χαρακωμένη απ' τον πόνο , στερεμένα τα δάκρυα , σφιγμένα τα χείλια , γιά να μη βγεί η κραυγή που 'πνιγε τα σωθικά της , Λιδορικιώτισσα μάνα , Ελληνίδα μάνα , μάνα..του κόσμου που της παίρναν το παιδί , τό' χανε  , τόξερε και τόβλεπε  , μα τι μπορούσε κα κάνει ; ανάθεμα στη..φτώχεια , την ανέχεια...βουβά ακόμα πρόσωπα της τραγωδίας αυτής , ο πατέρας , τραγική φιγούρα κι' αυτός , μικρά αδέρφια , συγγενείς , φίλοι , γειτόνοι , χωριανοί , όλοι σφιγμένοι , τσιτωμένοι , πονεμένοι....

   Αξίζει , εδώ , να δούμε πως θυμάται την όλη διαδικασία του ξενητεμού , στο προπολεμικό Λιδορίκι , ο αγαπημένος κι' αξέχαστος , φίλος Αλέκος Κωστάκης , ο Καφτανιαλέκος , όπως τά 'γραφε στο " ΛΙΔΩΡΙΚΙ " το Μάιο του 1984 , αρ.φυλ. 30 :

   " Ήταν στα 1929 , φθινόπωρο . Είχα κλεισει τα 4 και πήγαινα στα πέντε , ο Θεός μπορεί να μ' αδίκησε στο θέμα της υγείας μου , αλλά στη μνήμη στάθηκε πολύ γενναιόδωρος απέναντί μου και Τον ευχαριστώ γι' αυτό . Θυμάμαι , λοιπόν , σα νά' ταν χθες , τη μουντή και θλιμένη εκείνη φθινοπωριάτικη εσπέρα , που έφευγαν γιά την Αμερική η θειά μου Καλλιόπη με τον αξέχαστο θείο μου Αλέκο Ταμβάκη , πριν από 55 ολόκληρα χρόνια δηλαδή .

   Νέοι , ωραίοι , αγαπημένο αντρόγυνο , γλυκύτατοι κι οι δυό τους άνθρωποι , αναγκάζονταν απ' τη φτώχεια , όπως έκαναν και τόσοι άλλοι , άλλωστε , πριν απ' αυτούς , να πάρουν το δρόμο της ξενητειάς .

   Από νωρίς , είχαν μαζευτεί στο Λαλαγιαννέικο όλες οι φιλενάδες της θειάς μου και της συμπαραστέκονταν . Η Θυμία η Παπαβασίλη , η Ελένη του Καντζιού , η ΣνικοΑργυρή , η Ντίνα του Κοτλιά και άλλες που δεν τις θυμάμαι . Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και μάταια η ξαδέρφη της Μπαζομαρία έλεγε διάφορα αστεία και παιδευόταν να σπάσει τον πάγο και τη καταθλιπτική ατμόσφαιρα . Τ' απογευματάκι ήρθε να τους αποχαιρετίσει και να τους κατευοδώσει όλο σχεδόν το χωριό , σαν πέρασε κάμποση ώρα , ο κόσμος σηκώθηκε , σχημάτισε πομπή , μ' επικεφαλής το νιόπαντρο ζευγάρι , και πήρε το δρόμο προς τον " Αντώνη " , τραγουδώντας τραγούδια της ξενητιάς όπως  το " Αφήνω γειά στις έμορφες " , " Μιά Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ " κι' ακόμα το " Μάνα μου , τα λουλούδια μου συχνά να τα ποτίζεις ", που το 'λεγε η θειά μου η ίδια , βουρκωμένη , με ραγισμένη τη φωνή...

   Αργά , τελετουργικά , θα 'λεγα ,  η συνοδεία έπαιρνε " συννεφιασμένη " το δρόμο προς τον Αντώνη , απαλύνοντας τον πόνο και την απόγνωση με το τραγούδι , ένα τραγούδι χωρισμού , ένα μοιρολόι , " ξόδι " ζωντανό , ξέσπασμα , κατάρα κι ανάθεμα στην ξενητιά και την ανάγκη , που ξερίζωνε δυό πανέμορφα νέα παιδιά απ' τον τόπο τους και τα 'στελνε " πεσκέσι " στις χιονισμένες ερημιές του Καναδά να κάνουν  - δίπλα στου τραίνου τις γραμμές  - παρέα στις αρκούδες και τα κογιότ .

   Ο κόσμος , λες και μάντευε την τύχη αυτών που ξεριζώνονταν , προσπαθούσε να ..καθυστερήσει το χωρισμό , μα ο ήλιος είχε πιά χαθείπίσω απ' την Πλέσιβα κι ο Ζησιμόγιαννος μ' αναμμένη τη μηχανή της " Μάρμον " του , βιαζόταν γιά να προλάβουν το βαπόρι στην Ερατεινή . Το αυτοκίνητο περίμενε εκεί όπου σήμερα είναι η αποθηκούλα με τις βενζίνες του Ρέλλου , πάνω ακριβώς απ' τη στροφή του Αντώνη .

 

125

Δεκαετία του '50 , χαμηλωμένα μάτια , στεγνωμένα απ' το κλάμα , ένα αγαπημένο πρόσωπο ξενητεύεται..η ΖεκοΚούλα , πάει στη μακρινή Αργεντίνα , μάνα , συγγενείς και φίλοι ..βουβοί , χορός ..αρχαίας τραγωδίας , η έρμη η Πατρίδα ..αιμορραγεί , ακατάσχετα...

 

Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ....

1 comment:

Γεώργιος Καλλιώρας said...

Καλημέρα φίλε μου σου στέλνω ενα link γιά την αποκατάσταση ενός ξεχασμένου ήρωα απο τα μερη σας.
( http://olykos.pblogs.gr/2010/08/tsaltakhs-athanasios-enas-xehasmenos-hrwas.html)
Γ. Καλλιώρας
Λαμία
Την καλημέρα μου..