16.8.09

ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ..ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ : “ ΟΙ ΚΑΡΜΑΙΟΙ “..ΚΙ’ Ο..ΣΕΡΕΝΤΕΛΟΣ..

 

img_0133

   Κρατώντας το..λόγο μας , και την υπόσχεσή μας , θα σας διηγηθούμε σήμερα μιά απ’ τις πολλές ..πάρα πολλές , σπαρταριστές ιστοριούλες , με τους Αφους  Κάρμα , τη σημερινή μας την είπε ο φίλος , καισυγγενής , Γιώργος Παν . Παλαιολόγος , και έχει σαν πρωταγωνιστές την πλακατζήδικη ..αφρόκρεμα της εποχής…διαβάστε..

   Την εποχή εκείνη , τον καλό παλιό καιρό , είχε έρθει , εκ..Μάκρυσης παρακαλώ , ο μπάρμπα Θόδωρος ο Σερεντέλος , και άνοιξε εκεί στη Βαθειά , στο υπογειάκι το Κομποροζέϊκο , κάτω απ’ τους , τώρα , Γιώργηδες , μιά ταβερνούλα , έσφαζε και κανένα..κλεμμένο , αλλά πούλαγε και ότι άλλο μπορεί να φαντασθεί κανένας , το μεροκάματο να ..βγαίνει , π’ λένι..

   Κάποια μέρα λοιπόν , εμφανίσθηκε το..γνωστό μουσικό..ντουέτο , πνευστών τε και..εγχόρδων , οι περίφημοι Καρμαίοι , ο Μήτσος , κλαρίνο , και Κώστας λαούτο . Κάπου είχαν..συναυλιασθεί , και πριν φύγουν γιά το Σεβεδίκο , πέρασαν γιά..αγιασμό στου ..Σερεντέλου..

   Έκατσαν , ήπιαν , έστω και με το…ζόρι , λιγουλάκι , πεντ’εξι..εφτά μισόκιλα , είπαν και τα σχετικά τους , οπότε ο Σερεντέλος τους έκανε την ..επίσημη πρόταση να ..παίξουν και κάνα..κομμάτι , να γίνει …τζερτζελές στο μαγαζί , κι’ ότι..πιάσουν…

   Έκαναν λοιπόν το..ρεσιτάλ τους , με το συνηθισμένο , πιά , ρεπερτόριο , διασκέδασαν και οι παρεούλες που είχαν έρθει στο μαγαζί και κάποια στιγμή έπρεπε να φύγουν γιά το Σεβεδίκο , είχαν βέβαια και τα..ι.χ  τους , δεμένα απέξω , οπότε ο Σερεντέλος , που είχε αγορασμένα κάμποσα καρπούζια , γιά πούλημα βέβαια , τους είπε : Έχου παρμένα , ρε λιβέντες , κατ’ καρπούζια , πρώτου πράμα , μην κάν’ς ..κ’βέντα ,  δεν παίρνετε καμπόσα  να τα πουλήσετε στο Σεβεδίκο , να βγάλουμε και κάνα..φράγκο ;

   Δεν το πολυσκέφτηκαν οι Καρμαίοι , συμφώνησαν , αλ΄λα πο να τα βάλουν ; Οπότε ο Σερεντέλος πετάγεται μέχρι το σπίτι του , στις Λάκκες , κι’ έφερε δυό-τρία..τσουβάλια , υφαντά της .΄..τότε εποχής ,που ήταν και..πανάκριβα ,  τα γέμισαν καρπούζια , τα φόρτωσαν , κι’ ο Σερεντέλος έδωσε και τις τελευταίες..οδηγίες : Π’λήστητα , ορέ ..λιβέντες κι..φέρτι κι τα ..λιφτά…

  Ξεκίνησε , λοιπόν , η..καρπουζο..γάϊδαρο  ..πομπή , με τις ευχές και του Σερεντέλου , βεβαίως..βεβαίως , που στέκονταν στην πόρτα κουνώντας το..μαντίλι του..αποχωρισμού , λέγοντας : άιντι ορέ ..λιβέντις κι καλή..πούλ’σι , κι’ όπους..είιπαμι , φέρτι κι κάνα..φράγκου…

   Έφυγαν οι Καρμαίοι , πήραν τον κατήφορο , και όπως είναι ..γνωστό , τρώγονταν στο δρόμο σαν τα ..σκ’λιά , άχρηστε ο ένας , άϊντε ..κ’νη΄σ’ ..ο άλλος , η συνηθισμένη Καρμαίϊκη ..λιτανεία ..

  Έφτασαν στο Σεβεδίκο , πάρκαραν τα..ζα , απόξω απ’ το μαγαζί , κι’ άρχισε η..συνηθισμένη..γκρίνια , ποιός θα ξεφορτώσει την ..πραμάτεια , στα πολλά στα λίγα κάπου..συνεννοήθηκαν , τα ..βρήκαν , ξεφόρτωσαν τα καρπούζια , που ήταν..πρώτου πράμα , μην κάν’ς ..κ’βέντα , τα πόστιασαν σε μιά γωνιά του μαγαζιού , ήπιαν και κάνα δυό..ποτηράκια , να ..στανιάρουν , και άρχισαν το σχετικό..προμόσιον , να μαθευτεί στο χωριό πως ..αφίχθησαν καρπούζια ..πρώτου πράμα…ικ..Λιδουρίκ’ ..Σερεντέλεια…

   Βέβαια ο κόσμος δεν ..σκοτώθηκε κιόλας γιά τα ..καρπούζια , π’  κάθονταν τα ..έρμα εκει στη γωνιούλα τους ..μαραζωμένα , αναμένοντας τους..μουστερήδες , που όμως ήταν …άφαντοι ..

   Πέρασαν κάνα΄..δυό μέρες , τίποτα , τα καρπούζια ..μαράζωναν , απ’ την..απουλησιά αλλά κι’ απ’ τη..πολυκαιρία , ποιός ξέρει π΄ποσο καιρό τα ‘χε ο Σερεντέλος ντανιασμένα , στο κατώι...οπότε ένα βραδάκι , που ‘χαν μαζευτεί και πεντέξι..πελάτες εκεί στο μαγαζί , αφού ήπιαν τα ..σχετικά τους , γύρισε ο Μήτσος , πρώτο..κλαρινέτο παρακαλώ , κοίταξε με ..παράπονο τα..μαραγκιασμένα  καρπούζια , γυρνάει κατά τη γυναίκα του και τις λέει :…Άι..ορε γ’ναίκα , δε..σφαϊς αυτάνα τα..γουρνό’πλα να τα ..φάμι  , ούλοι παρέα όπους έιμαστι ;

   Τα’ χασε η γυναικούλα , κοίταξε ..γύρω –γύρω , δεν είδε πουθενά..γουρνόπ’λα , πάει κοντά και τον ρωτάει , που είνι τα..γουρ’νόπλα ; Και ο μπάρμπα Μήτσος της έδειξε τα ..ερμο..κάρπουζα..

   Πράγματι , τάσφαξε τα..γουρνόπλα , άλλα ξ’να κι’ άλλα μαραγκιασμένα , φάγαν ότι φάγαν και τα υπόλοιπα πήγαν στα..γουρνόπλα , βέβαια γιά λεφτά στο Σερεντέλο ούιδι..κ’βέντα , πέρασαν μέρες , τίποτα , ο Σερεντέλος χιονόκοβε , περίμεν βλέπεις να πάρει..λεφτά , αν είναι..δυνατόν…

    Κάποια μέρα , φάνηκαν οι Καρμαίοι , αλλά γιά το..μπερντέ , το..μπαγιόκο , ούτι…κ’βέντα , δεν είπε τίποτα ο Σερεντέλος , αλλά τ’ απογεματάκι , αφού είχαν πιεί το..άμπακο , τους λέει , Δε..βαρείτι ορέ λιβέντις κάνα τραγούδ’ , μπας κι μαζέψουμι κάνα ..φράγκου ; Εν τω μεταξύ είχαν αρχίσει να ..μαζεύονται οι..συνήθεις ..ύποπτοι..

  Σιγά-σιγά λοιπόν έρχονταν κι’ άλλοι και σε λίγο στήθηκε το..σκηνικό , και να τα μερακλώματα κι’ οι..κολοκαθιές , και τα κατοσταράκια πηγαινο..έρχονταν αβέρτα , ο Σερεντέλος όμως έλεγε στις παρέες , εμπιστευτικά , κ’τ’αξτι τα όργανα είνι..πληρουμένα απού μένα , ισείς δε θα πληρώστι ούτι..δραχμή στ’ς ..Καρμαίους ..

Πέρναγε λοιπόν η ώρα , βαρούγαν οι..Καρμαίοι , αλλά απο χρήμα..μπερντέ , δηλαδή , οπότε ..συσκεφθέντες , ολόκληρη η ..ορχήστρα , εξουσιοδοτήθηκε ο..Μήτσος να λύσει το..οικονομικό θέμα με τον Σερεντέλο , σηκώθηκε λοιπόν πλησίασε το Σερεντέλο , και του ..μίλησε περι διά το…χρήμα , π’ δε…φαινόταν..

   Ο Σερεντέλος ήρεμος..και γαλήνιος , του λέει :κάτσι κι θα τα βρούμι , και μόλις κάθησε ο Μήτσος , πλησίασε ο Σερεντέλος στο…πάλκο , και τους λέει : Άιντι ..ορέ λιβέντις , μ’ αυτά π’ βαρέσηταν μέχρι τώρα , πατσίσαμι τα..καρπ’ζάκια , βαρέστι  κι λίγου ακόμα κι γιά τα..τσ΄βα΄λάκια , κι’ είμαστι..πάτσι…

   Στήλαι…άλατος οι Καρμαίοι , όπως καταλαβαίνετε ..

   Όχι θα τους το χάριζε ο Σερεντέλος , μη κάν’τι…κβέντα ..π’λέτι…

                  Καλό σας μεσημέρι..

         Απ’ το ..συννεφιασμένο αλλά ..παντα ..πανέμορφο

               χωριό μας με..αγάπη….Κ.’-

No comments: