13.1.11

Η ΔΩΡΙΔΑ ΤΟ 1805

ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΕΙΔΕ Ο ΑΓΓΛΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ

WILLIAM MARTIN LEAKE


Η σημερινή Δωρίδα , ορεινή περιοχή στην καρδιά της Ρούμελης ( Στερεάς Ελλάδας ) , που έχει όμως και μικρές πεδιάδες , κοντά στο ποτάμι του Μόρνου , βρίσκεται ανάμεσα στην Παρνασσίδα και την Αιτωλία και δεν έχει σχέση με την αρχαία Δωρίδα , που βρισκόταν κοντά στη Γραβιά . Περιοχή γνωστή απ’ την αρχαιότητα και με πολύ πλούσια συμμετοχή στην ιστορική πορεία των Ελλήνων , έχει πρωτεύουσα το Λιδορίκι .
Τα πανύψηλα βουνά , κεφαλοχώρια και μικρά χωριά , κονάκια τσοπάνηδων , λιγοστά χωράφια , τοπίο άγριο που όσο κατεβαίνει προς τους γιαλούς ημερεύει , συγκροτούν μιά εντυπωσιακή περιοχή με σημαντική συμβολή στη διατήρηση της δίψας και της φλόγας του Γένους στα χρόνια της τούρκικης σκλαβιάς .
Εμείς θα μιλήσουμε γιά την περίοδο αυτή ξεκινώντας από μερικά σχετικά κείμενα περιηγητών που πέρασαν η έζησαν χρόνια στην πατρίδα μας .
Ο William Martin Leake ( 1777-1860 ) , Άγγλος στρατιωτικός ( Συνταγματάρχης ) , νομικός και περιηγητής , πραγματοποίησε –με εντολή του λόρδου Χάρροουμπυ – αποστολή σε ευρωπαικές επαρχίες της Τουρκίας από το 1804 εως το 1810 , και περιγρά-φει το πέρασμά του απ’ τη Δωρίδα , πηγαίνοντας από τα Σάλωνα στον Έπαχτο , τον Φεβρουάριο του 1806 . Ας παρακολουθήσουμε το οδοιπορικό του μέσα απ’ την περιγραφή του :
« Φεβρουαρίου 12 ( 1806 ) . Από τα Σάλωνα στο Λιοδορίκι . Ξεκινάμε στις 8.15΄ και αμέσως ανηφορίζουμε το απότομο βουνό , στο πίσω μέρος της πόλης , από ελικοειδή πετρώδη δρόμο . Στις 9.50΄ μπαίνουμε στην περιοχή των ελατιών και του χιονιού και στις 10.25΄ στην κορυφή της οροσειράς , όπου ο δρόμος περνά από ένα βαθούλωμα , ανάμεσα σε δυό από τις ψηλότερες κορφές . η θέα απο δω περιλαμβάνει όλα τα υψώματα της Αιτωλίας , την αλυσσίδα των κορυφών της Λοκρίδας και της Δωρίδας που ένας απ’ τους κρίκους της σχηματίζει αυτή τη ράχη , τον Παρνασό , που τη χωρίζει απ’ αυτή το μονοπάτι του Κυτίνιου και δεξιά του Παρνασού τον Ελικώνα και τη Μεγαρίδα.
Κάτω από μας φαίνεται η πεδιάδα της Άμφισσας κι’ ένα μέρος από τον κόλπο του Χρυσσού , Το μονοπάτι οδηγεί μέσα σε μιά στενή κοιλάδα , ανάμεσα σε ελατοσκέπαστες κορυφές , το ακολουθούμε και με καθυστέρηση ενός τετάρτου , ο δρόμος μας προχωρεί και κατεβαίνει από ένα δύσβατο μονοπάτι στο μικρό χωριό Καρούτες , όπου φτάνουμε ακριβώς το μεσημέρι . Εδώ αντικρύζουμε μιά βαθιά κοιλάδα ποτισμένη από ένα ποτάμι που έχει την πηγή του από την κορυφή Μαυρολιθάρι και ενώνεται με τη θάλασσα κοντά στα ανατολικά του Έπαχτου και όπου παίρνει τ’ όνομα Μόρνος . Πέρα απ’ την κοιλάδα φαίνονται άλλα ψηλά βουνά , με κατεύθυνση σχεδόν παράλληλη και που περιλαμβάνονται στην περιοχή των Κραββάρων . Οι Καρούτες , τοποθετημένες σ’ ένα πολυσύχναστο δερβένι ( πέρασμα ) που παίρνει τ’ όνομά του απ’ την ίδια του τη θέση , υποφέρουν πολύ από τους Αλβανούς στρατιώτες : Το όνομα του Αλή πασά αρχίζει πάλι ν’ αναφέρεται με τρόμο και μίσος και το καταπιεστικό του σύστημα αναγκάζει πολυάριθμες οικογένειες να εγκαταλείψουν τα μέρη αυτά και να τραβήξουν γιά το Μοριά . Στην εκκλησία υπάρχει ένα κομμάτι από μία επιγραφή όπου διακρίνονται μονάχα τα εξής γράμματα : ΦΟΙΔΙ Α ΦΟΝ ΕΠΟΙΗΣΑΝ...ΚΑΙ....Από τις Καρούτες ξεκινάνε δυό δρόμοι γιά το Λοιδορίκι : ο ένας κατεβαίνει ένα ρέμα κάτω απ’ το χωριό και κάνει το γύρο του πάνω μέρους της κοιλάδας , που μέσα της3 κυλάει ένας χείμαρρος , ρέει προς το Λιδορίκι και από κει στο Μόρνο , ο άλλος περνάει πάνω από μιά ράχη των βουνών και κατεβαίνει κατευθείαν πάνω στην πόλη που την περιβάλλουν σφιχτά ψηλοί λόφοι , σκεπασμένοι με δέντρα . Παίρνουμε τον δεύτερο δρόμο , αφίνοντας τις Καρούτες στις 12.15΄, φτανοντας στην κορυφή της ράχης στις 1.30΄και στο Λιδορίκι στις 2.45΄.
Το κατέβασμα ακολουθεί ένα απότομο μονοπάτι μέσα από έλατα και μετά πάνω από καλλιεργημένες πλαγιές , το ίδιο απότομες .
Στο Λιδορίκι καταλύω στο σπίτι του Βοιβόντα Φεράτ Αγά που είναι γιός του Ντιβάν Εφέντη του Αλή πασά και έχει στην υπηρεσία του 30 η 40 βρώμικους κακοντυμένους Αλβανούς , που είναι μάλλον ενοχλητικοί , με την ανακριτική τους περιέργεια , αν και όχι απολίτιστοι . Το σπίτι του Αγά είναι κατά την αληθινή αλβανική συνήθεια βρώμικο και χωρίς ανέσεις , αλλά μου παραχωρεί φιλόξενα το μοναδικό υποφερτό διαμέρισμά του όπου με συναντά κατά το δείπνο που μου παραθέτει . Μου εξηγεί ότι υπάρχουν όχι παραπάνω από 120 σπίτια στην πόλη , όλα τούρκικα , εκτός από 15-20 και πάνω από 40 χωριά στην περιοχή , όλα Ελληνικά . Μιά ώρα από δω , προς τη Μαλαντρίνα , μου περιγράφει μερικά ερείπια ενός ελληνικού κάστρου στο χωριό Παραδείσια και ένα άλλο σε μιά τοποθεσία , την Πολυπόρτα , στη θαλάσσια ακτή , μισή ώρα κάτω απ’ την Πετρινίτσα η Βετρονίτσα , που είναι 4 ώρες μακριά απ’ το Λιδορίκι . Στα Τριζόνια , ένα νησί έξω από την ακτή , υπάρχουν μερικά απομεινάρια , σαν κι' αυτά που βρέθηκαν στα νησιά στην είσοδο του κόλπου Άσπρα Σπίτια , πιθανόν Χριστιανικά η μοναστικά .
Μισή ώρα μακριά απ΄τα Παραδείσια , φαίνονται μερικά ερείπια και υπάρχουν κι' άλλα σ' ένα χάνι και μιά εκκλησιά έξω από την πόλη Μαλαντρίνα . Και τα δυό αυτά φαίνεται , σύμφωνα με την περιγραφή του Φεράτ Αγά , να είναι Ελληνικά . Το ποτάμι κοντά στον Έπαχτο , που έχει το όνομα Μόρνος , εδώ συνηθίζεται να λέγεται Μέγας , πηγάζει από τη νότια μεριά της ψηλότερης κορυφής της Οίτης , κυλάει κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του βουνού Βαρδούσι σε μιά βαθιά κοιλάδα που βρίσκεται ανάμεσα σ' αυτή την κορυφή και τις ονομαζόμενες Συκιά και Γκιώνα , που σχηματίζουν την αλυσσίδα που απλώνεται προς τα βόρεια , από τα Σάλωνα και το Λιδορίκι και χωρίζεται από τον Παρνασό με το μονοπάτι του Κυτίνιου . Αφού δεχθεί άλλους δυό χειμάρρους κοντά στο Λιδορίκι , ο Μέγας περνά μέσα από ένα στενό ισθμό και από εκεί διασχίζει μιά περιοχή που αν και είναι εντελώς ορεινή δεν είναι ακαλλιέργητη ,μετά απ' αυτή περνά πάλι από ένα στενό άνοιγμα μέσα στα βουνά , πολύ μακρύτερο από το προηγούμενο και πλαισιωμένο από ψηλούς γκρεμούς και τότε , αφού διασχίσει μιά στενή θαλάσσια πεδιάδα , ενώνεται με τη θάλασσα σε μιά απόσταση μιάς ώρας προς τ' ανατολικά του Έπαχτου . Από τη δυτική πλευρά του βουνού Βαρδούσι πηγάζει ο Φείδαρις η Έβενος , που η πορεία του προς τα δυτικά χωρίζει την περιοχή του Καρπενησιού από την περιοχή των Κραββάρων . Νοτιοδυτικά χωρίζει το Απόκουρο από τα Κράββαρα . Κατά μήκος , βγαίνει μέσα από τα βουνά , περνά από την κοιλάδα του Μποχώρι , στο Κουρταγκά , τοποθεσίας της Καλυδώνας , όπου χωρίζει το Κάρλελι από το Βενέτικο . Από το Κράββαρι , ο Έβενος , δέχεται πολλούς χειμάρρους , αλλά η πιό μακρινή πηγή , σαν αυτή του Μόρνου , είναι στις ψηλότερες κορυφές της Οίτης .
Φεβρουαρίου 13 ( 1806 ) . Αφίνοντας το Λιδορίκι , πρωί στις 8.00΄ ακολουθούμε ένα χείμαρρο που κυλάει ανάμεσα στην πόλη και , ενισχυμένος από ένα άλλον από τις χαράδρες στα νότια του Λιδορικιού , ενώνεται με το Μέγα , μισή ώρα κάτω απ’ την πόλη.
Αυτό το ποτάμι περνάει μέσα απ’ το στενό που προαναφέραμε και που είναι μιά στενή βραχώδης κοιλάδα σχηματισμένη από τις προεξοχές των δύο βουνών και στο σημείο όπου στο ποτάμι υπάρχει ένα γεφύρι με αψίδα ( ημικυκλικό ) θεμελιωμένο στις δυό όχθες του , πάνω σε βράχους . Έστειλα το άλογο με τις αποσκευές μου από τον ίσιο δρόμο , από το γεφύρι , και γύρισα δεξιά γιά να εξετάσω ένα Παλαιόκαστρο που βρίσκεται πάνω στη δεξιά όχθη του Στενού . Στις 8.45΄, περάσαμε από ρηχή διάβαση το Μέγα , που κατά το Λιδορικιώτη οδηγό μου πηγάζει , εν μέρει , από το βουνό Τρέμιτζα , ενώνεται με το ποτάμι της Καταβόθρας , αλλά έχει τις πηγές του κοντά στο Μαυρολιθάρι
Στους πρόποδες του λόφου του Παλαιόκαστρου , διασχίζουμε το ποτάμι Βελούχι πάνω από τη γέφυρα . Αυτός ο χείμαρρος που ενώνεται με το Μέγα λίγο πιό κάτω από το σημείο που τον περάσαμε , κατεβαίνει από το βουνό σε λιγότερο από ένα μίλι πάνω απ’ το Παλαιόκαστρο και είναι τόσο πλούσιος σε καιρό βροχής , που μαζί με το Μέγα , πλημμυρίζει ολόκληρη την κοιλάδα . Σ’ αυτή την περίπτωση το Βελούχι φαίνεται να είναι το ξεκίνημα μιάς καταβόθρας . Η αρχαία πολιτεία , σημαντική σε έκταση , κατελάμβανε ολόκληρη τη βορειοανατολική πλευρά του λόφου , βλέποντας προς την κοιλάδα του Μέγα . Τα τείχη της – τα οποία είναι τρίτης τάξης – είναι χαραγμένα σε ολόκληρη την περιφέρεια και παραμένουν σε σημαντικό ύψος , στο χαμηλότερο τμήμα της τοποθεσίας : στην κορυφή του λόφου είναι τα εραίπια ενός σύγχρονου κάστρου .
Η θέση του , είναι το ακραίο σημείο της οροσειράς του Βαρδουσιού , ανάμεσα στο οποίο υπάρχει κι’ ένα άλλο παράλληλο αλλά χαμηλότερο βουνό , το Βλαχοβούνι , όπου κυλάει ο Κόκκινος , ένα ποτάμι τόσο εκτεταμένο όσο και ο Μέγας , με το οποίο ενώνεται αμέσως κάτω απ’ το Στενό . Έτσι , η πολιτεία ήταν προφυλαγμένη από δυό μεγάλα ποτά- μια ανατολικά , ένα τρίτο δυτικά και ένα τέταρτο να κυλάει ανάμεσα από ένα βραχώδες άνοιγμα στα νότια .
Στην όχθη του ποταμιού του Βελουχιού βρίσκονται ένα χάνι και μερικοί μύλοι , η τοπο- θεσία λέγεται Βελούχοβο – ονόματα βουλγαρικής καταγωγής που προέρχονται από μιά λέξη που σημαίνει άσπρο . Το όρος Τυμφρηστός αναμφίβολα ονομάστηκε Βελούχι από τα χιόνια που το σκεπάζουν πάντα , ο ποταμός ( Κόκκινος ) από το χρώμα των νερών του σε καιρό βροχής – και τα ερείπια Ξουριάς ( το κάστρο , όνομα κοινό στην Ελλάδα γιά αρχαία εραίπια ) . Οι γιοι του Αλή πασά έρχονται μερικές φορές εδώ το καλοκαίρι γιά να κάμουν κέφι , δηλαδή να γλεντήσουν και να χαρούν , χαρά και γιά τα γύρω χωριά , αρκεί να μην τους ζητηθεί να συνεισφέρουν κάτι παραπάνω από τρόφιμα και μόνο .
Από το Παλαιόκαστρο προχωρώ να συναντήσω πάλι τις αποσκευές μου στο τέλος του Στενού .Διασχίζοντας κατόπιν τον Κόκκινο , στις 9.50΄, κατεβαίνω μιά στενή κοιλάδα σπαρμένη με καλαμπόκι και στις 10.25΄μπαίνω σ’ ένα φαράγγι , ανάμεσα σε δασωμένους λόφους , όπου ο Μόρνος , πλατύ ποτάμι με τη συμβολή του Κόκκινου , ρέει με μεγάλη ταχύτητα κατά μήκος της κοίτης του .Αφού περνάμε στις 11.20΄, συνεχίζουμε το δρόμο μας στην αριστερή όχθη , μέσα από δάσος με βελανιδιές και πουρνάρια , όπου συναντάμε πολλούς χειμάρρους που ορμάνε από τα βουνά , στ’αριστερά ,γιά να ενωθούν με το κύριο ποτάμι . Στις 12 φτάνουμε σ’ένα βουνό με πανύψηλες κορφές πάνω απ’ αυτούς τους παραπόταμους , τρία μίλια προς τ’αριστερά , στην άλλη πλευρά του βρίσκετα΄η πόλη της Μαλαντρίνας . Τώρα ο δρόμος απομακρύνεται από το ποτάμι , ανεβαίνει στους λόφους , που είναι απότομοι , ακαλλιέργητοι και σκεπασμένοι με μικρές αδύναμες βελανιδιές και γίνεται τόσο δύσβατος , που τα κακόμοιρα τα άλογα του Λιδορικιού είναι ανήμπορα ν’ακολουθήσουν το βάδισμα του Αλβανού συνοδού , που ο Βοιβόντας επέμενε να πάρω μαζί μου , αν και δεν θα επέτρεπε σε κανένα ληστή να κάνει την εμφάνισή του στην περιοχή του . Στις 1.50΄, ύστερα από μιά πολύ κοπιαστική ανάβαση φτάνουμε στο Χάνι Παλαιοξάρι , που πήρε τ’όνομά του από το χωριό που βρίσκεται πιό κάτω , κοντά του και που τα καλλιεργημένα εδάφη του κατεβαίνουν κλιμακωτά στην όχθη του Μόρνου . Μιά παρόμοια πλαγιά υψ’ωνεται και στην αντικρινή όχθη του ποταμιού , σ’ένα μεγαλόπρεπο ύψωμα , στην περιοχή του Κράββαρι , το οποίο ενώνει το Βλαχοβούνι με τις κορυφές που καταλήγουν στη θάλασσα απέναντι από την Πάτρα .
Η γενική κατεύθυνση του δρόμου μας από το Λιδορίκι είναι προς το μεγάλο άνοιγμα – που αναφέραμε πριν – μέσα από το οποίο περνάει ο Μόρνος προς τη θαλάσσια ακτή και χβρίζει το τέρμα των βουνών ποτ ακολουθούμε από την άκρη ενός άλλου βουνού που λέ-γεται Μακρύβορο . Η κορυφή του βουνού Κακή – Σκάλα , απέναντι από την Πάτρα ,φαίνεται από το άνοιγμα αυτό . Το μόνο ορατό χωριό είναι η Βετολίστα , όχι μακριά από την αριστερή όχθη μιάς φαρδιάς διακλάδωσης του Μόρνου , ενός παραπόταμου που , κατεβαίνοντας από το βουνό Μακρύβορο σε μιά κατεύθυνση πρώτα ανατολική και μετά νότια , σχηματίζει το τέλος της διαδρομής του , που είναι και το σύνορο του Κράββαρι και του Λιδορικιού . Ο ίδιος ο Μόρνος είναι και το σύνορο των δύο περιοχών.....
Αφίνοντας το χάνι , στις 2.40΄, συνεχίζουμε να περνάμε μέσα από δάση με βελανιδιές και μονοπάτια ανώμαλα και λασπωμένα , ως τις 3.30΄οπότε φτάνουμε σ’ένα ύψωμα απ’όπου ο δρόμος αρχίζει να κατεβαίνει προς τη θάλασσα και απ’όπου προσφέρεται μιά ενδιαφέρουσα θέα της εισόδου στον κόλπο της Κορίνθου , με τα δύο φρούρια και της ακτής του Μοριά ως το Χλεμούτσι .Στο κατέβασμα και σε απόσταση μιάμιση ώρας από την παραθαλάσσια πεδιάδα , η μέρα προχωρεί τόσο που χρειάζεται κανένας να ενδιαφερθεί γιά το που θα σταθμεύσει τη νύχτα , μιά και ο Έπαχτος απέχει πολύ και δεν υπάρχει στη διαδρομή , εκτός από ένα ξεροχάνι , όπου δεν μπορεί άνθρωπος να εξυπηρετηθεί και – ακόμα πιό σημαντικό – δεν βρίσκονται τρόφιμα γιά τα ζωντανά .
Ύστερα από 20΄ λεπτών συζήτηση αποφασίσαμε να πάμε στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας , που βρίσκεται στην κορυφή μιάς απότομης ράχης , ανάμεσα στα δάση με τις βελανιδιές , προς τα δεξιά . Ένας Τούρκος , που τα πιό πολλά άλογα που είχαμε μαζί μας ήταν δικά του, συμφώνησε με πολλή απροθυμία γι’αυτή τη μετακίνηση , που μεγάλωνε την απόστασή μας . Παρ’όλα αυτά οι Αλβανοί στρατιώτες τον αγνόησαν κι αφού περάσαμε το δάσος , περνώντας ανάμεσα από απόκρημνους λόφους κι’ένα ζευγο- λάτι ( αγρόκτημα ) του μοναστηριού φτάσαμε στην Βαρνάκοβα , στις 6.15΄, οι αποσκευές μου , μετά από μισή ώρα .
Μας απαγορεύουν ( οι καλόγεροι ) την είσοδο με τη δικαιολογία ότι δόθηκαν διαταγές απ’ο τον ίδιο τον Βοιβόντα να μην ανοίγουν τις πόρτες μετά τη δύση του ηλίου..
Τελικά , μερικοί από τη συνοδεία έτυχε να γνωρίζουν την αλβανική φρουρά κι’έτσι άνοιξαν οι πόρτες ύστερα από μιάμιση ώρας καθυστέρηση και αφού είχα στρώσει το στρώμα μου στο έδαφος , έτοιμος να περάσω τη νύχτα στο ύπαιθρο .
Το οίκημα είναι γεμάτο από καλογέρους και Αλβανούς στρατιώτες . Στους τελευταίους ( το μοναστήρι ) προσφέρει καλό κατάλυμα κι’ένα άνετο φυλάκιο γιά τις επιχειρήσεις τους κατά των κλεφτών , οι οποίοι έτσι στερούνται εντελώς τη βοήθεια των καλογήρων , που ήταν παλιότερα γι’αυτούς ένας από τους καλύτερους πόρους τους .
Το μοναστηριακό ίδρυμα απαριθμεί τριάντα άτομα , από τα οποία τα περισσότερα είναι κοσμικοί . Στην άγρια και βρώμικη εμφάνισή τους συναγωνίζονται την αλβανική φρουρά αν και θα φαινόταν ότι τα οικονομικά του μοναστηριού δεν είναι σε κακή κατάσταση , αφού απασχολούνται τώρα με το χτίσιμο μιάς καινούριας εκκλησίας .
Φεβρουαρίου 14 ( 1806 ) .Η Βαρνάκοβα στέκεται μέσα σ’ένα δάσος με μικρές βελανιδιές , σε μιέ υποβλητική τοποθεσία . Τα καλλιεργημένα χωράφια της , τα βοσκοτόπια και οι δασικές περιοχές καταλαμβάνουν , τις πλαγιές του βουνού ως το Μόρνο , πέρα από τον οποίο υπάρχει ένα μεγάλο μετόχι , το ίδιο περιτριγυρισμένο .
Αυτά , μαζί με τα αλώνια και τις αποθήκες ανάμεσα στα χωράφια , σχηματίζουν ευχάριστο σκηνικό και δείχνουν ότι οι καλόγεροι έχουν καταφέρει , ως τώρα , να καλλιεργούν τη γη τους , μολονότι οι ληστές λυμαίνονται αυτά τα βουνά . Όμως ο Αλή πασάς και οι πράκτορές του είναι πολύ πιό μεγάλοι εχθροί μιάς τέτοιας ιδιοκτησίας απ’ότι οι καλόγεροι. Οι καλόγεροι ισχυρίζονται ότι ο Φεράτ Αγάς τους λήστεψε τελευταία τρία τσιφλίκια και εννιά βαλάντια ( πουγκιά ) με χρήματα . Σου δείχνουν με έμφαση την τοποθεσία ενός Ελληνικού ερειπίου , λίγο πιό κάτω από τη συμβολή του ποταμιού που κατεβαίνει από το βουνό Μακρύβορο και περνάει κοντά στη Βετολίτσα . Ανάμεσα στο σημείο αυτό και το Παλαιοξάρι είναι το Λυκοχώρι , που είναι ιδιοκτησία του Φεράτ Αγά .
Επιστρέφοντας στο ζευγολάτι , προχωρούμε από κει , μέσα από ένα ψηλό δρόμο σε μιά τοποθεσία , μισή ώρα από τη θέση που αφήσαμε χθες το βράδυ . Εδώ στις 8.45΄, στην κορυφή του υψώματος προς τα δεξιά και ακριβώς απέναντι στο Ζευγολάτι , βρίσκονται τ’ απομεινάρια ενός ελληνικού οχυρού . Προς τη θάλασσα ο λόφος παρουσιάζει έναν απότομο γκρεμό , όμως στην αντίθετη κατεύθυνση , προς το Ζευγολάτι , κατεβαίνει απαλά σ’ένα μικρό χείμαρρο . Η πλαγιά είναι εντελώς σκεπασμένη με τα συντρίμια κτιρίων , ανάμεσα στα οποία είναι μερικές κατεργασμένες πέτρες και η κορυφή του υψώματος διατηρεί σημαντικά ίχνη μιάς ακρόπολης . Η λιθοδομία έχει εκείνον τον τραχύ χαρακτήρα που συχνά βρίσκεται στις ορεινές περιοχές και στις μικρές πόλεις της Ελλάδας , οι πέτρες μικρότερες , στενότερες και λιγότερο φροντισμένα επεξεργασμένες απ’ότι συνειθιζόταν σε καλύτερες μορφές ελληνικής οικοδομικής . Κατεβαίνοντας απ’αυτή τη ράσχη προς τη θάλασσα , ξεχωρίζει αριστερά μας το βουνό Τρίκορφο : το μονοπάτι μας απότομο και τραχύ, περνά μέσα από μιά δασωμένη ακαλλιέργητη έκταση.
Στις 10.15΄φτάνουμε στη ρίζα του βουνού , σε μιά θέση που λέγεται Μαγούλα , όπου υπάρχει μιά καλλιεργημένη γη γύρω από ένα χάνι χτισμένο πρόσφατα από τον Βοιβόντα του Λιδορικιού και έχει πάρει τ’όνομά του , Χάνι του Φεράτ Αγά . Βρισκεται στην άκρη μιάς στε4νής πεδιάδας δύομιλίων μήκους , που συνορεύει με τα βουνά που κατεβήκαμε προς τα βόρεια και στην αντίθετη πλευρά , σε μιά σειρά από χαμηλότερα υψώματα , πέρα απ’τα οποία είναι μιά θαλασσινή πεδιάδα που αποτελεί τμήμα του εδάφους του Έπαχτου . Πάνω στον ψηλότερο απ’αυτούς τους λόφους και τελευταίο προς το Μόρνο , υψώνεται ένα ελληνικό κάστρο....Στις 11.48΄φτάνουμε στους πρόποδες του υψώματος που πάνω του βρίσκεται το Παλαιόκαστρο ...Στις 12.15΄μπαίνουμε στην κοιλάδα που λέγεται Πιλάλα και με διαφορετικά ονόματα εκτείνεται από τον Έπαχτο ως τους πρόπο-δες του βουνού Τρίκορφο .Στις 12.32΄αρχίζουμε να περνάμε το Μόρνο , από ρηχή διάβα- ση στην έξοδό του από το μεγάλο Φαράγγι ( χαράδρα ) » .
Εδώ κλείνει την περιήγησή του στη Δωρίδα ο Leake , προχωρώντας προς τον Έπαχτο , δίνοντάς μας πολύτιμες πληροφορίες αλλά και χρήσιμες ιστορικές μαρτυρίες , γιά την κηδεμονία και κυριαρχία του Αλή πασά στην περιοχή , γιά τον αποκλεισμό των κλεφτών απ’τη βοήθεια των μοναστηριών , όπως της Βαρνάκοβας , και γιά το ρόλο των Αλβανών φρουρών στην ευρύτερη περιοχή . Μας δίνει , ακόμα ο Leake , πληροφορίες γιά τη γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή του τόπου αλλά και γιά την τακτική του Αλή πασά να προσεταιρίζεται ξένους αξιωματούχους , ιδιαίτερα Άγγλους και Γάλλους .
Εντύπωση δε προκαλεί το γεγονός ότι χαρακτηρίζει την Μαλαντρίνα ( Μαλανδρίνο ) ως πόλη , επειδή και μόνο είναι πρωτεύουσα ομόνυμου καζά ( διοικ. Περιφέρειας ) , ενώ είναι φανερή η έλλειψη κοινωνιολογικών αναφορών στην εν γένει ζωή των κατοίκων , στα ήθη , στα έθιμά τους και κυρίως στο επίπεδο των σχέσεών τους με τους Τούρκους .
Εδώ βέβαια θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Leake ήταν στρατιωτικός και μάλλον ήταν σε...εντεταλμένη υπηρεσία .

Καλό σας βράδυ .....Κ.-

No comments: