Ώστε ανελλήνιστοι… είμεθα, θαρρώ
γράφει ο Γιάννης Β. Κωβαίος
[…]Προ πάντων σε συστήνω να κοιτάξεις
(Σιθάσπη, προς θεού, να μη λησμονηθεί)
μετά το Βασιλεύς και το Σωτήρ,
να χαραχθεί, με γράμματα κομψά, Φιλέλλην.
[…]Τόσοι και τόσοι βαρβαρότεροί μας άλλοι
αφού το γράφουν, θα το γράψουμε κ’ εμείς.
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
Όταν ο Αλεξανδρινός δημοσίευε τον περίφημο για την πικρή δηκτικότητά του «Φιλέλληνα», ο Ελληνισμός έβλεπε το χάρτη με τα επίσημα σύνορά του στη Θεσσαλία. Είχε, μάλιστα, δοκιμάσει λίγα χρόνια νωρίτερα την πανωλεθρία του ’97 και βίωνε τα «απόνερα». Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1912. Χρονολογία σταθμός, αφού τον Οκτώβριο θα αρχίσει ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, που μαζί με τον Β΄ θα αποφέρει τον επόμενο χρόνο ανέλπιστες κατακτήσεις –διπλασιασμό των εδαφών και του πληθυσμού– αλλά και μεγαλοϊδεατισμούς παρανοϊκούς αμέσως μετά, που θα εξαργυρωθούν με το βαρύτερο τίμημα όλων των εποχών…
Το μήνυμα του ποιητή υπενθυμίζει στους Έλληνες της μητρόπολης και της Διασποράς την αίγλη που περιέβαλλε σε αλλοτινούς αιώνες την πατρίδα και τον πολιτισμό της. Για να το πούμε σχηματικά, μέχρι την Άλωση οι πάντες –και κυρίως οι εξ ανατολών, «βάρβαροι» και μη– κολακεύονταν να αυτοαποκαλούνται «φιλέλληνες» και να επιδεικνύουν ίχνη έστω ελληνικότητας. Η περίπτωση των Καλάς στις πλαγιές του Ινδοκαύκασου είναι σήμερα η ολοζώντανη απόδειξη! Ακόμη, όμως, και η μετασχισματική «σνομπ» Ευρώπη εισήγε από την «πίσω πόρτα», μέσω αραβικών μεταφράσεων και άλλων διόδων, την αρχαιοελληνική γραμματεία και τέχνη, την οποία μετά την Άλωση ανήγαγε σε πρωταρχική τροφό για την Αναγέννησή της.
Από το 1830, ωστόσο, ήμαστε πλέον οι Ελλαδίτες (της γραμμής Σπερχειού – Αχελώου ή δυο πινέζες στο χάρτη βορειότερα) που αποδυθήκαμε σε αγώνα δρόμου, για να προφθάσουμε τους άλλους! Το «τραίνο» έτρεχε πια όχι απλώς ερήμην μας –ακολουθώντας και την εξωφρενική εκτροπή του κλειδούχου Fallmerayer– μα άπιαστο για εμάς, συρόμενο από δύο μηχανές, μία Αμερικανική και μία Γαλλική, και εφοδιασμένο πλουσιοπάροχα από δύο μοναδικούς στην Ιστορία του παγκόσμιου Πολιτισμού σταθμούς: Αναγέννηση και Διαφωτισμό.
Αυτό ήταν! Οι Νεοέλληνες των μετεπαναστατικών χρόνων, δεκαετιών και, εντέλει, αιώνα, οπότε ο Καβάφης νιώθει την ανάγκη να εκπέμψει το σαρκασμό του «Φιλέλληνα από τα Φράατα πέρα», επλήγησαν από ξ ε ν ο μ α ν ί α. Και, φυσικά, προσανατολισμένη αποκλειστικά προς δυσμάς σε βαθμό αγκυλώσεως. Μάλιστα, ακριβέστερα και γλαφυρότερα από ό,τι ο Ψαθάς κανείς εθνολόγος, λαογράφος ή κοινωνιολόγος δε θα μπορούσε να περιγράψει αυτό το «σουσουδικό σύνδρομο». Άδικοι δε θα σταθούμε, και δη εκ του ασφαλούς δύο σχεδόν αιώνες μετά την Επανάσταση. Κατανοητή και συγγνωστή αντίδραση για κάθε λαό σε ανάλογες συγκυρίες, όπως μαρτυρούν, άλλωστε, τα τωρινά παραδείγματα γειτόνων μας (των Αλβανών, των Σλαβομακεδόνων και, κατ’ εξοχήν, των Κοσοβάρων), με τη δουλική πρόσδεσή τους στο «ρυμουλκό» των ΗΠΑ, ή αρκετών άλλων (του τέως υπαρκτού σταλινισμού), με την άνευ όρων παράδοσή τους στις αγκάλες του ΝΑΤΟ. Θα εκφράσουμε, όμως, την απογοήτευσή μας για το ελληνικό έθνος της αστείρευτης επί χιλιετίες παραγωγής πολιτισμικών αγαθών, που αδικεί τόσο κατάφωρα τον εαυτό του επιπίπτοντας άκριτα σε οτιδήποτε έχει ξενική προέλευση –από γυναικείες τσάντες, ποτά και τσιγάρα μέχρι λεκτικούς τύπους, γορτές και συμβούλους πρωθυπουργών.
Έτσι κι αλλιώς, άσχετα δηλαδή αν αναφερόμαστε στον ελληνικό ή σε οποιονδήποτε άλλον, κάθε πολιτισμός, πεπυρωμένος μάλιστα σε βαθύ καμίνι επί σειρά αιώνων, σφυρηλατείται από πολύ συγκεκριμένες δικές του ανάγκες, εγκοιτώνεται στους εκάστοτε προσφορότερους αύλακες, ώστε να γίνεται κατά το δυνατόν λειτουργικότερος, άρα διακρίνεται περίβλεπτα για τις ιδιαιτερότητές του. Ας μην πάμε μακριά: Δε χρειάζεται να επικαλεστούμε τους λόγους και τις συνθήκες που επέβαλαν τη διαφορετικότητα ενός igloo των Εσκιμώων και μιας καλύβας από μπαμπού των Βουσμάνων ή τις διατροφικές συνήθειες των μεν και των δε. Θα ήταν παιδαριώδες. Μπορούμε κάλλιστα να περιοριστούμε στον ελλαδικό και μόνο χώρο ενθυμούμενοι ότι στη Μυθολογία ήδη των Μινωιτών τιμώνται οι τρεις αδελφές Ελαΐς, Σπερμώ και Οινώ, που τα ονόματά τους συνδέθηκαν με τα τρία βασικά προϊόντα μας (λάδι, σιτάρι, κρασί) ή συνειδητοποιώντας γιατί στα ορεινά χωριά (π.χ. της Ηπείρου ή της Αρκαδίας) χτίζουν με σκούρα πέτρα, με επικλινείς στέγες και με αυλάκια στους πλακόστρωτους δρόμους τους, ενώ στα κυκλαδονήσια χρωματίζουν κατάλευκα τα πάντα και οι στέγες είναι επίπεδες, με μια υδροροή να οδηγεί το νεράκι του Θεού στη στέρνα. Για να μην ανοίξουμε τον κατάλογο των εντελώς εντόπιων διαφορών, όπως οι δύο «πολιτισμοί» της μικρής Καρπάθου, η διάλεκτος των Λευκών της Πάρου κ.ο.κ. Πώς μπορεί, επομένως, κάποια πολιτισμική κοινότητα να γίνεται ξενομανής; Και, αν είναι άτοπο κάτι τέτοιο για τους πάντες, δεν ακούγεται παράφρον για τους Έλληνες του Κυκλαδικού πολιτισμού και των επόμενων λαμπρών φάσεων με τις οικουμενικές διαστάσεις;
Η ανεξέλεγκτη ακριβώς μίμηση του ξενόφερτου από μερίδα του λαού μας σημαίνει, αυτονόητα, άγνοια του αντίστοιχου ελληνικού στοιχείου ή αγαθού. Αυτή, με τη σειρά της, οδηγεί σε a priori περιφρόνησή του, άρα σε έλλειψη εθνικής αυτοεκτίμησης και αυτοπεποίθησης, που μαθηματικά συνεπάγεται δουλοπρέπεια. Αρκετά, όμως, δεν την έχουμε πληρώσει τη στάση αυτή, για να ερωτοτροπούμε ακόμη μαζί της; Πρώτα – πρώτα, ενθαρρύνουμε, έτσι, τον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό, που κατά τον πρόεδρο της «Διεθνούς Ένωσης για τα δικαιώματα και την απελευθέρωση των λαών» Lelio Basso «διεισδύει από τα υπόγεια μονοπάτια του υποσυνείδητου και τροποποιεί αργά, χωρίς να γίνεται αντιληπτή, τη συνείδηση του θύματος, ατόμου ή λαού». Εύγλωττο παράδειγμα του ιδίου η γαλλοποίηση της κουλτούρας των λαών του Μαγκρέμπ. Δηλαδή, αβασάνιστα γιγαντώνουμε και εμείς τον «οδοστρωτήρα» που ισοπεδώνει πολιτιστικές ταυτότητες και μετατρέπει τα πολύχρωμα ψηφιδωτά σε ομοιόμορφη άσφαλτο!
Εξάλλου, εισάγοντας παθητικά Άγιους Βαλεντίνους, happy birthday, χολιγουντιανές υπερπαραγωγές και τεκίλα με ζωντανό σκουλήκι μετατρεπόμαστε σε «μπρούκληδες» στον τόπο μας, δηλαδή σε καταναλωτές κουλτούρας και όχι παραγωγούς, όπως στο παρελθόν, έθος που μας καταδικάζει σε αντιπαραγωγικό, γενικότερα, ήθος. Και, βέβαια, μιλώντας για «μπρούκληδες» δεν εννοούμε, προς Θεού, τη μεγάλη πλειονότητα της απανταχού Ομογένειας, η οποία πονάει στην ξενιτιά και αγωνίζεται να διατηρεί κατά το δυνατόν αλώβητες τις παραδόσεις. Εννοούμε τους εκφραστές του πιθηκισμού και της επιδειξιομανίας, όπως ανάγλυφα αποτυπώθηκαν με τις «θείες» και τους «μπίσνεσμαν» σε ταινίες της δεκαετίας του ’60.
Παράπλευρες απώλειες της ξενομανίας μας η διαρροή πολύτιμου συναλλάγματος για τις σπάταλες εισαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών, η μείωση θέσεων εργασίας στον επιχειρηματικό χάρτη της χώρας μας και συνάμα η διόγκωση επί ενάμιση αιώνα του παρασιτισμού και της διαφθοράς στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, η φυγή προς το εξωτερικό ανθρώπινου δυναμικού, κατ’ αρχάς φοιτητών αλλά και συνήθως των ικανότερων επιστημόνων, καλλιτεχνών ή επιχειρηματιών μας, που αγνοούνται στον τόπο τους με βάση την ίδια αυτή μίζερη νοοτροπία (του «σιγά που θα δώσουμε αξία στο γιο της γειτόνισσας σε σχέση με έναν ξένο»).
Αυτά και άλλα παρεμφερή συμπτώματα ή συνέπειες της «μανίας» για το ξενόφερτο, δε μοιάζουν άμοιρα ευθυνών, σε μια μακροσκοπική εξέταση, και για την κατά καιρούς εξωτερική πολιτική ενδοτισμού, παραχωρήσεων και γραικυλισμού των περισσότερων κυβερνήσεων, λοιπών φορέων εξουσίας, προπάντων όμως διαμορφωτών κουλτούρας στην Ελλάδα. Δίνουμε, δηλαδή, προς τα έξω την εντύπωση ως έθνος –ηγεσία και πολίτες– ότι η Ελλάδα του 21ου αιώνα απέμεινε απλός κληρονόμος της βαριάς παρακαταθήκης που παρέλαβε. Ότι δεν έχει ούτε δυνάμεις ούτε καν διάθεση όχι μόνο να αυξήσει, μα έστω και να συντηρήσει όλο αυτόν τον πλούτο! Και, αν ενίοτε δείχνει να παίζει ένα ρόλο διαχειριστή της περιουσίας, απλώς της προσδίδει φολκλόρ χαρακτήρα για τουριστική εκμετάλλευση, δεν επενδύει στην πραγματική αξία της, αφού δεν την εκτιμά απευθείας, αλλά μέσω του (ανεξήγητου!) θαυμασμού τόσων ακόμη «Κουτόφραγκων»: «Αυτούνες εκεί πάνω οι παλιόπετρες» φέρνουν καθημερινά τόσους επισκέπτες στο χωριό, οπότε γιατί να μην τους πουλάμε αγαλματάκια για σουβενίρ και μαζί όσπρια Ινδίας για ντόπια;
Ξενομανείς, λοιπόν, τουλάχιστον ως την έκρηξη της παρούσας οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, πλείστοι συμπατριώτες μας. Από την άλλη, δεν είναι πια ευκαταφρόνητος ο αριθμός –κι αν όχι τόσο ο αριθμός καθεαυτόν όσο η δυναμική τους χάρη στα πάμπολλα τηλεοπτικά, διαδικτυακά, εκδοτικά και άλλα προπαγανδιστικά μέσα που διαθέτουν– και εκείνων των Νεοελλήνων που στέκουν στη φαινομενικά αντίπερα όχθη: Στην π ρ ο γ ο ν ο π λ η ξ ί α. Λέμε «φαινομενικά», πιστεύοντας ότι θα αποδείξουμε πως και σ’ αυτή την περίπτωση τα δύο άκρα συναντώνται. Οι επιπτώσεις ξενομανίας και προγονοπληξίας για την πολιτισμική μας πορεία στην Ευρώπη και στον κόσμο είναι, εντέλει, κοινές και άκρως επιζήμιες. Εξ ορισμού, πρόκειται και εδώ –όπως και στη «μανία» προηγουμένως– για «νόσο», για «τραυματισμό», σαν τη θερμοπληξία ή την ηλεκτροπληξία. Δεν αναφερόμαστε, επομένως, σε πατριωτισμό, σε φιλοπατρία ή κάτι ανάλογο και αυτά μόνο εκ του πονηρού, για σπέκουλα ή προβοκάτσια, μπορεί να τα συγχέει κάποιος.
Έτσι, θα εισαγάγουμε την προσέγγισή μας και στην αβελτηρία των προγονόπληκτων με επιχειρηματολογία παρόμοια προς εκείνη για τους ξενομανείς Έλληνες: Τόσο πλούσια η κληρονομιά μας, αλλά δεν είναι υποτιμητικό απλώς να την… καμαρώνουμε; Είναι κολακευτικό να την εκμεταλλευόμαστε ή έστω να την αξιοποιούμε ευλαβικά, χωρίς ωστόσο να δημιουργούμε και εμείς σήμερα; Μια τέτοια στάση δεν υποδηλώνει –απαράλλαχτα όπως στην ξενομανία– έλλειψη αυτοπεποίθησης για την τωρινή αξία μας και εξωθεί σε στείρα, τελικά, αντιπαράθεση με το εποικοδομητικό σύγχρονο ή με το ευπρεπές και χρήσιμο ξένο πολιτισμικό αγαθό; Και δεν καταντάει γράμμα κενό τις όποιες ισχυρές αξίες του παρελθόντος μας, που τους πρέπει ουσιαστικός σεβασμός και όχι πομφόλυγες ή «παπαγαλία»; Ας προσέξουμε πώς αντιλαμβάνονται κάτι τέτοιοι (ακραίοι σε ιδέες και εκδηλώσεις μα και ιεροφάντες του «κιτς») τη Δημοκρατία, το Μέτρον, το Κάλλος, το Ολυμπιακό Πνεύμα κ.τ.ό. Μα είναι και αλλού ανακόλουθοι. Αφού θαυμάζουν σε βαθμό λατρείας τους προγόνους, γιατί δεν τους μιμούνται; Μόνο προγονόπληκτοι δεν ήταν οι κορυφαίοι Έλληνες όλων των εποχών, γι’ αυτό αμφισβητούσαν και ερευνούσαν εξαντλητικά, γι’ αυτό άνοιγαν δρόμους, γι’ αυτό πέτυχαν τα θαύματα σε κάθε πεδίο του ανθρώπινου επιστητού και σε κάθε έκφανση του ωραίου!
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, μάλιστα, ότι αυτές τις κενές περιεχομένου κορώνες περί «αρχαίων ημών προγόνων», «εθνικής παλιγγενεσίας» κ.τ.ό. τις έχουν καταχραστεί με τον πιο ανευλαβή τρόπο οι εκάστοτε δικτάτορες του τόπου που γέννησε τη Δημοκρατία και τα άλλα υψηλά ιδεώδη! Ιδιαίτερα οι πραξικοπηματίες του ’67 στερέωσαν το ανόσιο οικοδόμημά τους πάνω στο έκτρωμα «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», με έμβλημα τον αναγεννώμενο από τις στάχτες μυθικό φοίνικα και εμετικές φιέστες στο Καλλιμάρμαρο για την «Πολεμική Αρετή των Ελλήνων», για τα 150 χρόνια από την Εθνεγερσία κ.λπ. σπιλώνοντας και καταρρακώνοντάς τα στις συνειδήσεις κυρίως της νέας γενιάς.
Για αυτούς που κόπτονται να οδηγούν την Ελλάδα προς το μέλλον έχοντας, όμως, στραμμένες τις πλάτες τους σ’ αυτό, γεννάται ένα τεράστιο ερώτημα: Άραγε, σε βαθιά γνώση όλων των ιστορικών στιγμών μας, όλων των προσώπων που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτές και όλων ανεξαιρέτως των εθίμων του απλού λαού μας στηρίζεται η ειδωλοποίηση αυτή των προγόνων; Ή μήπως σε βαθιά άγνοια; Αν ισχύει το δεύτερο, μικρό το κακό: Εξαντλούν την προγονολατρία τους σε συνθήματα και ρητορικές εξάρσεις, βαυκαλιζόμενοι βέβαια ότι προσφέρουν και υπηρεσίες στο έθνος. Εν ολίγοις, κινούνται στα όρια του γραφικού.
Αν, όμως, αυτή η στάση πηγάζει από επαρκή γνώση, τα πράγματα παίρνουν μια άγρια τροπή. Γιατί πώς τολμούν να προσπερνούν ανήκουστες βαρβαρότητες, φρικαλέες δολοπλοκίες, εμφύλια μίση και διχασμούς, προδοσίες ή έστω τραγικά λάθη στο πολιτικό και στρατιωτικό γίγνεσθαι καθώς και πρωτόγονα, ανθρωποκτόνα ή ξεδιάντροπα έθιμα και παραδόσεις στην καθημερινότητα του λαού μας; Δεν ισχυριζόμαστε ότι αυτές οι μελανές σελίδες του Ελληνισμού υπερτερούν αριθμητικά ή και ποιοτικά έναντι των χρυσών. Κάθε άλλο. Υπάρχουν, πάντως, και θα ήταν αφύσικο να μην υπάρχουν σε έναν ζωντανό επί 4500 χρόνια οργανισμό!
Το ερώτημα, λοιπόν, επανέρχεται οξύ: Πώς τολμούν οι κολλημένοι στο παρελθόν να στρουθοκαμηλίζουν σε όλα αυτά και, στο κάτω-κάτω, με ποια λογική φιλοδοξούν να γίνουν πιστευτοί; Δεν καταλαβαίνουν ότι αφοπλίζουν την ίδια την υμνολογία τους προς τους προγόνους, άρα τους στερούν και το δίκαιο μερίδιο δόξας και τιμής, όταν συλλήβδην τούς παρουσιάζουν σαν τον «Ηρακλή» και τη «Ζίνα» του Χόλιγουντ, άτρωτους, άσπιλους, πανέξυπνους, δηλαδή… εξωγήινους; Ποιο Ελληνόπουλο μετά την προεφηβεία θα θαμπωθεί από το «μεγαλείο» του Οδυσσέα, όταν μελετήσει επισταμένως όλες τις κινήσεις του, ας πούμε τη σκαιότητά του προς την παρρησία του Θερσίτη; Και ποιος Έλληνας θα μυθοποιήσει τον Θεμιστοκλή, τον Τσιμισκή, τον Καντακουζηνό, τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο, τους Μαυρομιχαλαίους, τον Βενιζέλο, τον ίδιο τον Μεγαλέξανδρο ή τον Ιουστινιανό, κάποτε και «Αγίους» της Εκκλησίας, αν έχει στοιχειωδώς εγκύψει στην πολιτεία τους; Και ας μην επεκταθούμε σε αμφιλεγόμενες ή δεδομένα απαξιωμένες προσωπικότητες. Το ίδιο ισχύει και για τα «σαπρόφυτα» της λαϊκής μας παράδοσης. Με ποιο δικαίωμα θα μου προβάλει ένας προγονόπληκτος τη «χάρη», τη «γραφικότητα» και την «ανθρωπιά» εθίμων, όπως οι «βομβαρδισμοί» της Ανάστασης, που κάθε χρόνο αφήνουν νεκρούς και ανάπηρους, στην πιο γλυκιά ώρα της Ελληνορθόδοξης διαδρομής μας, ή οι μπαλωθιές με θύματα κάποιους που κάτι… γιόρταζαν; Είναι το ίδιο που θα πω και στον μουσουλμάνο οπαδό του λιθοβολισμού γυναικών και στον Ισπανό λάτρη των ταυρομαχιών και σε πολλούς αντίστοιχους από άλλες κουλτούρες.
Με όσα περιγράφουμε και ισχυριζόμαστε για τη μάστιγα της προγονοπληξίας, διαφαίνεται ότι και εξαιτίας της, όπως ακριβώς και με την ξενομανία, η εικόνα που εκπέμπουμε προς τα έξω ως Νεοέλληνες είναι αυτή των ανάξιων κληρονόμων. Όσο συνεχίζουμε να «εκβιάζουμε» την εκτίμηση των άλλων επιδεικνύοντας απλώς την ταυτότητα «Απόγονοι» και όχι «Έλληνες με παρελθόν, παρόν και μέλλον», θα θυμίζουμε τον «άσωτο υιό» της παραβολής, που κατασπατάλησε από την πατρική περιουσία το μερίδιό του και μετά τρεφόταν με χαρούπια. Και τα πολιτιστικά εξαμβλώματα, είτε που εισάγουμε λόγω ξενομανίας είτε που νιώθουμε «υποχρέωση» να διατηρήσουμε λόγω προγονοπληξίας, δεν έχουν συνήθως μεγαλύτερη αξία από τα χαρούπια…
Αντίθετα, –και εδώ καταγράφεται ένα οξύμωρο πέραν κάθε λογικής– πολλοί ξένοι Φιλέλληνες (όχι σαν του Καβάφη, αλλά αυθεντικοί και βαρυσήμαντοι, όπως η Jacqueline de Romilly και πολλοί άλλοι σε απίθανες γωνιές του πλανήτη, σε πανεπιστήμια της Ν. Κορέας ή ερευνητικά κέντρα της Ρωσίας!) κρατούν σήμερα τη σκυτάλη και αγωνίζονται για την αναστήλωση της δικής μας αξιοπρέπειας! Αντιγράφω από το πλούσιο ιστολόγιο «Ιδιωτική Οδός» την προκλητική διαπίστωση του συντάκτη, την οποία προσυπογράφω: «Θα πω κάτι τολμηρό, αλλά αληθινό. Φαίνεται πως οι συνεχιστές του πολιτισμού μας είναι οι σύγχρονοι φιλέλληνες όπου γης». Και όντως, η μελέτη, ο σεβασμός και η προβολή της ελληνικής κουλτούρας –και μάλιστα όλων πια των περιόδων και όχι μόνο της αρχαιότητας– εκμέρους τόσων ξένων εκδηλώνονται στις μέρες μας πολύ πιο σοβαρά και ουσιαστικά, από ό,τι υποτίθεται πως κάνουν οι ημέτεροι προγονόπληκτοι.
Ο «φιλέλλην» Ασιάτης του ποιήματος επικαλούνταν τους σοφιστές από τη Συρία, τους στιχοπλόκους και «άλλους ματαιόσπουδους» που τους επισκέπτονταν κατά καιρούς, για να συμπεράνει: «Ώστε ανελλήνιστοι δεν είμεθα, θαρρώ». Οι δύο αντίρροπες –κατά τα φαινόμενα, όπως νομίζουμε ότι δείξαμε– στάσεις σημερινών συμπατριωτών μας απέναντι στην εθνική μας ταυτότητα και στην πολιτισμική πορεία που οφείλουμε να ακολουθήσουμε συγκλίνουν, εντέλει, στο ίδιο άγονο και θλιβερό αποτέλεσμα: Να αποδεικνύουμε, θαρρώ, ότι ε ί μ α σ τ ε α ν ε λ λ ή ν ι σ τ ο ι ! Κι αυτό, είτε γιατί αλληθωρίζουμε αναίτια σε οτιδήποτε ξενόφερτο μας πλασάρει το μάρκετινγκ, χωρίς να εξασκούμε τις ικανότητές μας και με την ανταγωνιστικότητά μας σήμερα κάτω κι από της Ρουάντα, είτε γιατί, από υπερβάλλοντα «πατριωτισμό», διαλαλούμε την καρικατούρα και όχι την αληθινή αξία του αλλοτινού μεγαλείου μας, χωρίς να μπαίνουμε στον κόπο να εξελιχθούμε κι εμείς οι απόγονοι σε «πολλώ κάρρονες» των διαιώνιων ινδαλμάτων μας. Αντί, λοιπόν, να αποθησαυρίζουμε ό,τι εκλεκτό απορρέει ακόμη από την παράδοσή μας και να εσοδεύουμε ό,τι αξιόλογο μας προσφέρεται από άλλους πολιτισμούς, «κατορθώνουμε» το ακριβώς αντίθετο: Να υιοθετούμε κατά κανόνα τη «σαβούρα» και των ξένων και των προγόνων μας! Μήπως να στήναμε ένα ξόανο με την επιγραφή «Ημιέλλην»; Ας πούμε, στους Αέρηδες;
No comments:
Post a Comment