Ένα σπιτάκι φτωχικό,στη ράχη στον Ψαλά, θέλω να χτίσω,
νάχει δυό οργιές αυλή,γι’απαντοχή στις δύσκολες τις ώρες,
και τα όσα μου μένουν χρόνια,εκεί,αθόρυβα να ζήσω,
μακρυά απ’του κόσμου τις καλοκαιριές, μα και τις μπόρες.
Μιά καμαρούλα τόση δα,να μου χωράει χαρές και λύπες,
ολόγιομη, απ’ταλύτρωτα τα παιδικά ονειρά μου ,
φίλοι χαμένοι , έρωτες,πολύχρωμες τουλίπες,
μεσ’το περβόλι της καρδιάς,μονάχη συντροφιά μου.
Μπροστά στην πόρτα, ένα πέτρινο σκαλί,για στοχασμό
και πλάι, ακοίμητος φρουρός, η γέρικη,πελώρια,ορτανσία,
που την κανάκευε η μάνα ,σαν παιδί,ραντίζοντάς την μ’αγιασμό,
Σταυρού και Φώτων,με κλωνί βασιλικό απ’την εκκλησία.
Μιά ψάθινη,παλιά,καρέκλα στη γωνιά , κι’ένα τραπέζι,
κι ολ’ογυρα στούς τοίχους κάδρα,τ’αδερφού και των γονιών μου,
κι’όταν τις νύχτες, η βροχή με τα παράθυρα θα παίζει,
να στροβιλίζομαι, στη δίνη των ονείρων,των παλιών μου.
Μαύρο,ξερό,ψωμί και δυό ελιές για γιόμα και για δείπνο,
και κάπου-κάπου , ένα ποτήρι κόκκινο κρασί , ανάμα,
και με ψυχή και σκέψη καθαρή,στόν άγιο ύπνο
να ξαναζώ,κάθε βραδιά,της πρώτης νειότης μου το θάμα.
Κάνε το Θεέ μου,τούτο δω,το όνειρο να στρέξει,
ν' άξιωθώ , παιδί ξανά ,να πορευτώ στ’αγκάθια ,
κι’αυτή η ζωή μου,η λειψή,ας μη βιαστεί,ας μην τρέξει
ώσπου να σώσω,απ’την ψυχή,να σβύσω όλα τα πάθια.
Λιδωρίκι χειμώνας 2005.
κι’αυτή η ζωή μου,η λειψή,ας μη βιαστεί,ας μην τρέξει
ώσπου να σώσω,απ’την ψυχή,να σβύσω όλα τα πάθια.
Λιδωρίκι χειμώνας 2005.
No comments:
Post a Comment