OΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ ...
Η πανέμορφη “ Ταράτσα “ ..
Πάνε χρόνια , πολλά χρόνια τώρα , μπορεί και 20 – 25 , που η τύχη , ή η..ατυχία , με βοήθησε να βρεθώ σε ένα παραδεισένιο τόπο της Γκιώνας , στην Ταράτσα , να περάσω δυο όμορφες μέρες και να γνωρίσω και ανθρώπους φιλόξενους και..αγνούς ..
Ταράτσα τη λένε και είναι πραγματικά ταράτσα της Γκιώνας , ένα απέραντο γήπεδο , καταπράσινο , απ’ το χορτάρι και φυσικά ο καλοκαιρινός παράδεισος των..κοπαδιών , έχει όμως δύο σοβαρά…” ελαττώματα “ , δεν ανήκει στον Λιδορικιώτικο τόπο , αλλά τον…Σαλωνίτικο και ο δρόμος για να κατέβεις είναι ( ..ήταν τουλάχιστον ) ..άθλιος ..
Ένα Αυγουστιάτικο πρωί λοιπόν , έκανα την πρώτη μου ..απόπειρα να πάω στα Σπιθάρια , και για να..ακριβολογούμε στα Σπ’θάρια , που είναι στον Λιδορικιώτικο τον τόπο , κι’ έχουν τα μαντριά τους αρκετοί Λιδορικιώτες τσοπάνηδες .
Είχα παρμένες , από μέρες , τις σχετικές μου ..πληροφορίες , ελλείψει … g.p.s , και πήρα τον ανήφορο , για Καρούτες και από εκεί για Σπ’θάρια , σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες των ..ειδικών ..
Το Καρουτιανό ελατόδασο .
Μέχρι τις Καρούτες λοιπόν όλα πήγαν μια χαρά , αναγκαστικά δηλαδή , γιατί και να θέλεις να..λαθέψεις δεν σε ..παίρνει , αφού ο δρόμος είναι ένας και μοναδικός . Παραπάνω όμως έγινε το πρώτο λάθος , που ευτυχώς διορθώθηκε αμέσως και σε λίγο ανέβαινα τη Γκιώνα , μέσα απ’ το πανέμορφο ελατόδασο και όπως προείπαμε , με προορισμό τα Σπ’θάρια ..
Ανεβαίνοντας στην κορυφογραμμή , καμάρωνα το μεγαλείο της Γκιώνας , σε κάποιο όμως σημείο γίνονταν κάποια έργα , μάλλον οδοποιίας των μεταλλείων , και κάπου εκεί , συνάντησα πινακίδα που έγραφε Σπιθάρια και το βέλος έδειχνε δεξιά , γιατί υπήρχαν δύο δρόμοι .
Πήρα λοιπόν το δρόμο που μου έδειχνε η πινακίδα και προχωρώντας λίγο , έμεινα έκθαμβος , μπροστά μου στο βάθος και αρκετά χαμηλότερα , αντίκρισα ένα πανέμορφο κομμάτι , μια καταπράσινη κοιλάδα , που όπως έμαθα εκ των υστέρων , ήταν η Ταράτσα . Πιστεύοντας λοιπόν πως ..πέτυχα τα Σπ’θάρια , πήρα τον κατηφορικό δρόμο , αν μπορούμε να τον πούμε δρόμο , που ήταν γεμάτος από πέτρες..βραχάκια και.. αυλάκια και έμοιαζε μάλλον με..εγκαταλειμμένο από χρόνια , χωράφι ..
Ευτυχώς , η διαδρομή απ’ τον κεντρικό..παλιόδρομο , δεν ήταν μεγάλη , 2-3 το πολύ χιλιόμετρα , αλλά όμως σωστό..βασανιστήριο , έχοντας βέβαια πάντα και το φόβο μη μείνεις..αμανάτι . Τέλος πάντων κατήφορος ήταν , και σε λίγο έφτανα θριαμβευτικά , στη μεγάλη καταπράσινη άπλα , που πίστευα , κακώς βέβαια , πως ήταν τα Σπιθάρια ..
Αριστερά στο βάθος , είδα κάτι σαν τσοπάνικο κονάκι και τράβηξα κατά κει , πράγματι , υπήρχαν πράγματα εκεί που μαρτυρούσαν την παρουσία ..ανθρώπων , σταμάτησα και κόρναρα 2-3 φορές , φωνάζοντας : είναι κανείς εδώ ; Οπότε ακούγοντας μια φωνή που μου απαντούσε : …Ιέλαααα ….είδα ένα ψηλό γεροδεμένο μεσήλικα , να ξετρυπώνει πίσω από κάτι μικρά βραχάκια , καλωσορίζοντάς με ..
Πλησίασα και αμέσως ρώτησα , αν είναι εδώ τα Σπιθάρια και τα Λιδορικιώτικα μαντριά , και πήρα την απογοητευτική απάντηση , πως μάλλον έκανα λάθος και ότι εδώ είναι Σαλωνίτικος ο τόπος και λέγεται Ταράτσα ..κατάλαβε βέβαια ο φίλος πως είχα κάνει λάθος και προσπάθησε να με παρηγορήσει , λέγοντάς μου : έλα κάτσε , δεν πειράζει , θα περάσουμε ωραία , κι’ αμέσως προχώρησε λίγο και στρίβοντας προς τα πίσω , φώναξε δυνατά : Αντρέα , έλα έχουμε κόσμο ..
Τότε φάνηκε ένας άντρας , που ξετρύπωσε κι’ αυτός πίσω από κάτι βραχάκια , ενώ εκεί παραπέρα , υπήρχαν τα διάφορα τσοπάνικα συμπράγκαλα , σημάδι πως εκεί ήταν το κονάκι του . Πλησίασε ο Ανδρέας και αμέσως έγιναν και οι απαραίτητες συστάσεις ΄. Ο πρώτος μου συστήθηκε λέγοντάς μου , εγώ είμαι ο Στάθης ο Λαγγράνης ( Λαγγουράνης προφανώς ) απ’ το Σερνικάκι και ο άλλος είναι ο Ανδρέας , επίθετο δεν θυμάμαι , εσύ από που είσαι ;
Του απάντησα , απ’ το Λιδορίκι , οπότε τον είδα κάπως ανακουφίστηκε , και με ρώτησε : καλά εμένα δεν με γνωρίζεις ; κατεβαίνω ταχτικά στο χωριό σου και πίνω και κανένα..κρασάκι , δεν μπορεί θα με γνωρίζεις ..
Του εξήγησα πως δεν μένω μόνιμα στο Λιδορίκι , αλλά είναι το χωριό μου και έρχομαι συχνά , έγιναν λοιπόν οι απαραίτητες συστάσεις και διευκρινίσεις και κάτσαμε , εκεί παραδίπλα απ’ τα βραχάκια σε κάτι κοτρώνες , χρησιμοποιώντας τις για..πολυθρόνες , ενώ στο “ σαλονάκι “ υπήρχε και ένα τραπεζάκι ..πολυτελείας , ένα μεγάλο καρούλι από καλώδια , ΔΕΗ ή ΟΤΕ , που ήταν αναποδογυρισμένο κι’ απάνω είχαν ακουμπήσει διάφορα πράγματα , ένα κανάτι με νερό , δυο τρία ..πιάτα , κουταλοπίρουνα και φυσικά και..κρασοπότηρα ..
Βολευτήκαμε καλά..καλά , κι’ αμέσως με ρώτησαν αν πεινάω , σε λίγο μου είπαν , θα κολατσίσουμε , μη ντρέπεσαι , ύστερα δεν έχουμε τίποτα σοβαρό φαί , ό.τι υπάρχει , ψωμί γιαούρτι , ψιμοτύρι και θα τραβήξουμε και τον..κράσο μας ..
Σε λίγο , φάνηκε πίσω απ’ τα βραχάκια και ένα κοριτσάκι , κόρη του Στάθη , τη φώναξε ο πατέρας της , της είπε να πάει στον “ κάρκαρο “ για φρέσκο νερό και να μας φέρει ψωμί και τα σχετικά να κολατσίσουμε . Εγώ , στην αρχή ήμουνα λίγο..κουμπωμένος , περνώντας όμως η ώρα και με την κουβέντα , που ήταν ζεστή κι’αυθεντική , χωρίς ..ψευτοευγένειες και..παραμύθια , γίναμε μια παρέα που λες και γνωριζόμαστε χρόνια ..
Ξέχασα όμως να σας πω , πως παράμερα , στον ίσκιο , υπήρχε ένα πλαστικό μεγάλο μπιτόνι , από λάδια φορτηγού αυτοκινήτου , που κάποια στιγμή ο Στάθης πήγε και το έφερε δίπλα μας , να και το…φάρμακό μας , μου είπε , και φυσικά εννοούσε το κρασί , το βλέπεις μου λέει , μας φτάνει δεν μας φτάνει για τη μέρα μας , κι’ άμα σώνεται και δεν έχουμε άλλο , πίνουμε μέχρι..πετρέλαιο !!
Ήρθαν και τα ..μεζεδικά , τυρί , ψωμί , ψιμοτύρι και είχε και 3-4 κεφτέδες από χθες , γιατί η κυρά , η γυναίκα του Στάθη , κάπου είχε πάει και δεν μαγέρεψε , αλλά μου λέει , θαρθείς μια μέρα , με τη φαμελιά σου , και θα ψήσουμε , θα περάσουμε..μπέϊκα …
Αφού λοιπόν η Αργυρούλα , έτσι λέγαν την κόρη του , ετοίμασε το τραπέζι , έκανε σταυρό ο Στάθης , και με την ευχή καλώς ανταμωθήκαμε ,αρχίσαμε να τρώμε , και να λέμε τα οικογενειακά μας , πόσα παιδιά έχουμε , τι δουλειά κάνω κλπ , ο πάγος είχε σπάσει και τα λέγαμε σαν τρεις παλιοί καλοί φίλοι ..
Πέρασε η ώρα , είχε μεσημεριάσει και στο σπίτι θα ανησυχούσαν , αφού τρόπος να ειδοποιήσω δεν υπήρχε . Εκεί όπως καθόμουνα είδα λίγο παραπέρα , πεταμένο , ένα μεγάλο ζεματοκάκαβο , ρώτησα , γιατί το παραπετάξατε ; Τρύπ’σε , μου απάντησε ο Στάθης , και το πετάξαμε , βλέποντας δε πως το καλοκοίταζα , μου λέει , άμα το θέλ’ς πάρτο ..έτσι και έγινε , το φόρτωσα στο αυτοκίνητο , κάθισα λίγο ακόμα , κι’ αφού υποσχέθηκα πως θα ξανάρθω , με τη φαμελιά μου , έφυγα κατενθουσιασμένος απ’ την ωραία εκδρομή αλλά κυρίως για την ωραία παρέα και τους καινούργιος φίλους που απόχτησα , απ’ το..πουθενά ..
Απο..χαιρετηθήκαμε , και πήρα τον..γολγοθά μου , τον άθλιο ανήφορο , με μεγάλο φόβο , μη και μείνω στη μέση , αφού το αυτοκίνητο με μεγάλη δυσκολία ανέβαινε , αφού εκτός απ’ την μεγάλη ανηφόρα , υπήρχε και το πρόβλημα του δρόμου , που μάλλον δεν ήταν αυτοκινητόδρομος αλλά..κατσικόδρομος ..
Τέλος πάντων , έφτασα στην κορυφή , στον κεντρικό δρόμο δηλαδή , που δεν ήταν και καλύτερος , αλλά είχε ένα καλό ήταν..ίσιωμα , χάλια δρόμος βέβαια , με πέτρες..βραχάκια , αυλάκια και όλα τα..σχετικά αλλά όχι…ανηφόρα , μεγάλη δουλειά…
Επιστρέφοντας , απόλαυσα την άγρια ομορφιά του αλπικού τοπίου , δυστυχώς όμως δεν είχα πάρει μαζί μου φωτογραφική μηχανή και δεν αποθανάτισα τις όμορφες ώρες που πέρασα στην Ταράτσα , αλλά και στη διαδρομή , μέσα στα έλατα και τη απέραντη ομορφιά ολόγυρα ..
Η επιστροφή ήταν πολύ πιο σύντομη , έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε , είχε όμως μεσημεριάσει για τα καλά , έλειπα και πολλές ώρες και στο σπίτι θα είχαν..ανησυχήσει ..
Η πλατεία των Καρουτών , άδεια κι’ έρημη , μόνο ο φίλος ο Ηλίας ο Πασάς , πάει σιγά ..σιγά για το μαγαζί να πιεί το..καφεδάκι του …
Πέρασα απ’ τις Καρούτες , χωρίς να σταματήσω κι’ έφτασα γρήγορα ..γρήγορα στο χωριό , και όπως αναμενόταν , στο σπίτι είχανε φάει τον κόσμο να με βρούνε ..
Αφού ησύχασαν , όταν πια με είδαν , η κυρά Μαρία , μου είπε και το..απίθανο : Καλά , αφού είχε σκοπό να αργήσεις , δεν μπορούσες να μας..ειδοποιήσεις ; να πάρεις ένα τηλέφωνο , να μην ανησυχούμε ; Βέβαια , ξέχασε φαίνεται , πως στην κορφή της Γκιώνας , είναι κομμάτι..δύσκολο , να βρεις τηλέφωνο ..
Τέλος πάντων , τέλος καλό όλα καλά ..
Το μεσημέρι , στο τραπέζι , μαζευτήκαμε όλοι , και ο αξέχαστος αδερφός μου με την οικογένειά του , τρώγοντας τους διηγήθηκα την πανέμορφη..σημερινή περιπέτειά μου στην κορφή της Γκιώνας ..και τους ανακοίνωσα πως την επομένη θα ξαναπάω και όποιος θέλει μπορεί να έρθει ..
Απ’ την..ομήγυρη , δεν είδα και μεγάλη προθυμία , μόνο η κόρη μου η Αγγελική και τα ξαδέρφια της , τα παιδιά του Γιώργου έδειξαν ενδιαφέρον , με πρώτη την Αγγελική , και κάπως μουδιασμένα έδειξε..ενδιαφέρον κι’ ο Γιώργος , έτσι λοιπόν το κανονίσαμε για την άλλη μέρα το πρωί ..
Δεν το κρύβω , πως για εμένα η μέρα ήταν εξαιρετικά όμορφη , πέρασα ένα πρωινό με ανθρώπους που μόλις τότε τους γνώρισα , κι’ όμως ένοιωθα σαν να τους γνώριζα χρόνια , αυτό βέβαια φαίνεται δε την αφήγησή μου το πέρασα και στους άλλους , γιατί σιγά …σιγά , έβλεπα πως τους καλάρεσε η ιδέα για τη αυριανή εκδρομή .
Τότε θυμήθηκα την Αργυρούλα , την κόρη του Στάθη , που θα πρέπει να ήταν λίγο μεγαλύτερη απ’ την κόρη μου , και σκέφτηκα να της πάμε ένα ποδήλατο , απ’ τα δύο της Αγγελικής , γιατί πριν λίγες μέρες είχαμε αγοράσει ποδήλατα στα δίδυμα αγόρια μας και τα δικά τους , σε άριστη κατάσταση , τα..κληρονόμησε η Αγγελικούλα , βέβαια τη ρώτησα και συμφώνησε αμέσως .
Την άλλη μέρα λοιπόν το πρωί , πήραμε μερικά πραγματάκια , να πάμε στους φίλους μας για το καλό , φορτώσαμε και το ποδήλατο και ξεκινήσαμε για την..Ταράτσα …
Αυτή τη φορά όμως τον δρόμο τον ήξερα , καθότι…παθός και…μαθός , και δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα , περάσαμε τις Καρούτες , και ανεβήκαμε στην Γκιώνα , ταξιδεύοντας μέσα στο ελατόδασος , μόλις φτάσαμε στην κορυφή , απ’ όπου φαινόταν ολοκάθαρα η Ταράτσα , κάναμε μια στάση κι’ απολαύσαμε την όμορφη θέα , όλοι τους φαίνονταν ενθουσιασμένοι , και γιατί να μην είναι , το τοπίο ήταν παραδεισένιο και μα περίμενε και μια ζεστή παρέα ..
Κατεβήκαμε με τα χίλια βάσανα τον κατηφορικό..κατσικόδρομο , και όταν φτάσαμε στην Ταράτσα , κόρναρα μερικές φορές , οπότε επαναλήφθηκε το ίδιο..σκηνικό με το χθεσινό , ξετρύπωσε ο Στάθης και γνωρίζοντας το αμάξι , μας καλωσόρισε από μακριά και πλησίασε χαιρετώντας μας ..
‘Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και με την ζεστασιά του παλιού φίλου , ο Στλαθης μας πήγε στο..” σαλονάκι “ με το τραπέζι..καρούλι και τις..βραχο..πολυθρόνες , ήταν πραγματικά απολαυστικές στιγμές..
Σε λίγο , είχαμε γίνει μια..” ατμόσφαιρα “ πού ‘λεγε κι’ ο μακαρίτης ο Ηλιόπουλος ..΄τα παιδιά , ο Θύμιος , ο Γρηγόρης και η Αγγελικούλα , αφού παρέδωσα το δώρο τους στην Αργυρούλα , πήγαν παράμερα και κουβέντιαζαν , αν θυμάμαι καλά δε , ο Στάθης , εκτός απ’ την Αργυρούλα είχε και ένα γιο μικρότερο , ήρθε σε λίγο και η Στάθαινα , χαιρετηθήκαμε και..αποσύρθηκε διακριτικά , γιατί απ’ ό,τι μας είπε ο Στάθης , η ν’κοκυρά ..μαγέρευε …
Ξέχασα να σας πω , πως απ’ την αρχή στην παρέα μας ήταν και ο φίλος του Στάθη , ο Ανδρέας , που είχε το..γειτονικό κονάκι , παραπέρα , στην άλλη άκρη . Έτσι λοιπόν προχώραγε η ώρα , ευχάριστα , τα παιδιά χαζοπαίζανε παραπέρα και εμείς είχαμε πιάσει την κουβέντα , κουτσοπίνοντας , με τα συνηθισμένα μεζεδάκια , αναμένοντας , όπως είπε ο οικοδεσπότης , να “ γίνει και το ..φαί “ …
Ο Γιώργος , φαινόταν να το φχαριστιέται , ενώ μάθαινε ένα σωρό πράγματα που τον ενδιέφεραν , οπότε σε κάποια στιγμή , εμφανίστηκε η κυρά Στάθαινα με μια πιατέλα με ψητό κρέας , τυρί , σαλάτα , ψιμοτύρι , γιαούρτι , με όλα τα καλά δηλαδή και φυσικά και με ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί , κυριολεκτικά..λαχταριστό…
Έκοψε το κρέας ο Στάθης ,με το μαυρομάνικο μαχαίρι του και τελειώνοντας , φυσικά ..φυσικά , όπως άλλωστε ταίριαζε και στην περίπτωση , παίρνει το καρβέλι , το ακουμπάει πάνω στο αριστερό του γόνατο και με το δεξί του χέρι , σκουπίζει κι’ απ’ τις δυο πλευρές το..μαχαίρι , στο παντελόνι του , στο δεξί του γόνατο…
Εγώ γνωρίζοντας κάποια πράγματα , αμέσως κοίταξα τον αδερφό μου , που κυριολεκτικά ..πάγωσε και κοίταζε σαν χαμένος , κατακόκκινος , βλέποντας το αγαπητό Στάθη να ..” ξεφεύγει “ λίγο απ’ το…σαβουάρ – βίβρ..και βέβαια , μάντεψα τη συνέχεια ..
Πράγματι Γιώργος , Γρηγόρης και Θύμιος , δεν ακούμπησαν απολύτως τίποτα , δεν έφαγαν ούτε μια κουταλιά από κανένα απ’ τα ..εδέσματα , αντίθετα , η Αγγελικούλα και η..αφεντιά μου , του δώσαμε και..κατάλαβε , και να τα μεζέδια , το ψιμοτύρι , το τυρί και φυσικά το γιαούρτι , σε σημείο που κοντεύαμε να..σκάσουμε απ’ το φαί , παράλληλα δε τραβάγαμε και τα..κρασάκια μας , τσουγκρίζοντας και χαριτολογώντας , στιγμές πραγματικά αξέχαστες , μόνο που λίγο τις σκίαζε η..ανορεξία του Γιώργου και των παιδιών , που έμεινα τελείως νηστικοί ..
Σιγά ..σιγά , πέρασε και η ώρα , και βλέποντας πω οι δικοί μου ..άρχιζαν να πεινάνε , αλλά ξέροντας το χούι τους , δεν ήλπιζα πως μπορεί να αναγκαστούνε , απ’ την πείνα και να φάνε , και αφού έγινα οι απαραίτητες συνεννοήσεις , με τα..μάτια , ετοιμαστήκαμε για την επιστροφή , ενώ ο Στάθης με τον Αντρέα , επέμεναν να μείνουμε κι’ άλλο , είπαμε νια..ψευτοδικαιολογία , σηκωθήκαμε , χαιρετηθήκαμε εγκάρδια , σαν παλιοί καλοί φίλοι , και πήραμε τον ανήφορο της βασανιστικής επιστροφής ..
Στο δρόμο βέβαια , τα σχόλια πήγαιναν και..έρχονταν , ενώ τα ανίψια μου κι’ ο Γιώργος , είχαν λυσσάξει , κυριολεκτικά , απ’ την πείνα και φώναζαν να ..βαστώ , βέβαια η Αγγελική , τους είπε το καλύτερο : Άς ..τρώγατε , να μην πεινάτε …
Γυρίσαμε με το καλό , στρώθηκαν στο φαί οι..” οι..πεινασμένοι “ , ενώ το ότι δεν έβαλαν μπουκιά στο στόμα τους στην Ταράτσα , ήταν..από όλους αναμενόμενον..
Τους διηγηθήκαμε όλα απ’ την εκδρομή μας , ενώ η Αγγελική , έλεγε και ξανάλεγε , το πόσο ωραία πέρασε , αλλά και τι νόστιμα ήταν όλα τα φαγητά , κάτι βέβαια που δεν..συμμερίζονταν , υπόλοιπα μέλη της ..παρέας μας .
Μετά από αρκετά χρόνια , στο χωριό , με σταμάτησε μια όμορφη κοπέλα , που μου ήταν εκ πρώτης όψεως ..άγνωστη , και με ρώτησε : Δεν με θυμάστε κύριε Κώστα ; Της απάντησα ναι , αφού πράγματι δεν την γνώριζα , και τότε με άφησε..άφωνο , λέγοντάς μου πως είναι η..Αργυρούλα , μάλιστα η μικρή Αρτγυρούλα , απ’ την..Ταράτσα , “ η νεράιδα της..Γκιώνας “ , όπως την είχαμε βαφτίσει τότε , γυρνώντας απ’ την εκδρομή ..
Η Αργυρούλα έχει παντρευτεί στο χωριό μας , είναι μια ευτυχισμένη σύζυγος και μάνα , είναι χαρά , έχει δύο παιδάκια και αναμένει και τρίτο , και εξακολουθεί να παραμένει το καλόκαρδο και χαμογελαστό κορίτσι που είχαμε γνωρίσει ..
Όσο για το φίλο το Στάθη, κι’ αυτός είναι καλά , με τα συνηθισμένα προβλήματα που αποκτάμε μεγαλώνοντας , και βέβαια , μόλις πιάνει η άνοιξη , τα μαζεύει κι’ ανεβαίνει στη…Ταράτσα με το κοπάδι του , όπου και ξεκαλοκαιριάζει ..
Πριν από μερικά χρόνια , μαθαίνοντας πως ο Στάθης είχε εκείνη τη μέρα “ Κούρο “ , κούρευε δηλαδή τα πράματα , ξεκίνησα και πήγα να τον δω , και ν’απολαύσω και το κούρεμα των ζωντανών , πράγματι πήγα τον είδα τα είπαμε , και μάλιστα μου είπε να μείνω , γιατί θα επακολουθούσε..ψησταριά , με όλα τα..συμπαραμαρτούντα ..δυστυχώς δεν μπορούσα να μείνω , και έφυγα , γνωρίζοντας πολύ καλά ότι…” έχασα “.
Τώρα πια το “ ταξίδι στα..Κύθηρα “ , στην ταράτσα ήθελα να πω , είναι άπιαστο όνειρο , αφού λόγω της επέμβασης στην καρδιά , είναι απαγορευμένα τα..ψηλώματα , πάνω από 800 μέτρα , και δυστυχώς η Ταράτσα βρίσκεται στο διπλάσιο ύψος , επικοινωνώ όμως με το Στάθη , στέλνοντάς του χαιρετίσματα με την Αργυρούλα …..
Καλή σας μέρα , μα είστε όλοι καλά
Απ’ το “ Λιδωρίκι “ με αγάπη ….Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment