http://www.protothema.gr/
Κείμενο: Βαγγέλης Πασιάς / Φωτογραφίες: Στέφανος ΚαστρινάκηςΜία αποκλειστική φωτογραφική ξενάγηση στο σπίτι που έμεινε ο Μάνος Χατζιδάκις από το 1936 έως το 1962
«Γεια σας! Ήρθα για να σας δείξω ο ίδιος την οδό Ονείρων. Δεν ξεχωρίζει. Είναι ένας δρόμος ίδιος σαν όλους τους άλλους δρόμους της Αθήνας. Είναι, ας πούμε, ο δρόμος που κατοικούμε, μικρός, ασήμαντος, λυπημένος, τυραννικός, μα κι απέραντα ευγενικός. Έχει πολύ χώμα, πολλά παιδιά, πολλές μητέρες, μα και πολύ σιωπή. Κι όλα σκεπασμένα από έναν τρυφερό μα κι αβάστακτο ουρανό. Εδώ, σ’ αυτόν τον δρόμο γεννιόνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με τ’ ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί… Όμως, τη νύχτα δεν τους πιάνει ο ύπνος κι όταν δεν ονειρεύονται, τραγουδούν» (πρόλογος της «Οδού Ονείρων»).Στο ισόγειο της τριώροφης οικοδομής στην οδό Κωνσταντίνου Μάνου στο Παγκράτι βρίσκεται το σπίτι όπου από το 1936 έως το 1962 έμεινε ο αξέχαστος Μάνος Χατζιδάκις με την οικογένειά του. Η ιδιοκτήτρια, η κυρία Αλίκη, μας ξενάγησε στον χώρο και μας μίλησε για τη ζωή του γείτονα και οικογενειακού φίλου, του Μάνου.
«Μόνο το χρώμα στους τοίχους έχει αλλάξει. Όλα τα υπόλοιπα, από τα κουφώματα και το ταβάνι μέχρι το πάτωμα και τη διαρρύθμιση του σπιτιού έχουν κρατήσει κάτι από τον Μάνο Χατζιδάκι», μας λέει η ιδιοκτήτρια. Ο Μάνος μετακόμισε στην Αθήνα σε αυτό το σπίτι μαζί με τη μητέρα του και την αδερφή του το 1936. Στο υπόγειο της οικοδομής υπήρχε και ένα καταφύγιο, το οποίο ήταν υποχρεωτικό σύμφωνα με το Γενικό Οικοδομικό Κώδικα της εποχής. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο η οδός λεγόταν Μάνου ενώ αργότερα μετονομάστηκε σε Κωνσταντίνου Μάνου. Απέναντι από την είσοδο του σπιτιού βρισκόταν το πιάνο του όπου έγραφε μουσική, «αυτό το άθλιο χάπι της μοναξιάς, ραβδί της αναπηρίας, υποκατάστατο συντρόφου μες στον ηλίθιο κόσμο που μας τριγυρίζει υπό μορφή γειτόνων, φίλων κι εραστών», όπως έλεγε ο ίδιος... Δεξιά ήταν το υπνοδωμάτιό του, το οποίο βλέπει στον δρόμο, ενώ αριστερά ήταν το υπνοδωμάτιο όπου κοιμόταν η μητέρα του και η αδερφή του, η Μιράντα. Σε αυτό το σπίτι έγιναν και κάποια από τα νυχτερινά γυρίσματα του ντοκιμαντέρ της γαλλικής τηλεόρασης για τον Χατζιδάκι. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με όσα θυμάται η κυρία Αλίκη, «ο δρόμος είχε φωτιστεί από προβολείς, ο Μάνος πέρασε μπροστά από το μπαλκόνι του και εκεί μπροστά, επίσης, χόρεψε το ντουέτο Καστρινός-Ζώκα».
Έξω από το σπίτι είναι τοποθετημένη μια αναμνηστική πλακέτα με τη φωτογραφία του Έλληνα συνθέτη και την επιγραφή «Κάθε σπίτι κρύβει λίγη αγάπη στη σιωπή», στίχο από την «Οδό Ονείρων», η οποία τοποθετήθηκε το 1996 επί δημαρχίας Δημήτρη Αβραμόπουλου ύστερα από ενέργειες του Ροταριανού Ομίλου και του βιβλιοκριτικού Κυριάκου Ντελόπουλου. «Έπρεπε να κάνω κάτι στη μνήμη του και να θυμίζω στον κόσμο το Μάνο Χατζιδάκι. Περνάει κόσμος και μιλάει ακόμα για το Μάνο». προσθέτει η κυρία Αλίκη.
Η ιδιοκτήτρια τον θυμάται από μικρό παιδί, καθώς ο Μάνος άκουσε το πρώτο της κλάμα κατά τη γέννησή της και από το ηχόχρωμα του κλάματος κατάλαβε πως στο επάνω διαμέρισμα γεννήθηκε κορίτσι. Επίσης, θυμάται το συναισθηματικό, τον ευαίσθητο, τη διάνοια και το σεμνό γείτονα Μάνο, καθώς και τους φίλους του που σύχναζαν στο σπίτι του, τον χορευτή και χορογράφο Γιώργο Εμιρζά, τον καλό του φίλο, Μίκη Θεοδωράκη, και την ερμηνεύτρια Νανά Μούσχουρη.«Ο Μάνος κοιμόταν πολλές ώρες, ξυπνούσε μεσημέρι σχεδόν και κάπνιζε πολύ», αναφέρει η κυρία Αλίκη χαρακτηριστικά τις συνήθειες του συνθέτη. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν γιατρός, τον συμβούλευε να ελαττώσει το κάπνισμα για να μην πάθει τίποτα με την καρδιά του.
Επίσης, η κυρία Αλίκη μάς αναφέρει τις προτάσεις που είχε υποβάλλει το 1996 στον υποψήφιο τότε δήμαρχο Αθηνών Νικήτα Κακλαμάνη, προκειμένου το σπίτι να γίνει μουσείο στη μνήμη του Μάνου Χατζιδάκι, καθώς και το Άλσος Παγκρατίου με τον δημοτικό κινηματογράφο να μετονομαστούν σε Άλσος Μάνου Χατζιδάκι και Δημοτικός Κινηματογράφος Μάνος Χατζιδάκις αντίστοιχα. Το συγκεκριμένο σπίτι κατοικήθηκε ξανά από μία μόνο οικογένεια ενώ κάποιοι το ζήτησαν για να το κάνουν ωδείο.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος γεννήθηκε στην Ξάνθη, μετακόμισε με τη μητέρα του και την αδερφή του στην Αθήνα. Λόγω οικονομικών δυσκολιών, ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε διάφορες εργασίες, όπως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Σ.Ν., παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ και στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου.
Κατά την παραμονή του στο σπίτι στο Παγκράτι, ο Μάνος ζει το απόγειο της δημιουργίας του. Την περίοδο από το 1940 έως το 1943, παρακολουθεί ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής από το Μενέλαο Παλλάντιο ενώ συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες όπως το Νίκο Γκάτσο, τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Άγγελο Σικελιανό, το Γιώργο Σεφέρη και το Γιάννη Τσαρούχη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, γνώρισε τον πολύ καλό του φίλο, το Μίκη Θεοδωράκη, μέσα από τη συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση. Ο Κάρολος Κουν τον παρότρυνε να ασχοληθεί μόνο με τη μουσική, ενώ συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης για δεκαπέντε χρόνια. Το 1949 δίνει στο ίδιο θέατρο τη διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι. Το 1950 γίνεται καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τέσσερα μπαλέτα ενώ η Μαρίκα Κοτοπούλη του αναθέτει τη σύνθεση της μουσικής για τις Χοηφόρους από την Ορέστεια του Αισχύλου. Μετέπειτα, γράφει μουσική και για άλλες τραγωδίες και κωμωδίες ενώ συνεργάζεται με τον Άγγελο Σικελιανό και γράφει τη μουσική για την τραγωδία «Ο Θάνατος του Διγενή».
Επίσης, γράφει σημαντικά μουσικά έργα για πιάνο, όπως ο κύκλος του C.N.S. από το 1957 έως το 1962, οπότε και έφυγε για την Αμερική. Ο Μάνος Χατζιδάκις ζει μια περίοδο έντονης δημιουργικής δράσης συνθέτοντας μουσικά έργα για το θέατρο και για τον κινηματογράφο, όπως τα «Παιδιά του Πειραιά» για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν που του χάρισε και το βραβείο Όσκαρ το 1961, καθώς και μουσική για το θεατρικό «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς. Λίγο πριν φύγει από το σπίτι στο Παγκράτι, γράφει την «Οδό Ονείρων» και «Το χαμόγελο της Τζοκόντας», για την οποία αναρωτήθηκε πώς «μια προσωπογραφία γυναίκας που δεν εκπέμπει καμιά θηλυκότητα έμεινε στην ιστορία...».
Στη βιογραφία του σε α’ πρόσωπο, που υπάρχει στην ιστοσελίδα hatjidakis.gr, αναφέρεται: «Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα, ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του “Βυζαντίου”, το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά.
»Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ’ απομάκρυναν ύπουλα απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχευτευθώ και να εξαφανιστώ, γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ’ το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσειας βδελυγμίας ό,τι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία».
Στο καταστάλαγμα του βίου του σημειώνεται: «Αδιαφορώ για τη δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ. Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, και όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας. Περιφρονώ αυτούς που δε στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους «εύκολα» επώνυμους πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, τη σκοτεινή και ύπουλη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα».
Όσον αφορά την Αθήνα, ο Μάνος είχε σημειώσει: «Μια Αθήνα σκεφτική, με προβλήματα που της χαράζουν το πρόσωπο, με παγωμένες σχέσεις και πληγωμένη συμπεριφορά… Τη νύχτα οι δρόμοι είναι γεμάτη από γραφεία εισαγωγής αυτοκινήτων κι από σεμνά γραφεία κηδειών… Λες και πως οι πολίτες, οι Αθηναίοι του καιρού μας, γεννιούνται μόνο για ν’ αγοράσουν βιαστικά ένα αυτοκίνητο, να τρέχουν μες στους δρόμους της Αθήνας, ν’ απελπιστούν από την όψη της και με ταχύτητα να σπεύσουν να πεθάνουν…».
«Εδώ τελειώνει η μουσική για την οδό Ονείρων. Εδώ τελειώνουν τα όνειρα που μου δανείσατε οι ίδιοι μια βραδιά δίχως να το γνωρίζετε. Τώρα είναι αργά κι όλοι οι φίλοι μου έχουν αποκοιμηθεί. Εγώ αθεράπευτα πιστός σε αυτό το δρόμο θα ξαγρυπνήσω ως το πρωί για να μαζέψω τα καινούρια όνειρα που θα γεννήσετε να τα φυλάξω και να σας τα ξαναδώσω μια άλλη φορά πάλι σε μουσική. Καληνύχτα!» (επίλογος της «Οδού Ονείρων»)
No comments:
Post a Comment