14.11.10

ΜΑΡΙΑ Η ΠΕΝΤΑΓΙΩΤΙΣΣΑ

 

         Ο  ΘΡΥΛΟΣ  ΤΗΣ  ΔΩΡΙΔΑΣ

               ( ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ )

image

Η πεντάμορφη  Πενταγιού .

   Όλοι οι Έλληνες , λίγο - πολύ , γνωρίζουμε την θρυλική , πια , ιστορία της Μαρίας της Πενταγιώτισσας , κατά κόσμον Μαρίας Δασκαλοπούλου , απ' την Πενταγιού .

   Σήμερα , θα δούμε πως ακριβώς περιγράφει την τραγική της ιστορία ο Ανδρέας Καρκαβίτσας , ξεκινώντας βέβαια από ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα του συγγραφέα , από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια .

ΑΝΔΡΕΑΣ   ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ

Σκίτσο του Ανδρέα Καρκαβίτσα από περιοδικό του 1888

Έλληνας πεζογράφος (1865-1922). Είναι ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Βίος

Γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά της Ηλείας. Έλαβε τη βασική εκπαίδευση στην ιδιαίτερη πατρίδα του, έπειτα στο γυμνάσιο της Πάτρας, και σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. (αποφοίτησε το 1888).

Μεγάλη του αγάπη όμως ήταν τα ταξίδια και γι' αυτό εργάστηκε ως γιατρός σε εμπορικό πλοίο και από το 1896 κατατάχθηκε στο στρατό ως μόνιμος ανθυπίατρος. Έτσι εξασφάλισε τη δυνατότητα να ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα και γνώρισε από κοντά τη ζωή των ανθρώπων που περιγράφει στο έργο του. Κατέγραφε συστηματικά τις εντυπώσεις του από τα ταξίδια και πολλές απ' αυτές εκδόθηκαν όσο ζούσε.

Ήταν οπαδός της Μεγάλης Ιδέας και συμμετείχε στην "Εθνική Εταιρεία". Το 1909 συμμετείχε στο "κίνημα στο Γουδί" ως μέλος του "Στρατιωτικού Συνδέσμου" και το 1910 έγινε μέλος του "Εκπαιδευτικού Ομίλου". Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως στρατιωτικός γιατρός και το 1916 αντιτάχθηκε στο κίνημα της "Εθνικής Αμύνης". Αυτό είχε αποτέλεσμα τον περιορισμό και την εκτόπισή του στη Μυτιλήνη και αργότερα και την αποστράτευσή του. Το 1920 επανήλθε στο στρατό αλλά δύο χρόνια μετά με αίτησή του αποστρατεύτηκε για λόγους υγείας.

Πέθανε στις 22 Οκτωβρίου του 1922 στο Μαρούσι Αττικής από καρκίνο του λάρυγγα.

    Έργο
  • Αρχικά δοκίμασε να ασχοληθεί με την ποίηση και το 1884 σχεδίαζε να εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο "Απαρχαί".
  • Οι πρώτες πεζογραφικές απόπειρές του ήταν μυθιστορήματα ερωτικής ή ιστορικής έμπνευσης, εμπνευσμένα από το κλίμα του φθίνοντος τότε ρομαντισμού στην πεζογραφία. Στο αρχείο του βρέθηκαν πολλά προσχέδια τέτοιων έργων.
  • Από το 1885 άρχισε η τακτική συνεργασία του με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής. Δημοσίευε κείμενα ποικίλου περιεχομένου: διηγήματα και νουβέλες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, λαογραφικά κείμενα, άρθρα γλωσσικά, πολιτικοκοινωνικά κ.α. Συχνά χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Πέτρος Αβράμης.
  • Η συγγραφική παραγωγή λογοτεχνικών έργων διήρκεσε ως το 1910. Έπειτα ο συγγραφέας, εκτός από τις δημοσιεύσεις παλαιότερων έργων, ασχολήθηκε με τη συγγραφή αναγνωσμάτων για σχολικά εγχειρίδια.
       Αυτοτελείς πρώτες εκδόσεις των έργων του
  • Διηγήματα. Εν Αθήναις. 1892
  • Η Λυγερή. Εν Αθήναις. 1896
  • Θεσσαλικές εικόνες. Ο Ζητιάνος. Εν Αθήναις. 1897
  • Λόγια της Πλώρης. θαλασσινά Διηγήματα. Αθήναι 1899
  • Παλιές Αγάπες(1885-1897). Αθήναι 1900
  • Ο Αρχαιολόγος. Αθήναι 1904
  • Διηγήματα του Γυλιού. Εν Αθήναις 1922
  • Διηγήματα για τα παληκάρια μας. Εν Αθήναις 1922
         Χαρακτηριστικά του έργου του
  • Το 1890 δημοσιεύεται το πρώτο εκτενές, μετά τα διηγήματά του, έργο: η νουβέλα "Η Λυγερή". Το κεντρικό της θέμα είναι η ζωή των γυναικών στην αγροτική κοινωνία.
  • Το επόμενο εκτενές έργο του είναι "Ο Ζητιάνος" (στην εφημερίδα "Εστία" 1896), εξαιρετικό δείγμα νατουραλισμού, που αναφέρεται στις συνθήκες εξαθλίωσης της ζωής των χωρικών.
  • Το τελευταίο μυθιστόρημά του, ο "Αρχαιολόγος" (1904) θεωρείται λιγότερο επιτυχημένο. Εκφράζει με συμβολικό τρόπο τις απόψεις του συγγραφέα για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα.
  • Από τα διηγήματά του, η πιο γνωστή συλλογή του είναι "Τα λόγια της πλώρης". Είναι σύντομα διηγήματα που στηρίζονται σε αφηγήσεις ναυτικών, που άκουσε ο συγγραφέας στα ταξίδια του.
  • Σε όλα τα έργα του εκτός από τη Λυγερή χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα. Η επεξεργασία του λόγου του είναι βασικό χαρακτηριστικό του έργου του και γι' αυτό χαρακτηρίζεται ως ο "κατ' εξοχήν στυλίστας" της δημοτικής γλώσσας. Η φροντίδα του για την καλλιέργεια του λόγου και το ύφος φαίνεται και από τις αλλαγές που πραγματοποιούσε στα έργα του μεταξύ των διαφόρων εκδόσεων.
  • Ήταν οπαδός της δημοτικής αλλά δεν αποδεχόταν τις γλωσσικές ακρότητες δημοτικιστών όπως ο Γιάννης Ψυχάρης. Στόχος του ήταν η γλώσσα των έργων να είναι κατανοητή από όλους.
  • Το έργο του είναι ηθογραφικό, δεν εντάσσεται όμως στην ομάδα των ηθογραφικών έργων που παρουσιάζουν εξιδανικευμένη και ειδυλλιακή εικόνα της αγροτικής ζωής ή αποτελούν απλά καταγραφή ηθών και εθίμων. Στα έργα του Καρκαβίτσα υπάρχουν πολλά στοιχεία λαϊκού πολιτισμού (ο συγγραφέας στα διάφορα ταξίδια του κατέγραφε προσεκτικά παρατηρήσεις για τη ζωή των κατοίκων και αξιοποιούσε πολλές απ' αυτές στο έργο του), όπως παραδόσεις, παροιμίες κ.α., η αντιμετώπιση των συνθηκών της ζωής όμως είναι κριτική και εστιάζει στα διάφορα προβλήματα (αμάθεια, εξαθλίωση, εκμετάλλευση, δυσχερής θέση της γυναίκας). Γι' αυτό και συνδέεται στενά με το ρεύμα του νατουραλισμού. Χαρακτηριστικά του νατουραλισμού που υπάρχουν στα έργα του είναι η ακριβής παρουσίαση της πραγματικότητας και η κυριαρχία της φύσης και των κατώτερων ενστίκτων πάνω στον άνθρωπο.

Η  ΜΑΡΙΑ   Η  ΠΕΝΤΑΓΙΩΤΙΣΣΑ

image

   Δεν υπάρχουν καθ' όλην την Ελλάδα χωρίον εν τω οποίω να μην ακούωνται συχνάκις οι στίχοι ούτοι , και δεν ευρίσκεται Έλλην και των μάλλον αγεύστων της Εθνικής ημών Μούσης , ο οποίος να μην ετραγούδησε κατά τας ευθύμους ώρας του την ιδανικήν σχεδόν Μαρίαν την Πενταγιώτισσαν . Κατά τας εορτάς των χωρίων , το ωραίον δίστιχον είτε εκφραζόμενον δια των βαρέων κτύπων του τυμπάνου , είτε αναλυόμενον εις τους εντόνους και τρενουλιαστούς τόνους της φλογέρας , είτε ψαλλόμενον δια της γλυκείας φωνής των παρθένων , ρυθμίζει εις χορόν τα πτερωτά βήματα παλληκαρίων , φαιδρύνει τα πρόσωπα των λυγερών και διαχύνει εφ' όλων των παρευρισκομένων εκεί , ευθυμίαν και χαράν .

   Εν τη θορυβώδει δε του χορού εξάψει , τα παλληκάρια προσπαθούσι να φαντασθώσι την έξοχον καλλονήν την οποίαν βεβαίως είχεν η Μαρία , δια να εμπνέυσει τοιούτους στίχους , αι λυγεραί ζηλεύουσι και εύχονται να αποκτήσωσιν αυτήν και οι γέροντες , κινούντες την κεφαλήν , οικτείρουσι τους πατέρας των άτυχων εκείνων νέων , όσων το αίμα εκοκκίνισεν την ποδιάν της λυγερής , χωρίς όμως και να κατακρίνωσιν αυτήν , όπως οι δημογέροντες της Τρωάδος προ της μεγαλοπρεπούς καλλονής της Ελένης ελησμόνουν τα παθήματα της πόλεως και των τέκνων των .

   Μόνον οι συμπατριώται της Μαρίας δεν έχουν την αυτήν γνώμην . Τ απαλληκάρια του χωρίου της , μεθ' όλην την λατρείαν και τον σεβασμόν τιν οποίον τρέφει προς την καλλονήν η νεότης , δεν εύχονται ν' αποκτήσωσι τοιαύτην τινα σύζυγον ή αδελφήν , αι λυγεραί δε ακούουν το όνομά της χωρίς να κοκκινίσωσι και οι γέροντες δεν ομιλούν περί αυτής ειμή μετά περιφρονήσεως αν όχι μετά κατάρας . Το χαριτωμένον δίστιχον προξενεί αντίθετον ή προς ημάς τους άλλους , εντύπωσιν εκε'ί και δεν ψάλλεται ως θυμίαμα προσφερόμενον από μυρίους λατρευτάς εις ανέσπερον καλλονήν , αλλ' ίνα κατακρίνη τας πράξεις μιας θνητής υπάρξεως .

   Εν τη αγροίκω και αξέστω αυτού καταστάσει , ο άνθρωπος εκεί δεν αίρεται υπεράνω της πραγματικότητος , δεν ανερευνά εις τα ύψη δια της φαντασίας ν' ανεύρη ιδανικόν τινα και έξοχον τύπον , αλλά κατέρχεται ταπεινώτατα εις τα απλά φοβερά συμβάντα τα οποία αντελήφθη ο νους και είδον οι οφθαλμοί του . Κρίνων δε εν τη ιδία αυτού ατομικότητι , τη αγνή και φιλοθρήσκω και σοβαρά εν τη όλη αυτής τη εκτυλίξει , τον βίον της Μαρίας , δεν αφήκεν την καρδίαν του να κατανυγή προ της εξόχου δυνάμεως και πλαστικότητος τουδιστίχου , αλλά αντιτάσσει την ιεράν και ακράδαντον πεποίθησίν του ως συζύγου , ως πατρός και ως αδελφού .

   Η αλήθεια είνε , ότι η Μαρία υπήρξεν εις εκ των γυναικείων εκείνων χαρακτήρων τους οποίους η φύσις προορίζει δια την συμπάθειαν και τον θαυμασμόν των ανθρώπων , οπωσδήποτε και αν φερθώσιν εν τη κοινωνία .  Οι Πενταγιοί , η μικρά πατρ'ις της έγινεν επί τινα καιρόν ο τόπος εν τω οποίω εξετυλίχθη εν των πολυπλόκων και φοβερών γεγονότων , τα οποία μόνον εξημένη φαντασία μυθιστοριογράφου ηδύνατο να δημιουργήση . Διότι , εν τω γεγονότι τούτω ουδέν ελλείπει , ουδέ ο πρόλογος ουδέ η δέσις , ουδέ η λύσις , η κατάπληξις , ο τρόμος η φρίκη , το μίσος , η καταφρόνησις και η χλεύη ολοκλήρου κοινωνίας επέρχονται ταχύτατα το εν επί το άλλο ως άλυσος κακών , και η γυναικεία δύναμις φαίνεται εφ' όλων τούτων δεσπόζουσα , επιβλητική με μίαν αδίστακτον υψηλοφροσύνην ωσεί θεότητος .

   Οι Πενταγιοί , είνε μικρόν χωρίον του Δήμου ορθούμενον επι της κατωφερείας υψηλού βουνού . Κατά τους πρώτους μετά την επανάστασιν χρόνους έζη εκεί ο Δασκαλόπουλος , σεβαστός και τίμιος ανήρ , πλούσιος κάπως και προέχων εν τω τόπω .Ο Δασκαλόπουλος είχε υιόν Αθανάσιον και θυγατέρας την Ελένην και την Μαρίαν , την ηρωίδα ημών .

   Η Μαρία , από μικρή ήρχισε να δεικνύη σημεία ζωηράς και ανυπότακτης καλλονής , εγένετο δε προ πάντων ονομαστή καθ' όλην την κωμόπολιν δια τους οφθαλμούς της , τους μεγάλους κρασογάλανους οφθαλμούς της , οι οποίοι ετόξευον εις τον ατενίζοντα αυτούς ρεύμα τι θαμβούν και μαγεύον ωσεί οφθαλμοί Γοργόνος . Αυτός ο πατήρ της , ουδέποτε ηδυνήθη να υποστή το ρεύμα τούτο . Πολλάκις την εκάλει ενώπιόν του ίνα την επιπλήξη δια τα παιδικά της αμαρτήματα εν αυστηρά και ωργισμένη στάσει , μόλις όμως η Μαρία ύψωνε το βλέμμα προς αυτόν ν' απολογηθή , ούτος απέβαλλεν ευθλυς την αυστηρότητά του , εδειλία , θαρρείς , εφρικία ως ένοχος και εν σπουδή απέστρεφε τους οφθαλμούς ψιθυρίζων : Να χαθής παλιοκόριτσο , μη με θωρείς έτσι .

   Αλλά με τον καιρόν , οι οφθαλμοί της Μαρίας ήρχισαν να συμπληρώνονται κι δι άλλων χαρίτων . Η φύσις , η μεγάλη αυτή και ακριβής καλλιτέχνις εγνώριζεν ότι τα πολυτελή εκίνα και σαπφείρινα πετράδια , θ' ανεδεικνύοντο λαμπρότερα τιθέμενα εντός ωραίας θήκης και εκάλυνεν αφθόνως το μελαχρινόν και ολίγον επίμηκες πρόσωπόν της , διέγραφεν εκφραστικωτάτας γραμμάς επ' αυτού , εχάραττε καμαρωτάς καμαρωτάς τας πλουσίας οφρύς , ανεδάσου το μεσόφρυον , επλούτιζε δια μαυροτάτων και αφθόνων βοστρύχων την κόμην , έχυνεν ως εις Φειδίου τύπον τον τράχηλον , κατεστρογγύλου τους βραχίονας , εσμίλευεν εν ακριβεί αρμονία τον κορμόν , περιέσφιγγεν την οσφύν και κατέχεεν εφ'όλου του σώματος της γυναικός πλαστικότητα και χάριν τοιαύτην , ώστε να υποφαίνεται και μ' όλον τον σκληρόν και ακαλλώπιστον όγκον της εγχωρίου ενδυμασίας της .

   Και τα παλληκάρια του χωριού άρχισαν να δαιμωνίζονται δι' αυτήν .Ο δρόμος από τον οποίον διήρχετο η Μαρία δια να φθάση εις την βρύσιν θα ήτο πάντοτε κατειλημμένος από τους νέους εραστάς , το μέρος όπου έκειτο ο οικίσκος της θ' αντήχει νυκτα και ημέραν από περιπαθή τραγούδια τόσων πονεμένων καρδιών , όσας έστρωσε το βλέμμα της , τας Κυριακάς δε ότε ο χορός συνεκάλει τους χωρικούς εις τ' αλώνια , όχι ένας αλλ' όλοι ομοφώνως οι νέοι θα εδέοντο εις τον Θεόν , εν τω δημοτικώ άσματι της Ζερβοπούλας , να επιάνοντο εις της Μαρίας το χέρι .

   Εν τη περιωρισμένη εκείνη κοινωνία , μεταξύ των αυστηρών εκείνων ψυχών , όπου απλώς να προσατενίση τις την γυναίκα ή την αδελφήν άλλου , εθεωρείτο παράπτωμα ασυγχώρητον , ήδη επεπόλαζεν αυθάδεια και ένας ακατάσχετος οργασμός , ωσεί η καλλονή της λυγερής εκείνης , ήλθε να καταρρίψη τας προλήψεις , να καταπατήση τας αγίας παραδόσεις , να διαφθείρη τας εν φόβω Θεού και οικογενείας ανατεθραμμένας εκείνας ψυχάς και ν' αναστηλώση επί των ερειπίων αιώνων όλως ααυστηράς διαίτης πανίσχυρον την γυναικείαν σάρκα .

   Ήδη η μήτηρ της Μαρίας απέθανεν , απέθανε δε μετά εξ μήνας και ο πατήρ της . Ούτω δια μιας εχαλαρώθησαν οι δεσμοί οι συγκρατούντες τόσον καλώς εν τοις χωρίοις τας νεανίδας εις την παρθένον όλως και άμεμπτον αυτών καρδίαν . Ο Αθανάσης από νυκτός εις νύκτα ήρχετο εν τω οίκω , την ημέραν όλην κατατρίβων εν τη εξοχή προς επιμέλειαν της πατρικής περιουσίας , η δε Ελένη αν και μεγαλυτέρα ήτο όλως ακατάλληλος να επιβλη΄θή και να εμπνεύση σέβας εις την αδελφήν της . Αλλά και αν ηδύνατο , και αν δια της παρουσίας της συνείχε κάπως τα αυθάδη βλέμματα και τους λόγους των παλληκαρίων και περιώριζε δι' αγρύπνου επιβλέψεως την ορμητικήν και κούφην της Μαρίας ψυχήν , πάλιν δεν θα επήρκει  , διότι μετ' ολίγον η Ελένη ηναγκάσθη να απομακρυνθή υπανδρευθείσα εις εν χωρίον της Ναυπακτίας .

   Ούτω η Ναρία έμεινε μόνη κυρία της οικίας , της καλλονής και της καρδίας της . Και τα παλληκάρια άρχισαν αφόβως πλέον τας ερωτικάς των επιθέσεις , τους λόγους , τα χαμόγελα , τα περιπαθή  βλέμματα και τα τραγούδια . Κια η λυγερή - της οποίας η φύσις  , ισχυρά και βιαία όσον και η καλλονή της , υπερεθέρμαινε την απαργώσαν εκείνην σάρκα μέσω της γενικής πέριξ διεγέρσεως , μέσω της τάσης περιπαθούς νεότητος ήτις την κατεπλημμύρει , ελεύθερα δε συγχρόνως από πάσης επιβλέψεως - παρεδόθη ελαφρά , τρελλή - δύναται κανείς να είπη - εις τον εκλεκτόν της καρδίας της , τον Τουρκάκην .

   Ο Τουρκάκης ήτο νέος με μικράν περιουσίαν και έκαμνε πολλήν εντύπωσιν ως υποψήφιος γαμβρός .Πολλαί λυγεραί τον εκαμάρωναν δια σύζυγόν των , και μία τούτων , η Τασούλα , εξαδέλφη της Μαρίας . Και ότε η λυγερή , παρασυρομένη υπό του πάθους της ανεκοίνωσεν εις την εξαδέλφη της περιχαρής τας σχέσεις και τον μετ' ολίγον γάμον της μετά του Τουρκάκη , αύτη εξεμάνη και ωρκίσθη να εμποδίση δι΄όλων της των μέσων το συνοικέσιον . Και επειδή άλλον τρόπον καταλληλότερον δεν είχεν , ανεκοίνωσεν εις τον Αθανάσην , τον αδελφόν της Μαρίας , την μεταξύ ταύτης και του Τουρκάκη σχέσιν .

   Ο Αθανάσης ήτο απλούς νεανίας και καθόλου δεν ήθελε να παραδεχθή ότι ο Τουρκάκης , με τον οποίον συνεδέετο διά στενής φιλίας , ηδύνατο να τω επιβουλευθή την τιμήν . Η Τασούλα όμως επέμενε καταγγέλλουσα πολλάς ωρισμένας παρεκτροπάς της Μαρίας και του Τουρκάκη και ο Αθανάσης επείσθη να παραμονεύση μόνος του και βεβαιωθή . Ούτω , προφασισθείς μίαν ημέραν ότι ανεχώρει δι' άλλον χωρίον , επέστρεψε κρυφίως και εκρύβη άνω της οροφής της οικίας , τη οποίαν οι χωρικοί μεταχειρίζονται ως αποθήκην σιτηρών και άλλων οικιακών ειδών .

   Ο Αθανάσης δεν περίμενε και πολύ εκεί . Η Μαρία , ανύποπτος , εκέλεσεν ευθύς τον Τουρκάκην εις την οικίαν της και ο νεανίας έλαβε τρανωτάτην απόδειξιν της ελαφρότητος της αδελφής του και της προδοσίας του φίλου του . Έκφρων δ' εξ οργής , επήδησε κάτω και επέπεσε κατά του Τουρκάκη . Η Μαρία έμεινεν ακίνητος κατ' αρχάς ,εκ της απροσδοκήτου παρουσίας του αδελφού της πλην , συνελθούσα έπειτα και ιδούσα κινδυνεύοντα τον εραστήν της , έδραμεν προς υπεράσπισίν του .

   Ο Αθανάσης τότε εξαφθέις εκ της πράξεως αυτής έτι περισσότερον και έχων ν' αντιπαλαίση προς δύο ήδη , ήρπασε παρατυχόντα εκεί πέλεκυν και επέπεσεν επί της Μαρίας , κτυπών αυτήν ανηλεώς . Η Μαρία , μη βλέπουσα πλέον άλλοθεν σωτηρίαν ,άρχισε να φωνάζει γοερώς και οι γείτονες προσδραμόντες μετ' ολίγον την ελευθέρωσαν κακώς έχουσαν .

   Η Μαρία έμενεν επί αρκετάς ημέρας κλινήρης εκ των κτυπημάτων του Αθανάση . Ότε όμως ηγέρθη και επανείδε τον εραστήν της , αι πρώται της λέξεις ήσαν η καταδίκη του αδελφού της .

   - Θέλω να πιώ αίμα απ' το Θανάση , τω είπε μετ' εξάψεως ..Ο Τουρκάκης ηθέλησε ν' αντιστή κατ'αρχάς εις την απαίτησιν αυτήν της ερωμένης του . Αλλ΄η Μαρία είχε την πειστικήν εκείνην ευγλωττίαν , καιο Τουρκάκης δεν ηδυνληθη ν΄αντιτείνη επί πλέον . Απεφασίσθη εκ συμφώνου να φονευθή , να εξαφανισθή από το μέσον αυτών ο Αθανάσης , αιφνιδίως και μυστικώς , ώστε η κοινωνί ποτέ να μη γνωρίση τι απέγινεν .

   Ο Τουρκάκης ενεπιστεύθη το μυστικόν του τούτο εις δύο συγγενείς του και εζήτησε την συνδρομήν των . Και επειδή επλησίαζεν η εορτή της Αναλήψεως , ότε συνειθίζεται εις τα μέρη της Δωρίδας , οι έχοντες πρόβατα να προσκαλώσιν εις τας στάνας των άλλους , μη έχοντας τοιαύτα και να διασκεδάζωσιν , απεφασίσθη ίνα οι δύο ούτοι καλέσωσι τον Αθανάσην εις την ιδικήν των στάνην επί του Ξεροβουνίου .

   Ο Αθανάσης ευχαρίστως εδέχθη την πρότασιν και την ημέραν της Αναλήψεως οι τρεις νέοι έφαγον και ηυθλυμησαν από πρωίας μέχρι νυκτός επί του Ξεροβουνίου . Άλλ' όταν ο Αθανάσης επρότεινεν ν' απέλθωσιν εις το χωρίον , ο εις των φίλων του ειπεν ευθύμως , κρατών αυτόν από της φουστανέλλας .

    - Ποιό , εδώ φάγαμε και ήπιαμε , εδώ και θα κοιμηθούμε !

   Ο Αθανάσης ήτο και εκ του οίνου βεβαρημ΄πενος , ώστε ευκόλως συγκατένευσε . Και εκοιμήθησαν επι του βουνού κατά σειράν και οι τρεις παρά τα χείλη φοβερού και βαθυτάτου βαράθρου .

   Ο Τουρκάκης ενήδρευεν εκεί πλησίον . Και ότε ενόησε τον Αθανάσην κοιμώμενον , έσπευσεν εκεί και τω κατέφερε επί της κεφαλής βαρύ κτύπημα δια του πελέκεως . Τότε εξύπνησαν και οι άλλοι δύο και αποτελείωσαν αυτόν δια μαχαιρών . Αφαιρέσαντε δε απ' αυτού όλα τα τσαπράζια , τον λαμπρόν εκείνον στολισμόν των αρματωλών με τον οποίον στολίζονται ακόμη τα παλληκάρια της Δωρίδος , και τα ενδύματα , τον ετύλιξαν δια της φλοκάτας του και τον έρριψαν εντός του Καρκάρου .

   Ο Κάρκαρος ούτος είναι βάραθρον κατασκότεινον και κρημνώδες , εις του οποίου το βάθος υπάρχει πάντοτε νερόν και ανακράζει γοερώς , μόλις ρίψης εντός το παραμικρόν κιθαράκι . Είτα οι τρεις νέοι επέστρεψαν ήσυχοι εις τα ίδια και ο Τουρκάκης , ως μυθολογικός ήρως ηυτύχησε να προσφέρη εις την ανήσυχον ερωμένην του τα ενδύματα και τα τσαπράζια του αδελφού της καθώς και τον καταιματωμένον πέλεκυν , του εγκλήματος το όργανον . Η Μαρία εδέχθη αυτόν μετ' αφάτου χαράς , έπλυνε το αίμα από του πελέκεως , εδίπλωσε τα ενδύματα και τα τσαπράζια και επιμελώς όλα μαζί τα απέκρυψεν εντός του κιβωτίου της .

   Μετά παρέλευσιν ολίγων ημερών παρετηρήθη η έλλειψις του Αθανάση και οι συγγενείς και φίλοι του ήρχισαν να συχνοερωτώσι περί αυτού την Μαρίαν .

    - Ξέρω που πάει να κλέψη , απήντα κάποτε εν προφανή δυσαρεσκεία η λυγερή , τον σκότωσαν , ζωντανός είνε δεν ξέρω ...Κατά σύμπτωσιν ήλθε τας ημέρας εκείνας εκ Βοίτσας και η Ελένη προς επίσκεψιν των συγγενών της , εις τελείαν άγνοιαν διατελούσα του κακουργήματος . Μόλις όμως εισήλθεν εις την πατρικήν οικίαν και η Τασούλα , έσπευσε να ανακοινώση προς αυτήν την εξαφάνισιν τπυΑθανάση , τα προλαβόντα όλα και την υποψίαν ότι ο Αθανάσης έπεσεν  θλυμα της Μαρίας και του εραστού της . Η Ελένη έσπευσεν ευθύς και κατήγγειλεν τούτο προς τον Δήμαρχον , ο δε δήμαρχος ανέφερεν εις τον έπαρχον και υπομοίραρχον Δωρίδος , οι οποίοι επί τόπου μεταβάντες επελήφθησαν ανακρίσεων .

   Αι ανακρίσεις υποβοηθούμεναι και από τας ατομικάς αποκαλύψεις της Ελάνης , προέβαινον ταχέως και πολύ κατηγορηματικάι μάλιστα , δια την Μαρίαν και τους συνενόχους της . Εις το τέλος ο ανακριτής εζήτησε και μετέβησαν όλοι εις το Κάρκαρον , εις το χείλος του οποίου διέκρινον ακόμη διατηρουμένας σταγόνας αίματος . Η Ελένη , συλλαβούσα την υποψίαν ότι εκεί μέσα είχε ριφθεί ο αδελφός της , επρότεινεν εις πολλούς συγχωρικούς της επ' αμοιβή να καταβώσιν εκεί και ερευνήσωσιν . Αλλ' ουδείς ετόλμα να πράξει τούτο , διότι κατείχοντο όλοι υπό τρόμου μεγάλου δια τα ερεβώδη αυτού σπλάχνα και τας απαισίας παραδόσεις , αι οποίαι λέγονται περί αυτού μεταξύ των χωρικών . Η Ελένη εν' τούτοις επέμενεν προσφέρουσα γενναίαν αμοιβήν , δύο όλα χωράφια , και επείσθησαν τέλος να κατελθωσι δύο χωρικοί , οι οποίοι μετά πολλού κόπου ηδυνήθησαν ν' ανακαλύψωσι μεταξύ των πετρών το  σώμα του Αθανάση και να ανασύρωσι δια σχοινίων , αγνώριστον σχεδόν .

   Τότε το έγκλημα απεκαλύφθη εν όλη τη στυγερή αυτού και ακ=ληθεί όψει . Ευθύς δ' εξεδόθη ένταλμα κατά των δραστών και της Ναρίας και εφυλακίσθησαν όλοι εις τας φυλακάς  Λαμίας .

   Και εν Λαμία όμως , η καλλονή της Μαρίας επέπρωτο να φέρη άλλα δυστυχήματα . Ομοία προς τα ωραία εκείνα άνθη των αγρίων δασών των οποίων το άρωμα προξενεί τον θάνατον εις εκείνον όστις τα προσεγγίζει , η Πενταγιώτισσα λυγερή ήτο υπό της φύσεως προωρισμένη να προξενή καταστροφήν εις τους πλησιάζοντας αυτήν .

   Ολίγαι ημέρα παρήλθον από της καθείρξεως της Μαρίας εν τη φυλακή Λαμίας και ο δεσμοφύλαξ , τεσσαρακοντούτης ανήρ , συνέλαβεν σφοδρότατον έρωταν προς αυτήν . Η λυγερή , πανούργος γυνή , επρότεινεν εις αυτόν ότι θα συγκατένευε να τον υπανδρευθή εάν ούτος εφρόντιζεν να τη  απαλλάξη της κατηγορίας . Ούτος εδέχθη μετά χαράς μεγάλης την πεότασιν . Κατ' απαίτησιν της Μαρίας , αφήκε ν' αποδράση δήθεν των φυλακών ο Τουρκάκης και ονειροπολών την μετά της ωραίας δεσμώτιδος ένωσίν του , εν στιγμή μεγάλης του πάθους εξάψεως , εφαρμάκωσε την σύζυγόν του και το τέκνον του , ίνα μη τους έχη εμπόδιον εις τους σκοπούς του .

   Μετ' ολίγον έγινε  και η δίκη της Μαρίας και των συνενόχων της εν Μεσολογγίω . Και διότι οι δικασταί δεν εύρον φαίνεται αρκετάς αποδείξεις , εκήρυξεν όλους άθώους . Ο δεσμοφύλαξ , όστις είχεν ακολουθήσει την Μαρίαν εκεί και εκόπη δια την απαλλαγήν της . ήρχισεν ήδη να υπενθυμίζη εις αυτήν τας πρώην υποσχέσει της και τας τόσας θυσίας τας οποίας έκαμε χάριν αυτής . Η Μαρία ηνλειχετο αυτόν και εφαίνετο ευμενώς έακούουσα τους λόγους του μέχρις ου έφθασαν εις Βυτρινίτσαν , το επίνειον της Δωρίδος αφ' ότου θα μετέβαινον εις Πενταγιούς . Εκεί όμως , επιτηδείως υποδαυλίσασα , ήγειρεν τον όχλον των συμπατριωτών τξς , όσοι είχον έθει δια την δίκην , κατά του δυστυχούς δεσμοφύλακος και τον απεδίωξαν κακώς έχοντα .

   Η Μαρία ούτω επέστρεψε μετά των συντρόφων της εις την πατρίδαν της , πάντοτε εύχρους , πάντοτε ωραία , αλλά και πάτοτε τρελλή . Ψσεί πεισμόνουσα δια την περιφρόνησιν την οποίαν εδείκνυον προς αυτήν οι χωρικοί ίνα τιμωρήσωσι το σφάλματης και περιφρονούσα τας προλήψεις των , ήρχισεν έτι ελευθερώτερον βίον να διάγη . Οι ερασταί ήσαν πρόθυμοι και αυτή εφαίνετο προθυμοτέρα . Παρεδίδετο εις τον ένα εξάδελφον , είτα τον ήλλαζε δι' άλλου συγγενούς της . Συνέζη επί καιρόν μετά του ενός εραστού και αίφνης δια μιαν ιδιοτροπίαν προσεκολλάτο εις άλλον . Και εν τω μεταξύ ύβριζε τους συγχωριανούς και τας γυναίκας των . Εις τας κατηγορίας των αντέτασσε βαναύσους ύβρεις . Εις τας νουθεσίας των συγγενών της εκάγχαζε περιφρονητικώς και παρήγγελλεν εις την αδελφήν της από καιρού εις καιρόν μετά πεισματώδους αναιδείας τα αίσχη της .

   Οι συμπατριώται της Μαρίας , ίνα στιγματίσωσι καλλίτερον την διαγωγήν της ,θέλοντες να παραδώσωσιν εις αιώνιον ανάθεμα τα κακουργήματά της , έκαμαν ευθύς το τραγούδι της :

                    Στα Σάλωνα σφάζουν τραγιά

                    και στο Χρισσό κριάρια ,

                    Και στης Μαρίας την ποδιά

                    σφάζονται παλληκάρια .

                    Κλείσε τα παραθύρια σου

                    και σκέπασ' τη φωτιά σου ,

                    Να μη φανεί ο ασίκης σου

                    οπ' έχεις στην ποδιά σου .

                    Τι ν' το κακό οπώκαμες

                    στο δόλιο το Θανάση ;

                    Τον αδερφό σου σκότωσες

                    τον Τούρκο για να πάρης .

                    Στιν Κάρκαρο τον έρριξες

                    στον Κάρκαρο τον ρίχνεις .

                    Κανείς δεν κάν' απόφασι

                    να ' μ΄πή για να τον βγάλη

                    Ο ΄Γιάννης κάν' απόφασι

                    να μπή και να τον βγάλη .

                    Παίρνει πεντάδιπλα σκοινιά

                    με δεκαοχτώ φανάρια .

                    Σαν ' μπήκε και τον έβγαλε

                    στο αίμα βουτηγμένον

                    και η Μαρία λιγοψυχά

                    και πέφτει να πεθάνη .

                    - Τίνος τα λες αυτά Μαριά

                    και τουρκοπιστεμμένη ;

                    Εσύ 'σε που τον σκότωσες

                    και τώρα θα τον κλάψης ;

   Το πρώτον δίστιχον , είνε ούπατος προς την γυναικείαν καλλονήν έπαινος , οι δε λοιποί στίχοι απειρόκαλλος καταγγελία του παραπτώματος της Μαρίας .

   Αλλ' όπως πάντοτε κατά τους κανόνες της φύσεως συμβαίνει , παν ό.τι μέγα και έξοχον , εκείνο μόνον ν' ανθίσταται εις την πάροδον του χρόνου , το παράπτωμα της λυγερής σχεδόν ελησμονήθη ήδη . Μόλις και μετά βίας θα δυνηθή ο περίεργος διαβάτης ν' ακούση μεταξύ των τόσων συμπατριωτών της , μεταξύ των συνηλικιωτών και των φίλων της τη λεπτομερή ιστορίαν αυτού . Μετά πολλάς δε κοπιώσεις , ανασκαλεύσεις εις την μνήμην των γεροντοτέρων θ' ανεύρη τους εξηθρωμένους και πενιχρούς στίχους του τραγουδιού της .

   Αι έξοχοι καλλοναί όπως και τα έξοχα πνεύματα δεν υποβάλλονται εις τους τετριμμένους τύπους των κοινών θνητών , αλλ' επιβάλλουσι τους ιδικούς των . Και η Μαρία ηδυνήθη να δεσπόση των συγχωριανών της , η δ' ανάμνησις της καλλονής της εφυγάδευσεν την ανάμνησιν του παραπτώματος και δεν απέμεινεν αξ αυτού ειμή όπως επί σαπφειρίνης και ηρτέμου θαλάσσης επιπλέωσι συντρίμματα πλοίου , του μένους της μαρτύρια . Ολίγον δε ακόμη και θα εκλείψουν παντελώς και αυτά .

   Και δεν θα μένη πλέον ειμή ως οπτασία Χερουβείμ , πλανωμένη καθ' όλην την Ελλάδα , γλυκειά ανάμησις , παράδοσις τρυφερά και λατρευτή το εύγραμμον πρόσωπον , το χυτόν ανάστημα , οι εύγλωττοι οφθαλμοί , η αμύθητος χάρις ως ιδανικός τύπος της λυγερής και ο προς αυτήν έξοχος ύμνος , εις βαρύτιμος μαργαρίτης της πατρίου Μούσης , τον οποίον θα τραγουδώσι πάντοτε μετά συγκινήσεως τα παλληκάρια και αι λυγεραί των χωρίων .

                Στα Σάλωνα σφάζουν τραγιά

                και στο Χρισσό κριάρια ,

                και σ' της Μαρίας την ποδιά

                σφάζονται παλληκάρια .

  ( Απ' το περιοδικό  " ΕΣΤΙΑ " )  15 - 8 - 1889 .

No comments: