.
· by chronontoulapo
Η πολιτική επιθεώρηση είναι μια μορφή τέχνης, η οποία επιτελεί διπλή λειτουργία: διασκεδάζει τους θεατές και παράλληλα ασκεί κριτική στους φορείς της εξουσίας, κυρίως της εκτελεστικής. Οι πολιτικοί συνήθως την ανέχονται, ορισμένες όμως φορές επιχειρούν να φιμώσουν τους καλλιτέχνες που τους σατιρίζουν χρησιμοποιώντας ένδικα μέσα. Κατά το παρελθόν κινητοποιούσαν ακόμα και παρακρατικούς μηχανισμούς, για να «κλείσουν το στόμα» ηθοποιών ή θεατρικών συγγραφέων. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι του 1931 στο θέατρο «Περοκέ» παιζόταν μια επιθεώρηση. Κατά την παράσταση οι ηθοποιοί με κάποια δίστιχα σατίριζαν την πολιτική της κυβέρνησης του Ε. Βενιζέλου. Αυτό δεν άρεσε σε παράγοντες του κόμματος των «Φιλελευθέρων». Τέσσερις, λοιπόν, μπράβοι πήγαν την 23η Αυγούστου στο θέατρο και για εκφοβισμό άρχισαν να πυροβολούν. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθεί ο μηχανικός του θεάτρου Μωραΐτης και να τραυματιστούν δύο ηθοποιοί και ένας ηλεκτρολόγος του θεάτρου. Οι δράστες συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη. Ως ηθικός αυτουργός της δολοφονικής επίθεσης κατηγορήθηκε ένας ανώτατος αξιωματικός της Αστυνομίας πόλεων, ο Π. Γύπαρης (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλα της 25ης Αυγούστου 1931 και της 14ηςΔεκεμβρίου 1932). Λίγα χρόνια αργότερα (το 1935) παρακρατικοί επιτέθηκαν κατά τη διάρκεια της παράστασης στον Αττίκ. Στο περιστατικό αυτό θα αναφερθώ στο σημερινό post. Για να γίνουν κατανοητά τα γεγονότα, θα κάνω σύντομη μνεία στο πολιτικό κλίμα της εποχής εκείνης.
Την 9η Ιουνίου 1935 έγιναν εκλογές, από τις οποίες απείχε η βενιζελική παράταξη, ενώ το «Ενιαίο Μέτωπο», που είχε ως κύρια δύναμη το Κ.Κ.Ε., αν και συγκέντρωσε το 9,59% των ψήφων, λόγω του πλειοψηφικού συστήματος δεν εξέλεξε βουλευτή . Έτσι σχηματίστηκε κυβέρνηση του «Λαϊκού» κόμματος με πρωθυπουργό τον Παναγή Τσαλδάρη. Στις προγραμματικές δηλώσεις ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι θα διενεργείτο δημοψήφισμα, για να αποφασίσει ελεύθερα ο λαός για τη μορφή του πολιτεύματος: τη διατήρηση της δημοκρατίας ή την παλινόρθωση (= την επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου Β΄, ο οποίος είχε φύγει από την Ελλάδα το Δεκέμβριο του 1923). Ενώ η βενιζελική παράταξη, οι σοσιαλιστές και οι κομμουνιστές ήταν κατά της βασιλείας, η κατάσταση στην αντιβενιζελική παράταξη ήταν ρευστή. Ένα μέρος από τα στελέχη του Λαϊκού κόμματος, προεξάρχοντος του Γ. Κονδύλη, ήθελαν την άμεση πραξικοπηματική επαναφορά του βασιλιά. Οι μετριοπαθείς «Λαϊκοί» ήθελαν να γίνει πρώτα το δημοψήφισμα, όπως είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση, για να παρουσιαστεί η επάνοδος του βασιλιά ως αποτέλεσμα της λαϊκής θέλησης. Τέλος υπήρχε και μια μερίδα στελεχών που είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ της δημοκρατίας. Ο Ι. Μεταξάς, αρχηγός ενός μικρού κόμματος, της «Ενώσεως Βασιλοφρόνων», ζητούσε την άμεση επαναφορά της δυναστείας.
Η πολιτική κατάσταση της εποχής εκείνης αποτελούσε πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς πολιτικών επιθεωρήσεων. Μια τέτοια παιζόταν κάθε βράδυ στη «Μάντρα του Αττίκ», στην οδό Αχαρνών. Ανάμεσα στα νούμερα της επιθεώρησης παρεμβάλλονταν και σατιρικά τραγούδια για τους φιλοβασιλικούς πολιτικούς και για τη μοναρχική κίνηση, τα οποία τραγουδούσε ο Αττίκ (= ο Κλ. Τριανταφύλλου). Ένα από αυτά – υποτίθεται πως – το έλεγε ο Π. Τσαλδάρης, εκφράζοντας τη γνώμη του για το πολιτειακό ζήτημα:
Θαρρώ, θαρρώ, αλλά καλά κι εγώ δεν ξέρω,
θαρρώ, θαρρώ πως ίσως σας τον ξαναφέρω.
Φρονώ, φρονώ, να δούμ’ όμως τι λέν’ κι εκείνοι (= δείχνοντας προς τους θεατές),
φρονώ, φρονώ πως, κι αν ξανάρθει, δεν θα μείνει!
Κάθε βράδυ ο κόσμος χειροκροτούσε ιδιαίτερα, όταν άκουγε αυτό το τραγουδάκι, δείχνοντας έτσι τα αντιμοναρχικά του αισθήματα. Όμως κάποιοι κυβερνητικοί παράγοντες δυσανασχετούσαν από τη σάτιρα κατά του βασιλιά και αποφάσισαν να δράσουν. Ο Αττίκ βρήκε στο κουτί παραπόνων του θεάτρου ένα απειλητικό γράμμα. Οι ανώνυμοι αποστολείς του ζητούσαν να κόψει από την παράσταση το παραπάνω τραγούδι· διαφορετικά θα κατέστρεφαν τη «Μάντρα». Ο καλλιτέχνης όμως δεν έδωσε σημασία στην απειλή.
Το βράδυ της 24ης Ιουλίου 1935 το θέατρο ήταν, όπως πάντα, γεμάτο. Το περίεργο ήταν ότι ανάμεσα στους άλλους θεατές βρίσκονταν πολλοί σμηνίτες και άτομα του υποκόσμου. Μόλις ο Αττίκ τελείωσε το σατιρικό τραγουδάκι και ο κόσμος χειροκροτούσε, ακούστηκε – όπως κατέθεσαν αργότερα οι μάρτυρες – ένα συνθηματικό σφύριγμα. Αμέσως οι σμηνίτες και οι μπράβοι πήδησαν στη σκηνή και άρχισαν να γρονθοκοπούν τον καλλιτέχνη και να καταστρέφουν τα σκηνικά. Οι άλλοι θεατές όρμησαν εναντίον τους. Όμως ένας επισμηνίας έβγαλε το πιστόλι του και πυροβόλησε στον αέρα. Το πλήθος πανικοβλήθηκε και έτσι οι τραμπούκοι βρήκαν την ευκαιρία και το χρόνο να κατευθυνθούν προς την έξοδο του θεάτρου. Εκεί βρίσκονταν οχήματα. Επιβιβάστηκαν σ’ αυτά και εξαφανίστηκαν. Ένας αστυφύλακας που παρευρισκόταν στο συμβάν προσπάθησε να συλλάβει κάποιον από τους επίδοξους δολοφόνους, αλλά πυροβολήθηκε από αυτούς και εγκατέλειψε την προσπάθεια. Ο διοικητής του Δ΄ αστυνομικού τμήματος, ο οποίος ειδοποιήθηκε αμέσως από ανθρώπους του θεάτρου για τη δολοφονική απόπειρα, απάντησε πως δεν είχε διαθέσιμη δύναμη για να επέμβει και ύστερα από ένα τέταρτο έστειλε τέσσερις αστυφύλακες, όταν πλέον οι «παλικαράδες» είχαν εξαφανιστεί(εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 26ης Ιουλίου 1935).
Την 25η Ιουλίου έγιναν ανακρίσεις. Από αυτές, σύμφωνα με δηλώσεις του Διοικητή της Αεροπορίας και του Διευθυντή της Αστυνομίας, αποκαλύφτηκε πως οι τραμπούκοι ήταν πράγματι σμηνίτες και αυτός που πυροβόλησε για εκφοβισμό των θεατών ήταν κάποιος επισμηνίας ονόματι Φράγκος. Βέβαια οι φιλοβασιλικές εφημερίδες διαστρέβλωσαν την πραγματικότητα. Απέδωσαν ευθύνες για την επίθεση στους συντελεστές της θεατρικής παράστασης που όξυνε τα πολιτικά πάθη. Όσο για τον επισμηνία τόνιζαν ότι πυροβόλησε για εκφοβισμό αυτών που επιτέθηκαν στον Αττίκ. «Για τα μάτια του κόσμου» μετατέθηκε ο διοικητής του Δ΄ αστυνομικού τμήματος, κατηγορούμενος για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του. Και το «ωραίο της υπόθεσης» ήταν το ότι ο Διευθυντής της Αστυνομίας ύστερα από συνεργασία με τον υπουργό των Εσωτερικών απαγόρευσε από το βράδυ της 25ηςΙουλίου «κάθε σατιρισμόν διά το πολιτειακόν». Βέβαια ο Αττίκ δεν χαμπάριαζε από απαγορεύσεις. Το ίδιο βράδυ, ένα εικοσιτετράωρο μετά τον τραυματισμό του, ανέβηκε και πάλι στη σκηνή με επίδεσμο στο κεφάλι από τα τραύματα των μπράβων. Ο κόσμος που είχε γεμίσει κάθε γωνιά του θεάτρου του ξέσπασε σε ασυγκράτητα χειροκροτήματα και σε ενθουσιώδεις ζητωκραυγές υπέρ των δημοκρατικών ελευθεριών (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 27ης Ιουλίου 1935).
Η βιαιοπραγία κατά του Αττίκ θορύβησε τους δημοκρατικούς πολίτες. Τα διοικητικά συμβούλια διάφορων επαγγελματικών σωματείων την καυτηρίασαν με δημοσιεύματα στον Τύπο, ενώ η ορχήστρα του θεάτρου «Αθήναιον» (= μετέπειτα «Μπροντγουαίη») κατέβηκε την 25η Ιουλίου σε απεργία σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επίθεση των μοναρχικών κατά του καλλιτέχνη. Οι διωκτικές και δικαστικές αρχές όμως δεν έδειχναν μεγάλη προθυμία να συλλάβουν τους δράστες. Αν και ο Αττίκ την 26η Ιουλίου πήγε στο Αρχηγείο Αεροπορίας και αναγνώρισε κάποιους από τους σμηνίτες που του επιτέθηκαν, αν και το ονοματεπώνυμο του επισμηνία που πρωτοστάτησε στα επεισόδια ήταν γνωστό στις αρχές, οι μόνοι που συνελήφθησαν, καθ’ υπόδειξη υπαλλήλων του θεάτρου, ήταν τρεις πολίτες: ο ιδιαίτερος γραμματέας ενός υποψήφιου βουλευτή του «Λαϊκού» κόμματος, ένας υπάλληλος του Δήμου Αθηναίων και ένας άλλος πολίτης αγνώστων επαγγελματικών στοιχείων (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 27ης Ιουλίου 1935,όπου αναφέρονται και τα ονοματεπώνυμα των συλληφθέντων).
Η κυβέρνηση Τσαλδάρη παρέπεμψε την υπόθεση σε τακτικό ανακριτή. Ο εισαγγελέας έκανε λόγο για«απρομελέτητα τραύματα, διά φθοράν ξένης ιδιοκτησίας εις βαθμόν κακουργήματος,διά παράνομον οπλοφορίαν και δι’ ασκόπους πυροβολισμούς». Οι τρεις συλληφθέντες που είχαν παραπεμφθεί ως «ηθικοί αυτουργοί της επιδρομής» στη «Μάντρα του Αττίκ» απολογήθηκαν το απόγευμα της 27ης Ιουλίου και με ομοφωνία του εισαγγελέως και του ανακριτού κρίθηκαν αποφυλακιστέοι (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 28ης Ιουλίου 1935), ενώ δυο βδομάδες αργότερα απαλλάχτηκαν από κάθε κατηγορία (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 12ης Αυγούστου 1935). Έτσι δεν τιμωρήθηκε κανείς για την επίθεση κατά του Αττίκ.
Με τέτοιες μεθοδεύσεις έγινε η παλινόρθωση. Στις 10 Οκτωβρίου 1935 ο Κονδύλης, με την ενεργό βοήθεια του υποστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου, ανέτρεψε την κυβέρνηση του Π. Τσαλδάρη και ανέλαβε ο ίδιος την πρωθυπουργία. Με διάταγμα κατάργησε το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας και επανέφερε σε ισχύ το σύνταγμα του 1911. Έτσι μεθοδεύτηκε η επαναφορά του βασιλιά Γεωργίου του Β΄. Στις 3 Νοεμβρίου 1935 διενεργήθηκε νόθο δημοψήφισμα. Η νοθεία ήταν τόσο απροκάλυπτη, ώστε οι ψήφοι που βρέθηκαν στις κάλπες ξεπερνούσαν τον αριθμό των επίσημα γραμμένων ψηφοφόρων. Το αποτέλεσμα που ανακοινώθηκε έδινε στη βασιλεία το 97,80% και στη δημοκρατία το 2,20%. Οι παρακρατικοί είχαν βάλει κι αυτοί «το χεράκι τους» γι’ αυτές τις πολιτικές εξελίξεις.
Ο Αττίκ (Κλέων Τριανταφύλλου)
No comments:
Post a Comment