Τον αείμνηστο “ Σ’ντουγοθύμιο , ΄Θύμιο Μπάκα κατά κόσμον , σας τον έχουμε..συστήσει , υποσχόμενοι να τον..ξαναθυμηθούμε . Ας γυρίσουμε λοιπόν απόψε στα χρόνια εκείνα της ..” βασιλείας “ του φίλου μας .
Όπως έχουμε πει , ο Θύμιος ασχολιόταν πολύ με το..” Εθνικό “ άθλημα της ..ζωοκλοπής , και έτσι ζούσε τη φαμελιά του . Έλα όμως που οι δουλειές δεν ήταν ..σταθερές και η φαμελιά , γυναίκα και παιδιά , ήθελαν να φάνε , γι’ αυτό λοιπόν ο Θύμιος σαν καλός νοικοκύρης , ξεκίνησε μια μέρα και πήγε στον Σφετσόγιαννο , τον κρεοπώλη , και αφού ..επιθεώρησε την πραμάτεια του μαγαζιού προσεκτικά , στάθηκε σε ένα πατσιοκέφαλο που είχε ο Σφετσόγιαννος κρεμασμένο στο τσιγκέλι , και φυσικά του..καλάρεσε ..
Λέει λοιπόν στον καταστηματάρχη , “ μπάρμπα Γιάννη , εκείνο κει το πατσιοκέφαλο που έχεις κρεμασμένο , θα μου το δώσεις ; “.
Ναι Θύμιο μου , του λέει ο μπάρμπα Γιάννης , δώσε ένα τάληρο και πάρτο .
Έλα όμως που τάληρο δεν υπήρχε και το..πατσιοκέφαλο , έπρεπε να παρθεί..οπότε λέει ο Θύμιος , ξέρεις μπάρμπα Γιάννη , δεν έχω τάληρο να σου δώσω , θα του πάρου και μεθαύριο θα στου “ μπάσου κουλουμπόκι “ , δηλαδή , θα το πληρώσει με καλαμπόκι όταν πληρωθεί , γιατί ο Θύμιος φύλαγε τα βόδια των χωριανών μέχρι τον Οκτώβριο , που τα πέρνανε για να οργώσουν , και γι’α υτή τη δουλειά , πληρωνόταν όπως είπαμε , με καλαμπόκι , γιατί λεφτά ..δύσκολα βρίσκονταν..
Πέρασε λοιπόν ένας χρόνος , με τα πατσιάντερα απλήρωτα , ενώ φυσικά ο Θύμιος είχε πληρωθεί για τη δουλειά του και έτσι προκειμένου να πληρώσει το Σφετσόγιαννο , προτίμησε να ..αλλάξει χασάπη..
Πήγε λοιπόν στο Γιαλακίδη , και επανέλαβε το ίδιο..παραμύθι , πήρε τα πατσιάντερα , με..πίστωση κι’ αυτά , με σκοπό να τα “ μπάσει κουλουμπόκι “ , χωρίς φυσικά να πληρώσει . ΄Με τη φάμπρικα αυτή ο Θύμιος πέρασε αρκετό καιρό ψωνίζοντας..τζάμπα , μέχρι που εξαντλήθηκε ο αριθμός των χασάπηδων και έτσι το πράγμα μαθεύτηκε και η φράση αυτή “ θα στου μπάσου κουλουμπόκι “ έμεινε στη Λιδορικιώτικη κοινωνία ως συνώνυμη του …” δεν θα τα πάρεις ποτέ τα χρωστούμενα ..
Έκτοτε δεν ξαναφάνηκε ο Θύμιος στο Λιδορίκι , κάπου όμως εκεί στη δεκαετία του ‘60 , ήμουνα στο γραφείο του επαρχιακού Γεωπόνου στο Αίγιο , περιμένοντας το λεωφορείο για να γυρίσω στην Πάτρα , και να στην πόρτα ο Θύμιος ..Γερασμένος αρκετά , αλλά πάντα ο..ίδιος .
Μπήκε αθόρυβα με τα μικρά βηματάκια του , πλησίασε το γεωπόνο , πήρε το ταληράκι του και αθόρυβα όπως ήρθε πήγε προς την έξοδο , χωρίς να γυρίσει προς τα μένα και να μου μιλήσει
Τον άφησα να προχωρήσει και μόλις έφτασε στην πόρτα ..έριξα τη..μπόμπα , “ βρε Θύμιο , θα στου..μπάσου κουλουμπόκι ..Τινάχτηκε ο έρμος ο Θύμιος σαν να τον τσίμπησε σκορπιός , γύρισε με κοίταξε καλά καλά και με τα βηματάκια του τα αθόρυβα , ήρθε κοντά μου , έσκυψε κοντά στο αυτί μου και μου είπε παρακλητικά : “ Μη ουρέ , μη μας μάθ’νι κι’ ιδώ ποιοί είμαστι ..”
Γέλασα προς στιγμήν αλλά ύστερα μετάνιωσα για την παρέμβασή μου , ο Θύμιος φυσικά έφυγε για να συνεχίσει την..” εργασία του “ ..
Δεν τον ξαναείδα ποτέ πια , έμαθα όμως πως πέθανε στο Αίγιο , όπου κει έμενε με τα παιδιά του που ήταν νοικοκυρεμένα και είχαν οικογένειες …
ΣΗΜ : Όπως θα καταλάβατε αγαπημένοι μου φίλοι , η αποψινή μας Λιδορικιώτικη Ιστορία , είναι.. ελεύθερη..απόδοση μιας αφήγησης ( απ’ τις πολλές που μας άφησε ) του αείμνηστου μπάρμπα Σπύρου Σφέτσου ή Καλέρη .
Καλό σας ξημέρωμα ….Κ.Κ.-
No comments:
Post a Comment