Ας περιγράψουμε τώρα μια κεντρική περίπτωση υπαίθριας μαύρης αγοράς. Πρέπει να φανταστούμε ότι περίπου έτσι ήταν όλες οι υπαίθριες αυτές αγορές, διότι εκτός αυτών των υπαίθριων αγορών υπήρχαν και συναλλαγές μαύρης αγοράς με ιδιωτικές συμφωνίες αλλά και καταστήματα που λειτουργούσαν με το σύστημα της μαύρης αγοράς.
Στο πεζοδρόμιο σε πολυσύχναστα μέρη εγκαθίσταντο μικροί πάγκοι που πωλούντο κάθε λογής τρόφιμα: κρέατα , τυριά, ψάρια, βούτυρο, αυγά , λαχανικά κλπ γύρω από τους πάγκους κυκλοφορούσε πολυάριθμος κόσμος, οι περισσότεροι έβλεπαν και έψαχνα να βρουν τι μπορούσαν όχι τι ήθελαν να αγοράσουν.
Εδώ δεν υπήρχε περιορισμός στις μερίδες που κάποιος θα αγόραζε αρκεί να μπορούσε να τα αγοράσει, στο κρασί που πουλιόταν είχε προστεθεί ρετσίνι (ρετσίνα) κυρίως για να το περισώσουν από τους κατακτητές που όταν το δοκίμαζαν έκαναν μορφασμούς για την δυνατή του γεύση και έτσι δεν αποτελούσε γι αυτούς επιθυμητό προϊόν, για τους Έλληνες πάλι το κρασί (ρετσίνα) ήταν προϊόν που έδινε στον ταλαιπωρημένο τους οργανισμό πολλές θερμίδες που φυσικά τις χρειάζονταν, έτσι η ρετσίνα ήταν κάτι που το αναζητούσαν οι άνθρωποι και ήταν κάτι που το εύρισκαν με κάποια ευκολία, εν αντιθέσει με το λάδι που η αγορά του απαιτούσε εγγλέζικες λίρες.
Στην υπαίθρια μαύρη αγορά μπορούσε να δει κανείς από τον ίδιο πωλητή να πουλιέται παστέλι και σαρδέλες. Και μιας και μιλήσαμε για γλυκά θα πρέπει να πούμε ότι τα κατοχικά γλυκά είχαν μια γεύση «ερζάτς».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ : Υπαίθρια πώληση λαδιού (σπανιώτατο είδος στην κατοχή, που πωλειτο με λίρα Αγγλική).
Εκτός των τροφίμων υπήρχαν και όλα τα είδη που μπορεί να έχει ανάγκη ο άνθρωπος ρούχα, ξυραφάκια , είδη που εγκατέλειψαν οι Άγγλοι κατά την υποχώρησή τους μέχρι τσάι Κεϋλάνης, αυτά τα προϊόντα από τις αγγλικές αποθήκες που λεηλάτησαν οι Έλληνες τα αγόραζαν κυρίως οι κατοχικοί στρατιώτες (γερμανοί και Ιταλοί), μέχρι βενζίνη πουλιόταν στην μαύρη αγορά (η γερμανική ήταν χρωματισμένη και φυσικά δεν μπορούσε κάποιος να την εμφανίσει δημόσια). Οι τιμές ήταν για όλα τα πράγματα πολύ υψηλές για να δώσουμε ένα μέτρο σύγκρισης, ένα φυσιολογικό γεύμα σε εστιατόριο αντιστοιχούσε σε 10 σουηδικές κορώνες για το ίδιο γεύμα, την ίδια τιμή που θα πλήρωνε κανείς στο Παρίσι, την Ρώμη και το Βερολίνο, με την διαφορά όμως ότι οι Έλληνες ούτε κατά φαντασία δεν πλησίαζαν στο 1/10 των μισθών και εισοδημάτων των λαών αυτών, σαν παράδειγμα φανταστείτε σήμερα οι φτωχοί κάτοικοι μιας Αφρικανικής χώρας με μισθό 1 Ευρώ την ημέρα, να πρέπει να πληρώνουν για ένα γεύμα σε εστιατόριο σε τιμής του Ρίτς των Παρισίων.
Εμπορεύσιμο είδος ήταν τα ξύλα που λόγω της υλοτομής των δασών από τον πληθυσμό για να ζεσταθεί στον κρύο χειμώνα του 1941-42 ήταν δυσεύρετα, έτσι μπορούσε να δει ανθρώπους στον Βασιλικό κήπο να μαζεύουν ξυλαράκια που είχαν πέσει κάτω. Οι ενήλικες δεν φορούσαν συνήθως παπούτσια αλλά σανδάλια από ελαστικά αυτοκινήτων, φρόντιζαν δε η φυσική καμπύλη του λάστιχου να πέφτει στο σημείο που το πέλμα κάνει καμάρα, τα ελαστικά αυτά ήταν λεία των σαλταδόρων και χρυσοπουλιόταν στην μαύρη αγορά. Οι γυναίκες κυρίως στις συνοικίες φορούσαν τσόκαρα δηλαδή παπούτσια από ξύλο κατάλληλα λαξευμένο.
Οι στρατιωτικές αρχές έκαναν συχνούς ελέγχους σε όλα τα σημεία της πόλης , κυρίως όμως έλεγχαν με μπλόκο την Λ Συγγρού την πρόσβαση των κατοίκων προς τον Πειραιά. Στον έλεγχο αναζητούσαν να βρουν και εμπορεύματα που πιθανά να είχαν κλαπεί από τις κατοχικές δυνάμεις, έτσι όσοι είχαν είδη που προερχόντουσαν από τέτοιες επιχειρήσεις υποχρεωνόντουσαν να μετακινηθούν από περιοχές εκτός των βασικών αξόνων κυκλοφορίας, οι διαδρομές αυτές έκρυβαν πολλούς κινδύνους. Περιττό να υπενθυμίσουμε ότι η μετακίνησης αυτή ήταν περισσότερο χρονοβόρα και οι μετακινούμενοι πιθανά να υποχρεωνόντουσαν να διανυχτερεύσουν στο δρόμο αφού από μια ώρα και μετά ίσχυε η νυκτερινή απαγόρευση και μετά από μια ώρα και μετά οι στρατιώτες πυροβολούσαν ότι κινείται, έτσι μια μετακίνηση από Αθήνα στον Πειραιά (ανάλογα και την διαδρομή που υποχρεωνόταν κανείς να ακολουθήσει και του είδους που μετέφερε) μπορούσε να διαρκέσει τρεις ημέρες. Προσωπικά μου διηγήθηκε κάποιος μια μεταφορά ενός μπρούτζινού αγάλματος που έκλεψαν από το πρώτο νεκροταφείο, με καρότσι με συμπαγείς ρόδες, μέχρι τον Πειραιά που διήρκεσε περισσότερο από τρεις ημέρες, το μπρούτζινο άγαλμα πήγε σε χυτήριο, η περιγραφή αυτή θα ήταν άξια και μόνη της να γίνει κινηματογραφική ταινία.…….
Τα πάντα ήταν περιορισμένα και ήταν αντικείμενα αγοραπωλησία μέχρι και το νερό που από την 1μμ και μετά κοβόταν!
No comments:
Post a Comment