ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ
ΠΑΛΙΟ ΤΣΟΠΑΝΙΚΟ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ..” ΕΘΙΜΟ “
Η κλεψιά δεν απολείπει απ’ τους τσοπάνηδες . Βαρούνε από κάνα μέσα..μέσα . Το ‘χουν γι’ αντ’ετι . Σπάνιο να βρεις τσοπάνο , που να μην έφαγε κλέφτικο .
Ο κλέφτης είναι ..πονηρός , ξέρει πως να κλέψει , χωρίς να τον πιάσουν . Διαλέγει νύχτα χωρίς φεγγάρι . Τραβάει και πάει μακρυά , σε λειβάδια που βόσκουν ξένα κοπάδια . Τα βρίσκει στη βοσκή ή στο μαντρί , βγαίνει τα τσαρούχια του , μην αηκουστεί , μη τον πάρουν μυρωδιά τα σκυλιά , και τότε χάθηκε .
Ζυγώνει από μεριά μεριά , πιάνει με τη γκλίτσα το παχύτερο , το τραβάει , το βάνει στον ώμο και ..πάει δουλειά του , άλλος , φορτώνεται στη ράχη ένα κλαδί με πολλά φύλλα , ζυγώνει στο μαντρί , τα πράματα ζυγώνουν ένα γύρο , για να φάνε φύλλα . Έχει καιρό να διαλέξει το καλύτερο , το παχύτερο .Τ’ αρπάχνει και..πάει !
Και για να μη του πάρουν το ντορό και τον πιάσουν , κρατάει τα τσαρούχια στο χέρι , πατάει αλαφριά σαν γάτα , μη τύχει και κάμει βουλιάχτρα . Έλα τώρα , παρ’ το ντορό συ !
Φέρνει το σφαχτό στη στρούγκα του , το σφάζει και το ψαίνει . Είναι πολλοί , που το ‘χουν αμαρτία να φάνε από δ’ κό τους , σέρνουν το κλέφτικο κρέας στο σακκούλι . Στα παλιότερα τα χρόνια , έκλεβαν όλοι . Το ‘καναν για εμπόριο , δυο τρεις τσοπαναραίοι κατάρτιζαν συντροφιά , ρήμαζαν τα μπουλούκια . Έκοβαν 5, 10, 15, 20 και περισσότερα . Τα διάβαζαν σε ξένα χωριά , τα ‘διναν σε άλλα ..καλά παιδιά , σαν αυτούς .
Φωτιές παραχωμένες αυτοί να μην αποφαίνονται . Κείνοι τα πούλαγαν , έπαιρναν τον παρά , κρατούσαν το μερδικό τους , κι’ έδιναν ό,τι έδιναν στους ζωοκλέφτες . Μ’ ένα ράμα από κλέφτες , ήταν ζωμένος όλος ο τόπος . Φίλο σε φίλο , κοπάδια κοπάδια τραβιόνταν τα σφαχτά για την Πάτρα . Το πέρασμα ήταν τα Καστέλια , εκεί το γενικό πρακτορείο , άλλη στράτα που τράβαε κλεψιμέϊκα , ήταν αυτή που πάει στη Θεσσαλία . Τα ‘γερναν πίσω στη ράχη ( Όρθρυ ) και σύρε να τα..βρεις ..
Όντας θα καταλάβει ο τσοπάνης , πως τον έκλεψαν , πάει αναζητώντας στα γύρω μπολούκια πρώτα , ζητάει το κλεμένο από τσοπάνη , που ξέρει , πως το ‘χει κάποια μανία .
- Μο ‘κλεψες το πρόβατο , ξέρω καλά , πως το ‘χεις εσύ ! του λέει . Σε παρακαλώ να μου τοδώσεις πίσω .
Αν αρνηθεί – κι’ αρνιέται βέβαια , γιατί ποιός είναι κουτός να μαρτυρήσει πως έκλεψε – τον φοβερίζει να τον πάει στην αστυνομία , στο δικαστήριο και να τον αποδείξει με μαρτύρους . Οι φοβέρτες , γίνονται εξεπίτηδες , καταπατάει να βρει την αλήθεια . Αν ξέρει θετικά , πως αυτός είναι κι’ όχι άλλος , αλλά δεν έχει μαρτύρους να το αποδείξει , θα βάλει κι’ αυτός τα δυνατά του να τον κλέψει , αν μπορέσει . Θα του πάρει δυο αντίς για ένα , τέσσερα αντίς για δύο , κι’ όντας θα του τα ζητήσει ο φίλος , θα αρνηθεί αυτός . Έτσι κι’ έτσι να το πάρεις , αμαρτία δεν είναι , λέει ,” Μ’έκλεψε , τον έκλεψα , μ’ αρνήθηκε , τ’ αρνήθηκα , τι έχει να κάμει ο..όρκος !
Tην κλεψιά , την΄ηύραν από παλιούθε οι τσοπάνηδες , τα δόντια να τους βγάλεις , αυτοί δεν την κόβουν . Όχι όλοι βέβαια , αλλά οι περισσότεροι . Ακούτε , τι περίεργα μου έλεγε ένας τσοπάνης στα Αραποκέφαλα , που περνούσα . Τον είχα συντροφιά , ξεκινήσαμε απ’ το μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας τη μέρα που γιόρταζε , στις 23 Αυγούστου , κι’ ήταν παγγύρι μεγάλο . Πηγαίναμε μαζί στο χωριό του , πιάσαμε κουβέντα για το λόγο που έβγαλε ο ιεροκήρυκας μπροστά σε τόσο κόσμο, παγγυριώτες .
- Είδες τι ωραία τα είπε Κώστα ; του λέω , βάρεσε τη ζωοκλοπή .
- Άκουσε , πατριώτη , μου λέει , ξέρεις , πως μου ‘ρθε , εκείνη την ώρα , π’ έλεε , να πάψουν τη κλεψιά οι τσοπαναραίοι ! Ν’ ανεβώ κι εγώ στο παλκόνι , που μίλαε , να γυρίσω κατ’ αυτόν και να του ειπώ : “ Αίμαστε σύμφωνοι , να πάψουμε την κλεψιά εμείς οι τσοπάνηδες , θέλω όμως να σε ρωτήσω ένα λόγο . Είσαι ιεροκήρυκας ; Το επάγγελμά σου είναι να διατάζεις τον κόσμο , να μη κλέβουν ; Το δικό μας επάγγελμα είναι να κλέβουμε μέσα..μέσα . Αφήνεις συ το επάγγελμά σου ; Αν μας πεις “ ναι “ , αφήνουμε κι’ εμείς το δ΄κό μας , σου λέμε ..”ναι'” ! Είμαστε ίσια κι’ ίσια τότες , αλλοιώς !…
Άλλ’ αφήνει , μαθές , ο ιεροκήρυκας το επάγγελμά του ; Πως γίνεται ! Κάθε ένας , έχει το επάγγελμά του σε τούτο τον κόσμο . Άλλος είναι γιατρός , αλλος ζευγάς …Ε , κι εμείς είμαστε τσοπάνηδες , και το ‘χουμε επάγγελμα να κλέβουμε . Τι να μας κάμεις ! Έτσι τούβραμε , έτσι θα τ’ αφήκουμε . Κια συ να ήσουν σε τούτα τ’ αγριοβούνια ..θανακλεβες ! Κάτσε τώρα λοιπόν , να ξεκολλήσεις απ’ τους τσοπάνηδες τόσο βαθιά ριζωμένες ιδέες ..
Το καλό είναι , πως περιορίστηκε η κλεψιά στα λίγα . Πάνε καν οι παλιοί καιροί , που τα’κοβαν μπουλούκια και τα ‘καναν εμπόριο , κέρδος κι’ αυτό .
Τότε που σου τα ‘παιρναν από πολλά , ξέρεις τι έκανες ; Ακολούθαγες το ντορό , κι’ ο ντορός απ’ τα πράματα σ’ έβγαζε στο μέρος , όπου τα τράβηξαν . Ρωτούσες , ποιοί είναι τα σκαθάρια στο χωριό , ποιοί κλέβουν , και ποιοί νταραβερίζονται με κλεψιμέϊκα . Φίλον το φίλο τους ανακάλυφτες , έτρεχες να τους εύρεις , να τους κάμεις και το φίλο , ναρθείς σε συμφωνία κιόλας , πόσα θα τους μετρήσεις για να σου τα βρούνε τάχα . Κι αν δεν τά’χουν – τα χάλασαν ή τα διάβασαν σε μακρυνά μέρη –π πόσα χρήματα θα περαδεχτείς να σου δώσουν και να πας στο καλό σου .
Και να φχαριστάς κιόλας , γιατί γλίτωσες κάτι , και να λες : “ Απ’ το λότελα , καλή ν’ κι’ η Παναγιώταινα “ !
Κι’ άλλοτε ήσουν αναγκασμένος να βγαίνεις παγανιά , με δικούς σου ανθρώπους , να πάτε να τσακίζετε τα νύχια σας , ν’ ανακαλύψτε τους κλέφτες . Να ζητάς το πράμα , ν’ αρνιούνται και να σταίνετε πόλεμο με τα τουφέκια . Να τους παίρνετε η να σας παίρνουν , κι’έτσι καμιά φορά να βγαίνετε και….δαρμένοι , που λέει ο λόγος η και σκοτώνοντας να πάτε και στη φυλακή , που ‘ναι πάλι το ίδιο .
Αυτά είχε η τσοπανούρα τότες…
Το όμορφο αυτό κείμενο , είναι του Δωριέα Λαογράφου , απ’ την Αρτοτίνα , Δημ.Λουκόπουλου .
No comments:
Post a Comment